Αλέχο Καρπεντιέρ – Ο σημαντικότερος πεζογράφος της Κούβας του 20ού αι. ήταν κομμουνιστής
Ο Αλέχο Καρπεντιέρ θεωρείται ο σημαντικότερος πεζογράφος της Κούβας και ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς που έγραψαν στην ισπανική γλώσσα, κατά τον 20ο αιώνα. Tα έργα του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, ενώ οι συνεχείς επανεκδόσεις του συνόλου του έργου του, επιβεβαιώνουν ότι ανήκει στους κλασικούς συγγραφείς.
Ο Αλέχο Καρπεντιέρ (γεννήθηκε στη Λωζάνη – Ελβετία, στις 26 του Δεκέμβρη 1904 κι έφυγε από τη ζωή στο Παρίσι, στις 24 του Απρίλη 1980) θεωρείται ο σημαντικότερος πεζογράφος της Κούβας και ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς που έγραψαν στην ισπανική γλώσσα, κατά τον 20ο αιώνα. Ο ίδιος είναι παγκόσμια γνωστός και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, ενώ οι συνεχείς επανεκδόσεις του συνόλου του έργου του, επιβεβαιώνουν ότι ανήκει στους κλασικούς συγγραφείς. Ο στοχασμός του ξεπερνάει τα σύνορα της Κούβας και έχει αποκτήσει πανανθρώπινη διάσταση.
Ο Αλέχο Καρπεντιέρ με την τέχνη του (εργάστηκε επίσης ως δημοσιογράφος για μεγάλο μέρος της ζωής του και υπήρξε μουσικολόγος, με μουσικές έρευνες και οργανώσεις συναυλιών, μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων) υπηρέτησε την Κουβανέζικη Επανάσταση, συνέβαλε στην απόκτηση νοτιοαμερικάνικης πολιτιστικής συνείδησης, πάλεψε για την ενότητα των λαών της Νότιας Αμερικής, παραμένοντας μαρξιστής – κομμουνιστής μέχρι το τέλος της ζωής του.
Τον Φλεβάρη 2005 ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε αποσπάσματα από το τελευταίο έργο του Καρπεντιέρ με τίτλο Καθαγιασμός της Άνοιξης, που γράφτηκε το 1979, σε μετάφραση Κικής Αλεξοπούλου και μαζί βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα (σε επιμέλεια της μεταφράστριας), που παραθέτουμε πιο κάτω.
Στο κύκνειο άσμα του Καρπεντιέρ, μέσα από την ιστορία των ηρώων, ενός Κουβανέζου και μιας Ρωσίδας, περνάει όλη η ιστορία της προεπαναστατικής Κούβας, καθώς και η ιστορία της Ευρώπης του 20ού αιώνα. Το έργο τελειώνει με το θρίαμβο της Κουβανέζικης Επανάστασης. Η «Άνοιξη» είναι η επανάσταση που άλλαξε όχι μόνο τις συνειδήσεις των ηρώων, αλλά και ολόκληρου του κουβανέζικου λαού.
Τα αποσπάσματα είναι από το τελευταίο κεφάλαιο του έργου. Περιγράφει την αποτυχημένη επέμβαση των Αμερικανών το 1961 στον Κόλπο των Χοίρων, προκειμένου ν’ ανατρέψουν την Επανάσταση. Ο συγγραφέας περιγράφει το αγωνιστικό φρόνημα του λαού, το οποίο σήμερα είναι ανάλογο με το φρόνημα εκείνης της εποχής.
***
Επειδή γνωρίζω λίγο αυτόν το δρόμο, υπολογίζω ότι γύρω στις 10 το βράδυ θα φτάσουμε στο Jagiley Grande, όπου εκδόθηκε η πρώτη πολεμική ανακοίνωση της επαναστατικής κυβέρνησης…
«Δυνάμεις απόβασης σε στεριά και σε θάλασσα, χτυπούν πολλά μέρη του εδάφους στο νότιο της επαρχίας de Las Villas, υποστηριζόμενες από αεροπλάνα και πολεμικά πλοία».
Περιτριγυρισμένος από άνδρες της πολιτοφυλακής μου, εδώ και ώρες ταξιδεύω σ’ αυτό το σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο, που πρέπει να μαζεύεται στη μια πλευρά του δρόμου για να αφήσει ελεύθερο το βήμα σε καμιόνια, που με κορναρίσματα μας ζητούν το δρόμο, γεμάτα από νέους αγωνιστές, που τραγουδώντας τραγούδια και ύμνους μας πλησιάζουν και μας αφήνουν πίσω. Μόλις μας πλησιάσουν και δουν πως πάμε για τον ίδιο σκοπό μ’ αυτούς, μας χαιρετούν με αστεία, ενθαρρυντικές κραυγές και το σύνθημα «θάνατος στον εχθρό». Εναν εχθρό που έχει γελοιοποιηθεί εδώ και τρεις γενιές.
Τραγουδώντας μέσα στο σκοτάδι φτάνουμε στο πρώτο σπιτάκι που είναι περιτριγυρισμένο με σύρμα. Ολο είναι αφορμή για γέλια: Ο σοφέρ που άσχημα απέφυγε μια λακκούβα, ο άνθρωπος που έρχεται να μας συναντήσει επάνω σε ένα σκελετωμένο άλογο (ζήτω το ένδοξο ιππικό!). Ενα ζευγάρι αγκαλιασμένο κάτω από ένα δέντρο (αφήστε κάτι για μετά!.. Μην τη φας!..).
Δεν ξέρω πώς χωράμε σ’ αυτό το αυτοκίνητο που έχει μεταμορφωθεί σε στρατιωτικό. Οι νεαροί που με συνοδεύουν πάνε να πολεμήσουν, όπως θα πήγαιναν σε μια γιορτή ή καλύτερα σ’ έναν αθλητικό αγώνα, όπου είναι σίγουρο πως θα νικήσουν. Και τι διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς και τους στρατιώτες της δικτατορίας, που όπως είναι γνωστό πήγαιναν μέχρι τη Sierra Maestra με έναν φοβερό φόβο, γαντζωμένοι στο γρανάζι της στρατιωτικής δουλείας από την οποία ήταν αδύνατο να ξεφύγουν.
Δεν μπορούν ν’ αγνοούν αυτά τα παιδιά πως ο πόλεμος δεν είναι κάτι αστείο. Ομως το φρόνημά τους είναι το ίδιο που παρατηρώ σ’ αυτούς όταν δουλεύουν, συγκεντρώνονται, διαφωνούν, στα εργοστάσια, στα συνεργεία, στα γραφεία, στα σχολεία. Θέλουν να πάνε μπροστά, να νικήσουν τη δυσκολία, με την προσωπική προσπάθεια, την επιμονή, τη θέληση. Κάτι καινούριο για έναν κρεολό, που για πολλά χρόνια είχε συνηθίσει να πετυχαίνει προνόμια και ευεργετήματα μέσω της πονηριάς και της απάτης. Εγώ ποτέ δεν περίμενα τέτοια μεταβολή στους συμπατριώτες μου. Δεν έχασαν, όμως, το χιούμορ τους, την προσήλωσή τους στο χορό, την τάση τους να δημιουργούν μουσική με όλα. Γι’ αυτό χαιρόμουνα αυτή τη νύχτα να βλέπω τον κόσμο μας τόσο χαρούμενο, εγώ που καλύτερα από τον καθένα (σαν πολεμιστής άλλου πολέμου) γνώριζα αυτό που μας περίμενε στο τέλος του δρόμου….
Τελικά μπήκαμε, σε ένα χωριό πλούσιο και δραστήριο, από παλιά κέντρο τραπεζικών και εμπορικών δραστηριοτήτων. Υπάρχει μεγάλη κίνηση στους δρόμους. Τα φώτα είναι όλα αναμμένα. Ενα μικρό καφενείο είναι γεμάτο από πολιτοφύλακες – μου φαίνεται πως μερικοί δεν πρέπει να είναι μεγαλύτεροι από 14 ή 15 ετών. Φαίνεται ότι εδώ, μόλις έγινε γνωστή η απόβαση του εχθρού, όλος ο κόσμος έπεσε πάνω στο οπλοστάσιο ζητώντας όπλα. Ολος ο κόσμος φαίνεται πως έχει κινητοποιηθεί. Στις γωνίες, στο πάρκο… Μερικοί που επέστρεψαν από τον τόπο της μάχης αφηγούνται τις πρώτες τους εντυπώσεις. Λένε πως εκεί (και δείχνουν μέχρι το νότο) οι δυνάμεις εισβολής έφτασαν με πολλά πλοία. Διαθέτουν ελαφρά τανκ, έχουν όπλα κάθε είδους και υποστηρίζονται από αεροπλάνα (εγώ βλέπω τα όπλα που φέρνουμε: όλμους, μπαζούκας, τρία πυροβολικά. Είναι λίγα για να αντιμετωπίσουμε αυτό που έρχεται εναντίον μας).
Περασμένα μεσάνυχτα μεταφέραμε τον οπλισμό μας σε ένα μεγάλο καμιόνι, όπου στοιβαγμένοι με άλλους πολιτοφύλακες, έχοντας όλα τα φώτα σβησμένα, αρχίσαμε να κυλάμε προς την έδρα της διοίκησης των δυνάμεων του μετώπου της Playa Larga. Εδώ, το νιώθαμε, είμαστε στον προθάλαμο της ζώνης των επιχειρήσεων. Υπήρχε μόνο ένα κτίριο φωτισμένο, το κτίριο της διοίκησης. Ξαφνικά είδα να φτάνει, σαν να έβγαινε από τη σκιά, ο κομαντάντε Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος επέστρεφε από τη γραμμή της μάχης ακολουθούμενος από πολλούς αξιωματούχους.
Στο νου μου ήρθανε τα λόγια που είπε στην κηδεία των θυμάτων του βομβαρδισμού της 16ης του Ιούλη. «Εμείς, με την επανάστασή μας, όχι μόνο έχουμε ξεριζώσει την εκμετάλλευση του έθνους από άλλο έθνος, αλλά επίσης την εκμετάλλευση κάποιων ανθρώπων από άλλους ανθρώπους! Εμείς έχουμε καταδικάσει την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο και επίσης θα ξεριζώσουμε στην πατρίδα μας την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο… Σύντροφοι, εργάτες και αγρότες! Αυτή είναι η σοσιαλιστική και δημοκρατική επανάσταση των ταπεινών, με τους ταπεινούς και για τους ταπεινούς. Και γι’ αυτή την επανάσταση των ταπεινών, με τους ταπεινούς και για τους ταπεινούς, είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε τη ζωή μας (…)».
Συνέρχομαι όταν νιώθω ότι με φέρνουν σε ένα καμιόνι, στου οποίου το πάτωμα με ξαπλώνουν ανάμεσα σε άλλους τραυματίες. Ο πόνος φτάνει μέχρι στο στήθος μου. Πρέπει να έχω χάσει πολύ αίμα. Το πόδι μου δεν μπορώ να το κουνήσω. Στο νοσοκομείο με περιμένει ο Caspar…. «Caspar λέω, Caspar», χωρίς να μπορώ να πω τίποτα περισσότερο. Και με το ελεύθερο χέρι μου, του δείχνω το πόδι που δε φαίνεται, που πια δε νιώθω. «Οχι, άνθρωπε, όχι. Μη το φαντάζεσαι αυτό – λέει ο Caspar γελώντας, πολλά απλά σπασίματα…. Τώρα θα σου δώσουν ένα ηρεμιστικό για να κοιμηθείς».
Και ξημερώνει… Η μέρα με βρίσκει σε κατάσταση καλύτερη. «Και ο πόλεμος;», «ο πόλεμος;» – ρωτάω πολλές φορές τις νοσοκόμες. Και εκείνες μου απαντούν: «φαίνεται πως τον έχουμε κερδίσει» (…) Το βράδυ ο Caspar ήρθε να με δει φέρνοντας ένα μικρό ραδιόφωνο.
«Ακου» μου λέει. «Δυνάμεις του επαναστατικού στρατού και των εθνικών επαναστατικών πολιτοφυλακών κατέλαβαν με επίθεση τις τελευταίες θέσεις, που οι μισθοφορικές δυνάμεις εισβολής είχαν καταλάβει στο εθνικό έδαφος. Η Playa Giron, που ήταν το τελευταίο σημείο των μισθοφόρων έπεσε στις 5.30 το απόγευμα. (…) Η επανάσταση νίκησε, αν και πλήρωσε ένα βαρύ τίμημα ανθρώπινων ζωών, αγωνιστών που αντιμετώπισαν τους εισβολείς ασταμάτητα, χωρίς μια στιγμή ανακωχής, καταστρέφοντας έτσι, σε λιγότερο από 75 ώρες, τον στρατό που οργάνωσε κατά τη διάρκεια πολλών μηνών, η ιμπεριαλιστική κυβέρνηση των ΗΠΑ. (…) Ο εχθρός έχει υποστεί συντριπτική ήττα».
«Τον κερδίσαμε», λέει ο Gaspar χαμογελώντας. Ηδη όμως, έφτασαν οι τραυματιοφορείς. Με οδηγούν στο διάδρομο της εξόδου. Στο δρόμο πανηγυρίζουν μαζί μαθητές, αγρότες και πολιτοφύλακες. Πρέπει να φέρνουν τους πρώτους αιχμαλώτους. «Ολοι τους θα παριστάνουν τους αγγέλους») λέει ο Gaspar γελώντας. Ομως, αν είχαν νικήσει αυτοί… Αχ μάνα μου, αν είχαν νικήσει αυτοί… Αυτοί δεν ξέρουν να συγχωρούν. (…)
Αλέχο Καρμπεντιέρ
(Μετάφραση: Κική Αεξοπούλου)
***
(…)Ηταν γιος ενός Γάλλου και μιας Ρωσίδας. Τα νηπιακά του χρόνια τα έζησε στην Αβάνα. Επειτα η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας στην Κούβα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Εξαιτίας της οξύτατης κριτικής για το δικτάτορα Ματσάδο φυλακίστηκε για ένα χρόνο (1927 – 1928).
Μετά την αποφυλάκισή του πήγε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με το κίνημα του σουρεαλισμού. Η επίδραση του σουρεαλισμού είναι εμφανής στα πρώτα λογοτεχνικά βήματά του. Αργότερα τον αποκήρυξε, ως παρακμιακό.
Οταν επέστρεψε στην Κούβα, παρά την ανατροπή του Ματσάδο, το πολιτικό κλίμα ήταν χειρότερο από ποτέ. Πικραμένος εγκατέλειψε ξανά τη χώρα και εγκαταστάθηκε στη Βενεζουέλα. Επέστρεψε οριστικά στην Κούβα το 1959, μετά το θρίαμβο της Κουβανέζικης Επανάστασης, την οποία υπηρέτησε ως διευθυντής των Εθνικών Εκδόσεων και αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Κουλτούρας. Πέθανε το 1980 στο Παρίσι, όπου υπηρετούσε σαν πολιτιστικός ακόλουθος της κουβανέζικης πρεσβείας.
Το 2004 έκλεισαν 100 χρόνια από τη γέννησή του. Επιστρέφοντας στον Αλέχο Καρπεντιέρ ανακαλύπτουμε μια λογοτεχνία χωρίς σύνορα. Τα έργα του «Ο αιώνας των φώτων» και το «Βασίλειο αυτού του κόσμου» θεωρούνται «κλασικά». Ο Κουβανέζος μουσικολόγος και συγγραφέας γνώριζε την τέχνη διαπερνώντας το τοπικό να επιτυγχάνει το οικουμενικό. Ηταν ποτισμένος με την ικανότητα της παρατήρησης του ανθρώπου, των τεχνών και της ιστορίας του 20ού αιώνα. Στο «στρατευμένο» ανθρωπιστικό έργο του Καρπεντιέρ εκφράζονται οι αιώνιοι πόθοι της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας, αλλά και οι υπαρξιακές θλίψεις της ανθρώπινης ψυχής.
Μεγαλωμένος μέσα σε ένα μορφωμένο περιβάλλον, ο Καρπεντιέρ αφομοίωσε τη δυτική κουλτούρα και συγχρόνως έσκυψε, από τη νιότη του, πάνω στην τοπική λαϊκή παράδοση της χώρας του. Οι άνεμοι της ανανέωσης της τέχνης, ο απόηχος των μεγάλων πολιτικών γεγονότων της δεκαετίας του 1920 στην Ευρώπη, φτάνουν στην Κούβα και ξυπνούν το πνευματικό και ιδεολογικό ενδιαφέρον της γενιάς του 1920, στην οποία συμμετέχει ο Καρπεντιέρ. Για τους Κουβανέζους διανοούμενους ανανέωση σημαίνει αναζήτηση και ανακάλυψη της εθνικής τοπικής συνείδησης.
Επικεφαλής αυτής της τάσης είναι ο Φερνάντο Ορτις, ο οποίος προτρέπει τους νέους διανοούμενους να αποκτήσουνε μια νέα αντίληψη για το δικό τους κόσμο, επανεκτιμώντας τον περιφρονημένο κουβανέζικο κόσμο, κόσμος που θα επιδράσει και σε άλλες πολιτιστικές εκφράσεις, όπως είναι η θρησκεία, ο χορός και η μουσική.
Ο συγγραφέας υιοθετώντας αυτές τις απόψεις, έχοντας διαμορφώσει την πολιτιστική και ιδεολογική του συνείδηση, υποστηρίζει από το Παρίσι: «Πρέπει να βρούμε το οικουμενικό στα σπλάχνα του τοπικού και στο τυχαίο και περιορισμένο το αιώνιο».
Μεγάλη είναι η συμβολή του στη διαμόρφωση της πολιτιστικής συνείδησης όχι μόνο της Κούβας, αλλά και ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής. Η πολιτιστική συνείδηση αποτελεί τη βάση για την απόκτηση εθνικής συνείδησης, απαραίτητης στους αγώνες των λαών για την υπεράσπιση της εθνικής τους ανεξαρτησίας.
Στον περίφημο πρόλογό του (1949) στο έργο του «Το βασίλειο αυτού του κόσμου» γράφει με μορφή μανιφέστου, αναφερόμενος σε ένα ταξίδι του στην Αϊτή: «Σε κάθε βήμα έβρισκα το πραγματικό θαυμαστό… Ομως, σκεφτόμουν επιπλέον πως αυτή η παρουσία και η δύναμη του πραγματικά θαυμαστού δεν ήταν προνόμιο μόνο της Αϊτής, αλλά κληρονομιά ολόκληρης της Αμερικής, όπου ακόμη δεν έχει σταματήσει η παραγωγή κοσμογονιών. Το πραγματικά θαυμαστό βρίσκεται σε κάθε βήμα στην ιστορία της ηπείρου».
Επιστρέφοντας οριστικά στην Κούβα, το 1959, στρατεύεται στην υπηρεσία της Επανάστασης, την οποία υπηρετεί πιστά μέχρι το θάνατό του. Μαχόμενος μαρξιστής – κομμουνιστής συνεχίζει το έργο του, το οποίο γίνεται πιο γόνιμο ιδεολογικά και πολιτικά. Στα έργα αυτής της περιόδου αναλύει όλα τα ιστορικά γεγονότα, από την ανακάλυψη της Αμερικής μέχρι την Κουβανέζικη Επανάσταση. Η Γαλλική Επανάσταση και ο απόηχός της στην Καραϊβική, η ανεξαρτησία της Αϊτής, οι ναπολεόντειες επεμβάσεις, η Οκτωβριανή Επανάσταση, ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος και πολλά άλλα γεγονότα τον απασχόλησαν. Η ανάλυση των δικτατοριών και των δικτατόρων της Λ. Αμερικής καλύπτει μεγάλο μέρος των έργων του.
Ο Καρπεντιέρ πίστευε ότι φύση, κουλτούρα, αισθητική, ράτσα και πολιτική είναι διαφορετικοί τρόποι για να ονομάσεις το ίδιο πράγμα. Το θαύμα της πραγματικής Αμερικής…
Σήμερα τη μεγάλη αξία του έργου του αναγνωρίζουν και οι ιδεολογικο-πολιτικοί αντίπαλοι της Κούβας, όσο κι αν κάποιοι θαυμαστές του έργου του στέκονται μόνο στην αισθητική αξία, υποβαθμίζοντας το ιδεολογικό του περιεχόμενο. Πέραν, όμως, της αισθητικής αξίας, εκείνο που μετράει στις μέρες μας είναι το μήνυμα που εκπέμπει τα σύνολο του έργου του. Ο άνθρωπος καταξιώνεται μέσα από το λαό του και την ιστορία του. Συγχρόνως η δική του ιστορία είναι και ιστορία ολόκληρου του κόσμου, όλων των λαών που αγωνίζονται για τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης και ελευθερίας τους.