Αθλέτικ Μπιλμπάο – Μια ανεξάρτητη νησίδα στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο
Ιστορίες από τον λάκκο των λεόντων και από μια υπέροχη Βάσκικη ανορθογραφία στον κόσμο του σύγχρονου εμπορευματοποιημένου ποδοσφαίρου.
Η Αθλέτικ Μπιλμπάο μοιάζει σαν αναχρονισμός στον καιρό του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, μια υπέροχη αθλητική ανορθογραφία, σαν λάθος μες στο κεφάλαιο του λάθος λήμματος, που η κερκίδα του όμως δεν του πετάει βροχή δεκάρικα, αλλά το περιβάλλει με αγάπη και δε θέλει να τελειώσει ποτέ η δική της ιστορία. Και έχεις την αίσθηση πως κάθε ιστορία της μπορεί να τελειώνει με ένα τσιμπούσι κάτω από τον έναστρο ουρανό, σαν ποδοσφαιρική προσομοίωση του γαλατικού χωριού, όπου αντί για μαγικό ζωμό έχουν τη συνταγή της επιτυχίας: να παίζουν μόνο αθλητές από τη χώρα των Βάσκων.
Και το βασκικό χωριό συνεχίζει να υπάρχει και να αντιστέκεται, στο χρόνο, στις ορδές των βαρβάρων, στους νόμους της φυσικής εξέλιξης, που λένε πως πρέπει να μάθεις να ελίσσεσαι για να εξελίσσεσαι, να προσαρμόζεσαι στο περιβάλλον αν θες να επιβιώσεις. Αυτό πετυχαίνει όμως το ακριβώς αντίθετο, συνεχίζοντας να υπάρχει μέσω της διαφοράς της, τονίζοντας τη διαφορετικότητά της, διατηρώντας πιστά την ταυτότητά της, για να μην την αλέσει ο μύλος του σύγχρονου ποδοσφαίρου -όρος που έφτασε να αποτελεί μομφή, κάτι σαφώς αρνητικό.
Αυτό όμως δεν το πέτυχε χωρίς συμβιβασμούς, ενίοτε επώδυνους, όπως η διαφήμιση που λερώνει πλέον την μέχρι πρότινος άσπιλη φανέλα. Τα τελευταία κάστρα της Μπαρτσελόνα και της Αθλέτικ, που έμεναν χωρίς χορηγό στη φανέλα, έπεσαν πριν από μια δεκαετία, δείχνοντας ποιο είναι το ταβάνι των συμβολισμών στον επαγγελματικό αθλητισμό. Ενώ η Αθλέτικ άρχισε να βάζει νερό στο κρασί της ακόμα και στον περίφημο άγραφο, εθιμικό κανόνα για τους γηγενείς παίκτες, που αρχίσει να ερμηνεύεται πιο διασταλτικά πλέον.
Η Αθλέτικ συνεχίζει ως μια ζωντανή κινούμενη ιδιαιτερότητα που αλλάζει παραμένοντας ουσιαστικά αναλλοίωτη, κατ’ εικόνα και ομοίωση του βάσκικου ιδιώματος (Euskadi) που υπήρχε πριν την κάθοδο των ινδοευρωπαϊκών φύλων και παραμένει σχεδόν μοναδικό στο είδος του -κάτι που φαίνεται ακόμα και στα ιδιαίτερα ονόματα των Βάσκων παικτών.
Η ιδιαιτερότητα της Αθλέτικ ξεκινάει κι αυτή από το δικό της όνομα, που δεν είναι βασκικό ούτε ισπανικό, αλλά αγγλικό, καταφέρνοντας να μπερδεύει μέχρι σήμερα γενιές εκφωνητών-δημοσιογράφων που την λένε συχνά Ατλέτικό -όπως το “ξαδελφάκι” της Μαδρίτης και όπως την έλεγαν στα χρόνια του Φράνκο- όταν δεν καταφεύγουν στο υβριδικό “Αθλέτικο” που συνδυάζει λίγο από όλα. Κι αφού δεν μπόρεσαν ούτε το ’12 να καταλάβουν τη διαφορά, που τα δύο ξαδέλφια έπαιξαν μεταξύ τους τον τελικό του Europa League, δεν υπάρχει βάσιμη ελπίδα για το άμεσο μέλλον.
Οι Βάσκοι ήταν οι πρώτοι στην Ιβηρική που έμαθαν το ποδόσφαιρο ως εισαγόμενο προϊόν από τους Άγγλους εργάτες που έφταναν στα λιμάνια του Βισκαϊκού κόλπου. Ενώ ο αστικός μύθος λέει πως πήραν τα χρώματα της φανέλας από τη Σάντερλαντ ή τη Σαουθάμπτον που έχει το προσωνύμιο “οι Άγιοι”.
Το ίδιο συνθετικό έχει και η ιστορική της έδρα, το Σαν Μαμές ή Άγιος Μάμας όπως θα λέγαμε στα ελληνικά, που μαρτύρησε στη ρωμαϊκή αρένα, όπου τον έφαγαν τα λιοντάρια. Σήμερα το Σαν Μαμές είναι ο λάκκος των λεόντων, όπου μαρτυρούν οι φιλοξενούμενες ομάδες από το πάθος και τη δύναμη που δείχνουν οι γηπεδούχοι, κερδίζοντας το παρατσούκλι “λιοντάρια”.
Το Σαν Μαμές ήταν το αρχαιότερο γήπεδο στην Ισπανία μέχρι πρότινος, που χτίστηκε το καινούριο ομώνυμο στάδιο, ακριβώς δίπλα στο παλιό, για να μη στερηθεί η ομάδα την έδρα της σε κανέναν αγώνα, εκτός από ένα πέταλο που έμενε σκεπασμένο σε όλο το μεσοδιάστημα της κατασκευής. Για τους Βάσκους όμως -που έχουν φήμη φανατικού καθολικού- είναι κάτι παραπάνω από ένα σπίτι, σαν ποδοσφαιρικός ναός, και δεν είναι τυχαίο πως το αποκαλούν Catedral -δηλαδή καθεδρικό.
Η σημασία που δίνουν οι Βάσκοι στο σπίτι τους και τα του οίκου τους φαίνεται και στην ιστορία της Αθλέτικ Μπιλμπάο που είναι δεμένη με την υπόθεση της ανεξαρτησίας. Ουσιαστικά η Αθλέτικ είναι μια ανεξάρτητη ποδοσφαιρική νησίδα στον σύγχρονο αθλητισμό. Και η βασική της ιδιαιτερότητα δεν είναι άλλη από τον άγραφο κανόνα που λέει ότι τα χρώματά της μπορούν να τα φοράνε μόνο Βάσκοι ποδοσφαιριστές. Οι ίδιοι μπορούν να αγωνίζονται σε άλλες ομάδες, στην Ισπανία ή στο εξωτερικό, και να επιστρέφουν. Η ομάδα όμως δε νοείται να σπάσει το απαράβατο εθιμικό δίκαιο, ακόμα και αν αυτό είναι καταδικαστικό για τις ελπίδες της για τίτλους, σε μια εποχή που δεν υπάρχουν σύνορα στον ποδοσφαιρικό πλανήτη για κεφάλαια και εμπορεύματα (παίκτες).
Ακόμα κι αν αυτός ο δρόμος μοιάζει οπισθοδρομικός, είναι κομμάτι της γοητείας της ομάδας, που ελκύει τους αγνούς ρομαντικούς οπαδούς, τους εχθρούς του “μοντέρνου, επαγγελματικού ποδοσφαίρου” -στο οποίο όμως υποκύπτει ενίοτε και η ίδια, όπως είδαμε. Ο κανόνας αυτός, όμως, δεν έχει εθνικιστικές προεκτάσεις ούτε εκφράζει κάποιο ιδεώδες εθνικιστικής καθαρότητας και ποδοσφαίρου “μόνο για Βάσκους”. Το αποδεικνύουν αυτό οι περιπτώσεις των Γάλλων Λιζαραζού (ή μήπως Λιθαράθου) και Λαπόρτ, που θεωρήθηκαν Βάσκοι έχοντας γεννηθεί στη γαλλική πλευρά των Πυρηναίων, αλλά και του έγχρωμα Ινιάκι Ουίλιαμς, γόνος Λιβεριανών μεταναστών, που μεγάλωσε και ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά στο Μπιλμπάο και θεωρήθηκε γέννημα-θρέμμα της ομάδας.
Όπως λέει άλλωστε το βασικό σύνθημα των οπαδών της “con cantera y aficion no hace falta importacion”. Που σημαίνει πως όταν έχεις ακαδημίες και οπαδούς, δε χρειάζεται να εισάγεις παίκτες από αλλού.
Τα τελευταία χρόνια, η ομάδα μένει μακριά από τίτλους, το μεγαλύτερο παράσημο όμως είναι η ιστορία της, το δέσιμο με τον κόσμο και η διεθνής αναγνώριση της μοναδικότητάς της. Παρόλα αυτά, δεν της λείπουν άλλα παράσημα.
Είναι η μόνη ομάδα -μαζί με τον ποδοσφαιρικό δικομματισμό της Ισπανίας, Μπάρτσα και Ρεάλ- με ανελλιπή παρουσία σε όλα τα πρωταθλήματα της La Liga -που σημαίνει πως δεν έχει υποβιβαστεί ποτέ. Έχει οκτώ πρωταθλήματα -το τελευταίο τη δεκαετία του ’80, πριν ανοίξει η ποδοσφαιρική αγορά με το νόμο Μποσμάν- και 23 Κύπελλα. Για ένα διάστημα ήταν μάλιστα πολυνίκης του θεσμού -και παραμένει ακόμα μπροστά από τη Ρεάλ- που ηχεί σαν τραγική ειρωνεία, δεδομένου ότι μιλάμε για το Κύπελλο του Βασιλιά (Copa del Rey). Τον εικοστό αιώνα είχε τα περισσότερα διπλά μες στο Μπερναμπέου, ένα κατόρθωμα που αποκτούσε ιδιαίτερη αξία, δεδομένης της αντιπαλότητας με το ισπανικό κράτος και τη Μαδρίτη του Φράνκο -που την είχε υποχρεώσει να αλλάξει τίτλο και να λέγεται Ατλέτικο, όσο κρατούσε η δικτατορία του. Όταν έπεσε, όμως, ήταν σε ένα ντέρμπι των δύο βασκικών ομάδων, της Αθλέτικ Μπιλμπάο και της Ρεάλ Σοσιεδάδ, που σφραγίστηκε το τέλος της χούντας, με τον αρχηγό της δεύτερης να καρφώνει στο κέντρο του Σαν Μαμές την απαγορευμένη βάσκικη σημαία, που παρέμεινε καλά φυλαγμένη, λαχταρώντας αυτή τη στιγμή.
Τώρα πια, η Αθλέτικ βαδίζει στην 13η δεκαετία της και ξέρει καλά πως το σημαντικό δεν είναι αν θα πάρει άλλους τίτλους, αν υποβιβαστεί ή αν συνεχίσει να φλερτάρει με την κορυφή, αλλά πως θα το έχει πετύχει με τον δικό της τρόπο. Κι αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό και το πιο δυσεύρετο σε ένα άχρωμο ποδόσφαιρο χωρίς ταυτότητες…