Περιττοί ηλικιωμένοι
Σαν να ζούμε σε παλιές γεωργικές κοινωνίες που μαστίζονταν από φτώχεια και λιμό, όπως στην ταινία του Σοχέι Ιμαμούρα «Η μπαλάντα του Ναραγιάμα», όπου οι ηλικιωμένοι στα χωριά, όταν έφθαναν τα 70, έπρεπε οικειοθελώς να αποσυρθούν στη κορυφή του βουνού Ναραγιάμα και να πεθάνουν εκεί, δίχως να συνεχίζουν να επιβαρύνουν τα παιδιά τους.
Όταν άρχισαν να εφαρμόζονται, πριν περίπου 14 μήνες, τα μέτρα για την αποτροπή της εξάπλωσης της πανδημίας, σε μια από εκείνης της εποχής ενημερώσεις του υπουργείου Υγείας, έκανε μεγάλη εντύπωση η έκδηλη συγκίνηση του καθηγητή Σ. Τσιόδρα, όταν μιλούσε για τους ηλικιωμένους που πρέπει να προστατέψουμε πειθαρχώντας στα μέτρα. Γιατί αυτοί οι ηλικιωμένοι όπως είπε «είναι οι μανάδες και πατεράδες μας, οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας… Δεν μπορούμε να υπάρχουμε, ούτε να έχουμε ταυτότητα χωρίς αυτούς». Και όλον αυτόν τον χρόνο της πανδημίας οι ηλικιωμένοι, ως ομάδα που έχει χαρακτηριστεί ευπαθής και κινδυνεύει από τον κορωνοϊό, ήταν στην επικαιρότητα, με τους ποικίλους εκπροσώπους της κυρίαρχης εξουσίας να συναγωνίζονται στην επίδειξη, σ’ ένα λεκτικό επίπεδο, ευαισθησίας προς αυτούς. Κι όταν πριν μερικές μέρες η έρευνα για το θάνατο 68 ανθρώπων ηλικιωμένων μέσα σε ένα χρόνο σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων στα Χανιά αποκάλυψε τις απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης τους στη δομή, δημοσιογράφοι και αντιπρόσωποί μας στην πολιτική ηγεσία του τόπου εκδήλωσαν τον αποτροπιασμό τους, έκπληκτοι γι’ αυτά που αποκαλύπτονται. Χωρίς βέβαια να προβληματίζονται και να προβαίνουν σε ενέργειες για την έλλειψη δημόσιων δομών πρόνοιας για ηλικιωμένους και επαρκών κρατικών ελέγχων στις ιδιωτικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σ’ αυτόν τον τομέα.
Εν ολίγοις, η πανδημία έφερε στο προσκήνιο τα προβλήματα με τους οίκους ευγηρίας, και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και την νοοτροπία και τις αντιλήψεις για τη θέση και παρουσία των ηλικιωμένων στον σύγχρονο καπιταλιστικό μας κόσμο, που έχουν την υλική και οικονομική βάση τους στη συγκεκριμένη ιστορική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής. Χωρίς να σημαίνει αυτό πως δεν έχουν και πολιτιστικές και κοινωνικο-ψυχολογικές διαστάσεις.
Τα γηρατειά αντιπροσωπεύουν μια πτυχή της ανθρώπινης ζωής που είναι, σε κάποιο βαθμό, αντίθετη με τη λογική της αύξησης του κεφαλαίου και της εργασίας, των προτύπων απόδοσης, της παραγωγικότητας που καθορίζουν τη ζωή στο καπιταλιστική κοινωνία. Από κοινωνικοϊστορική άποψη, μπορεί κανείς ακόμη και να πει ότι τα γηρατειά καθαυτά, δηλαδή ως χρονολογικά διακριτή και ομοιόμορφη φάση της ζωής, γεννήθηκαν στον καπιταλισμό μέσω του θεμελιώδους διαχωρισμού ηλικίας και εργασίας, σαν μια συνέπεια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Στις προβιομηχανικές γεωργικές κοινωνίες φαίνεται να μην υπάρχει κάποιο πρότυπο σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι θα πρέπει να αποχωρούν από τις οικονομικές δραστηριότητες στη γεροντική ηλικία, εκτός αν υπάρχει έκπτωση σωματικών δυνάμεων. Αυτό δεν σημαίνει πως τα γηρατειά και στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες δεν ήταν ήδη μια σημαντική κατηγορία που καθόριζε τις κοινωνικές σχέσεις και με τα οποία πολλές φορές συνδέονταν η απόδοση ιδιαίτερης κοινωνικής θέσης.
Βέβαια, στα πρώτα στάδια ανάπτυξης της καπιταλιστικής κοινωνίας οι εργαζόμενοι δεν έφταναν σε πολύ προχωρημένη ηλικία και δούλευαν μέχρι το τέλος της ζωής τους και γι’ αυτό τα γηρατειά δεν ήταν εμφανώς διαχωρισμένα από άλλες φάσεις της ζωής. Με την αύξηση του βιοτικού επιπέδου και την πρόοδο στον αγώνα κατά των ασθενειών αυξήθηκε και το προσδόκιμο της ζωής. Είναι τον 19ο αι. που με την καθιέρωση του εργοστασιακού συστήματος στον βιομηχανικό καπιταλισμό εμφανίζονται τα γηρατειά ως ιδιαίτερη φάση της ζωής κατά την οποία δεν μπορούν οι άνθρωποι να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της δουλειάς, λόγω μειωμένης φυσικής δύναμης. Η πίεση του ανταγωνισμού και η δίψα για κέρδος ώθησαν τους εργοδότες να αυξήσουν την ένταση της εργασίας, αφήνοντας τους ηλικιωμένους εργαζόμενους έξω από την παραγωγή. Ο αποκλεισμός λοιπόν των ηλικιωμένων από τις δουλειές τους καθιστά περιττούς για την εργασία ως μέσο εκμετάλλευσης τους κεφαλαίου. Μάλιστα η χρήση μηχανών και η αυξανόμενη σημασία της μαζικής παραγωγής κατέστησαν ευκολότερη την απαλλαγή από την εμπειρία και τις δεξιότητές τους. Όσο τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης δεν είχαν ακόμη θεσμοθετηθεί με γενικό τρόπο, αυτός ο αποκλεισμός του εργατικού δυναμικού των ηλικιωμένων από τη σφαίρα της εργασίας είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψή τους στη δυστυχία της ανεργίας. Έτσι οι ηλικιωμένοι έπεσαν στην απόλυτη φτώχεια των γηρατειών, η οποία γρήγορα έγινε μέρος της κανονικής καθημερινής ζωής υπό τον καπιταλισμό. Η αυξανόμενη όμως μάζα ηλικιωμένων που δεν ήταν πλέον χρήσιμοι, αλλά ήταν ακόμα ζωντανοί, οι εργατικοί αγώνες, συνέβαλαν ουσιαστικά στην ανάπτυξη των δημόσιων συνταξιοδοτικών συστημάτων, που θεσμοθετούνται, και τα γηρατειά θεωρήθηκαν ένα στάδιο της ανθρώπινης ζωής μετά την εργασία χωρίς καμία υποχρέωση, που συνδέεται συχνά με μια καθυστερημένη ελευθερία.
Στις μέρες μας, μ’ ένα αδύναμο εργατικό κίνημα και με επίκληση μιας συνεχούς καπιταλιστικής κρίσης από τους υπεύθυνους της χάραξης της πολιτικής, γίνονται προσπάθειες να πείσουν για την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, τη σταδιακή μείωση των συντάξεων, την προώθηση και ανάπτυξη διαφόρων ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ταμείων. Σ’ αυτές λοιπόν τις προβληματικές συνθήκες η κατάσταση της μη παραγωγικότητας των ηλικιωμένων καθίσταται πολύ πιο εμφανής. Η γήρανση παρουσιάζεται ως κοινωνικό πρόβλημα και η ρητορική των μέσων ενημέρωσης και της κυρίαρχης πολιτικής για την γήρανση του πληθυσμού, τη δημογραφική βόμβα, το υψηλό κόστος των συντάξεων, για τη χρηματοδότηση των συντάξεων από τα προϊόντα της εργασίας της εργατικής κοινότητας γίνεται όλο και πιο ηγεμονική. Και σε μια κοινωνία όπου τίποτε δεν δοξάζεται όσο η εργασία και η εργασιακή ηθική έχει διεισδύσει στα υποδόρια βάθη του ψυχισμού μας, η κατάσταση της μη αναγκαιότητας των ηλικιωμένων τους καθιστά στην ουσία σχεδόν περιττούς, αφού θεωρούνται ζωές μη παραγωγικές που ζουν εις βάρος όλων των ενεργών εργαζόμενων.
Παράλληλα, η καπιταλιστική κοινωνία δημιουργεί και οίκους για ηλικιωμένους, για τα μη παραγωγικά και περιττά στοιχεία της, όπως και για τους φτωχούς ή ψυχικά ασθενείς, ευθυγραμμίζοντας τη συσσώρευση των ανθρώπων με τη συσσώρευση κεφαλαίου. Κι αυτό το φαινόμενο ωφελεί κυρίως την πλουτοκρατία στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης των κοινωνικών υπηρεσιών, όπου οι ηλικιωμένοι έχουν γίνει πελάτες στους οποίους παρέχονται υπηρεσίες, γι’ αυτό και οι δημόσιες δομές φροντίδες είναι περιορισμένες και οι ιδιωτικές με πλημμελή δημόσιο έλεγχο. Στην πραγματικότητα, αυτό που ενδιαφέρει είναι περισσότερο ο χωρικός διαχωρισμός και ο κοινωνικός περιορισμός των ηλικιωμένων και το οικονομικό κέρδος, παρά η εξασφάλιση καλών συνθηκών διαβίωσης για τους απόμαχους της εργασίας. Και ίσως γι’ αυτό η λογική της φροντίδας των ηλικιωμένων στους οίκους ευγηρίας συνεχίζει ακόμα και τώρα να εμφανίζεται στο προσκήνιο ως στίγμα. Αυτό μεταφράζεται σε διάφορα σκάνδαλα γηροκομείων, σε περιπτώσεις απόλυτης παραμέλησης ή καταστολής και άλλων μορφών οργανωμένης βίας κατά των ηλικιωμένων. Η απάνθρωπη καπιταλιστική εκτίμηση του κόστους-οφέλους αποκαλύπτεται σ’ αυτές τις πρακτικές.
Αυτή η αρνητική αντίληψη για τα γηρατειά δεν είναι πουθενά πιο ξεκάθαρη από τον τρόπο σκέψης στην εποχή μας, όπου όλοι θέλουμε να μεγαλώσουμε, αλλά χωρίς να γεράσουμε. Η αποσύνδεση των γηρατειών από την εικόνα του εαυτού μας κάνουν ασυμβίβαστα τα φυσικά σημάδια γήρανσης, καθώς τα κυρίαρχα στερεότυπα έρχονται σε αντίθεση όλο και περισσότερο με την εικόνα των ηλικιωμένων. Σε μια κοινωνία όπου ό, τι δεν είναι ενσωματωμένο στη λογική της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης υποτιμάται στην τάξη των κατώτερων και ανεπαρκών, και όπου οι άνθρωποι κρίνονται αποκλειστικά από την παραγωγικότητά τους, το γήρας δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει μια περίοδο προσδιορισμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Επομένως, οι άνθρωποι πολεμούν ενάντια στα γηρατειά με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους προκειμένου να διατηρήσουν μια υποκειμενικά και κοινωνικά αποδεκτή ταυτότητα και να μην θεωρούνται άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας, στην καλύτερη περίπτωση. Γι’ αυτό και η εμμονή στη νεανική εικόνα, την οποία ενισχύει και στην οποία στηρίζεται η ακμάζουσα αντιγηραντική βιομηχανία. Κι έτσι μετατρέπεται όλο και περισσότερο η γήρανση και οι επιπτώσεις της ηλικίας σε μια θεραπεύσιμη ασθένεια. Ο καπιταλισμός απαιτεί πάντα περισσότερη αποδοτικότητα, παραγωγικότητα, δραστηριότητα, καλή φυσική κατάσταση και νεότητα από την πλευρά του ανθρώπου, για να μην καταλήξει περιττός. Γι’ αυτό οι άνθρωποι απορρίπτουν κατηγορηματικά και αποφασιστικά τα γηρατειά και δεν θέλουν αυτά να γίνουν μέρος της ταυτότητάς τους με κάθε κόστος.
Και μοιάζει σχιζοφρενικό σε κοινωνίες αφθονίας να μην έχει εκλείψει ο φόβος στους ηλικιωμένους για το άχρηστο στόμα που τρέφεται εις βάρος των νέων. Σαν να ζούμε σε παλιές γεωργικές κοινωνίες που μαστίζονταν από φτώχεια και λιμό, όπως στην ταινία του Σοχέι Ιμαμούρα «Η μπαλάντα του Ναραγιάμα», όπου οι ηλικιωμένοι στα χωριά, όταν έφθαναν τα 70, έπρεπε οικειοθελώς να αποσυρθούν στη κορυφή του βουνού Ναραγιάμα και να πεθάνουν εκεί, δίχως να συνεχίζουν να επιβαρύνουν τα παιδιά τους.
Στον καπιταλισμό βέβαια δίνεται η εναλλακτική στους ηλικιωμένους να είναι ενεργοί και δραστήριοι, με ατέλειωτα χόμπι και αδιάλειπτες δραστηριότητες, πελάτες στους οποίους παρέχονται υπηρεσίες για να μην θεωρούνται περιττοί, συμβάλλοντας στην κερδοφορία των αντίστοιχων επιχειρήσεων. Ο καπιταλισμός καταλαμβάνει βαθμιαία τα πολύ προσοδοφόρα μερίδια αγοράς που αφορούν τους ηλικιωμένους. Οίκοι ευγηρίας, όπου κάθε υπηρεσία χρεώνεται σε πελάτες, φροντίδα στο σπίτι και υποστήριξη που παρέχουν ιδιωτικές επιχειρήσεις, ταξίδια και καταναλωτικά αγαθά προσφέρονται στους ηλικιωμένους, σχεδιάζοντάς τους έναν ανανεωμένο τρόπο ζωής.
Αυτό δηλ. που προσφέρεται στους ηλικιωμένους είναι ο ρόλος του πελάτη-καταναλωτή, ο οποίος προφανώς εγγυάται τη μια ή την άλλη μορφή κοινωνικής ένταξης κι έχει βέβαια ταξικό πρόσημο. Γι’ αυτό, για όσους ανήκουν στην εργατική τάξη με συντάξεις πενιχρές και δεν μπορούν να καταναλώσουν, η γήρανση είναι μερικές φορές ένας μακρύς κοινωνικός θάνατος.
Η διάχυτη αρνητική αντίληψη για τα γηρατειά που αντιμετωπίζει τον αποκλεισμό των ηλικιωμένων με λύσεις της καπιταλιστικής αγοράς και ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών προς κερδοφορία του κεφαλαίου, δείχνει πως οι καπιταλιστικές κοινωνίες είναι δομικά εχθρικές προς τα γηρατειά, αφού πια δεν ενσωματώνονται με την εργασία τους στις διαδικασίες εκμετάλλευσης. Συγχρόνως όμως τα φαινόμενα εχθρότητας και διακρίσεων λόγω ηλικίας ανοίγουν και διόδους για κριτική στον καπιταλισμό, σχετικά με τις διαδικασίες αποκλεισμού, με τη υποβάθμιση των ανθρώπων απλώς σε καταναλωτές, με τις πελατειακές, ιδιωτικοποιημένες, κερδοφόρες δομές φροντίδας κι επομένως για συνειδητοποίηση του προβλήματος. Γιατί τα γηρατειά, αδιαχώριστα από τη φυσική ύπαρξη του ανθρώπου, είναι το τέλος των σκληρών χρόνων δουλειάς που απαιτούν την κοινωνική αλληλεγγύη, και όχι μόνο μια κατάσταση αδυναμίας που δεν αξίζει προσοχής.