Σχετικά με τις καταλήψεις
Στην Ελλάδα, η κατάληψη αναδείχτηκε ως μορφή πάλης για τους αγωνιστές ενάντια στη δικτατορία, με την κατάληψη της Νομικής και του Πολυτεχνείου στα 1973. Η αιματηρή καταστολή της εξέγερσης σύνδεσε την κατάληψη με ηρωικές στιγμές, όχι μόνο του φοιτητικού κινήματος, αλλά όλης της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, κάνοντάς την αποδεκτή ως απόλυτα αποτελεσματική μορφή δράσης.
Δυο εβδομάδες μετά την έναρξη των σχολείων, οι μαθητές, σ’ ένα μεγάλο ποσοστό σε όλη την Ελλάδα, τα καταλαμβάνουν για να διαμαρτυρηθούν για την επισφαλή επιστροφή τους στις τάξεις, απαιτώντας τον περιορισμό των μαθητών στην τάξη σε 15 το πολύ, την άμεση πρόσληψη περισσότερων εκπαιδευτικών, εξασφάλιση μόνιμου προσωπικού καθαρισμού κλπ. Η κυρίαρχη εξουσία, με όλες τις μορφές της, ανταπαντά με απόπειρες καταστολής των καταλήψεων και ενεργοποίηση δικαστικών αρχών, ενώ σχεδόν το σύνολο των ΜΜΕ επιστρατεύει κάθε επιχείρημα -υποκινούμενες, επικίνδυνες για διάδοση κορωνοϊού κλπ. – για να τις καταδικάσει. Για να μην εστιάσει στο προφανές, πως αυτές οι καταλήψεις και διαδηλώσεις εκδηλώνονται εν μέσω αυξανόμενης αντίδρασης μεταξύ των νέων και των εργαζομένων για τον ελλιπή τρόπο που οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις οργανώνουν την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Οι καταλήψεις κτιρίων έχουν τις ρίζες τους σε μια ιστορία πολλών δεκαετιών και εξακολουθούν να θεωρούνται μια οριακή δραστηριότητα. Κι αν για πολλούς εξαιτίας των εξεγερσιακών κινημάτων της δεκαετίας του ’70 η λέξη κατάληψη ανακαλεί συνειρμικά την εικόνα ενός χίπη που οργανώνει έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής στο κτίριο κάποιου άλλου, στην Ελλάδα για την κατανόηση των πολιτικών και πολιτιστικών διαστάσεων των καταλήψεων χρειάζεται η εστίαση σε πτυχές της μεταδικτατορικής πολιτικής ζωής, χωρίς να ξεχνάμε πως η κατάληψη του Πολυτεχνείου υπήρξε η κορυφαία εξεγερσιακή πράξη αντιδικτατορικής αντίστασης.
Στην Ευρώπη, ένα κίνημα κατάληψης κτιρίων αναπτύχτηκε αναγκαστικά μετά το Β παγκόσμιο πόλεμο, με την καταστροφή του πολεοδομικού ιστού, όταν οι άνθρωποι κοιμόντουσαν σε κάθε είδους κτίρια. Το επόμενο κύμα κατάληψης κτιρίων, κυρίως άδειων κι ανενεργών, ήρθε στη δεκαετία του ‘60 και του ’70 μετά την κοινωνικοπολιτική έκρηξη του Μάη του 68, και είχε πολιτικές διαστάσεις, εφόσον ήταν η απάντηση στο στεγαστικό πρόβλημα και αφορούσε κατοχή περιουσίας παραβιάζοντας νόμους ιδιοκτησίας. Πρόβαλε επίσης την επανάσταση της καθημερινής ζωής ως μια νέα αντίληψη της πολιτικής και συγχρόνως ήθελε να έχει και πολιτιστικά χαρακτηριστικά, αφού επρόκειτο για δοκιμή ενός διαφορετικού τρόπου ζωής.
Γενικότερα, οι καταληψίες, από τον αναρχοαυτόνομο χώρο στην πλειοψηφία τους, θεωρούν πως αντιτίθενται στον καπιταλισμό, επειδή αρνούνται τον κανόνα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ποδοπατούν την αστική κερδοσκοπία, χωρίς η ίδια η κατάληψη να είναι η κύρια αντικαπιταλιστική δράση, αλλά περισσότερο το μέσο για να δημιουργηθεί ένα κοινωνικό κέντρο, ένα περιβάλλον ελευθερίας, αυτοδιαχείρισης και διαμαρτυρίας, μια νησίδα εναλλακτικότητας σ’ ένα καπιταλιστικό περιβάλλον.
Στην Ελλάδα, ακολουθώντας το ρεύμα που είχε ήδη αναπτυχθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη εμφανίστηκε ένα κίνημα καταλήψεων τη δεκαετία του 80, χωρίς να εμφανίζει τις κοινωνικές διαστάσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ίσως γιατί δεν δημιουργήθηκε ποτέ ένα κίνημα στέγασης, παίρνοντας περισσότερο τη μορφή δημιουργίας κοινωνικών κέντρων. Τα τελευταία χρόνια η συλλογική κατάληψη κτιρίων και γης, ως ρεαλιστική λύση στα προβλήματα διαμονής, έχει να κάνει περισσότερο με τους μετανάστες και εντάσσεται στο πλαίσιο ενός αγώνα ενάντια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στην απέλαση.
Στην Ελλάδα, η κατάληψη αναδείχτηκε ως μορφή πάλης για τους αγωνιστές ενάντια στη δικτατορία, με την κατάληψη της Νομικής και του Πολυτεχνείου στα 1973. Η αιματηρή καταστολή της εξέγερσης σύνδεσε την κατάληψη με ηρωικές στιγμές, όχι μόνο του φοιτητικού κινήματος, αλλά όλης της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, κάνοντάς την αποδεκτή ως απόλυτα αποτελεσματική μορφή δράσης. Τα επόμενα χρόνια μαζί με την απεργία και τη διαδήλωση η κατάληψη αποτελεί δημοφιλή μέθοδο δράσης. Και όπως οι καταλήψεις κτιρίων για στέγαση συνδέθηκαν με εναλλακτικότητα, αυτοδιαχείριση, αυτονομία, αντικαπιταλισμό κλπ. το ίδιο συνδέθηκε και η κατάληψη σχολείων και σχολών, ως μέθοδος πάλης, με την αυτονομία του φοιτητικού κινήματος και την αυτοοργάνωσή του από τη βάση στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Για φοιτητές και μαθητές μάλιστα η αποδοχή της κατάληψης ως βασικής μορφής διαμαρτυρίας κατέληξε πολλές φορές από αγωνιστική επιλογή να εκφυλιστεί σε όπλο μιας κινητοποίησης με ανύπαρκτα αιτήματα ή αφορμές. Μέσα όμως από την κατάχρηση αυτής της μορφής διαμαρτυρίας εδραιωνόταν συγχρόνως στη συνείδηση των μαθητών και φοιτητών και η αποδοχή αυτής της αγωνιστικής επιλογής για ανάληψη δράσης σε περιπτώσεις σύγκρουσης με αντιδραστικές πολιτικές.
Κι αν για το φοιτητικό κίνημα οι καταλήψεις του 1979 κατάφεραν να καταργήσουν έναν ψηφισμένο νόμο, το Ν.815, και για το μαθητικό κίνημα ορόσημο υπήρξαν οι καταλήψεις του 1990-91 με τη δολοφονία του καθηγητή Ν. Τεμπονέρα από το μέλος της ΟΝΝΕΔ Γ. Καλαμπόκα που ακύρωσαν το πολυνομοσχέδιο Κοντογιαννόπουλου. Οι επόμενες όμως μεγάλες καταλήψεις του 1998-99 δεν κατάφεραν να αναστείλουν τη μεταρρύθμιση Αρσένη. Ωστόσο, βάθυνε η πολιτική συνειδητοποίηση ενός κομματιού νέων ανθρώπων.
Κι είναι γι’ αυτό που οι αγώνες κρίνονται κυρίως στη βάση των συσχετισμών, της αλλαγής συνειδήσεων, της ταξικής ενίσχυσης και όχι μόνο από το άμεσο αποτέλεσμά τους. Και είναι γι’ αυτό που δεν μπορεί τίποτε να προεξοφληθεί με τις τωρινές καταλήψεις, όπου σ’ ένα μεγάλο βαθμό κρύβεται το μέτρο της λαϊκής δυσαρέσκειας και οργής απέναντι στη φτώχια και την ανασφάλεια. Υπόβαθρο αυτών των κινητοποιήσεων είναι τα προβλήματα που βιώνουμε όλοι, η ανεργία, η φτώχια και η αθλιότητα που η πανδημία έχει διογκώσει, με την κυβέρνηση να αντιφάσκει στα υγειονομικά μέτρα που παίρνει πάντα με γνώμονα τα συμφέροντα των επιχειρήσεων.
Οι μαθητές βρίσκονται περικυκλωμένοι από τη συκοφαντία και τις απειλές που άμεσα ή έμμεσα εκτοξεύει το αστικό κατεστημένο. Κι ενώ οι καταλήψεις σχολείων γίνονται με βασικό αίτημα την ασφαλή λειτουργία τους εν μέσω πανδημίας, τα ΜΜΕ ή υποβαθμίζουν τις κινητοποιήσεις ή διαστρεβλώνουν τα αιτήματα. Οι φωνές των ΜΜΕ, οι ποικιλώνυμοι στυλοβάτες του συστήματος μιλάνε για τις χαμένες ώρες και την αναπλήρωση της ύλης ποντάροντας στα συντηρητικά σύνδρομα ενός τμήματος της κοινωνίας. Ο κυρίαρχος λόγος ακροβατεί ανάμεσα στη δημαγωγική εκμετάλλευση των προβλημάτων στην παιδεία και την πειθάρχηση κάθε κοινωνικής ομάδας και τάξης στην κυρίαρχη πολιτική, με λογικοφανή επιχειρηματολογία και λεξιλόγιο μιμητικό ενός ταξικού λόγου, του τύπου «το μόνο που καταφέρνει μια κατάληψη είναι να μεγαλώνει τις μαθησιακές ανισότητες, άρα να εντείνει την ταξικότητα στην εκπαίδευση». Και ο κατασταλτικός μηχανισμός πάντα είναι έτοιμος να επιδείξει τη δύναμή του και να επιβάλλει τις πιο αντιδραστικές πολιτικές αποφάσεις, υπερβάλλοντας σε βίαιη συμπεριφορά και τρομοκρατώντας για εκφοβισμό, όπως συνέβη με τις κατά καιρούς εκκενώσεις κατειλημμένων σπιτιών.
Κι αν κάθε αγώνας είναι συνυφασμένος με τις μορφές πάλης που επιλέγει, η έκβασή του εξαρτάται από το μηχανισμό της κοινωνικής αλληλεγγύης, των ταξικών αντανακλαστικών. Γιατί όσο γοργά οι αγώνες κάτω από την ένταση της αντίδρασης πολιτικοποιούνται, τόσο ευρύτερα κοινωνικά στρώματα μπαίνουν στον ταξικό χορό των κινητοποιήσεων και ζητούν απάντηση όλα τα προβλήματα. Και στις τωρινές μαθητικές καταλήψεις ζητούμενο είναι ο συντονισμός σ’ ένα λαϊκό εκπαιδευτικό μέτωπο που είναι ένα δύσκολο έργο και πέφτει στους ώμους των ταξικών συνδικαλιστών στο χώρο της εκπαίδευσης.
Κάθε αγώνας είναι διαρκής. Μέσα από φαινομενικές υποχωρήσεις και αποτυχίες διαμορφώνονται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανασυγκρότηση των δυνάμεων, για την επάνοδο στο στίβο της ταξικής πάλης κάθε φορά με καλύτερους όρους και προϋποθέσεις, για αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων που θα δώσει νικηφόρους αγώνες.
(Φωτογραφία από 902.gr)