Γιώργος Σεφέρης: Ένας Έλληνας – Ο Μακρυγιάννης
Ο Σεφέρης υποστήριζε ότι εξ αιτίας αυτής της ομιλίας ο Γεώργιος Παπανδρέου μόλις ανέλαβε την εξουσία τον απομάκρυνε από το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών, γιατί αυτά που ανέφερε στην ομιλία δεν άρεσαν σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα που βρίσκονταν μεταξύ των ακροατών.
Στις 20 του Σεπτέμβρη 1971 έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Παρακάτω μεταφέρουμε αποσπάσματα από την ομιλία που έκανε στις 16 του Μάη 1943 στην Αλεξάνδρεια με θέμα τον Μακρυγιάννη. Ακολούθησε άλλη μία στο Κάιρο, στις 19 του ίδιου μήνα, με λιγότερο κόσμο, γεγονός που τον στενοχώρησε.
Ο Σεφέρης υποστήριζε ότι εξ αιτίας αυτής της ομιλίας ο Γεώργιος Παπανδρέου μόλις ανέλαβε την εξουσία τον απομάκρυνε από το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών, γιατί αυτά που ανέφερε στην ομιλία δεν άρεσαν σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα που βρίσκονταν μεταξύ των ακροατών.
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος αναφέρει ότι εντελώς τυχαία έπεσε στα χέρια του ο τόμος με τις Δοκιμές του Σεφέρη και ότι του «έκανε εντύπωση η καθαρή σκέψη του που φέρνει αμέσως μπροστά στα πραγματικά ζητήματα κι αποφεύγοντας άσχετες περιπλανήσεις τ’ αντικρύζει από μια πολύ δική του σκοπιά, τη σκοπιά ενός λογοτέχνη.» Κράτησε σημειώσεις από τις οποίες αργότερα προέκυψε η μελέτη “Μια συνάντηση Σεφέρης – Μακρυγιάννης” που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1983 από τις εκδόσεις Πολύτυπο.
Από αυτή θα μεταφέρουμε πρώτα ορισμένα συμπεράσματα για το Σεφέρη, τα οποία αναφέρονται στον επίλογο:
«…Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης είναι στον τόπο το δικό μας και στην εποχή μας η πιο αξιόλογη περίπτωση ενός τύπου δημιουργικού, που θέλει αποσαφηνισμένα να λειτουργεί μέσα στα καθαρά ποιητικά του όρια, έτσι όπως τα καταλαβαίνει ο ίδιος, αλλά όπου είναι σαφής η αντίθεση σε καθετί που πάει να παρασύρει το λειτούργημά του. Όσο ο ίδιος είχε επίγνωση των κινδύνων και όσο ήταν στο χέρι του, περιφρούρησε τη δημιουργική του ανεξαρτησία, κάνοντας βέβαια καθαρή διάκριση ανάμεσα στο εργαστήριο και στην ανάγκη επικοινωνίας του έργου που ασφαλώς το ήθελε όσο το δυνατό ανοιχτό. Έχουν λοιπόν ιδιαίτερη αξία οι δικές του λαϊκές χειρονομίες: από τότε που ανακάλυψε τον Μακρυγιάννη ως το συναγερμό του 1940 – 1944 τον συλλογίζεται σαν «ζωντανή έκφραση». Εκείνα τα χρόνια θα τη ζήσει αυτή τη συνάντηση σαν «μια παράξενη σύμπτωση» και θα προσπαθήσει να δει το κρυφό ιστορικό της νόημα. Και για κείνον τον ίδιον και για την πνευματική μας ιστορία η συνάντηση του 1943 ήταν αλήθεια μια πολύ σπάνια σύμπτωση, από τα γεγονότα εκείνα που γίνονται μια φορά στα εκατό χρόνια. Και με τον τρόπο που ο Σεφέρης χειρίστηκε το δικό του μέρος αντιπροσωπεύει μια από τις ανώτερες στιγμές ωριμότητας της λογοτεχνικής μας σκέψης. Δεν είναι μόνο το πατριωτικό μάθημα. Αλλά αυτό το κείμενο σαν παράδειγμα σκέψης, σαν οδηγό πνευματικής άσκησης αξίζει να το ξεχωρίσουμε και να μην το αφήνουμε ν’ αποσύρεται από τον κύκλο των βοηθημάτων με τα οποία συντηρεί και προάγει κανείς την πνευματική του υπόσταση. Είναι πολύ μεγάλος ο Σεφέρης σαν στοχαστής δικός μας σ’ αυτή τη χειρονομία. Θα ξαναγράψω κι εδώ τη φράση όπου έχει συμπυκνώσει τη σκέψη του:
Σε μια στιγμή που κοιτάζουμε και συλλογιζόμαστε και προσπαθούμε να διακρίνουμε το πεπρωμένο του Ελληνισμού μέσα από την καταιγίδα και πέρα από την πλατιά στροφή που κάνει στα χρόνια μας η ιστορία του κόσμου – ποιος ξέρει, μπορεί να υπάρχει ένα κρυφό νόημα σ’ αυτή τη σύμπτωση.
Είναι και σήμερα το πιο σπουδαίο μας αίνιγμα. Και θα πούμε και για τον Σεφέρη, αυτό που είπε εκείνος για τον Μακρυγιάννη: ότι σ’ αυτή τη συνάντηση έφτασε σαν «σίγουρος μαντατοφόρος» και μίλησε «με τη φωνή πολλών ανθρώπων και όχι ενός μονάχα». Το συνέλαβε όλο το φαινόμενο και στους δυο του πυρήνες, τον ιστορικό και τον πνευματικό, που στον ίδιο τον Μακρυγιάννη έσμιξαν σε μια ανεπανάληπτη φυσιογνωμία και με αυτόν τον τρόπο, με αυτή την προσωπική σύμπτωση, δηλώνουν το πρόβλημα του καθενός και όλων για μια ολοκληρωμένη σύνθεση, πρόβλημα που δεν παύει να υπάρχει κι όταν ακόμη λύνεται με τον καλύτερο τρόπο. Ο Σεφέρης μέσα στον δικό του χώρο την έχει επεξεργαστεί αυτή τη στιγμή, την έχει αφομοιώσει στη γλώσσα του πρώτα, στην αντίληψη του για τη γλώσσα, και όταν είδε τα πράγματα να ωριμάζουν και την ιδέα να καταχτά τα πνεύματα έκανε την πατριωτική του χειρονομία. Είναι αλήθεια ότι φωνές σαν αυτές δε θα ξανακουστούν στο χώρο του Σεφέρη και οι αναφορές του στο Μακρυγιάννη θα ξαναπάρουν όλα εκείνα τα χρώματα – και μόνο εκείνα που είχαν πριν…»
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
Ένας Έλληνας – Ο Μακρυγιάννης
[…] Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος. Μολονότι έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού, δε βαστούσε από τζάκι. Ήτανε παιδί μια φτωχής οικογένειας τσομπάνηδων και γεωργών της Ρούμελης. Να πώς μας μεταδίνει ο ίδιος τη γέννησή του:
«Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι: χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη…Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί, και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί, και όταν ήμουνε ακόμα στην κοιλιά της μητρός μου, μιαν ημέρα πήγε για ξύλα στο λόγκο. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη στο δρόμο, στην ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα. Μόνη της η καημένη κι αποσταμένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και αποπάνου εμένα και πήγε στο χωριό» (Β΄11-12)
Δεν είχε τους τρόπους να πάει σε δάσκαλο, μας λέει. Ήξερε λίγο γράψιμο, αλλά είναι ζήτημα αν μπόρεσε ποτέ του να διαβάσει άλλο τίποτε εκτός από τα ίδια του γραφτά.
Ο γενναίος Μακρυγιάννης πώποτε μη αναγνώσας θα τραγουδήσει ο Αλέξανδρος Σούτσος στις μέρες της 3ης Σεπτεμβρίου. Γιατί το γράψιμό του είναι, σχεδόν ολότελα, μια δική του εφεύρεση. «Γράψιμο απελέκητο» το ονομάζει(…)
Στο Άργος, ο Μακρυγιάννης, «για να μην τρέχει στους καφενέδες», παρακαλούσε τον ένα και τον άλλο φίλο να του μάθουν κάτι περισσότερο από τα γράμματα που ήξερε, και που δεν ήταν ούτε καν τα κολλυβογράμματα της εποχής εκείνης. Αισθάνεται συχνά πολύ ταπεινός για την αμάθειά του: «Δεν έπρεπε να έμπω σ’ αυτό το έργον ένας αγράμματος, να βαρύνω τους τίμιους αναγνώστες και μεγάλους άντρες και σοφούς της κοινωνίας…» σημειώνει αρχίζοντας να γράφει τη ζωή του. «Ότι είμαι αγράμματος και δεν μπορώ να βαστήσω ταχτική σειρά στα γραφόμενα…» επιμένει πάλι. Ζητά συγγνώμη γιατί «έλαβε ως άνθρωπος αυτήνη την αδυναμία». Τέτοια πράγματα «πρέπει να τα γράφουνε προκομμένοι κι όχι απλοί αγράμματοι». Και οι άλλοι, οι σπουδασμένοι, τον κοιτάζουν φυσικά από τα ύψη. «Ουδ’ εγώ γνωρίζω να στρέφω την σπάθην, ουδ’ αυτός την γλώσσαν» θα τονίσει πάλι ο χαρακτηριστικός Σούτσος «καλόν λοιπόν έκαστος ημών να δίδεται εις ό,τι επιτυγχάνη». Αλλά η πατρίδα «ζημιώθη, διατιμήθη, και όλο σ’ αυτό κατανταίνει, ότι μάς ήβρε όλους θερία», «θρησκευτικούς και πολιτικούς και μας τους στρατιωτικούς» – βασανίζεται ο Μακρυγιάννης – και είναι «πατρίδα γενική, του καθενού». Γι’ αυτό πρέπει και ο προκομμένος να φωνάζει την αλήθεια και ο απλός. Φανερά λοιπόν ο Μακρυγιάννης θα ήθελε να είχε τους τρόπους να μάθει γράμματα. Αλλά αυτό δεν τον μειώνει, δεν του δημιουργεί κανένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, όπως θα λέγαμε. Αισθάνεται, και μάς κάνει να το αισθανόμαστε μαζί του, πως είναι άνθρωπος που ο Θεός τού χάρισε τη λαλιά, αυτό το δώρο που κανείς δεν έχει το δικαίωμα να του το αφαιρέσει. Όπου βρεθεί, στο παλάτι ή στην καλύβα, μιλάει σταράτα, μιλάει με ασφάλεια. Και επειδή ακριβώς έχει έμφυτη μέσα του αυτή την ασφάλεια της έκφρασης, μπορεί και διατυπώνεται με χρώμα και με αποχρώσεις, με τόνο και με ρυθμό(…)
Ο Μακρυγιάννης σέβεται τη μόρφωση – «ως λιοντάρι πολεμούσε και ως φιλόσοφος οδηγούσε» θα πει για τον πρώτο του αρχηγό, τον Γώγο. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει καθόλου να εκφράσει την αντίδρασή του για έναν λογιότατο και για την προγονοκαπηλεία:
«Εβάλατε και νέον αρχηγό στο φρούριο της Κόρθος» γράφει στους πολιτικούς της εποχής. «Αχιλλέα τον έλεγαν, λογιότατο. Κι ακούγοντας τ’ όνομα Αχιλλέα, παντυχαίνετε ότ’ είναι εκείνος ο περίφημος Αχιλλέας. Και πολέμαγε τ’ όνομα τους Τούρκους. Δεν πολεμάγει τ’ όνομα ποτέ, πολεμάγει η αντρεία, ο πατριωτισμός, η αρετή. Κι ο Αχιλλέας ο δικός σας, ο φρούραρχος της Κόρθος, λεβέντης ήταν, «Αχιλλέγα» τον έλεγαν. Είχε και το κάστρο εφοδιασμένο απ’ τ’ αναγκαία του πολέμου, είχε και τόσο στράτεμα. Όταν είδε τους Τούρκους του Δράμαλη από μακριά – και ήταν και καταπολεμισμένος από Ρούμελη, από Ντερβένια – βλέποντάς τον ο Αχιλλέας άφησε το κάστρο κι έφυγε, απολέμιστο. Να ήταν ο Νικήτας έφευγε; ο Χατζηχρήστος και οι άλλοι; Όχι βέβαια. Ότι τον καρτέρεσαν αυτοί το Δράμαλη στον κάμπο και τον αφάνισαν· όχι σ’ εφοδιασμένο κάστρο, και σαν τον κάστρο της Κόρθος» ( Β’ 59 -60).
Τα γράμματα είναι από τις πιο ευγενικές ασκήσεις κι από τους πιο υψηλούς πόθους του ανθρώπου. Η παιδεία είναι ο κυβερνήτης του βίου. Κι επειδή οι αρχές αυτές είναι αληθινές, πρέπει να μην ξεχνούμε πως υπάρχει μια καλή παιδεία – εκείνη που ελευθερώνει και βοηθά τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί σύμφωνα με τον εαυτό του· και μια κακή παιδεία – εκείνη που διαστρέφει και αποστεγνώνει και είναι μια βιομηχανία που παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχουν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος. Αν ο Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα την εποχή εκείνη, πολύ φοβούμαι πως θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του, γιατί την παιδεία την κρατούσαν στα χέρια τους οι «τροπαιούχοι του άδειου λόγου», καθώς είπε ο ποιητής, που δεν έλειψαν ακόμη. Δεν επαινώ τον Μακρυγιάννη γιατί δεν έμαθε γράμματα, αλλά δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν του έδωσε τα μέσα να τα μάθει. Γιατί αν είχε πάει σε δάσκαλο, θα είχαμε ίσως πολλές φορές τον όγκο των Απομνημονευμάτων σε μια γλώσσα όλο κουδουνίσματα και κορδακισμούς· θα είχαμε ίσως περισσότερες πληροφορίες για τα ιστορικά των χρόνων εκείνων, θα είχαμε ίσως ένα Σούτσο της πεζογραφίας, αλλά αυτή την αστείρευτη πηγή ζωής, που είναι το βιβλίο του Μακρυγιάννη, δεν θα την είχαμε. Και θα ήταν μεγάλο κρίμα. Γιατί έτσι όπως μας φανερώνεται ο Μακρυγιάννης, βλέπουμε ολοκάθαρα πως αν ήταν αγράμματος, δεν ήταν διόλου ένας ορεσίβιος βάρβαρος. Ήταν ακριβώς το εναντίον: ήταν μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού. Και η μόρφωση, η παιδεία που δηλώνει ο Μακρυγιάννης, δεν είναι κάτι ξέχωρο ή αποσπασματικά δικό του· είναι το κοινό χτήμα, η ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένης για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία· κατατρεγμένη και πάντα ζωντανή, αγνοημένη και πάντα παρούσα – είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα ΄21. Γι’ αυτό η λαϊκή μας παράδοση είναι τόσο σπουδαία(…)
Ο Μακρυγιάννης δημιουργεί έκφραση σε κάθε του ώρα. Και με πετραδάκια της θάλασσας (Β΄351) ακόμη κάθεται και γράφει την ιδέα του στο χώμα του περιβολιού του, και συμπληρώνει τη σκέψη της μέρας με τα όνειρα που βλέπει στον ύπνο του(…)
Μιαν άλλη φορά ο Κωλέττης, πρεσβευτής στο Παρίσι, του στέλνει με συστατικό έναν Γάλλο περιηγητή, τον Μαρκήσιο Raoul de Malherbe. «Ήθελε κι ελληνικά τραγούδια» σημειώνει ο Μακρυγιάννης « του έφκιασα πέντ’ έξι»(Β΄367). Έτσι και στο περίφημο επεισόδιο, όπου ανιστορεί το τελευταίο του τραπέζι με τον Γκούρα, πάνω στην πολιορκημένη Ακρόπολη. Είναι σαν τους άγνωστους ποιητές των δημοτικών τραγουδιών: το τραγούδι το «φκιάνει», και είναι αποκαλυπτικό όταν μας δίνει την ευκαιρία να ιδούμε από κοντά πώς η καταφρονεμένη δημοτική ευαισθησία νιώθει και αγαπά τα έργα της αρχαίας τέχνης.
«Είχα δυό αγάλματα» σημειώνει ακόμα «περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ’χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν… Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: « Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε» (Β΄303)
Καταλαβαίνετε. Δε μιλά ο Λόρδος Μπάιρον, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος· μιλά ένας γιος τσομπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. «Γι’ αυτά πολεμήσαμε». Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου. Γιατί μόνο σε τέτοια αισθήματα μπορεί να ριζώσει και ν’ ανθίσει η μόρφωση του Γένους. Σε αισθήματα πραγματικά και όχι σε αφηρημένες έννοιες περί του κάλλους των αρχαίων ημών προγόνων ή σε καρδιές αποστεγνωμένες που έχουν πάθει καταληψία από το φόβο του χύδην όχλου.
«Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη» τραγουδούσε ο Σολωμός. Η ιδέα του ήταν αληθινή. Η ελληνική επανάσταση ήταν βγαλμένη από το μεδούλι των κοκάλων των ζωντανών Ελλήνων. Και γι’ αυτό πέτυχε, και γι’ αυτό δε σταμάτησε και πραγματοποιείται σ’ όλο το 19ο αιώνα, και γι’ αυτό δεν τέλειωσε ακόμη η πραγματοποίησή της. Ο σημερινός πόλεμος της πατρίδας μας – δεν είναι υπερβολή να το πούμε – είναι μια συνέχεια της επανάστασης του ΄21. Γιατί δεν πρέπει να το ξεχνούμε: κάθε φορά που η φυλή μας γυρίζει προς το λαό, ζητά να φωτιστεί από το λαό, αναμορφώνεται από το λαό, συνεχίζει την παράδοση που μπήκε θριαμβευτικά στη συνείδηση του έθνους με την ελληνική επανάσταση. Ο αγώνας εκείνος ήταν ένα κοινωνικό, πολεμικό και πολιτικό γεγονός. Ήταν συνάμα και ένα πνευματικό γεγονός. Από την τελευταία τούτη άποψη, την πιο αγνοημένη, είναι σημαντικό να έχουμε τεκμήρια σαν αυτά που μας άφησε ο Μακρυγιάννης. Τα ιστορικά γεγονότα δε σταματούν στα χρονολογικά ορόσημα που βλέπουμε στις φυλλάδες της ιστορίας(…)
Ο βίος του Μακρυγιάννη είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του Ελληνισμού στα εξήντα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα(…) Γιατί η ιστορία του Μακρυγιάννη είναι περισσότερο από μια ιστορία γεγονότων. Είναι μια ιστορία των συναισθημάτων του λαού του στη μεγάλη αυτή περίοδο που γέννησε τη σημερινή Ελλάδα.
Γιώργος Σεφέρης, Ένας Έλληνας – Ο Μακρυγιάννης, εκδ. Ίκαρος 1975
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback