Το χρώμα της ΕΠΟΝ και ο σπανός… γενειοφόρος εκτελεστής!

22 του Φλεβάρη 1943. Βράδυ. Μερικές σκιές, δυο-δυο και κατά διαστήματα γλιστρούν στο σκοτάδι και μπαίνουν σ’ ένα σπιτάκι της οδού Δουκίσσης Πλακεντίας 3, στους Αμπελοκήπους. Ήταν οι αντιπρόσωποι των νεολαιίστικων απελευθερωτικών οργανώσεων που την επόμενη μέρα στις 23 του Φλεβάρη, θα ’παιρναν μέρος στην ιδρυτική σύσκεψη για τη δημιουργία ενιαίας οργάνωσης της νέας γενιάς.

Στις 23 του Φλεβάρη 1943, ιδρύθηκε η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ). Η θρυλική ΕΠΟΝ, με την καθοριστική συμβολή της ΟΚΝΕ και με σημαία το «Πολεμάμε και τραγουδάμε», συσπείρωσε πάνω από 600.000 περήφανα νιάτα που την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκαν στις γραμμές της, πρόσφερε πάνω από 32.000 ως αντάρτες μαχητές στον αγώνα και πάνω από 1.300 παιδιά της έπεσαν στα πεδία των μαχών.

Στην ιδρυτική συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ που έλαβε χώρα στην Αθήνα μετείχαν οι εξής οργανώσεις νέων: η «Αγροτική Νεολαία Ελλάδος», η «Ενιαία Εθνικοαπελευθερωτική Εργατοϋπαλληλική Νεολαία», η «Ενιαία Μαθητική Νεολαία», η «Ένωση Νέων Αγωνιστών Ρούμελης», ο «Θεσσαλικός Ιερός Λόχος», η «Λαϊκή Επαναστατική Νεολαία», η «Λεύτερη Νέα», η «Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδος» (ΟΚΝΕ), η «Σοσιαλιστική Επαναστατική Πρωτοπορία Ελλάδος», και η «Φιλική Εταιρεία Νέων».

Με αφορμή την επέτειο αντιγράφουμε αποσπάσματα  από το βιβλίο του Θόδωρου Λιακόπουλου (Πορφύρη) «Ο αγώνας θέλει κέφι» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988).

«ΕΠΟΝ»

22 του Φλεβάρη 1943. Βράδυ. Μερικές σκιές, δυο-δυο και κατά διαστήματα γλιστρούν στο σκοτάδι και μπαίνουν σ’ ένα σπιτάκι της οδού Δουκίσσης Πλακεντίας 3, στους Αμπελοκήπους. Ήταν οι αντιπρόσωποι των νεολαιίστικων απελευθερωτικών οργανώσεων που την επόμενη μέρα στις 23 του Φλεβάρη, θα ’παιρναν μέρος στην ιδρυτική σύσκεψη για τη δημιουργία ενιαίας οργάνωσης της νέας γενιάς.

Χίλιες οι προφυλάξεις, αυστηρά τα μέτρα επαγρύπνησης και προστασίας. Τα παράθυρα θεόκλειστα και οι φωνές χαμηλότονες. Έπρεπε να περάσουμε όλη τη νύχτα στο σπίτι, γιατί η δουλειά θα άρχιζε την άλλη μέρα, αφού θα έρχονταν και οι υπεύθυνοι του ΕΑΜ Νέων, της ΟΚΝΕ και των φίλων της νέας γενιάς. Πώς να περάσει τώρα ολόκληρη νύχτα; Φωνές, τραγούδια και χορός απαγορεύονταν αυστηρά. Οι Γερμανοί καιροφυλακτούσαν για ν’ αρπάξουν στα νύχια τους τους αγωνιστές της Αντίστασης. Γι’ αυτό οι συστάσεις, οι συζητήσεις, ακόμη και τα καλαμπούρια γίνονταν με πνιχτές και ψιθυριστές φωνές, γιατί ιδιαίτερα το βράδυ κάθε θόρυβος γινόταν αντιληπτός. Μα ο αδιόρθωτος Ορέστης, ο «σατανικός» όπως τον λέγαμε, δεν καθόταν ήσυχος. Όλο και κάποιο καλαμπούρι ξεστομούσε, όλο και κάποιον πείραζε. Κι έβλεπες εκείνη την υπέροχη κοπέλα, την Ηλέκτρα, να γελάει καλόκαρδα, όμως πνιχτά, κοκκινίζοντας λίγο απ’ την καλοσύνη και την αθωότητά της.

Έτσι περάσαμε όλο το βράδυ, άυπνοι, μα κεφάτοι κι έτοιμοι για το έργο που μας είχε ανατεθεί. Κι όσοι απ’ τους συνέδρους ήταν κομμουνιστές είχαν διπλή χαρά: η μέρα της ίδρυσης της ΕΠΟΝ έτυχε να συμπέσει με την επέτειο του Κόκκινου Στρατού.

Το πρωί έφτασαν και οι υπεύθυνοι, κι άρχισαν οι εργασίες της ιδρυτικής σύσκεψης. Ανάμεσα στους αντιπροσώπους έβλεπες τον Βασίλη της ΟΚΝΕ, τον Σταμάτη του ΕΑΜ Νέων, τον Ορέστη, την Ηλέκτρα, τον Κίμωνα, τον Μπάμπη, τη Ρίτα και άλλους αγωνιστές της νέας γενιάς.

Ύστερα από συζήτηση πάνω στην εισήγηση όλοι οι αντιπρόσωποι εγκρίνανε ομόφωνα την ίδρυση της ενιαίας οργάνωσης και την ιδρυτική της διακήρυξη. Έγινε συζήτηση και για την ονομασία της.

Όλοι συμφώνησαν να ονομαστεί Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ). Στη συζήτηση έκανα την εξυπνάδα να προτείνω να προστεθεί και η λέξη: προοδευτική, δηλ. Ενιαία Προοδευτική Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΠΟΝ). Σαν να μην είχαν οι ίδιοι οι σκοποί και τα ιδανικά της ΕΠΟΝ προοδευτικό περιεχόμενο. Μα τόσο μου ’κοβε τότε, τέτοια έλεγα.

Στη διάρκεια των συζητήσεων κι όταν πλησίαζε το μεσημέρι κάτι άρχισε να γαργαλάει τα ρουθούνια μας. Ω, τι ευτυχία! Μύριζε φασουλάδα! Οι νοικοκυρέοι μας ετοίμαζαν λουκούλειο για την εποχή φασουλαδικό γεύμα. Και καταλαβαίνετε τι νεολαιίστικη επίθεση έγινε στο διάλειμμα στα πιάτα με το εκλεκτό αυτό έδεσμα.

Μετά το φαΐ και πάλι δουλειά.

Οι εργασίες τέλειωσαν. Όλοι είχαμε την αίσθηση ότι κάτι πολύ σοβαρό είχε γίνει. Όμως, πρέπει να ειπωθεί ότι δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ούτε την τεράστια σημασία αυτού του έργου, ούτε το καταπληκτικό φούντωμα μέσα σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα της επονίτικης δράσης.

Με τους ίδιους προφυλακτικούς κανόνες, δυο-δυο και κατά διαστήματα, αφήσαμε το ιστορικό σπιτάκι (που διατηρείται ακριβώς όπως ήταν τότε και πρόκειται να γίνει Μουσείο της ΕΠΟΝ) και τραβήξαμε το δρόμο της διάδοσης της επονίτικης φλόγας σ’ όλη την Ελλάδα. Το μαχητικό κι αισιόδοξο επονίτικο σύνθημα «Πολεμάμε και τραγουδάμε» αγκάλιασε όλη τη νέα γενιά της χώρας…

Το χρώμα της ΕΠΟΝ

Το χρώμα της ΕΠΟΝ, όπως είναι γνωστό ήταν πράσινο. Όχι βέβαια κιτρινοπράσινο, όπως είναι το χρώμα μερικών σημερινών «κινημάτων» και κομμάτων, αλλά πραγματικό και ζωντανό πράσινο, χρώμα της ελπίδας και της φυσικής ανανέωσης. Έτσι λοιπόν και στην Πάτρα άρχισαν να γεμίζουνε οι τοίχοι με τα πράσινα επονίτικα συνθήματα. Σε λίγο φάνηκαν και μερικά άλλα κακομοίρικα συνθήματα «εθνικών οργανώσεων», λέει, νεολαίας! Οργανώσεων που δεν τις έβλεπες πουθενά, χωρίς καμιά δράση, εκτός από την αντιεαμική και αντιεπονίτικη. (Ας σημειώσουμε πως και μ’ αυτές, παρά την ασημαντότητά τους έγινε προσπάθεια για κοινή δράση, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να μας καταδώσουν παραλίγο στην αστυνομία και στις κατοχικές αρχές.) Είχαν διαλέξει και το «γνήσιο ελληνικό χρώμα», το μπλε! Σάμπως είναι το χρώμα που σε κάνει πατριώτη και αγωνιστή κι όχι οι σκοποί και τα ιδανικά για τα οποία παλεύεις και είσαι διατεθειμένος να δόσεις και τη ζωή σου γι’ αυτά. Τελοσπάντων.

Έρχεται ο Όμηρος και μου λέει: «Τι θα κάνουμε; Αυτοί όχι μόνο δημαγωγούν με το «εθνικό» χρώμα, αλλά προβοκάρουν και μπλοκάρουν τα συνεργεία μας με τη βοήθεια της αστυνομίας.»

Δεν χρειαζόταν πολύ να φιλοσοφήσουμε. Έπρεπε να δράσουμε επονίτικα. Οργανώνεται σ’ όλη την πόλη πανεξόρμηση με καινούργια και ζωντανά επονίτικα συνθήματα. Το πρωί έκπληκτοι οι πατρινοί έβλεπαν τους τοίχους γεμάτους με αγωνιστικά συνθήματα που ήταν γραμμένα σε πράσινο και σε …μπλε χρώμα! Πάει το μονοπώλιο της … χρωματικής εθνικοφροσύνης.

Τα ’χασαν οι ευέλπιδες νέοι της προβοκατόρικης αντιεπονίτικης δράσης. Σκέφτηκαν, συσκέφτηκαν, συνδιασκέφτηκαν και καταλήξανε να γράφουν συνθήματα στο φυσικό ιδεολογικό τους χρώμα: το μαύρο! Κι έτσι μέσα στη θάλασσα των πρασινογάλανων επονίτικων συνθημάτων πού και πού έβλεπες και το θλιβερό και αντιδραστικό μαύρο χρώμα που σε λίγο εξαφανίστηκε εντελώς μέσα στη λαίλαπα της θυελλώδικης δράσης της ΕΠΟΝ.

Το χρώμα της ΕΠΟΝ και ο σπανός… γενειοφόρος εκτελεστής!

Σκίτσο του Στάθη (Σταυρόπουλου), από το βιβλίο του Θόδωρου Λιακόπουλου (Πορφύρη) «Ο αγώνας θέλει κέφι» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988)

Ο Τσιγκελάκιας

Στο Μοριά, οι επονίτες βγάζανε ένα ωραίο περιοδικό, τον Επονίτη. Το μεστό περιεχόμενό του, η όμορφη εμφάνισή του και τα πετυχημένα σκίτσα του είχανε κατακτήσει τη μοραΐτικη νέα γενιά. Ένας από τους κύριους συντελεστές της επιτυχίας ήταν και ο σκιτσογράφος μας, ο… Τσιγκελάκιας. Γιατί τον λέγανε έτσι; Γιατί αντί για μουστάκι είχε 5 1/2 όλες-όλες τρίχες, που μάλιστα τις έστριβε όσο μπορούσε για να γίνει τσιγκελωτό το μουστάκι του, εξ’ ου και Τσιγκελάκιας, που εκτός από τα πενάκια του δεν είχε πιάσει ποτέ του ούτε σουγιά. Για όπλο μήτε κουβέντα να γίνεται. Κι όμως…

… Βρισκόμαστε στη μεταβαρκιζανή περίοδο. Όλο το λεφούσι των ταγματασφαλιτών, των προδοτών και της αντίδρασης είχε πέσει πάνω στους αγωνιστές για να τους εξοντώσει. Ήρθαν τα πάνω κάτω και τα κάτω πάνω. Οι προδότες βαφτίστηκαν… αγωνιστές (που παίρνουν σήμερα και… συντάξεις αγωνιστών!) και οι αγωνιστές… προδότες! Ατέλειωτες δίκες μαχητών της Εθνικής Αντίστασης με την κατηγορία της προδοσίας και της εκτέλεσης «τίμιων πατριωτών»! Και σε κάθε δίκη οι ίδιοι μάρτυρες: μαυροφορεμένες χήρες και ορφανά που καταμαρτυρούσαν όσα σέρνει η σκούπα ενάντια σε ανθρώπους που ούτε καν τους ήξεραν! Νάσου μια μέρα και μαγκώνουν και τον Τσιγκελάκια. Αμέσως δίκη για να παταχθεί η αντεθνική προδοσία. Τον σέρνουν λοιπόν τον δυστυχή στο δικαστήριο, σε ένα ακροατήριο έτοιμο να κατασπαράξει τον «βδελυρό εγκληματία».

«Εσύ είσαι ο περιβόητος Τσιγκελάκιας;» τον ρωτάει βλοσυρός ο πρόεδρος του δικαστηρίου, «που σκότωνες σαδιστικά αθώους ανθρώπους;»

«Εγώ;» απαντά έντρομος ο Τσιγκελάκιας.

«Αμ, ποιος εγώ;»

«Μα εκτός απ’ τα πενάκια μου για τα σκίτσα εγώ ούτε ξυραφάκι δεν είχα, ούτε μύγα δεν σκότωσα.»

«Σιωπή ξεδιάντροπε. Έχεις το θράσος και να μιλάς. Εγκληματία. Τώρα θα δεις τι σου καταμαρτυρούν τα θύματα. Να προσέλθουν οι μάρτυρες.»

Ο Τσιγκελάκιας έχωσε πιο βαθιά το κεφάλι του στον ώμο, βλέποντας να πλησιάζει στο βήμα του δικαστηρίου μια χοντρή μαυροφορεμένη γυναίκα, εντελώς άγνωστή του, που τον κοίταγε με θολό και άγριο μάτι, έτοιμη να τον κατακρεουργήσει.

«Τι έχετε να πείτε, μάρτυς;» ρωτάει ο πρόεδρος.

«Αυτός είναι, κ. πρόεδρε. Αυτός ο αλήτης, ο λήσταρχος. Τον γνώρισα αμέσως. Είχε μια μεγάλη μαύρη γενιάδα ως την κοιλιά του. Έπιασε τον άντρα μου και τον έσφαξε μπροστά στα μάτια μου, σκουπίζοντας το αίμα στα μαύρα γένια του.»

Και όρμησε πάνω στον Τσιγκελάκια να τον πνίξει. Ο Τσιγκελάκιας τα χρειάστηκε. Γλύτωσε με κόπο από τα χέρια της, αλλά είδε πως δεν θα γλυτώσει από τους ανθρωποφάγους αυτούς δικαστές και μάρτυρες που έστελναν αράδα στο απόσπασμα τους αγωνιστές. Άρχισε να χάνει την ψυχραιμία του αλλά σε λίγο συνήλθε κι άρχισε να τρίβει με αμηχανία το πρόσωπό του. Κι άξαφνα τινάζεται όρθιος:

«Κύριε πρόεδρε, κύριε πρόεδρε.»

«Τι τρέχει κατηγορούμενε; Δεν ήρθε η ώρα να απολογηθείς για τα εγκλήματά σου. Υπάρχουν εδώ και άλλα θύματά σου.»

Πραγματικά παρελάσανε και άλλοι μάρτυρες που επαναλάβαιναν στερεότυπα πως είδαν τον φοβερό γενειοφόρο εγκληματία να σκοτώνει σαν μύγες τους ανθρώπους τους.

Ο Τσιγκελάκιας όμως είχε συνέλθει και επέμενε.

«Κύριε πρόεδρε, μπορώ να μιλήσω;»

«Λέγε, τι θέλεις.»

«Όλοι οι μάρτυρες ορκίστηκαν και είπαν ότι εκτέλεσα άγρια αθώους ανθρώπους. Με είδαν μάλιστα με μια τεράστια γενειάδα να τους σφάζω σαν κατσίκια.»

«Γιατί, έτσι δεν είναι;»

«Για κοιτάξτε με καλά, κ. πρόεδρε.»

«Τι να κοιτάξω.»

Ο Τσιγκελάκιας πλησιάζει στην έδρα, ακουμπάει το πρόσωπό του μπροστά στον πρόεδρο και ξαναλέει:

«Κοιτάξτε καλύτερα το πρόσωπό μου.»

«Μα τι τα θέλεις αυτά τώρα!»

«Τι τα θέλω; Μα λένε ψέματα οι μάρτυρες. Δεν βλέπετε το πρόσωπό μου; Ούτε τρίχα δεν έχει πάνω του. Είμαι σπανός, κύριε, σπανός από γεννησιμιού μου. Και σπανός γενειοφόρος πάει; Δεν πάει!»

Και τη γλύτωσε ο Τσιγκελάκιας και εκάγχασε το πανελλήνιο όπου δημοσιεύτηκε τότε στις εφημερίδες η ιλαροτραγική αυτή ιστορία του σπανού γενειοφόρου.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: