Η ομαδική σφαγή και η πυρπόληση των Καλαβρύτων στις 13 Δεκέμβρη 1943 – Το συγκλονιστικότερο δείγμα της χιτλερικής θηριωδίας και βαρβαρότητας στην Ελλάδα
Στην τραγωδία στο ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, που ήταν το μεγαλύτερο ομαδικό έγκλημα των χιτλερικών στην Ελλάδα προσπάθησαν μερικοί να δώσουν δική τους αυθαίρετη εξήγηση παραβλέποντας τα ιστορικά γεγονότα, ισχυριζόμενοι ότι αυτό έγινε μετά το φόνο των Γερμανών αιχμαλώτων από τον ΕΛΑΣ.
Τρεις μήνες τα Καλάβρυτα τους Ούνους πολεμούνε
Αητοί φωλιάζουν στις κορφές κι οχτρό δεν προσκυνούνε.
Βαστούν στα χέρια τ’ άρματα και το πικρό τ ’ αχείλι
μηνά στους σκλάβους λευτεριάς να καρτερούν Απρίλη.
Τρεις μήνες τα Καλάβρυτα στη φλόγα του πολέμου
χτυπούσαν τα πλατειά φτερά στο πείσμα τ ’ άγριου ανέμου
Και των παληών ελεύτερων η αγνή σπορά και γέννα
έγραψε μ’ αίμα θρυλικό καινούργιο Εικοσιένα.
Κατίνα Παΐζη
Στις 13 του Δεκέμβρη 1943, τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής που έκαναν «εκκαθαριστικές» επιχειρήσεις στην Αχαΐα και στο πέρασμά τους άφηναν πίσω τους θάνατο και ερείπια τουφέκισαν όλο σχεδόν τον άρρενα πληθυσμό της κωμόπολης των Καλαβρύτων, σύμφωνα με προκαθορισμένο σχέδιό τους. Αναφερόμενος στον κατάλογο των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας στα Καλάβρυτα ο Δήμαρχος Καλαβρύτων σε αναφορά του στις 29 Δεκέμβρη 1945 υπογράμμιζε: «Εκτός των ανωτέρω αναφερομένων, εξετελέσθηκαν και έτερα πρόσωπα, ων τα στοιχεία δεν κατέστη δυνατόν μέχρι σήμερον να εξακριβωθώσιν»…
Η ομαδική σφαγή και η πυρπόληση των Καλαβρύτων στις 13 Δεκέμβρη 1943, είναι το συγκλονιστικότερο δείγμα της χιτλερικής θηριωδίας και βαρβαρότητας στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί τρεις μήνες προσπαθούσαν να καταλάβουν τα Καλάβρυτα που είχαν λευτερωθεί και κρατούνταν από τον ΕΛΑΣ. Στις 8.12.1943 δύο ολόκληρα συντάγματα των Ες-Ες με διοικητή τον αιμοβόρο Λάιγκερ επιτέθηκαν με μηχανοκίνητα από το Αίγιο. Έπειτα από αιματηρές μάχες τα τμήματα του ΕΛΑΣ αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά σε μεγαλύτερες δυνάμεις των Γερμανών. Οι καταχτητές έκαψαν στο πέρασμά τους τα χωριά Κερπινή, Ρογούς κ.ά. σκότωσαν, όπως αναφέρθηκε, όσους βρήκαν εκεί και με πυροβολικό χτυπούσαν τα Καλάβρυτα. Ο πληθυσμός ύστερα από ειδοποίηση της τοπικής οργάνωσης του ΕΑΜ σκόρπισε στα γύρω βουνά. Οι Γερμανοί όμως κυκλοφόρησαν προκηρύξεις με τις οποίες καλούσαν τον κόσμο να γυρίσει στα σπίτια του, υποσχόμενοι ότι δεν θα τους πειράξει κανένας. Και υποκριτικά τις πρώτες 4 μέρες δεν έδειξαν κακές διαθέσεις. Μ’ αυτόν τον ύπουλο τρόπο κατάφεραν να παγιδεύσουν εκατοντάδες Καλαβρυτινούς.
Για το τι έγινε την πέμπτη μέρα, μιλάει ανάμεσα στις τόσες μαρτυρίες και το παρακάτω απόσπασμα από σχετική έκθεση:
«…Το πρωί τα Καλάβρυτα είχαν ζωσθεί ολόγυρα από τους Γερμανούς. Μάζεψαν όλους τους άνδρες από 12 χρόνων και πάνω – εκτός από 8 ηλικιωμένους – και τους οδήγησαν σε μια πλαγιά κοντά στο νεκροταφείο. Τα γυναικόπαιδα τα ‘κλεισαν στο κτίριο του δημοτικού σχολείου. Μετά έβαλαν φωτιά ταυτόχρονα σ’ όλα τα σπίτια και οι φλόγες σκέπασαν τα Καλάβρυτα. Η φωτιά μεταδόθηκε και στο σχολικό κτίριο, όπου ξετυλίχτηκαν σκηνές φρίκης και αλλοφροσύνης. Οι μανάδες πετούσαν τα παιδιά τους από τα παράθυρα στο προαύλιο για να μην καούν και κείνα σκοτώνονταν. Με μεγάλο κόπο έσπασαν τις πόρτες και μισοκαμένος και τρελαμένος αυτός ο κόσμος, ρίχτηκε στους δρόμους να σωθεί. Αλλά από κει αντίκρισε άλλο φρικτότερο θέαμα.
Οι Γερμανοί με στημένα πολυβόλα διέταξαν τους άνδρες να φωνάζουν: “Χάιλ Χίτλερ”. Μα εκείνοι απαντούσαν θαρραλέα: “Ζήτω η Ελλάδα!”. Τότε άρχισαν να πυροβολούν σπέρνοντας ομαδικά το θάνατο. 742 δολοφονήθηκαν σε κείνο το μέρος. Τρεις μόνο γλίτωσαν κι αυτοί βαριά τραυματισμένοι. Ο χώρος της εκτέλεσης έγινε χώρος δακρύων και θρήνων. Τα γυναικόπαιδα μαζεύτηκαν γύρω στα πτώματα ψάχνοντας να βρουν τους δικούς τους. Καταματωμένα κορμιά βρέθηκαν αγκαλιασμένα στο θάνατο. Πατέρες και παιδιά, αδέρφια φίλοι είχαν πέσει με σφιχτοδεμένα τα μπράτσα».
Η χιτλερική κτηνωδία όμως, δε σταμάτησε ως εδώ. Ο δήμιος Λάιγκερ φεύγοντας διέταξε να σφάξουν μπροστά στην εκκλησία τον παπά.
Αυτά ήταν τα ακατονόμαστα θηριώδη έργα των φασιστών Γερμανών κατακτητών στα Καλάβρυτα και την περιοχή τους.
Αιωνία η μνήμη στους αδικοσκοτωμένους μάρτυρες των Καλαβρύτων».
Στην τραγωδία στο ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, που ήταν το μεγαλύτερο ομαδικό έγκλημα των χιτλερικών στην Ελλάδα προσπάθησαν μερικοί να δώσουν δική τους αυθαίρετη εξήγηση παραβλέποντας τα ιστορικά γεγονότα, ισχυριζόμενοι ότι αυτό έγινε μετά το φόνο των Γερμανών αιχμαλώτων από τον ΕΛΑΣ.
Πλήρη ενημέρωση για τις συνθήκες που έγινε το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων και των άλλων χωριών, ο αναγνώστης θα βρει στα αποσπάσματα που παρατίθενται παρακάτω, παρμένα από το βιβλίο του Ηλία Παπαστεργιόπουλου: «Ο Μωρηάς στα όπλα», τόμος Δ’, σελ. 224-253:
… Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Και καθόλου απλοϊκή, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε την αλήθεια αυτή με μαρτυρίες τρίτων, μελετητών των προβλημάτων της κατοχικής περιόδου. Γράφει, εν πρώτοις, ο Κομνηνός Πυρομάγλου:
«…Μετά την πλήρη κατάληψιν, υπό των Συμμαχικών Στρατευμάτων της Νοτίου Ιταλίας, ως και την απελευθέρωσιν της Βορείου Αφρικής η Πελοπόννησος και η Δυτική Στερεά εθεωρήθησαν υπό του Γερμανικού Επιτελείου “ως πρώτη γραμμή μετώπου ”, εις τα μετόπισθεν της οποίας θα έπρεπε να εξουδετερωθή πάσα ανταρτική κίνησις “εν ανάγκη και να ερημωθή η περιοχή”. Το Γερμανικόν Επιτελείον, φοβούμενον κατάληψιν της Επτανήσου, και αποβάσεις εις τας δυτικάς ακτάς της Ελλάδος (ανεμένετο άλλωστε μία τοιαύτη συμμαχική ενέργεια) απεφάσισε να ενεργήση όχι μόνον εκκαθαριστικάς επιχειρήσεις εναντίον των Ελλήνων ανταρτών, αλλά και να περάση δια πυρός και σιδήρου κατοίκους και χωρία της ορεινής περιοχής της Ελλάδος…
…Αι σφαγαί και δηώσεις των Καλαβρύτων δεν υπήρξαν ενέργεια μεμονωμένη των Γερμανών. Υπήρξε μία εκ των ενεργειών ενός γενικωτέρου σχεδίου του Γερμανικού
Επιτελείου, εις βάρος των αμάχων ελληνικών πληθυσμών. Απομόνωσις του δράματος των Καλαβρύτων προδίδει, νομίζομεν, ηθελημένην παραποίησιν ή ηθελημένην εκμετάλλευσιν. Η καταστροφή και σφαγή των Καλαβρύτων έλαβε χώραν την 1 3ην Δεκεμβρίου 1943 και η εκτέλεσις των Γερμανών αιχμαλώτων εγένετο την νύκτα της 13ης προς την την Δεκεμβρίου 1943. (σ. σ. Οι Γερμανοί ομολογούν ότι η εκτέλεση των Γερμανών αιχμαλώτων έγινε στις 17/12/43)»…
… Υπάρχει και η Διακήρυξη των Γερμανών της Πελοποννήσου: «Την 17.12.1943, εφονεύθησαν και ηκρωτηριάσθησαν κτηνωδώς Γερμανοί στρατιώται υπό κομμουνιστικών συμμοριών εις την περιοχήν Καλαβρύτων – Μαζεΐκων». Τα Καλάβρυτα κατεστράφησαν στις 13/12/1943. Και οι ίδιοι ο Γερμανοί αναφέρουν ότι οι στρατιώτες τους σκοτώθησαν στις 17/12/43, δηλαδή μετά τετραήμερο…
…Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν την εκτέλεση των Ναζήδων στρατιωτών σαν πρόφαση για να προαποφασισμένα εγκλήματά τους. Γιατί πριν γίνει η εκτέλεση – κι έγινε σαν αντίποινα για τα προηγούμενα και πρόσφατα εγκλήματά τους στην περιοχή Καλαβρύτων – οι Γερμανοί είχαν θέσει σ’ εφαρμογή, ένα θηριώδες σχέδιο ομαδικών σφαγών και καταστροφών.
«Στις 29 Νοεμβρίου 1943-γράφουν οι Δ. Καλδίρης, Π. Νικολαïδης- εβδομήντα πέντε βόμβες φυτεύονται στη Βυσωκά από γερμανικά αεροπλάνα, που ήθελαν έτσι να καταστρέφουν το αρχηγείο των ανταρτών.
Πόσο άνανδρα όμως ενεργούσαν, κάθε φορά που η μανία τους εγιγάντωνε την καταστροφική τους απόφαση και παρουσιάζονταν αδύναμοι να πλήξουν τους υπευθύνους, σπέρνοντας τον όλεθρο στους αθώους χωρικούς που έμεναν στ’ αρχοντικά τους.
Οι βόμβες, που ρίχτηκαν με μανία στη Βυσωκά, σκότωσαν 17 απλοϊκούς Βυσωκιώτες και τραυμάτισαν πολύ περισσότερους.
Οι Καλαβρυτινοί, βλέποντας τα σιδερένια αγρίμια να σκορπούν το θάνατο στη Βυσωκά έφυγαν μακριά από την πόλι και κρύφτηκαν στο λόγγο και μέσα στις σπηλιές. Μερικοί που έμειναν πολλές μέρες κρυμμένοι στα βουνά γύρισαν τις παραμονές της καταστροφής, για να μη φύγουν ποτέ πια»…
Και η αφήγηση των δύο πιο πάνω συγγραφέων συνεχίζεται φρικιαστική:
«Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, πήραν τον Ανδρέα τον Σμυρνή, που ήταν υπηρέτης στα πρόβατα των Σαρανταυγαίων, τα δύο παιδιά του Σταύρου του Σαρανταυγά τον Παπαντώνη κι ακόμα έναν, τους έδωσαν ένα ξινάρι κι ένα φτυάρι και τους οδήγησαν στο υψωματάκι. που βρίσκεται μεταξύ των χωριών Παπαντώνη – Καλάνου.
… Όταν έβαλαν τους μελλοθανάτους να σκάψουν τους τάφους τους, ο Γιάννης ο Σαρανταυγάς, που ήταν μορφωμένο παιδί, κατάλαβε πως θα τους εσκότωναν και άρχισε να τρέχη. Όμως δεν προλαβαίνει να ξεφύγη, διότι τα μανιασμένα πολυβόλα τον ξαπλώνουν διάτρητο αμέσως. Τον επήραν ύστερα και τον επέταξαν πάνω σε μια αχλαδιά. Συγχρόνως σκοτώνουν για να ολοκληρώσουν το απάνθρωπο έργο τους, και τους άλλους τέσσαρους. Παίρνουν κατόπιν τα 600 πρόβατα και τα 30 κομμάτια ζώα και φεύγουν.
Γιατί όμως επέταξαν ένα πτώμα επάνω στην αχλαδιά; Γιατί προσπάθησαν να κρύψουν τα πτώματα; Προσπαθούσαν να κρύψουν την εγκληματική τους διάθεσι, γιατί εφοβούντο, μήπως οι ομαδικοί τάφοι γίνουν αργότερα εστία αντιγερμανικής προπαγάνδας. Και έσπευσαν, γιατί ήθελαν να προλάβουν, όσο το δυνατόν περισσότερα θύματα μήπως και τους ξεφύγουν μαθαίνοντας την εγκληματική τους διάθεσι.
Μετά το πρώτο αίμα που έχυσαν από ανθρώπους που είχαν Καλαβρυτινή ταυτότητα προχωρούν και φθάνουν μέχρι τη Βυσωκά που πριν λίγες μέρες είχαν βομβαρδίσει..
Το τμήμα των Πατρών, φθάνοντας την ίδια μέρα κυκλώνει τη Βυσωκά. Οι Γερμανοί στρατιώτες πιάνουν όλους τους άνδρες, 350 τον αριθμό, και τους κατεβάζουν στην περιοχή, που λέγεται Ανεμόμυλος. Ήταν μέρα Πέμπτη και ο ιστορικός Δεκέμβριος είχε 9.
Βάζουν τους Βυσωκιώτες να καθίσουν όλοι μαζί κάτω, στο ίδιο μέρος. Απέναντί τους στήνουν τα αιμοδιψή πολυβόλα και οι κρανοφόροι υπηρέτες τους παίρνουν θέσεις μάχης.
Οι απλοϊκοί και φιλήσυχοι χωρικοί, χλωμοί από τον φόβο τους, αντικρύζουν τούτο το απειλητικό θέαμα και τα μάτια τους δακρύζουν. Με πνιγμένη την ανάσα κάνουν μυστικές προσευχές. Αντικρύζουν το άφευκτο μπροστά τους και μ’ όλη την έντρομη παρουσία τον παγερό θάνατο, και με κομμένη την ανάσα από την προθανάτια αγωνία προσεύχονται ενδόμυχα..».
Τους Βυσωκιώτες δεν τους εσκότωσαν Στόχο τους είχαν τα Καλάβρυτα Κι αν άρχιζαν από τη Βισωκά δεν θα ’βρισκαν κανέναν στα Καλάβρυτα για να τον κρεουργήσουν. «Τα γεγονότα εφανέρωσαν -μας λένε οι πιο πάνω συγγραφείς – πως είχαν αποφασίσει να κάνουν τις σφαγές την ιδία μέρα παντού. Στα Καλάβρυτα όμως δεν είχαν φθάσει ακόμη όλα τα τμήματα του στρατού που επιδίδονταν εν τω μεταξύ σε ακατονόμαστα εγκληματικά όργια.
Αυτά στις 9 Δεκεμβρίου. Και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι ήσαν σώοι και υγιείς.
Συνεχίζουμε την αφήγηση των Καλδίρη – Νικολαΐδη: « Το γερμανικό τμήμα που ξεκίνησε από το Αίγιο, ήταν και το ικανώτερο στην επιτέλεση του σκοπού του. Αρχηγός του ήταν ο δολοφόνος Τέννερ. Κανείς δεν ημπόρεσε να ξεφύγη τον θάνατο από το πέρασμά του…
Τώρα ο δόλιος Τέννερ με τους “ανδρείους” του δεν πολεμά τους αντάρτες. Καταστρέφει περιουσίες και νοικοκυριά αθώων κατοίκων.
Καίει Εκκλησίες και σφάζει αόπλους χωρικούς.
Οταν έφθασε με τους στρατιώτες του στην Κερπινή, οι κάτοικοι έφυγαν, όσοι πρόλαβαν, τους άλλους τους εσκότωσαν και παρέδωσαν το χωριό στις φλόγες. Τα χαράματα της 8ης Δεκεμβρίου 1943 κυκλώνουν το χωριό Ρογούς. Πυροβολούν τους τσοπάνηδες, που οδηγούν τα πρόβατά τους στη βοσκή.
Με το ορειβατικό πυροβολικό τους, που σύρουν μαζί τους, ρίχνουν οβίδες στις διάφορες περιοχές για να τρομοκρατήσουν εκείνους που ξέφυγαν φοβισμένοι.
Τοποθετούν φυλάκια γύρω από το χωριό και χύνονται με λαιμαργία, σαν πεινασμένα λιοντάρια με ανατριχιαστικούς βρυχηθμούς, μέσα στα σπίτια κάνοντας λεηλασίες, που έφθαναν σε βαθμό ληστείας.
Το απόγευμα της ιδίας ημέρας καλούν τους κατοίκους, στην κεντρική πλατεία του χωριού, για να τους επιστρέψουν δήθεν τα πράγματα που τους είχαν πάρει.
Συγκεντρώνουν όλους τους άνδρες και διώχνουν τις γυναίκες. Ύστερα τους παρατάσσουν και τους οδηγούν στην Εκκλησία Αγία Βαρβάρα. Κλείνουν την πόρτα και τοποθετούν μυδράλια έξω, μήπως κω ξεφύγη κανείς.
Ο Τέννερ, που ήξερε και ελληνικά, τους είπε να βγαίνουν έξω ανά έξι. Πρώτοι βγαίνουν έξι γέροντες, που αμέσους τους θερίζουν τα μυδράλια χωρίς να προλάβουν ούτε άχνα να βγάλουν.
Οι υπόλοιποι, όταν άκουσαν τους κρότους των μυδραλίων, κατάλαβαν αμέσως τι τους περίμενε. Στριμώχνονται στο ιερό της Εκκλησίας, χωρίς να έχουν δυνάμεις να προχωρήσουν. Πέφτουν όλοι στα γόνατα
Τότε ο ιερεύς του χωριού, παπα-Χρήστος, λέει στους χωριανούς να συγχωρηθούνμεταξύ τους και να προσευχηθούν, διότι χάνονται όλοι.
Ο Τέννερ βλέποντας την καθυστέρηση που εμεσολάβησε, μπαίνει μόνος του μέσα στην Εκκλησία κω τους σπρώχνει έξω δίνοντας έτσι τροφή στα αρπακτικά όρνια τους φαντάρους του, που εκαρτερούσαν να κορέσουν την ακόρεστη πείνα τους από σάρκες αθώων χωρικών.
Οταν ετελείωσε ο Τέννερ την τροφοδότηση των πολυβόλων, γιατί δεν υπήρχαν άλλοι, αρπάζει μόνος του ένα αυτόματο κω αρχίζει να γαζώνη με κυνική λύσσα το ταβάνι της Εκκλησίας, όπου είχαν προλάβει να κρυφθούν ο Π. Βουρνάς, ο Γ. Αποστολόπουλος και ο Θεοφάνης Θεοφανόπουλος. Εκρύφθησαν βέβαια από τα μάτια του Τέννερ, όχι όμως κω από την εκδικητική μανία του όπλου του, γιατί έμειναν νεκροί στο ταβάνι και οι τρεις.
Στο κενό, που υπήρχε στο τέμπλο της Εκκλησίας, καταργώντας το νόμο του αδιαχωρήτου ετρύπωσαν ο τωρινός Πρόεδρος του χωριού Χρηστός Γκριτζάς, που ήταν τότε 35 χρόνων και ο Παν. Ασημακόπουλος 20χρόνων.
Στο τέλος οι Γερμανοί βάζουν φωτιά και στην Αγία Βαρβάρα για να αποτελειώσουν το θεάρεστο έργο τους. Τότε, οι κρυμμένοι στο τέμπλο, καλύπτονται από τους καπνούς και βγαίνοντας με προσοχή έξω κατορθώνουν να γλιτώσουν…
Ο Αθαν. Παναγόπουλος και ο Ανδρέας Ξυνός, βγαίνοντας έξω από την Εκκλησία σπρωγμένοι από τον Τέννερ που είχε πια βαρεθεί να σκοτώνει, άρχισαν να τρέχουν φεύγοντας από τα μάτια των δολοφόνων.
Ετσι επέζησαν πέντε αυτόπτες μάρτυρες της ανίερης εκείνης δολοφονίας.
Οι Γερμανοί ύστερα από τον βανδαλικό τους “άθλο ”, αφού μετέβαλαν σε στάχτη το χωριό, σκορπίσθηκαν. Επήγαν στο χωριό Ζαχλωρού για να τον επαναλάβουν…». Αυτά στις 8/12/43. Και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι ήσαν σώοι και υγιείς.
«Στη Ζαχλωρού – συνεχίζουν οι ίδιοι συγγραφείς – εφήρμοσαν την ίδια τακτική.
Εκαψαν το χωριό και εσκότωσαν όσους άνδρες πρόλαβαν να πιάσουν. Τέσσεροι μονάχα εσώθηκαν, ο ένας εκρεμάσθηκε κάτω από τη γέφυρα του χωριού μένοντας ένα ημερόνυχτο μέσα στο νερό.
Και η δολοφονική τους πορεία συνεχίζεται. Ενα τμήμα Γερμανικό έφθασε στο Μέγα Σπηλαιον. Το προπύργιο αυτό του Ελληνισμού, που δεν ημπόρεσαν ούτε ο “επάρατος” Ιμπραήμ να το μολύνει τώρα πνίγεται στο αίμα από τους κανίβαλους του Χίτλερ. Πιάνουν δεκαεννέα μοναχούς μαζί μ ‘έναν υπηρέτη, τους σκοτώνουν και τους γκρεμίζουν απο ενα βράχο που έχει χίλια μέτρα περίπου ύψος, καίνε το μοναστήρι και φεύγουν. Προχωρούν οι Γερμανοί προς τα Καλάβρυτα και τα θύματά τους αυξάνουν. Φθάνουν στο Σούβαρδο, καίουν το χωριό και σκοτώνουν λίγους Καλαβρυτινούς που βρέθηκαν κυνηγημένοι εκεί. Ο Δημ. Κατσικόπουλος, ο γαμπρός του Άγγελος Δημητρίου, ο Κακλαμάνος ο Γιάννης ο Ροδόπουλος υπήρξαν τα θύματά τους.
Το ίδιο έγινε και στο Βραχνί. Εκεί έξω από την Εκκλησία εσκότωσαν τον φύλακα του χωρίου Τσιρώνη μαζί μ ‘έναν τσοπάνη.
Αφού “εκκαθάρισαν” το δρόμο τους από τους “επικίνδυνους” και “αντιδραστικούς” έφθαναν στα Καλάβρυτα.
Έσμιξαν λοιπόν το πρωινό της 9ης Δεκεμβρίου όλες οι γερμανικές φάλαγγες στα Καλάβρυτα για να κάνουν απολογισμό και ολοκλήρωση του έργου τους…». Και οι Γερμανοί αιχγιάλωτοι ήσαν ακόμη σώοι. Γιατί;
Η απόφαση είχε ληφθεί. Τα ναζιστικά κτήνη εκτελούσαν όλους τους άρρενες κατοίκους της περιοχής Καλαβρύτων, γιατί το έγκλημα ήταν βιολογικός νόμος και βίωμα για την ύπαρξη του ναζισμού. Η μεταγενέστερη εκτέλεση των 60 ή 70 Ναζήδων ήταν μια ενθαρρυντική απάντηση της μαχόμενης πατρίδας, ένα χτύπημα των υπόδουλων Ελλήνων κατα των δολοφόνων Ούνων. Πάσσαλος πασσάλου… Το αγωνιζόμενο έθνος εδωσε την όση απάντηση μπορούσε στα χιτλερικά κτήνη. Δυό μήνες διεφύλαξε τους Γερμανούς στρατιώτες. Και μόνο όταν οι Ναζήδες δολοφόνησαν μερικές εκατοντάδες αθώους αγρότες της περιοχής Καλαβρύτων κι ήταν πια βέβαιο πως θα συνέχιζαν τα εγκληματά τους δόθηκε η σκληρή αλλά ανδρική και δίκαιη απάντηση.
Η ΜΑΥΡΗ ΜΕΡΑ: Στις 13 Δεκεμβρίου το πρωί, οι χιτλερικοί δυνάμωσαν τις φρουρές στα Καλάβρυτα και διέταξαν να χτυπήσουν οι καμπάνες.
-Όλοι οι κάτοικοι, άντρες και γυναίκες, γέροι και νέοι, παιδιά και κορίτσια, να συγκεντρωθούν στο προαύλιο του σχολείου, παίρνοντας μαζί τους μια κουβέρτα και φαγητό για μια μέρα.
Χλωμοί, σαν να ήσαν κιόλας νεκροί οι Καλαβρυτινοί βγήκαν από τα σπίτια τους και πήγαν στο προαύλιο του σχολείου. Εκεί, όπως συνήθως, οι Γερμανοί τους χώρισαν σε δυο μέρη.
– Οι άρρενες από 14 ετών και πάνω να μείνουν στο προαύλιο. Οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά να μπουν μέσα στις αίθουσες του σχολείου.
Οι κάτοικοι υπάκουσαν πάλι. Τι μπορούσαν να κάνουν, όταν τα πολυβόλα ήσαν στημένα επάνω τους;
Δεν τους επέτρεψαν ούτε ν’ αποχαιρετιστούν. Κλείδωσαν τα γυναικόπαιδα μέσα στο σχολείο και οδήγησαν την θλιβερή φάλαγγα των μελλοθανάτων έξω από το χωριό, στα κράσπεδα του λόφου Κάστρο, κοντά στο νεκροταφείο. Ο καθηγητής Αθανασιάδης ρώτησε τους φρουρούς στα γερμανικά:
– Πού μας πάτε; θα μας σκοτώσετε;
– Μη φοβόσαστε! απάντησαν οι Γερμανοί.
Όταν έφτασαν εκεί, οι Γερμανοί τους είπαν ότι μπορούσαν να καθίσουν. Χίλιοι περίπου άνθρωποι, άλλοι καθιστοί στο χώμα κι άλλοι όρθιοι, συζητούσαν κι αγωνιούσαν. Τι θα τους έκαναν; Ήσαν εκεί άνθρωποι όλων των τάξεων και όλων των επαγγελμάτων…
Με ανησυχία είδαν τους Γερμανούς να στήνουν εννέα πολυβόλα γύρω τους.
– Γιατί στήνετε τα πολυβόλα,; Θα μας σκοτώσετε;
– Όχι, απάντησαν οι Γερμανοί, θα κάψουμε τα Καλάβρυτα και θα δήτε για τελευταία φορά την πατρίδα σας!
– Θα μας σκοτώσουν! είπε ο υπολοχαγός Νικολαΐδης.
– Μάλλον το κάνουν επίτηδες για να μας τρομάξουν, είπε ο αρχιμανδρίτης Δωρόθεος. Ο αρχιδήμιος Τέννερ, που ήταν επικεφαλής των Γερμανών, είδε την αναταραχή μεταξύ των Καλαβρυτινών και ρώτησε τον καθηγητή Αθανασιάδη, που ήξερε γερμανικά:
– Γιατί είναι ταραγμένοι;
– Πιστεύουν ότι θα μας σκοτώσετε.
– Σας δίνω το λόγο της στρατιωτικής μου τιμής, είπε ο Τέννερ, ότι δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο. Πήτε τους να ησυχάσουν!
Μα κανείς δεν τον πίστεψε, εκτός από μερικούς, που επέμεναν να γαντζωθούν από απόγνωση στην ελπίδα που έδιναν αυτά τα λόγια. Αλλά κι αυτοί κατάλαβαν πολύ σύντομα ότι όλα έδειχναν ότι σε λίγο θα άρχιζε η εκτέλεσή τους.
Ξαφνικά μεγάλες φλόγες υψώθηκαν από τα Καλάβρυτα προς τον ουρανό. Η πόλη τους καιγόταν, ίσως μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, κι αυτοί ήσαν εκεί, μην μπορώντας να κάνουν τίποτε! Τα πολυβόλα του καταχτητή ήσαν πάντα στημένα με τα στόμιά τους καταπάνω τους, έτοιμα να ξεράσουν φωτιά, πυρωμένο ατσάλι και θάνατο.
Ο Τέννερ φώναξε:
– Όλοι οι κρατούμενοι να αναφωνήσουν μαζί μου: «Χάιλ Χίτλερ!».
Τα χείλη των Καλαβρυτινών σφίχτηκαν. Το πλήθος των μελλοθανάτων έμεινε σιωπηλό και ασάλευτο. Καταλάβαιναν ότι είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή!
Και τότε, πάνω από την πλατεία των Καλαβρύτων, που την κατάτρωγαν οι φλόγες, υψώθηκαν τρεις φωτοβολίδες, δύο πράσινες κι έπειτα μία κόκκινη.
Σίγουρα ήταν το σύνθημα του μακελειού, γιατί δόθηκε αμέσως διαταγή στους πολυβολητές:
Επί σκοπόν!
Μέσα από το πλήθος των Καλαβρυτινών υψώθηκε μια βοή. Όλοι ήθελαν να ενθαρρύνουν ο ένας τον άλλον. Ο γιατρός Γράψας φώναξε:
-Ας πεθάνουμε σαν Έλληνες, αδέλφια!
-Αδέλφια, φώναξε ο δικηγόρος Γεωργαντάς, των πολλών ο θάνατος ουκ έστι θάνατος. Είναι η ζωή και αθανασία. Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω το αθώο ελληνικό αίμα!
Μέσα από το πλήθος έκανε μερικά βήματα μπροστά ο καθηγητής Αθανασιάδης, με το πρόσωπο κατακόκκινο από οργή και βροντοφώναξε στους χιτλερικούς με τη γλώσσα τους: -Πού είναι ο λόγος σου, Τέννερ; Πού είναι η στρατιωτική σου τιμή; Βάρβαροι! Άτιμοι! Γουρούνια!
Κι έφτυσε πάνω στους δημίους.
Τότε, ο επικεφαλής Τέννερ έδωσε τη διαταγή:
-Πυρ!
Και άρχισε το ανατριχιαστικό, το ασύλληπτο μακελειό.
Τα πολυβόλα τερέτισαν όλα μαζί, τραγουδώντας το απαίσιο τραγούδι του θανάτου και τα κορμιά άρχισαν να πέφτουν θερισμένα από τις σφαίρες…
Δεν είχαν απομείνει ζωντανοί, παρά μόνο καμμιά πενηνταριά που έτυχε την στιγμή που άρχισαν να ρίχνουν τα πολυβόλα να είναι ξαπλωμένοι. Και δύο μικρά παιδιά 16 ετών, ο γιος του καθηγητή Δημόπουλου και ο Νίκος Αλεξόπουλος. Τα δύο παιδιά τριγύριζαν ανάμεσα στα κορμιά των νεκρών και των τραυματισμένων και ικέτευαν τους Γερμανούς δημίους, που πλησίασαν για την χαριστική βολή:
– Μη μας σκοτώσετε! Μη!
Οι Γερμανοί τα σκότωσαν με μια σφαίρα περιστρόφου στο κεφάλι!
Έπειτα άρχισε το δράμα της «χαριστικής βολής», που ήταν για αρκετούς, για όσους είχαν γλιτώσει από τον πολυβολισμό, σωστή εκτέλεσις…
Οταν τελείωσαν, όταν δεν είχε μείνει πια κανένας ζωντανός, οι γυναίκες έσπασαν την πόρτα και άνοιξαν το σχολείο.
Σκηνές αφάνταστα τραγικές, σκηνές που δύσκολα μπορεί να περιγραφούν, ακολούθησαν.
Σαν ένα κοπάδι τρελών, οι γυναίκες έτρεξαν στον τόπο της σφαγής. Πολλές παραφρόνησαν μπροστά σ’ αυτό που αντίκρυσαν. Αρχισαν να ψάχνουν ανάμεσα στα πτώματα για να βρουν τους δικούς τους…
Μια από αυτές, η Νικολάου, βρήκε νεκρούς τον άντρα της, τους πέντε γιούς της και τον αδελφό της. Οι συνυφάδες Ροδοπούλου βρήκαν νεκρούς τους άντρες τους Ηρακλή και Ηλία και τέσσερις γιους τους.
Ο γυμνασιάρχης Οικονόμου βρέθηκε νεκρός, αγκαλιασμένος με τον τηλεγραφητή Ν. Σακαλή…
Θρηνώντας και μοιρολογώντας οι γυναίκες άρχισαν να θάβουν τα κορμιά. Μα δεν είχαν εργαλεία. Τους τα είχαν πάρει όλα οι Γερμανοί. Έσκαψαν με τα χέρια το σκληρό χώμα κουβάλησαν πέτρες με τις ποδιές τους, σώριασαν τα πτώματα πολλά μαζί και τα σκέπασαν με πέτρες και με λίγο χώμα.
Μα δεν είχε πάρει τέλος το δράμα της μαρτυρικής πόλης…
Ενώ οι γυναίκες των Καλαβρύτων, μοιρολογώντας, έθαβαν κάτω από πέτρες με τα ίδια τους τα χέρια τους γονείς τους, τους συζύγους τους και τα παιδιά τους, ενώ τα Καλάβρυτα καίγονταν από τη μια άκρη τους στην άλλη, άλλες ορδές χιτλερικών αλώνιζαν τη γύρω περιοχή και προέβαιναν σε εκτελέσεις, λεηλασίες και εμπρησμούς στα χωριά και τα μοναστήρια..
Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων στην περιφέρεια των Καλαβρύτων την ημέρα εκείνη ήταν: 1.001 άτομα! Τα θύματα ήσαν κάτοικοι των Καλαβρύτων 800, Ανω Ζαχλωρού 12, Κλειτορίας και Κανιού 19, Σκεπαστού 16, Βρωσθαίνης 7, Ζαχλωρίτικων 14, Κερπινής 43, Ροδοδάφνης 2, Ακρατος 14, Κροκόβης 4, Μαμουσιός 5, Κάτω Βλάσιος 9, Ρογών 7, Βραχνών 8, Παγκρατίου 20, Μαζίου 10, Πλανητέρου 10, Παού 5, Σοπω-τού 2, Βεσινιού 3, Καλυβιών Βεσινέικων 5, Αγίας Λαύρας 7, Μεγάλου Σπηλαίου 21, Λειβαρτζίου 1.
Όταν ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός ζήτησε να πάει στον τόπο της καταστροφής, ο Γερμανός φρούραρχος της Πάτρας είπε στους αντιπροσώπους του με λύσσα:
– Ματαιοπονείτε: Εχουμε σκοπό να ξεριζώσουμε τα Καλάβρυτα. Πρέπει να ξεχαστεί ότι στο μέρος αυτό ζούσαν άνθρωποι. Κρατήστε τα τρόφιμα και τα φάρμακά σας γι’ άλλες περιοχές, για την Πάτρα ίσως, που δεν αποκλείεται να πάθει ό, τι έπαθαν τα Καλάβρυτα…
…Η εντύπωση που προκάλεσε το μακελειό αυτό στον ελληνικό λαό ήταν κατάπληξη, οργή και αγανάκτηση. Στο εξωτερικό, μεγάλες δυνάμεις της παγκόσμιας κοινής γνώμης κινητοποιήθηκαν κατά των χιτλερικών όχι μόνο σε συμμαχικές, αλλά και σε ουδέτερες χώρες. Το ασύλληπτο αυτό έγκλημα στιγματίστηκε παντού και έμεινε σαν μια από τις πιο ατιμωτικές κηλίδες του ναζιστικού καθεστώτος.
Κι όμως, 16 χρόνια αργότερα, μέσα στη Βουλή των Ελλήνων, βρέθηκαν άνθρωποι που προσπάθησαν να… δικαιολογήσουν το έγκλημα αυτό! Τον Οκτώβριο του 1959 (συζητήσεις της Βουλής της 20ής, 21ης και 22ας Οκτωβρίου 1959), ο τότε αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, Π. Κανελλόπουλος, μιλώντας για τα γεγονότα των Καλαβρύτων, είπε ότι προκλήθηκαν από την… δικαιολογημένη οργή και αγανάκτηση των Γερμανών, επειδή ο ΕΛΑΣ εξετέλεσε Γερμανούς αιχμαλώτους. Τα ίδια είχε υποστηρίξει λίγους μήνες νωρίτερα και ο βουλευτής της ΕΡΕ Β. Παπαρρηγόπουλος.
Στους δύο πολιτικούς, που τοποθέτησαν τη σφαγή των Καλαβρύτων σε επίπεδο, όπου ούτε οι Γερμανοί δεν είχαν τολμήσει ως τότε να τοποθετήσουν, έδοοσε αποστομωτική απάντηση στο δημοσιογραφικό όργανο των Οργανώσεων Εθνικής Αντιστάσεως, «Ιστορικόν Αρχείον Εθνικής Αντιστάσεως», ο υπαρχηγός του ΕΔΕΣ Κομνηνός Πυρομάγλου, αποκαλύπτοντας ότι η σφαγή των Καλαβρύτων προηγήθηκε της εκτελέσεως των Γερμανών αιχμαλώτων! Οι αντάρτες είχαν ειδοποιήσει τους Γερμανούς να σταματήσουν τις εκτελέσεις ομήρων στην Πάτρα και το Αίγιο, γιατί, διαφορετικά, θα αναγκάζονταν να εκτελέσουν και αυτοί Γερμανούς αιχμαλώτους, που είχαν στα χέρια τους από τη νικηφόρα μάχη της Κερπινής…
Ο Σμήναρχος Μίχου, που έζησε από κοντά εκείνες τις φριχτές ώρες, μας δίνει συγκλονιστικές εικόνες στις αφηγήσεις του:
«Η ιστορική αλήθεια σχετικά με τις σφαγές των Καλαβρύτων έχει κακοποιηθεί. Γι ’ αυτό νομίζουμε πως είνω απαραίτητο να γραφούν τα παρακάτω κι έτσι να βοηθήσουμε τον ιστορικό του μέλλοντος από την πλευρά της Εθνικής Αντιστάσεως, όπως εμείς την εζήσαμε στους σκληρούς χρόνους της Κατοχής…
Τα γερμανικά τμήματα της Πάτρας αποσύρθηκαν από τα Καλάβρυτα στις 12 Δεκεμβρίου και ταυτόχρονα της Κορινθίας και της Αργολίδας. Της Αιγαλείας έμεινε τελευταίο, για να εκτελέσει το φοβερό έγκλημα. Τα Καλάβρυτα και η περιοχή τους είχαν προγραφτεί. Αρχιδήμιος είχεν ορισθεί ο Λάινγκερ, διοικητής Αιγίου, με βοηθό τον χτηνάνθρωπο Τέννερ…
Οι Γερμανοί αιχμάλωτοι, γύρω στους 100, που είχαν πιαστεί στη μάχη των Ρογών -Κερπινής, μαζί με άλλους που πιάστηκαν σε άλλες επιχειρήσεις, έμεναν στην περιοχή Μαζέικων και χρησιμοποιούντο σε διάφορες εργασίες. ΟΌταν η φάλαγγα της Τριπόλεως πλησίαζε να φτάσει στα Μαζέικα, μεταφέρθηκαν στο θέρετρο Μάζι που βρίσκεται σε οχυρή τοποθεσία. Ενα μικρό τμήμα του 11ου Συντάγματος τις τελευταίες ημέρες της αποχωρήσεως βρέθηκε σε δύσκολη θέση γιατί ένας καταδότης οδήγησε εχθρικό τμήμα σ’ εκείνη την περιοχή.
Η επαρχία ολόκληρη φλεγόταν, οι καπνοί από τα Καλάβρυτα ανέβαιναν στον γκρίζο ουρανό του Χελμού. Και το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι. Τους αιχμαλώτους τους εξετέλεσε η φρουρά και τους έριξε σ’έναν γκρεμό. Υστερα γλίστρησε σ’ ένα μονοπάτι και μόλις πρόλαβε να ξεφύγει την κύκλωση.
Τους νεκρούς οι Γερμανοί τους έπαιρναν πάντα αποχωρώντας. Ετσι στις 15 Δεκεμβρίου η μονάδα της Τριπόλεως πήρε και τους νεκρούς αιχμαλώτους από την περιοχή αυτή του Χελμού, αφού σκότωσε επιτόπου τους Έλληνες οδηγούς – καταδότες.
Αυτή είνω η αλήθεια για τα φοβερά εκείνα γεγονότα»…
…Oι Γερμανοί ήρχισαν διαπραγματεύσεις για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων με τους αντάρτες τις οποίες προχώρησαν αρκετά, μέχρι και να συζητήσουν όρους. Μετά αποτόμως τις διέκοψαν. Γιατί;
Θα το γράψω και ίσως είναι η πρώτη φορά που έρχεται εις φως το στοιχείο αυτό, εις ελάχιστους γνωστό: Διέκοψαν τις διαπραγματεύσεις, μόλις επληροφορήθησαν ότι ο επικεφαλής του τμήματος Γερμανός αξιωματικός ήταν νεκρός, αυτοκτονήσας με χειροβομβίδα, την οποίαν ήνοιξεν επί του στήθους του. Τούτο δε διότι όλοι οι άλλοι δεν τους ενδιέφεραν. Ο λόγος δεν ήσαν Γερμανοί οι αποτελούντες το πληγέν τμήμα. Ήσαν “μαζώματα” από «εθελοντάς», Ούγγροι, Τσέχοι, εξωμότες Πολωνοί, Ουκρανοί, Λετονοί. Από κείνους που εχρησιμοποιούσαν στις κατεχόμενες χώρες, (άστε τα πραγματικά γερμανικά τμήματά των να είναι ελεύθερα για την Ρωσία. Δια τον λόγον αυτόν, μετά μάλιστα την ήτταν των και την ανάλογον κατάσταση του ηθικού των, δεν ενδιέφεραν ποσώς τους Γερμανούς. Μία ακόμη απόδειξις τούτου, το ότι οι Γερμανοί ετυφέκισαν οι ίδιοι τον μόνο διασωθέντα Γερμανό (κατά την στολήν βεβαίως), ο οποίος διεσώθη από την σφαγήν των αιχμαλώτων εις το Μάζι Κλειτορίας. Σε ποιον στρατό του κόσμου γίνεται αυτό; Ας αφήσωμεν τον τυφεκισμό του άλλου οπλίτου (Αλσατού αυτού), ο οποίος ήνοιξεν την πόρταν του Σχολείου και άφησε τα γυναικόπαιδα να διαφύγουν τον θάνατον από την πυρά που οι Γερμανοί έβαλαν για να τα κάψουν.
Συμπέρασμα; Οι Γερμανοί ήσαν αποφασισμένοι να τσακίσουν το σύμβολο Καλάβρυτα -Αγία Λαύρα. Διότι δεν ήσαν ανιστόρητοι. Από το σημείο αυτό και πέρα «αφορμές» όσες θέλουμε. Που καμιά όμους δεν πρέπει να αφήνεται σαν «αδικαιολογούσα» το μεγαλύτερο έγκλημα κατ’ αμάχων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μετά βεβαίως τα στρατόπεδα του Νταχάου και του Άουσβιτς.
Το ίδιο μαρτυρεί και ο Γερμανός διοικητής Σπάιντελ. Στις 29-12-1943 απαντώντας στην από 19-12-1943 αναφορά του Κουίσλιγκ πρωθυπουργού Ι. Ράλλη, με την οποία διεμαρτύρετο και ζητούσε εξηγήσεις για τα «γεγονότα των Καλαβρύτων», δικαιολογεί το έγκλημα με το επιχείρημα της «υποστηρίξεως των ανταρτών από τον πληθυσμόν», δεν μνημονεύει θέμα αιχμαλώτων και μόνο σε μεταγενέστερη έκθεσή του προς τους ανωτέρους του προσφεύγει στο «επιχείρημα Ράλλη» και διασυνδέει την καταστροφή τοιν Καλαβρύτων με την εκτέλεση από τους αντάρτες των αιχμαλώτων. (Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» 13-12-1993).
*Έπεσαν για τη ζωή, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
3 Trackbacks