Φιντέλ: «Δεν διαθέταμε αρκετή πείρα. Μετά σιγά-σιγά μάθαμε…» – Η επίθεση στο στρατώνα Μονκάδα, στις 26 Ιούλη 1953
“Σ’ αυτό το λαό, που οι δρόμοι του είναι στρωμένοι με πέτρες άγχους, εξαπάτησης και ψεύτικων υποσχέσεων, εμείς δεν θα του πούμε: «θα σου δώσουμε», αλλά: «Ορίστε, αγωνίσου τώρα με όλες σου τις δυνάμεις για να γίνει δική σου η λευτεριά και η ευτυχία!»”
«Αν δεν είχαμε μελετήσει μαρξισμό ―αυτή η ιστορία είναι πιο μεγάλη, αλλά σας λέω μόνο αυτό― αν δεν είχαμε γνωρίσει από τα βιβλία την πολιτική θεωρία του Μαρξ κι αν δεν είχαμε εμπνευστεί από τον Μαρτί, από τον Μαρξ και από τον Λένιν, δε θα είχαμε καταφέρει ούτε καν να συλλάβουμε την ιδέα μιας επανάστασης στην Κούβα, γιατί με μια ομάδα ανθρώπων από τους οποίους κανείς δεν έχει περάσει από στρατιωτική ακαδημία δεν μπορείς να κάνεις πόλεμο εναντίον ενός στρατού καλά οργανωμένου, καλά οπλισμένου, στρατιωτικά εκπαιδευμένου, και να κερδίσεις τη νίκη ξεκινώντας ουσιαστικά από το μηδέν», έλεγε ο Φιντέλ στον Ιγνάσιο Ραμονέ* περίπου μισό αιώνα μετά την αποτυχημένη στρατιωτική ενέργεια στο στρατώνα Μονκάδα. (*Ιγνάσιο Ραμονέ, «Εκατό ώρες με τον Φιντέλ – Βιογραφία σε δυο φωνές», εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007).
Το ημερολόγιο έγραφε 26 του Ιούλη 1953, όταν ομάδες 160 οπλισμένων επαναστατών εξαπέλυαν ταυτόχρονες επιθέσεις στο στρατώνα Μονκάδα, στο Σαντιάγο της Κούβας, και στη στρατιωτική εγκατάσταση «Κάρλος Μανουέλ ντε Σέσπεδες» του Μπαγιάμο, με σκοπό να αιφνιδιάσουν τις δυνάμεις του δικτάτορα Φουλχένσιο Μπατίστα, που είχε καταλάβει την εξουσία με πραξικόπημα ένα χρόνο νωρίτερα, στις 10 του Μάρτη 1952, και να τον ανατρέψουν.
Επικεφαλής των ένοπλων ανταρτών, σχεδιαστής και συντονιστής της επιχείρησης ήταν ο Φιντέλ Κάστρο Ρους, νεαρός δικηγόρος, απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αβάνας, γιος πλούσιας οικογένειας, με αριστοκρατική καταγωγή, που όταν έγινε το πραξικόπημα του 1952 …είχε το θράσος να παρουσιαστεί στις δικαστικές αρχές και να ζητήσει την καταδίκη των συνωμοτών! Ο Φιντέλ ήταν αυτός που πρώτος συνειδητοποίησε ότι η δικτατορία του Μπατίστα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο με τα όπλα και ταυτοχρονα πίστεψε πως αυτό είναι εφικτό: «Όταν γίνεται το πραξικόπημα του Μπατίστα το 1952, επεξεργάζομαι μια στρατηγική για το μέλλον: να προωθήσω ένα επαναστατικό πρόγραμμα και να οργανώσω μια λαϊκή εξέγερση. Από εκείνη τη στιγμή διαθέτω πια πλήρη αντίληψη περί αγώνα και τις βασικές επαναστατικές ιδέες, τις ιδέες που βρίσκονται στο Η Ιστορία θα με αθωώσει. Διέθετα ήδη την ιδέα που ήταν απαραίτητη για την κατάληψη της εξουσίας με επανάσταση. Ξεκινούσε από εκείνο που θα συνέβαινε μετά τις εκλογές της 1ης Ιουνίου εκείνης της χρονιάς. Τίποτα δε θ’ άλλαζε. Θα επαναλαμβανόταν για άλλη μια φορά η απογοήτευση και η διάψευση των ελπίδων. Και δεν ήταν δυνατόν να επιστρέψουμε σ’ εκείνη την πεπατημένη που ποτέ δεν επρόκειτο να οδηγήσει πουθενά».
Το Σαντιάγο όπου έδρευε ο στρατώνας Μονκάδα, ήταν η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Κούβας και πρωτεύουσα της επαρχίας Οριέντε. Στο στρατώνα υπήρχε βάση περίπου 1500 στρατιωτών και αποθήκες με χιλιάδες όπλα και πυρομαχικά διαφόρων τύπων. Οι επιτιθέμενοι σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν την πόλη σαν βάση των επιχειρήσεων ενάντια στην πρωτεύουσα Αβάνα, δημιουργώντας στρατιωτικές δυνάμεις από τον λαό που θα όπλιζαν με τα όπλα του Μονκάδα. Έναν λαό που στέναζε κάτω από την μπότα της στρατιωτικής δικτατορίας που υπερασπιζόταν με τα όπλα τα συμφέροντα των μεγαλογαιοκτημόνων και έπνιγε στο αίμα τις εργατικές διεκδικήσεις, σπρώχνοντας τη φτωχή αγροτιά και τους εργαζόμενους στην εξαθλίωση, γεμίζοντας με αγωνιστές τις φυλακές-κολαστήρια.
Ο στόχος των ανταρτών κάθε άλλο παρά ουτοπικός ήταν. Όπως σημείωνε ο Φιντέλ στη συνέχεια: «Το Μονκάδα θα μπορούσε να έχει καταληφθεί και αν είχαμε πάρει, το Μονκάδα θα ανατρέπαμε τον Μπατίστα, χωρίς καμία συζήτηση. Θα είχαμε βάλει στο χέρι μερικές χιλιάδες όπλα. Απόλυτος αιφνιδιασμός, πανουργία, ξεγέλασμα του εχθρού». Η ταυτόχρονη επίθεση στο Μπαγιάμο είχε σχεδιαστεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά σε αυτή στο Μονκάδα και να αποτρέψει, με σαμποτάζ, την αποστολή ενισχύσεων του κυβερνητικού στρατού εναντίον των ανταρτών. Η επίθεση σχεδιάστηκε και προετοιμάστηκε πολύ προσεχτικά. Μεταξύ των πολλών δυσκολιών έπρεπε να αντιμετωπιστεί και το γεγονός ότι οι άντρες του Φιντέλ παρά το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσής τους σε μικρές ομάδες, ποτέ δεν είχαν δράσει όλοι μαζί.
«Οι προετοιμασίες για την επίθεση στο στρατώνα Μονκάδα στο Σαντιάγκο έγιναν με πλήρη μυστικότητα. Σε μια χώρα πλούσια σε μυστικές συνωμοσίες, αυτή ήταν μια από τις λίγες πλατιάς κλίμακας συνωμοσίες — περιλάμβανε κάπου 1.500 ανθρώπους — που δεν την υποπτεύθηκαν καθόλου οι αρχές, ούτε προδόθηκε. Σχεδόν όλοι όσοι έλαβαν μέρος σ’ αυτήν, ήταν κάτω από τριάντα χρόνων και οπαδοί του Εντουάρντο Τσιμπάς (σ.σ. ιδρυτής και ηγέτης του Ορθόδοξου Κόμματος). Την χρηματοδότησαν από τις δικές τους τσέπες: ένας πούλησε τη δουλειά του για 300 δολάρια- ένας άλλος, τα εργαλεία της φωτογραφίας με τα οποία κέρδιζε το ψωμί του- ένας άλλος διέθεσε το μισθό τριών μηνών ένας άλλος τις οικονομίες μιας ζωής» αναφέρει ο Τέρρενς Κάννον στο βιβλίο του «Η επαναστατική Κούβα».** Και ο Φιντέλ σημειώνει: «Είχαμε δημιουργήσει ένα μικρό στρατό. Μίλησα με όλους, δούλευα με αρκετή προσήλωση και πολλές ώρες. Σε μερικούς μήνες είχαμε στρατολογήσει χίλιους διακόσιους άντρες. Πενήντα χιλιάδες χιλιόμετρα διάνυσα μ’ ένα αυτοκίνητο, που χάλασε μερικές μέρες πριν από το Μονκάδα, ένα Σεβρολέ μπεζ, που είχε αριθμό κυκλοφορίας 50315. Ακόμα το θυμάμαι. Μετά το άλλαξα με άλλο νοικιασμένο.» (**Τέρρενς Κάννον, «Η επαναστατική Κούβα», εκδόσεις Χοσέ Μαρτί, Αβάνα 1987).
Η ημερομηνία 26 Ιούλη δεν ήταν τυχαία. Την προηγούμενη μέρα ως αργά το βράδυ γινόταν στο Σαντιάγο καρναβάλι και η πολυκοσμία ευνοούσε την έλευση των μεταμφιεσμένων σε λοχίες του στρατού ανταρτών. Το σχέδιο του Φιντέλ ήταν να πιάσει τους στρατιώτες του Μονκάδα, τα ξημερώματα, κυριολεκτικά στον ύπνο. Στη συνέχεια μια ομάδα επαναστατών θα καταλάμβανε τον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό από όπου θα καλούσαν το λαό του Σαντιάγο να ξεσηκωθεί κατά του Μπατίστα και τους στρατιώτες να ενωθούν με τους επαναστάτες και να υπερασπιστούν τα συμφέροντα του λαού.
Όμως κάτι πηγαίνει στραβά και εξουδετερώνεται το πιο σπουδαίο και πολύτιμο όπλο των ανταρτών: το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Τι ήταν αυτό εξηγεί ο Φιντέλ: «Πού είναι η ατυχία; Σ’ εκείνη την έφιππη φρουρά, εκείνη τη στρατιωτική περίπολο την οποία δεν είχαμε υπολογίσει. Φαίνεται ότι το καρναβάλι προκάλεσε εκείνο το μέτρο που εμείς δε γνωρίζαμε. Δεν υπολογίσαμε ότι επειδή υπήρχε τόσος κόσμος στην πόλη, γιορτές και αρκετή αναταραχή, είχαν βάλει μια έφιππη φρουρά που πήγαινε από το σημείο όπου βρισκόταν η είσοδος προς τη λεωφόρο απ’ όπου στρίψαμε εμείς, προς την κατεύθυνση της εισόδου του στρατώνα Μονκάδα· αυτή η περίπολος επέστρεφε και το φέρνει η τύχη…»
Οι δυνάμεις του Μπατίστα αποκρούουν τις επιθέσεις των επαναστατών και συλλαμβάνουν τους περισσότερους. «Υπήρξαν πέντε νεκροί στη μάχη κι άλλοι πενήντα έξι που δολοφονήθηκαν. Οι πέντε νεκροί στη μάχη είναι: Χίλντο Φλέιτας, Φλόρες Μπετανκούρ, Καρμέλο Νόα, Ρενάτο Γκιτάρτ και Πέδρο Μαρρέρο. Ήταν σχεδόν όλοι όσοι βρίσκονταν στο πρώτο αυτοκίνητο, εκείνοι που πήγαν σ’ εκείνη τη γωνία και κατέλαβαν το φυλάκιο της εισόδου», θυμάται ο Φιντέλ. Η δικτατορία θα δείξει για μια ακόμα φορά το αποκρουστικό της πρόσωπο. Δεκάδες αιχμάλωτοι βασανίστηκαν φριχτά πριν ξεψυχήσουν.
«Δόθηκαν διαταγές να μη συλληφθεί ο Φιντέλ ζωντανός. Περισσότεροι από τους μισούς επαναστάτες δολοφονήθηκαν μέσα σε λίγες ώρες μετά τη σύλληψή τους ή την παράδοσή τους. Ο Φιντέλ και μια μικρή ομάδα, ανάμεσα στους οποίους και ο Χουάν Αλμέιντα (αργότερα επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κούβας στην επαρχία Οριέντε), προσπάθησαν να φτάσουν στην οροσειρά Σιέρα Μαέστρα. Ο αρχιεπίσκοπος του Σαντιάγο έκανε δημόσια έκκληση στο στρατό για επιείκεια. Η δημόσια γνώμη ξεσηκώθηκε ενάντια στις δολοφονίες» σημειώνει ο Τέρρενς Κάννον.
Την 1η του Αυγούστου μια περίπολος της αγροφυλακής με επικεφαλής έναν έντιμο αξιωματικό, τον υπολοχαγό Σαρία, εγκλωβίζει τον Φιντέλ Κάστρο και την ομάδα του και τους αιχμαλωτίζει. Ο Σαρία που γνωρίζει τον Φιντέλ από τα φοιτητικά του χρόνια (δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε…) αρνείται να εκτελέσει διαταγή που όριζε την άμεση μεταφορά του ηγέτη των επαναστατών στη στρατιωτική διοίκηση, όπου ήταν βέβαιο ότι θα τον εκτελούσαν και τον μεταφέρει στη φυλακή για τους πολίτες.
Η επίθεση στο Μονκάδα συγκλόνισε τον καταπιεσμένο κουβανικό λαό και τον έκανε να πιστέψει ότι ο Μπατίστα και η μισητή χούντα δεν είναι παντοδύναμοι. Η οργή που εξέφρασε ο λαός του Σαντιάγο και η αντίδραση του αποσπάσματος που συνέλαβε τον Φιντέλ, καταδεικνύουν ότι αν και το σχέδιο του Φιντέλ απέτυχε στρατιωτικά, πετύχαινε πολιτικά. Η συνέχεια έρχεται απώς να το επιβεβαιώσει: Ο λαός στέκεται σθεναρά στο πλευρό του ηγέτη Φιντέλ Κάστρο και των συντρόφων του και με την πίεσή του υποχρεώνει τον Μπατίστα να τους περάσει από δίκη.
Η δίκη όσων επαναστατών επέζησαν από τις σφαίρες των στρατιωτών στο Μονκάδα και τα βασανιστήρια της χούντας του Μπατίστα, άρχισε στις 21 του Σεπτέμβρη 1953, στο δικαστήριο του Σαντιάγο. Χίλιοι πάνοπλοί στρατιώτες καλύπτουν τη διαδρομή των κρατούμενων από τη φυλακή μέχρι το δικαστήριο. Ο Φιντέλ ως δικηγόρος αναλαμβάνει ο ίδιος την υπεράσπισή του. Στο δικαστήριο βρίσκει το βήμα που χρειαζόταν για να «μαστιγώσει» τον Μπατίστα και να καταγγείλει την δικτατορία και την πλήρη εξάρτησή της από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, την εκμετάλλευση των εργατών και των φτωχών αγροτών και τις άθλιες συνθήκες ζωής εκατομμυρίων Κουβανών.
Η απολογία του κατέληξε στη διακήρυξη ότι η κατάσταση αυτή δεν θα είναι αιώνια και ότι αργά ή γρήγορα η Κούβα θα ελευθερωθεί, δικαιώνοντας τις θυσίες εκείνων που έδωσαν τη ζωή τους για ένα καλύτερο μέλλον, και τελείωσε με την περίφημη φράση «Καταδικάστε με, η Ιστορία θα με αθωώσει». Η μακροσκελής αγόρευση του Φιντέλ στο δικαστήριο αποτελεί ολόκληρη για το κίνημα κατά της δικτατορίας του Μπατίστα μια προγραμματική διακήρυξη κι ένα από τα πιο σημαντικά ντοκουμέντα της Κουβανικής Επανάστασης. Θα τυπωθεί με τον τίτλο «Η ιστορία θα με αθωώσει» και θα φτάσει στα χέρια κάθε κατοίκου της χώρας:
«Όταν μιλάμε για το λαό δεν εννοούμε τους βολεμένους, τα συντηρητικά στοιχεία του έθνους, που τους βολεύει κάθε καταπιεστικό καθεστώς, κάθε δικτατορία, κάθε δεσποτισμός, που προσκυνούν τον αφέντη μέχρι να χτυπήσει το μέτωπό τους στο πάτωμα.
Όταν μιλάμε για πάλη, εννοούμε με τη λέξη λαός τις μεγάλες αλύτρωτες μάζες, προς τις οποίες όλοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και όλοι εξαπατούν και προδίνουν, αυτές που ποθούν μια καλύτερη πατρίδα, πιο αξιοπρεπή και πιο δίκαιη…
Σ’ αυτό το λαό, που οι δρόμοι του είναι στρωμένοι με πέτρες άγχους, εξαπάτησης και ψεύτικων υποσχέσεων, εμείς δεν θα του πούμε: «θα σου δώσουμε», αλλά: «Ορίστε, αγωνίσου τώρα με όλες σου τις δυνάμεις για να γίνει δική σου η λευτεριά και η ευτυχία!»
Οι δικαστές δεν τόλμησαν να επιβάλλουν θανατική ποινή. Όλοι οι κρατούμενοι, και ο Φιντέλ, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση δεκαπέντε ετών. «Στάλθηκαν στη φυλακή του Νησιού των Πεύκων, στ’ ανοιχτά της νοτιοδυτικής ακτής της Κούβας. Εκεί οι κρατούμενοι έζησαν με αυστηρή πειθαρχία, διαβάζοντας και μελετώντας. Ο Φιντέλ συγκεντρώθηκε στην ιστορία και ιδιαίτερα σε βιβλία του Χοσέ Μαρτί και άλλα που μιλούσαν γι’ αυτόν και για τον πόλεμο της ανεξαρτησίας» σημειώνει ο Τέρρενς Κάννον στο βιβλίο του.
Δυο χρόνια αργότερα, στις 13 του Μάη 1955, ο δικτάτορας Μπατίστα κάτω από τη λαϊκή πίεση αναγκάστηκε να υπογράψει νομοσχέδιο που χορηγούσε αμνησία χωρίς όρους στους κρατούμενους, αγνοώντας φυσικά εκείνη τη στιγμή ότι με την πράξη του αυτή υπέγραφε ταυτόχρονα και την ανατροπή του, αφήνοντας κενό μόνο το πεδίο όπου ο Φιντέλ, ο Τσε, ο Καμίλο, ο Ραούλ, οι κομαντάντε και οι επαναστατικές δυνάμεις και ο λαός της Κούβας θα συμπλήρωναν στη συνέχεια την ημερομηνία…
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα θα αποδειχτεί ότι ο Φιντέλ είχε δίκιο όταν χαρακτήριζε «αιματηρή φάρσα» την αμνηστία, καθώς πολλοί απελευθερωμένοι επαναστάτες ξαναπιάστηκαν και κλείστηκαν στη φυλακή, βασανίστηκαν, άλλοι απειλήθηκαν με θάνατο, ενώ εντάθηκε η τρομοκρατία στους δρόμους και απαγορεύτηκε στον Φιντέλ να μιλάει δημόσια. Όμως τίποτα, καμιά τρομοκρατία, ούτε η δύναμη των όπλων της χούντας ήταν ικανά να αναστρέψουν το κύμα της επανάστασης που φούσκωνε σταδιακά κι ετοιμαζόταν να καταπνίξει το σύστημα της εκμετάλλευσης και τη μισητή χούντα-μαριονέτα των ΗΠΑ.
Οι επιθέσεις στο στρατώνα Μονκάδα και στο Μπαγιάμο μπορεί να μη στέφτηκαν στρατιωτικά με επιτυχία, όμως «φούσκωσαν» στη συνέχεια τα «πανιά» του Γκράνμα (1956) και άνοιξαν το νικηφόρο δρόμο που θα βάδιζε έξι χρόνια αργότερα η Κουβανική Επανάσταση, η πρώτη εξέγερση στα χρονικά της Λατινικής Αμερικής που θα κατέληγε σε νίκη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στη συνέχεια στη δημιουργία του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στο έδαφος της αμερικανικής ηπείρου.
Πολλά χρόνια αργότερα ο ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος και της επαναστατικής κυβέρνησης της Κούβας, Φιντέλ Κάστρο, θα πει με νόημα: «Αν ήταν να οργανώσω ξανά ένα σχέδιο για κατάληψη του Μονκάδα, θα το έκανα ακριβώς ίδιο, δε θ’ άλλαζα τίποτα. Αυτό που πήγε στραβά εκεί οφειλόταν αποκλειστικά στο γεγονός ότι δε διαθέταμε αρκετή πείρα. Μετά σιγά-σιγά μάθαμε»…
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback