Όταν οι Βρετανοί καταλάμβαναν την Ακρόπολη και την έκαναν πολυβολείο…
Φθορές, κλοπές, πυρκαγιά και μετατροπή του παλιού Μουσείου της Ακρόπολης σε στρατιωτικό πορνείο άφησαν πίσω τους οι “πολιτισμένοι” Βρετανοί που μετέτραψαν σε φρούριο τον Ιερό Βράχο στα Δεκεμβριανά.
Ο λόφος της Ακρόπολης έχει στρατηγική θέση και δεν είναι τυχαίο πως έγινε κι αποτέλεσε διαχρονικά φρούριο. Το 17ο αιώνα το μνημείο της Ακρόπολης είχε μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη κι η στέγη του Παρθενώνα έπεσε μετά από μια ισχυρή έκρηξη, σε μια μάχη μεταξύ Τούρκων και Βένετων, με το Μοροζίνι να την πολιορκεί και να την βομβαρδίζει.
Η κοινή λογική θα έλεγε πως στον πολιτισμένο εικοστό αιώνα, τα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς θα προστατεύονταν και θα έμεναν έξω από το πεδίο της μάχης. Και πως αυτό θα συνέβαινε πχ με την Ακρόπολη, κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών. Ματαιοπονεί όμως όποιος είχε/έχει αντίστοιχες προσδοκίες από αυτούς που έκαναν και νομιμοποίησαν τη λεηλασία του από το λόρδο Έλγιν.
Σε μια έκθεση του Γιώργη Σιάντου για τα Δεκεμβριανά αναφέρεται ότι:
«Σχετικά με την Ακρόπολη πρέπει να τονιστεί πως ο ΕΛΑΣ έλαβε κάθε μέριμνα να μην συμβεί εκεί καμμιά ζημιά. Γι αυτό έδωσε προφορικές οδηγίες στα τμήματά του να μην επιχειρήσουν εκεί. Σε καμιά Διαταγή του δεν αναφέρεται επιχείρηση για την Ακρόπολη, για να μη δώσει αφορμή στην αντίδραση με συκοφαντίες να κατηγορήσει πως έγινε αιτία καταστροφής της. Εντούτοις οι Άγγλοι εκμεταλλεύονται την αδυναμία του ΕΛΑΣ και αμέσως έγιναν κύριοι της σκοπιάς αυτής όχι μόνο της Αθήνας αλλά και του μεγαλύτερου τμήματος του λεκανοπεδίου, αδιαφορούντες αν ο παγκοσμίου φήμης και ενδιαφέροντος αρχαιολογικός αυτός τόπος καταστραφεί από τα σύγχρονα όπλα. Μα ο ΕΛΑΣ και πάλι σεβάστηκε το αρχαιολογικό μνημείο και υπερήφανα καυχιέται πως μέχρι τέλους του αγώνα δεν έριξε απάνω του ούτε τουφεκιά ενώ έβλεπε από τα παρατηρητήρια του κατακάθαρα τους παρατηρητές με τα όργανά τους και τα πολυβόλα και όλμους στη δράση τους».
Σε άλλο σημείο της Έκθεσης αναφέρεται στο ρόλο που έπαιξαν οι Βρετανοί στην πολιορκία του συγκροτήματος Μακρυγιάννη, βάλλοντας στα νώτα των μαχητών του ΕΛΑΣ.
«Το συγκρότημα Μακρυγιάννη υπεστηρίχθη λυσσωδώς από τα πυρά των Αγγλικών τανκς. Αυτά είχαν μπη μέσα στον περίβολο και με τα πυκνά πυρά των απηγόρευαν στους πολιορκητές του ΕΛΑΣ να εισχωρήσουν από τα ρήγματα του μανδρότοιχου. Επί του βράχου της Ακροπόλεως πολυβόλα βαρέα και πυροβόλα προστατευόμενα από τα απαραβίαστα διά τους Έλληνας μαχητάς μνημεία του Παρθενώνος επέθετον τα πυρά των κατά των νώτων των πολιορκητών του Μακρυγιάννη και τους έφερναν σε δύσκολη θέση».
Οι Βρετανοί παραβίασαν ωμά τα συμφωνηθέντα, καταλαμβάνοντας το στρατηγικής σημασία λόφο της Ακρόπολης. Κι αν κάποιοι δε θέλουν να θεωρήσουν αξιόπιστη πηγή την Έκθεση του Γραμματέα του ΚΚΕ, υπάρχουν και τα αντίστοιχα φωτογραφικά ντοκουμέντα, ως αδιάψευστοι μάρτυρες.
Οι σχετικές προφορικές μαρτυρίες για το αν δόθηκε εντολή αποστολής τμήματος του ΕΛΑΣ είναι αντικρουόμενες, σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι δεν ανήκε εν τέλει στις προθέσεις της πολιτικής και στρατιωτικής του ηγεσίας να καταληφθεί ο Ιερός Βράχος. Δεν επιτέθηκαν ούτε μετά την κατάληψη της Ακρόπολης από τους Βρετανούς και την Εθνοφρουρά, περιοριζόμενοι σε απάντηση στα πυρά. Σύμφωνα με τα πορίσματα του Υπουργείου Παιδείας, στο οποίο υπαγόταν τότε η Αρχαιολογική Υπηρεσία, οι μάχες που προκλήθηκαν με τη μονομερή και παράνομη κατάληψη προκάλεσαν φθορές στα ερείπια.
Έκθεση προς το εν λόγω υπουργείο κατέθεσε και ο αρχιφύλακας Δημήτρης Διαμαντής, που παρουσίασε εκτενώς τα συμβάντα: Κατά το απόγευμα της 6ης Δεκεμβρίου, οπλισμένοι πολίτες (προφανώς ΕΛΑΣίτες) ρωτούσαν τον αρχιφύλακα αν στην Ακρόπολη υπήρχε φρουρά, «διότι ήσαν διατεθειμένοι να καταλάβουν αυτήν» όπως υποστηρίζει ο Δ. Διαμάντης. «Εγώ τους απήντησα ότι φυσικά υπάρχει φρουρά με βαρύ οπλισμόν διότι άλλως τε εβάλλετο η Ακρόπολις και δεν εγνώριζον τι συντελείτο επ’ αυτής.» Στη συνέχεια παρουσιάζει μια εικόνα βαριά οπλισμένων Άγγλων, οι οποίοι αυθαίρετα εκδίωξαν αρχικά ακόμα και το νυχτοφύλακα, απαγορεύοντας την πρόσβαση σε οποιοδήποτε Έλληνα, μην περιμένοντας καν την παράδοση των κλειδιών των αιθουσών, θεωρητικά μόνο όσων δεν εμπεριείχαν αρχαιότητες, παραβιάζοντας όλες τις αίθουσες του μουσείου:
«(…) Καθ’ όλην την νύκτα της 6-12-44 εβάλλετο συνεχώς η μικρά αύτη φρουρά της Ακροπόλεως, αλλά δεν επεχειρήθη παρά των ενόπλων πολιτών άνοδος δια λόγους ους αγνοώ. Αλλά περί τα εξημερώματα της επομένης ημέρας 7-12-44 περί την 3ην π.μ. κατέφθασαν τανκς εις την Ακρόπολιν και ανήλθον επ’ αυτής δύο λόχοι Αγγλων με πολύ μεγάλον και βαρύν οπλισμόν και κατασκευάσαντες διάφορα οχυρώματα πρόχειρα, ήρχισαν σφοδράν μάχην με τους πέριξ ευρισκομένους ενόπλους. Ανελθόντες εις την Ακρόπολιν οι Αγγλοι στρατιώται, εζήτησαν από εμένα τα κλειδιά του Μουσείου και του μιναρέ του Παρθενώνος. Εγώ παρέδωσα τα κλειδιά εις τον νυκτοφύλακα Σακέλην Β. με την εντολήν να ανοίξη τας αιθούσας του Μουσείου αι οποίαι ήταν τελείως κεναί χωρίς αρχαιότητες και ας μετεχειρίζοντο προς στρατωνισμόν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί κατά την κατοχήν. Αλλ’ όταν ο εν λόγω νυκτοφύλαξ κατέφθασεν εις το Μουσείον δια να εκτελέση τας εντολάς ταύτας, οι Αγγλοι είχαν ήδη παραβιάσει όλας τας θύρας και είχον εισέλθει εντός όλων των αιθουσών, όχι μόνον εντός των κενών αιθουσών, αλλά και εις εκείνας ένθα εφυλλάσσοντο αρχαιότητες και εντός του μικρού μουσείου. Μετά ταύτα εξεδίωξαν τον νυκτοφύλακα και απηγόρευσαν εις πάντα Ελληνα να ανέρχεται εις την Ακρόπολιν. Επειτα όμως από προσωπικών μου εγγυήσεων προς των ενωμοτάρχην και τους χωροφύλακας επετράπει τις τον εν λόγω νυκτοφύλακα Σακέλην Β. να παραμείνη κάτω εις το θυρωρείον με την φρουράν των χωροφυλάκων.»
«(…) Εις τας 17-12-44 κατόπιν μεγάλου κινδύνου και υπό βροχήν βλημμάτων κατώρθωσα να μεταβώ εις την οικίαν του Διευθυντού μας κυρίου Μηλιάδου και να συναντήσω τούτον, εις ον και ανέφερα πάντα τα σχετικά με την Ακρόπολιν. Ο Διευθυντής μας κύριος Μηλιάδης, μοι παρέσχεν όλας τας δεούσας οδηγίας σχετικής συμπεριφοράς προς διάσωσιν ων Μνημείων και μοι συνέστησεν να καταβάλλω κάθε δυνατήν προσπάθειαν προς περιφρούρησιν και διατήρησιν των Αρχαιοτήτων της Ακροπόλεως, αι οποίαι κατά την ρήσιν του αξίζουν περισσότερον και αυτής της ζωής μας.»
Όταν τελικά ο Διαμαντής έλαβε άδεια κυκλοφορίας από το στρατιωτικό διοικητή να ανέβει στην Ακρόπολη, διαπίστωσε πολλές φθορές από τη μάχη, αλλά και την παραβίαση του συνόλου των διαμερισμάτων και των κιβωτίων φύλαξης αρχαιοτήτων του Μουσείου:
«Εκεί διεπίστωσα ότι εκτός των βλαβών και φθορών ας είχεν υποστεί, είχον και τα μνημεία εκ του διεξαχθέντος σφοδρού πολέμου και των επί της Ακροπόλεως ριφθέντων βλημάτων, φθοράς και βλάβας, επίσης είχον διαριχθεί και όλαι γενικώς αι ασφαλιστικαί του Μουσείου αμπάραι και είχον ανοιχθή όλα τα διαμερίσματα και τα κιβώτια ένθα εφυλάσσοντο αρχαιότητες. Ωσαύτως είχον ανοιχθή και τα γραφεία ακόμη αι βιβλιοθήκαι αι βιτρίναι, την κατάστασιν ταύτην και τας διαφόρους φθοράς, τας επέδειξα εις τον Αγγλον αξιωματικόν της φρουράς και παρεκάλεσα τούτον θερμώς να μεριμνήση και σταματήσουν αι ποικίλαι αύται φθοραί και συστήση εις τους υπ’ αυτόν στρατιώτας να μη προβαίνουν εις ζημίας και βλάβας.»
Στις 28 Δεκεμβρίου «περί το εσπέρας ανεχώρησεν η Αγγλική φρουρά εκ της Ακροπόλεως και αντικατεστάθει δια μονάδος της Εθνοφυλακής.»
Στις 31 Δεκεμβρίου «μετέβημεν μετά του κ. Μπακαλάκη εις Κεραμεικόν και επισκέφθημεν τας εκεί αποθήκας αι οποίαι ήσαν ανοικταί και διερριγμέναι, αλλ΄ όμως δεν κατορθώσαμεν να φθάσωμεν εις το Μουσείον, διότι εβάλλετο συστηματικώς η τοποθεσία και μας ημπόδισαν οι εθνοφύλακες να μεταβώμεν εκεί.»
Στις 2 Ιανουαρίου ο Χρήστος Καρούζος και ο Γεώργιος Μπακαλάκης, στελέχη της αρχαιολογικής υπηρεσίας αμφότεροι, συναντούν τον υπουργό «εις ον και ανέφεραν τας συντελεσθείσας ζημίας εν τη Ακροπόλει. Την 2-1-45 περί το απόγευμα ανήλθεν εις Ακρόπολιν νέα Αγγλική φρουρά αποτελουμένη εξ είκοσι στρατιωτών. Ενώ, δε, υπήρχε χώρος ίνα καταυλισθεί εις τα κατάλληλα δωμάτια του Μουσείου, η φρουρά αυτή ομοίως ως και αι προηγούμεναι να διαρρίξει τας θύρας και των άλλων διαμερισμάτων, εντός των οποίων εισήλθεν παρ’ όλας τας προσπαθείας ας κατέβαλλον όπως μη συμβή τοιούτον τι.»
Τη μέρα που έφυγαν οι Βρετανοί από την Ακρόπολη, στις 4 Γενάρη 1945, δυο αρχαιολόγοι προσπάθησαν να συγκολλήσουν με μυστριά και τσιμέντο «τα αποσπασθέντα τεμάχια του Παρθενώνος και των άλλων μνημείων. Τούτον υπέπεσεν εις την αντίληψίν μου (σ.σ. του Διαμάντη) και αμέσως ειδοποιήθησαν οι κ.κ. Ορλάνδος και Μπακαλάκης οι οποίοι ευτυχώς κατέφθασαν εγκαίρως επί τόπου και επελήφθησαν της σχετικής υποθέσεως.»
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικός ήταν στην έκθεσή του ο έφορος Γ. Μπακαλάκης, σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Το κορύφωμα των ακαθαρσιών όμως ευρίσκετο προ του Μουσείου της Ακροπόλεως. Το ύψος του σωρού των κουτιών κονσερβών και παντός άλλου απορρίματος έφθασε το ανώτατο σκαλοπάτι της προ του Μουσείου κλίμακος» Εκτός από τη βρωμιά, οι Βρετανοί άφησαν και μαύρα ίχνη στα πώρινα γλυπτά, τα οποία χρησιμοποίησαν για να κρεμάσουν λαμπτήρες πετρελαίου. Προχώρησαν και σε κλοπές, από συρτάρια και βιβλιοθήκες, ενώ δε δίστασαν να βάλουν φωτιά σε προθήκες, βιβλία και ράφια του μουσείου. Από θαύμα σώθηκαν δυο μετόπες του Παρθενώνα, καθώς πολυβολούσαν μέσα από δωμάτιο φύλαξής τους.
Απ’ό,τι μάλιστα διακρίνεται στο υστερόγραφο της έκθεσης, οι Βρετανοί είχαν μετατρέψει το Μουσείο σε «βίλα των οργίων», κυρίως τις νυχτερινές ώρες, μπάζοντας – εκδιδόμενες προφανώς – γυναίκες στο χώρο:
«Οι εντός του Μουσείου παραμένοντες εισέτι Βρετανοί στρατιώται προβαίνουν εις πολλαπλάς ασχημίας, ιδιαιτέρως κατά τας νύκτας, μετά γυναικών.»
Πληροφορίες από fractalart