Business as usual: Χίτλερ και αμερικανικό κεφάλαιο
Ο κοινός αντικομμουνιστικός αγώνας, αλλά κυρίως η ελπίδα διασφάλισης μεγάλων κερδών ήταν τα βασικά αίτια στήριξης των ναζί, η οποία δεν απέκλειε ασφαλώς και την εξίσου σημαντική ή και μεγαλύτερη συνεργασία με τους συμμάχους
Με αφορμή τη γέννηση του Αδόλφου Χίτλερ το 1889 σαν σήμερα, θυμόμαστε μια συγκριτικά λιγότερο προβεβλημένη πτυχή της στήριξης του επιχειρηματικού κόσμου στους ναζί, εκείνη των οικονομικών σχέσεων της Γερμανίας με αμερικανικούς κολοσσούς, η οποία είχε εκδηλωθεί σε μεμονωμένες περιπτώσεις, με γνωστότερη εκείνη του Χένρυ Φορντ ήδη από τη δεκαετία του ’20, για να φτάσει τελικά, βάσει των στοιχείων του ιστορικού Μπέρντ Γκράινερ, στα μέσα της δεκαετίας του ’30 να περιλαμβάνει το 26% των μεγαλύτερων επιχειρήσεων των ΗΠΑ. Ανάμεσα τους το “αφάν γκατέ” της επιχειρηματικής ελίτ της χώρας, στο οποίο περιλαμβάνονταν μεγαθήρια όπως οι: Standard Oil, General Motors, Ford, IBM, Coca-Cola, Du Pont, Union Carbide, Westinghouse, GeneraI Electric, Goodrich, Singer, Kodak, ITT, J. P. Morgan. Ο κοινός αντικομμουνιστικός αγώνας, αλλά κυρίως η ελπίδα διασφάλισης μεγάλων κερδών, ελπίδα που εν πολλοίς πραγματοποιήθηκε, ιδιαίτερα στη διάρκεια του πολέμου, ήταν τα βασικά αίτια στήριξης των ναζί, η οποία δεν απέκλειε ασφαλώς και την εξίσου σημαντική ή και μεγαλύτερη συνεργασία με τους συμμάχους. Παρακάτω θα σταθούμε συνοπτικά, μέσα από έναν μακρύ κατάλογο, σε ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις εταιρειών και επιχειρηματιών που “διακρίθηκαν” για την αμοιβαία επωφελή σχέση τους με το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς.
Ford Motor Company
Η περίπτωση του Χένρυ Φορντ και της εταιρείας του είναι η γνωστότερη, καθώς ο γνωστός αντισημίτης μεγιστάνας ήταν πρότυπο για τους ναζί σχεδόν από την αρχή της δημιουργίας τους, με τη συμπάθεια σύμφωνα με κάποιους να εκφράζεται αμφίπλευρα και με οικονομικό αντίκρυσμα. Για παράδειγμα, οι Τάιμς της Νέας Υόρκης ανέφεραν το 1922 μια έκκληση της εφημερίδας Berliner Tagesblatt στον Αμερικανό πρέσβη στο Βερολίνο Houghton, να ερευνήσει τις καταγγελίες για χρηματοδότηση του νεαρού τότε Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος από τον Φορντ. Αλλά και ο Βαυαρός βουλευτής του τοπικού κοινοβουλίου Έρχαρντ Άουερ ανέφερε σε έκθεσή του προς τον πρόεδρο του Ράιχ Φρήντριχ Έμπερτ, πως υπήρχαν πληροφορίες για χορηγίες του Φορντ στο Χίτλερ, με μεσάζοντα τον εκπρόσωπο του Φορντ στη Γερμανία, Γουόρεν Άντερσον. Βέβαιη είναι πάντως η παρασημοφόρηση του Φορντ από το ναζιστικό καθεστώς το 1938, με το παράσημο του Αετού, από τις ανώτερες τιμητικές διακρίσεις που απένειμε το Τρίτο Ράιχ σε ξένους υπηκόους, την οποία δεν επέστρεψε παρά τις σχετικές πολιτικές πιέσεις ούτε μετά την κήρυξη πολέμου από τις ΗΠΑ στη Γερμανία.
Η ανώνυμη εταιρεία Ford Motor Company είχε ανοίξει στο Βερολίνο ήδη από το 1925, ενώ μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους ναζί, επελέγη ως πρόεδρος του ΔΣ ο Heinrich Albert, δικηγόρος γνωστός στα χρόνια της Βαϊμάρης για την υπεράσπιση που πρόσφερε στους ναζί. Επισήμως από το 1939 η θυγατρική της Φορντ, με το όνομα Ford-Werke AG στο εξής, είχε περιορίσει τις σχέσεις της με τα κεντρικά στις ΗΠΑ, διακόπτοντάς τες όταν οι ΗΠΑ μπήκαν στον πόλεμο. Έτσι προσπαθούν οι ποικιλώνυμοι απολογητές της εταιρείας να την απαλλάξουν από την κατηγορία της συνεργασίας, οι αριθμοί όμως μιλούν από μόνοι τους, καθώς η μητρική εξακολουθούσε να κατέχει το 52% των μετοχών της θυγατρικής, η οποία κατασκεύασε μεταξύ άλλων το ένα τρίτο των φορτηγών του στρατού της Βέρμαχτ, ενώ ως το 1943 η μισή εργατική της δύναμη ήταν προϊόν καταναγκαστικής εργασίας, προερχόμενο από τις κατεχόμενες από τους ναζί χώρες.
General Motors
O έτερος πυλώνας της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, η General Motors, είχε επεκτείνει τις δραστηριότητές της στη Γερμανία το 1931 με την εξαγορά της Όπελ στο Ρίσελσχάιμ, και σύντομα εξελίχθηκε σε βασικό προμηθευτή του τακτικού βομβαρδιστικού Ju 88 και του καταδιωκτικού και βομβαρδιστικού ME 262. Παρότι το αίτημα της εταιρείας να αναλάβει την κατασκευή αυτού που έγινε γνωστό ως “Φολκσβάγκεν” (Όχημα του λαού) απορρίφθηκε από το καθεστώς με την αιτιολογία ότι ήταν “εργοστάσιο προσανατολισμένο στην Αμερική”, η εταιρεία κατόρθωσε να υπερκεράσει επιχειρηματικά τη Φορντ, εκμεταλλευόμενη τις άρισες σχέσεις του CEO της Γουίλιαμ Κνούτσεν, που συνάντησε προσωπικά το Γκαίρινγκ τον Οκτώβρη του 1933. Η διακήρυξη συμπάθειας για τη νέα κυβέρνηση ήταν μόνιμη επωδός σε συνελεύσεις μετόχων της εταιρείας, που είχαν κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένοι, αφού ως το 1935 είχαν κατορθώσει να αυξήσουν το μερίδιο αγοράς τους από 35% σε 50%, χάρη στις παραγγελίες των ναζί. Το Μάη εκείνης της χρονιάς ο αντιπρόεδρος της GM, υπεύθυνος ευρωπαϊκών θεμάτων Τζέιμς Μούνεϋ, συναντήθηκε με το Χίτλερ και το Ρίμπεντροπ διασφαλίζοντας τη διαβεβαίωσή τους ότι οι επενδύσεις τους στη Γερμανία ήταν ασφαλείς. Ακολούθως, ο Μούνεϋ έστειλε επιστολή στο Χίτλερ, όπου επαινούσε τη “δυνατή, οραματική ηγεσία” του. Τρία χρόνια μετά, ένα μήνα αφότου είχε λάβει το βραβείο ο ανταγωνιστής του Φορντ, έλαβε το “Μεγαλόσταυρο” και ο ίδιος.
Από το Γενάρη του 1936 έγινε από τους σημαντικότερους προμηθευτές της πολεμικής βιομηχανίας του Ράιχ, ιδρύοντας στο Βραδεμβούργο το πιο σύγχρονο εργοστάσιο κατασκευής φορτηγών στην Ευρώπη, εκ των οποίων το ένα τρίτο πήγαινε στη Βέρμαχτ. Το μοντέλο Opel Blitz ειδικά ονομάστηκε “Ραχοκοκκαλιά της Βέρμαχτ” και χρησιμοποιήθηκε στα μέτωπα της Πολωνίας, της Γαλλίας και της ΕΣΣΔ. Απαντώντας στην κριτική για τη συνέχιση της συνεργασίας και μετά την προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας, ο διευθυντής της επιχείρησης Άλφρεντ Σλόαν δήλωσε πως οι επιχειρηματικές σχέσεις με τους ναζί ήταν “Άκρως επικερδείς”. Μετά το ξέσπασμα του πολέμο Γερμανοί μάνατζερ ανέλαβαν τον έλεγχο της Όπελ, κάτι που χρησιμοποιήθηκε ως ελαφρυντικό για τη στάση της GM στον Πόλεμο. Ωστόσο τόσο τον Οκτώβρη του 1939, όσο και στο διάστημα Φεβρουαρίου Μαρτίου 1940, μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου δηλαδή, ο Μούνεϋ επισκέφτηκε δύο φορές τους Γκαίρινγκ και Χίτλερ, κάτι που δε συνηγορεί καθόλου υπέρ της άποψης περί “απώλειας ελέγχου” πάνω στις δραστηριότητες της εταιρείας στη Γερμανία. Ακόμα κι όταν ανακρίθηκε τον Ιούλη του 1941 από το FBI, o Mούνεϋ δήλωσε πως δε σκόπευε να κάνει τίποτε “που θα θύμωνε το Χίτλερ”.
IBM
ο ιδρυτής της IBM (1924) Tόμας Γουότσον, είχε ήδη εξαγοράσει κατά 90% την Dehomag, εταιρεία πρόδρομο της δικής του από το 1922, καθιστώντας την θυγατρική της επιχείρησης που ίδρυσε δυο χρόνο μετά την εξαγορά. Οι πρώτες επαφές με τις ναζιστικές αρχές χρονολογούνται από το 1937, οδηγώντας την δυο χρόνια μετά στην πρώτη θέση των κερδρών μεταξύ των αμερικανικών εταιρειών στη Γερμανία, χάρη και στο γεγονός πως στα δικά της συστήματα βασίστηκε η απογραφή του πληθυσμού το 1939, η οποία συνεχίστηκε στα κατεχόμενα εδάφη μετά τον πόλεμο, συμβάλλοντας τα μέγιστα στον εντοπισμό και την εξολόθρευση των Εβραίων της Ευρώπης. Το 1935 ο Γουότσον ταξίδεψε στο Βερολίνο για τα 25 χρονα της Dehomag, παρευρισκόμενος σε δεξίωση στο πολυτελές ξενοδοχείο Adlon, παρουσία του υπουργού οικονομικών του Ράιχ, Γιάλμαρ Σαχτ. Ο Γουότσον υποστήριξε σθεναρά τη μη επιβολή εμπάργκο κατά της Γερμανίας από τις ΗΠΑ, και πίεσε να γίνει η παγκόσμια σύνοδος εμπορίου στο Βερολίνο. Για τις υπηρεσίες του αυτές βραβεύτηκε το 1937 με την ανώτατη τιμητική διάκριση που μπορούσε να δοθεί σε αλλοδαπό “Το Μεγαλόσταυρο προσφοράς του Φύρερ με τον έναστρο γερμανικό αετό”, βραβείο που επέστρεψε ωστόσο τον Ιούνη το 1940, φερόμενος προνοητικότερα από άλλους συναδέλφους του, χωρίς ωστόσο ποτέ να εγείρει ενστάσεις για τη φύση των δραστηριοτήτων της θυγατρικής στις κατεχόμενες ζώνες, η οποία διεξήγαγε απογραφές μέχρι και λίγους μήνες πριν το τέλος του πολέμου.
Standard Oil
Στην περίπτωση της πετρελαϊκής Standard Oil New Jersey, και συγκεκριμένα της θυγατρικής της στη Γερμανία DAPG, στο επίκεντρο βρίσκονται κυρίως οι σχέσεις της με την εταιρεία-σήμα κατατεθέν του ναζισμού, την IG-Farben, που παρήγαγε μεταξύ άλλων συνθετική βενζίνη, καουτσούκ, πυρίτιδα και δηλητηριώδη αέρια, λειτουργώντας ως στυλοβάτης της πολεμικής μηχανής του Τρίτου Ράιχ. H Standard Oil, είχε αναπτύξει επαφές μέσω του προέδρου της Ουόλτερ Τίγκλ ήδη από το 1926, ενώ από το 1928 είχαν προχωρήσει και στη δημιουργία ενός άτυπου καρτέλ. Ιδιαίτερα χρήσιμες φάνηκαν αυτές οι επαφές στους ναζί λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου, το καλοκαίρι του 1939, όταν η Λουφτβάφε είχε ανάγκη από τετρααιθυλιούχο μόλυβδο, κάτι που διασφάλισε η Standard Oil, μέσω IG-Farben, με την προμήθεια 500 τόνων της χημικής ουσίας. Στη συνέχεια, η DAPG και η IG-Farben ίδρυσαν από κοινού την Ethyl, που χωρίς αντιρρήσεις της μητρικής Standard Oil άρχισε να παρασκευάζει στη Γερμανία τον τετρααιθυλιούχο μόλυβδο. Η αμερικανική εταιρεία υπέγραψε μνημόνιο με την IG, όπου δεσμευόταν η συνεργασία τους να μη διακοπεί από μια πιθανή είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο εναντίον του Ράιχ. Η DAPG καθ’όλη τη διάρκεια της εξουσίας των ναζί, προχωρούσε σε δηλώσεις στήριξης του καθεστώτος, ενώ από το 1937 συμμετείχε στη δημιουργία εργοστασίου στο Πέλιτς, όπου κατασκευάζονταν αεροπορικά καύσιμα από πίσσα και άνθρακα, σε περίπτωση εμπάργκο καυσίμων στη Γερμανία αν ξεσπούσε πόλεμος. Πιθανή είναι και η εμπλοκή της Standard Oil στην προμήθεια ειδικών καυσίμων μέσω τρίτων χωρών στη Γερμανία, τουλάχιστον μέχρι και την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο.