Τσε Γκεβάρα: Με του Μαρξ και του Ένγκελς το τραγούδι (5 ποιήματα) – Μια κριτική προσέγγιση
Και στο αλέγρο σάλπισμα των νέων πατρίδων
νιώθω να ’ρχεται καταπάνω μου ο αχός
από του Μαρξ και του Ένγκελς το τραγούδι·
το παίζει ο Λένιν και το λένε οι λαοί.
Τα ποιήματα που ακολουθούν μεταφράζονται, δημοσιεύονται και παρουσιάζονται για πρώτη φορά στα Ελληνικά και προέρχονται από την Ανθολογία του Μάριο Μπενεδέτι, Ακρωτηριασμένη Ποίηση (1977).
*
Μετάφραση – Σημειώσεις – Σχόλια – Κριτική προσέγγιση
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο
*
(Το Β’ Μέρος: Τσε Γκεβάρα: Ο αρχαιολόγος, ο φωτογράφος, ο ποιητής)
*
«Και ξέρω, αφού μέσα στη νύχτα το βλέπω χαραγμένο, ότι εγώ, ο εκλεκτικός ανατόμος θεωριών και ψυχαναλυτής δογμάτων, ουρλιάζοντας σαν δαιμονισμένος, στα οδοφράγματα θα ξεχυθώ ή στα χαρακώματα, θα βάψω το όπλο μου στο αίμα και με οργή παράφορη θα σφάξω τον κάθε νικημένο που θα πέσει στα χέρια μου. (…) Και συσπειρώνω το κορμί μου έτοιμο για τη μάχη και προετοιμάζω όλο το είναι μου σαν τέμενος ιερό, για ν’ αντηχήσει εντός του με νέους κραδασμούς και νέες ελπίδες η άγρια νικητήρια κραυγή του προλεταριάτου».
(Τσε Γκεβάρα. Οι τελευταίες γραμμές από τα Ημερολόγια Μοτοσικλέτας. Δεκέμβρης 1951 – Ιούλιος 1952)
*
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕ ΚΑΛΕΙ ΜΕ ΤΟ ΦΙΛΙΚΟ ΤΗΣ ΧΕΡΙ
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα
Η θάλασσα με καλεί με το φιλικό της χέρι.
Το λιβάδι μου –μια ήπειρος–
ξεχύνεται γλυκό κι ανεξίτηλο
σαν τον χτύπο μιας καμπάνας το σούρουπο.
(Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 8 Ιουνίου 2018)
*
ΠΕΣΜΕΝΗ ΕΚΕΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ Η ΜΝΗΜΗ ΕΠΙΜΕΝΕΙ
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα
Πεσμένη εκεί στο δρόμο η μνήμη επιμένει
με δίχως παρελθόν κουράστηκε ξοπίσω μου να τρέχει
του δρόμου έρημο δέντρο, ξεχασμένη.
Θα πάω εκεί που η μνήμη πάει για να πεθάνει
στις πέτρες μες στο δρόμο τσακισμένη
είμαι οδοιπόρος που στο τέρμα του δεν φτάνει
απ’ έξω γελαστός, μέσα ψυχή μαραγκιασμένη.
Αυτό το βλέμμα δυνατό ολόγυρά μου
σαν μαγική μουλέτα κυματίζει
κάθε σκοπό απ’ τους πόθους μου γκρεμίζει
γίνομαι βέλος πλάι σε τόξο τεντωμένο.
Και δεν κοιτώ μη δεν σε δω κοντά μου,
ρόδινε εσύ της ευτυχίας μου ταυρομάχε,
να με καλείς με νεύμα αδιάφορο και ξένο.
(Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 8 Ιουνίου 2018)
*
ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα
Από ένα έθνος νεαρό με ρίζες αγριοβότανων
(ρίζες που της Αμερικής τη λύσσα αντέχουν)
έρχομαι πλάι σας αδέρφια του βορρά.
Φορτωμένος με κραυγές απόγνωσης και πίστης,
έρχομαι πλάι σας, αδέρφια του βορρά,
έρχομαι από κει που ερχόμαστε όλοι οι homo sapiens,
κατάπια χιλιόμετρα όπως τ’ αποδημητικά·
με το ασθματικό φορτίο μου που σαν σταυρό το σέρνω
και με μια νοσταλγία παράξενη από σκέψεις μπερδεμένες.
Ήταν ο δρόμος μου μακρύς και το φορτίο ασήκωτο,
απάνω μου ακόμα κουβαλώ το άρωμα απ’ του πλάνητα το βήμα
και μέσα απ’ το ναυάγιο της υπόγειας ύπαρξής μου
−όσο κι αν προμηνύονται κάποιες σωτήριες ακτές−
παλεύω απρόθυμα κόντρα στα άγρια ρεύματα,
διατηρώντας άθιχτο του ναυαγού το στίγμα.
Βρίσκομαι μοναχός απέναντι στην αδυσώπητη νυχτιά
και στων εισιτηρίων τη γλυκερή βεβαιότητα.
Η Ευρώπη με καλεί σαν το παλιό κρασί,
με μια πνοή σάρκας ξανθής, με των μουσείων της τα εκθέματα.
Και στο αλέγρο σάλπισμα των νέων πατρίδων
νιώθω να ’ρχεται καταπάνω μου ο αχός
από του Μαρξ και του Ένγκελς το τραγούδι·
το παίζει ο Λένιν και το λένε οι λαοί.
(Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 28 Μαΐου 2018)
*
ΚΙ ΕΔΩ
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα
«Είμαι μεστίσο», φωνάζει ένας ζωγράφος με φλεγόμενη παλέτα,
«είμαι μεστίσο», μου φωνάζουνε τα κατατρεγμένα ζώα,
«είμαι μεστίσο», μου λέει κι εκείνος που με συναντάει
στον πόνο τον καθημερνό σε όποια γωνιά,
κι ίσαμε εκείνο το πέτρινο αίνιγμα μιας ράτσας πεθαμένης
που χαϊδεύει μια παρθένα από ξύλο χρυσό:
«Είναι μεστίσο αυτός ο αλλόκοτος ο γιος που κουβαλάω στα σπλάχνα μου».
Κι εγώ μεστίσο είμαι από μιαν άποψη:
Σ’ έναν αγώνα όπου σμίγουνε και πάλι απωθούνται
οι δυο δυνάμεις που διεκδικούν τη λογική μου,
οι δυο δυνάμεις που με καλούνε να αιστανθώ ως το μεδούλι μου
τη γεύση την παράξενη του μαζεμένου φρούτου
πριν καν καλά καλά στο δέντρο ωριμάσει.
Έρχομαι εδώ στο ισπανοαμερικάνικο όριο
για να γευτώ ένα παρελθόν που ολόκληρη την ήπειρο αγκαλιάζει.
Γλιστράει η μνήμη με μια γλύκα ανεξίτηλη
όπως ο μακρυσμένος χτύπος μιας καμπάνας.
(Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 27 Μαΐου 2018)
*
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΑΣ
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα
Σ’ εσένα, χαμένε φίλε,
μέσα στα ακίνητα νερά
του άσπρου ύφαλου
εκεί που ο κάβος με το ναυαγισμένο σου όνειρο σε δένει
πάει του τραγουδιού μου το αντίο.
Σήμερα ξύπνησα
με τις φτερούγες ανοιχτές πάνω στα ξάρτια
και ξεκρεμάω τα πανιά
πλέοντας ίσια σε λιμάνι όπου ο χρόνος
σημαδεμένος είναι από μια αδιάφορη πυξίδα.
Σήμερα βγάζω τη γλώσσα μου στον άνεμο
για να έρθω πιο κοντά στα λόγια σου
να πάρω κάτι απ’ το τρυφερό παράπονό σου
να μοιραστώ την έκπληξη που είμαι ακόμα ζωντανός.
Έφυγε η άνοιξη
που πυρπολεί το μαξιλάρι σου·
κι όχι εξαιτίας της δικής μου αποχώρησης
μα για το πλοίο σου που πια δεν ταξιδεύει.
Σε νιώθω, ακρωτηριασμένο μου χελιδόνι.
Θα ’θελα να σε πάω στην Κασταλία πηγή
ή να σου δώσω ένα ελιξίριο το ίδιο δυνατό·
κι ας είμαι και γιατρός, κοιτάζοντας τα πράγματα
που δεν μπορώ να αλλάξω, που μόλις τα κατανοώ,
έχω κι εγώ τη μαγική μου συνταγή
−πιστεύω ότι την έφτιαξα σ’ ένα ορυχείο της Βολιβίας,
μπορεί και της Χιλής, του Μεξικού ή του Περού,
ή στη διαλυμένη αυτοκρατορία της Σονόρας
ή σ’ ένα μαύρο πόρτο της αφρικάνικης Μπραζίλιας
ή ίσως εν τέλει στο όποιο πόρτο−.
Η συνταγή είναι απλή:
Μη δίνεις δυάρα για τα εμπόδια, χτύπα τον ύφαλο,
σφίξε στα νεανικά σου χέρια την πέτρα την παλιά
και δώσε το σφυγμό σου στα κόκκινα παλλόμενα κοράλλια
στους μικροσκοπικούς κυματισμούς της κάθε μέρας.
Κάποια στιγμή, ακόμα κι αν η θύμησή μου θα ’ναι ένα πανί
πέρα κι απ’ τη γραμμή του ορίζοντα
και η δική σου ένα πλεούμενο
που εξώκειλε στη μνήμη μου,
θα ξεπροβάλει η αυγή και θα φωνάξει από χαρά
κοιτάζοντας τα κόκκινα αδέρφια μας στο βάθος του ορίζοντα
που τραγουδώντας θα πορεύονται στο μέλλον.
Αυτοί οι βασανισμένοι φτωχοδιάβολοι
όπως κι η νύχτα που έκπληκτη θα ’ρθει τα μέσα έξω.
Και τότε, ασπρειδερέ, χλομέ ποιητή, κλεισμένε σε τέσσερεις τοίχους,
θα γίνεις ο παγκόσμιος τροβαδούρος·
και τότε τραγικέ ποιητή, ευαίσθητε, αρρωστιάρη,
θα γίνεις ένας ρωμαλέος ποιητής του λαού.
(Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 26 Μαΐου 2018)
Α. Σημειώσεις – Σχόλια
I. Γενικά
Είναι τα πέντε από εννέα συνολικά ποιήματα του Τσε, και με τη σειρά που αυτά παρουσιάζονται από τον Μάριο Μπενεδέτι στο βιβλίο του Ακρωτηριασμένη Ποίηση (Mario Benedetti: Poesía Trunca. Poesía latinoamericana revolucionaria, 1979), στο οποίο ανθολογούνται:
Είκοσι οκτώ Λατινοαμερικανοί ποιητές [ανάμεσά τους και δυο γυναίκες: η Μόνικα Ερτλ (1936-1773) και η Ρίτα Βαλντίβια (1946-1969)] που έδωσαν τη ζωή τους για την υπόθεση της επανάστασης, πεθαίνοντας οι περισσότεροι από αυτούς επάνω στη νιότη τους. Μερικοί μόλις είχαν βγει από την εφηβεία.
Ο τίτλος της ανθολογίας –όπως διακρίνεται άλλωστε– προέρχεται από τον στίχο Σε νιώθω, ακρωτηριασμένο μου χελιδόνι, στο ποίημα για τον Τομάς.
Τα ποιήματα γράφτηκαν την εποχή που ο Τσε βρίσκεται στη Γουατεμάλα, από τον Δεκ. του 1953, έως και κατά την περίοδο του Μεξικού, από 21 Σεπ. 1954 μέχρι τις 25 Νοε. 1956, οπότε με το Granma θα ταξιδέψει προς την αθανασία, στα 28 του χρόνια.
Κανένα από αυτά τα ποιήματα δεν φέρει ημερομηνία.
Ο Μπενεδέτι, στην ανθολογία του, στο σύντομο βιογραφικό του Τσε, γράφει:
Το 1954 βρέθηκε στη Γουατεμάλα: Ήταν οι τελευταίες μέρες της προοδευτικής κυβέρνησης του Χακόβο Άρβενς (Jacobo Árbenz). Μετά την άνοδο του μισθοφόρου Καστίγιο Άρμας (Castillo Armas), ανθρώπου των γιάνκηδων, που ματαιώνει την όποια επαναστατική πιθανότητα στη χώρα, ο Τσε θα περάσει τα σύνορα με το Μεξικό. Εκεί εργάζεται ως ελεύθερος φωτογράφος και κάνει έρευνες για τις αλλεργίες· γράφει επίσης τα περισσότερα από τα ποιήματα που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον τόμο.
[Για Άρβενς κ.λπ. βλέπε τον εύγλωττο πίνακα του Ντιέγκο Ριβέρα, Gloriosa Victoria (Λαμπρή Νίκη, 1954)].
Ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, μας λέει πως ο Γκεβάρα μπορεί να είχε γράψει στίχους κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αλλά κανείς δεν τους γνωρίζει. (ΕΡΝΕΣΤΟ ΓΚΕΒΑΡΑ γνωστός και ως ΤΣΕ, Μετάφραση: Βασιλική Κνήτου, ΚΕΔΡΟΣ 2005 – Ισπανική έκδοση 1996).
Βέβαια, από τότε (1996) έχουν προστεθεί και μερικά ακόμη ποιήματα που ανεβάζουν τον αριθμό στα 20· κάποια από αυτά θα παρουσιαστούν από εδώ σε δεύτερη φάση (Το Β’ Μέρος: Τσε Γκεβάρα: Ο αρχαιολόγος, ο φωτογράφος, ο ποιητής)
Ένα ακόμη ποίημα από την ανθολογία Μπενεδέτι, Τραγούδι για τον Φιντέλ (το έκτο από τα εννέα του Τσε), παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην εκδήλωση που διοργάνωσε η New Star για τα 89 χρόνια από τη γέννηση του Κομαντάντε, στις 14 Ιουνίου 2017, στο σινέ Αλκυονίς και πρωτοδημοσιεύτηκε στην Κατιούσα, στις 20/6/2017.
II. Τα ποιήματα
Η θάλασσα με καλεί με το φιλικό της χέρι
Το συγκεκριμένο τετράστιχο δεν το βρήκα πουθενά αλλού πλην της ανθολογίας του Μπενεδέτι. Πιθανόν να είναι σχεδίασμα για κάποιο μελλοντικό ποίημα, ή ακόμα παραλλαγή κάποιου από τα υπάρχοντα γνωστά του ποιήματα. Βλέπε π.χ. τους δυο τελευταίους στίχους:
απλώνεται γλυκό κι ανεξίτηλο
σαν τον χτύπο μιας καμπάνας το σούρουπο.
και την ομοιότητα με τους δυο τελευταίους στίχους από το ποίημα Κι εδώ:
Γλυκιά αναπόληση χαραγμένη στη μνήμη ανεξίτηλα
σαν μακρυσμένος χτύπος μιας καμπάνας.
Πεσμένη εκεί στο δρόμο η μνήμη επιμένει
Δεκατετράστιχο ποίημα (το μοναδικό του Τσε με ομοιοκαταληξία), που θυμίζει σονέτο με ανατρεπτική δομή (3-4-4-3 αντί του κλασικού 4-4-3-3), αλλά και με απρόσμενη… μαθηματική γλώσσα.
Από τον τίτλο ήδη ξεκινάει και η δυσκολία του ποιήματος: De pie el recuerdo caído en el camino. Επί λέξει: Όρθια η μνήμη, πεσμένη στο δρόμο. Πεσμένη και όρθια(!) Που πάει να πει: Αν και πεσμένη η μνήμη στη μέση του δρόμου, εξακολουθεί να παραμένει όρθια· να παραμένει ζωντανή. Επιμένει. Ένα παράδοξο και αντιφατικό σχήμα, με σπάνια, όμως, ποιητική διάσταση.
Στη μετάφραση έγινε προσπάθεια να τηρηθεί και η πρωτότυπη… αιρετική μορφή του.
μουλέτα: το κόκκινο πανί του ταυρομάχου.
γίνομαι βέλος πλάι σε τόξο τεντωμένο. Ο ισπανικός στίχος: convirtiéndome en vector de la tangente (vector=διάνυσμα· tangente=εφαπτομένη) = γίνομαι (μετατρέπομαι σε) εφαπτομενικό διάνυσμα (καμπύλης), όπως λέγεται στη γεωμετρία του χώρου.
Ο Τσε, ως γιατρός, εκφράζεται, βεβαίως, με όρους μαθηματικών και φυσικής. Η ταχύτητα π.χ. είναι διανυσματικό μέγεθος. Αλλά και η μνήμη: που τρέχει με ταχύτητα ηλικίας.
Τι θέλει άραγε να πει ο ποιητής; Πώς αποδίδεται αυτό στα Ελληνικά;
Επιλέχθηκε το βέλος και το τόξο για προφανείς λόγους, αποδίδοντας –πιστεύω– το εφαπτόμενο μεν, αλλά και σε «απόσταση» ευρισκόμενο από το κέντρο του στόχου του και του πόθου του διάνυσμα: βέλος πλάι σε τόξο τεντωμένο (!)
Ο Τσε, προφανώς και δεν ήταν εύκολος άνθρωπος.
Σκοτεινή αυτοπροσωπογραφία
Πρόκειται για αρκετά διαυγή –και καθόλου σκοτεινή– αυτοπροσωπογραφία, αν και παλεύει ανάμεσα στο να μείνει στη Λ.Α., ή να ταξιδέψει στην Ευρώπη και στα μουσεία της, που όπως φαίνεται ήταν το πάθος του:
Βρίσκομαι μόνος απέναντι στην αδυσώπητη νυχτιά
και στων εισιτηρίων τη γλυκερή βεβαιότητα.
Η Ευρώπη με καλεί σαν το παλιό κρασί,
με μια πνοή σάρκας ξανθής, με των μουσείων της τα εκθέματα.
Μετά την Επανάσταση, τον Αύγουστο του 1959, στο σύντομο πέρασμά του από την Αθήνα, προς μεγάλη του απογοήτευση δεν πρόλαβε να επισκεφτεί την Ακρόπολη, που την ονειρευόταν από την εποχή του Μεξικού.
Κι εδώ
Μεστίσο (mestizo): Απόγονος Ισπανών και Μάγια. Μιγάς μεν, αλλά στη Λατινική Αμερική η λέξη δεν μπορεί να αποδώσει τις διάφορες εκεί επιμιξίες, αφού μιγάς είναι και ο μουλάτος (mulato), απόγονος Ισπανών και Αφρικανών. Επίσης: κρεολός (criollo), απόγονος Αφρικανών και Ευρωπαίων· zambo, απόγονος Αφρικανών και Ινδιάνων· γαρίφουνα ή γαρινάγου, απόγονος Αφρικανών και Ινδιάνων της Καραϊβικής. Κάθε μια υποδηλώνει απλά απογόνους από τις διαφορετικές φυλές Ισπανών αποίκων, Ινδιάνων, Αφρικανών.
Στη Λ.Α., στην Καραϊβική, αλλά και σε κάποιες αφρικανικές χώρες, οι λέξεις χρησιμοποιούνται ευρέως και δεν θεωρούνται προσβλητικές (προσβολή είναι μάλλον η λέξη… μιγάς). Όπως και η λέξη νέγρος (negro = μαύρος και το μαύρο χρώμα) δεν έχουν μειωτικό χαρακτήρα. Απόχτησαν την κακοσημία τους εκεί όπου άνθισαν οι φυλετικές διακρίσεις.
Ο Νικολάς Γκιγιέν έλεγε χαρακτηριστικά: Οι Κουβανοί είναι όλοι ένα ανακάτεμα (Los cubanos son todos mezclados).
[Από το βιβλίο: Νικολάς Γκιγιέν: Ο Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος – Εισαγωγή • Μετάφραση • Σχολιασμός • Σημειώσεις • Σχέδια: Μπάμπης Ζαφειράτος, Εικόνες: Ανδρέας Ζαφειράτος. Εκδόσεις ΚΨΜ. Βλ. και από Κατιούσα].
Αποχαιρετισμός στον Τομάς
Το ποίημα τοποθετείται στο Μεξικό, πιθανότατα στην περίοδο κατά την οποία, λίγο μετά την άφιξή του εκεί (21 Σεπ. 1954) βρίσκει μια θέση βοηθού στο αλλεργιολογικό τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου της Πόλης του Μεξικού.
Ο Τσε συμπάσχει με τους ασθενείς του, όπως φαίνεται και από ένα ακόμη ποίημα της ίδιας περίπου ιατρικής περιόδου, για τη Γερόντισσα Μαρία (θα δημοσιευτεί και αυτό σε δεύτερη φάση), και ορκίζεται πως:
θα ξεπροβάλει η αυγή και θα φωνάζει από χαρά
κοιτάζοντας τα κόκκινα αδέρφια μας στο βάθος του ορίζοντα
που με τραγούδια θα πορεύονται στο μέλλον.
Και είναι σίγουρος ότι στις άθλιες συνθήκες ζωής και στο ακόμη πιο άθλιο σύστημα υγείας, για όλα τα ακρωτηριασμένα χελιδόνια, η συνταγή είναι απλή και το ελιξίριο στο χέρι του:
Και τότε, ασπρειδερέ, χλομέ ποιητή, κλεισμένε σε τέσσερεις τοίχους,
θα γίνεις ο παγκόσμιος τροβαδούρος·
και τότε τραγικέ ποιητή, ευαίσθητε, αρρωστιάρη,
θα γίνεις ένας ρωμαλέος ποιητής του λαού.
Ο κύβος ερρίφθη! Η επιβεβαίωση δεν θα αργήσει.
ασπρειδερέ, χλομέ ποιητή: poeta blancuzco (υπόλευκος, σχεδόν λευκός, ασπρειδερός) στο πρωτότυπο. Η μεταφραστική επιλογή των δύο λέξεων (ασπρειδερός και χλομός) «οφείλεται» στην Ίλντα Γαδέα, η οποία, κατά την πρώτη συνάντησή της (Δεκ. 1953) με το Τσε και το Γουάλο στην Γουατεμάλα, περιγράφει (Τάιμπο, ο.π.π.):
(…) Ο Γκεβάρα ήταν πολύ λευκός, χλομός, με καστανά μαλλιά, μεγάλα εκφραστικά μάτια, μικρή μύτη, με κανονικά χαρακτηριστικά, πολύ ευπαρουσίαστος γενικά (…)
Από τον Δεκ. του 1953 μέχρι και το 1954-1955, κατά τη νοσοκομειακή του καριέρα, ή ακόμα και τον Νοε. του 1956 (που έφυγε από το Μεξικό), ε, μάλλον δεν θα είχε πάρει χρώμα.
***
Β. Ο Ποιητής Ερνέστο Τσε Γκεβάρα – Μια κριτική προσέγγιση
Σε αστικές περιόδους η τέχνη (η ποιητική, εν προκειμένω) και η ζωή κινούνται σε ράγες παράλληλες, οι οποίες ουδέποτε συναντώνται, όσο και αν προεκταθούν μέχρι το άπειρο. Ταυτόχρονα, ανάμεσά τους παρεμβάλλεται και ένας διπλής όψεως καθρέφτης, με αποτέλεσμα η ζωή και η τέχνη να βλέπουν το είδωλό τους, πιστεύοντας ότι περιγράφουν, ερμηνεύουν και μεταβάλλουν τα κοινωνικά δεδομένα, για την εξύψωση του ανθρώπου.
Ο Τσε, στις λιγοστές απόπειρές του να εκφραστεί ποιητικά, αντιμετωπίζει τόσο την ασυμβατότητα στην πορεία της τέχνης και της ζωής, όσο και την ενδιάμεση –παραμορφωτική– πραγματικότητα, μιας κοινωνίας που οδεύει στο πουθενά. Ωστόσο, ακόμα και στα πιο απλά του ποιήματα, το λιβάδι γίνεται μια ολόκληρη ήπειρος που απλώνεται γλυκά, ενώ η Μνήμη αν και πεσμένη εκεί στο δρόμο επιμένει (όρθια).
Η μνήμη του πλάνητα αναδύεται μέσα από τα ερείπια των Ίνκας και των Μάγιας, που αφανίστηκαν από τον ισπανικό και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Ταυτόχρονα ο Τσε συγκινείται βαθύτατα με τα ανθρώπινα ερείπια των θυμάτων της Γιουνάιτεντ Φρουτ και των αμερικανοκίνητων γοριλλανθρώπων, παλεύοντας, ώστε η μνήμη του παρόντος τους να μην πέσει σε λήθαργο.
Ο Τσε τόσο στο νοσοκομείο του Μεξικού, ξενυχτώντας δίπλα στον ανθρώπινο πόνο, όσο και στην ύπαιθρο, που τη δρασκελίζει σπιθαμή προς σπιθαμή, αναδεύει τη μνήμη του, σε μια προσπάθεια να αναστυλώσει τη διαλυμένη αυτοκρατορία της Σονόρας, να χτίσει πέτρα πέτρα με τα χέρια του τη μεγάλη αυτοκρατορία του Ανθρώπου και να εκδικηθεί γι’ αυτούς που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.
Αυτός ο τραγικός, ευαίσθητος, αρρωστιάρης, ποιητής, με τον αχό από του Μαρξ και του Ένγκελς το τραγούδι, σφίγγει στα νεανικά του χέρια την πέτρα την παλιά, δίνει το σφυγμό του στα κόκκινα παλλόμενα κοράλλια, στους μικροσκοπικούς κυματισμούς της κάθε μέρας. Κι ορκίζεται, πάση θυσία, να γίνει ο ρωμαλέος ποιητής του λαού.
Ο γιατρός Τσε γνωρίζει πολύ καλά ότι αν θέλει να ιάνει, να ευφράνει και να δροσίσει τον ανθρώπινο πόνο πρέπει να μετατρέψει αυτού του κόσμου τις χαίνουσες πληγές σε δροσερές πηγές. Κι έχει ήδη βρει από που θα αντλήσει το ελιξίριο. Η δική του Κασταλία πηγάζει από τα έγκατα της γης, από τα ορυχεία της Βολιβίας, της Χιλής, του Μεξικού ή του Περού.
Ο Τσε, καταδύεται και αναδύεται με τον παλμό των κόκκινων παλλόμενων κοραλλιών, γι αυτό και διασχίζει δυο φορές μέσα σε μια πενταετία τις ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής.
Και βρίσκεται παντού, όπως με τρόπο έξοχο το περιγράφει ο Νικολάς Γκιγιέν στο ποίημά του Τσε Κομαντάντε, που ξεκίνησε να γράφεται μια μέρα πριν από τη δολοφονία του πολύτιμου φίλου και διαβάστηκε στην Πλατεία της Επανάστασης, στην Αβάνα, στις 18 Οκτωβρίου 1967:
ΕΙΣΑΙ παντού. Στον Ινδιάνο
τον από χαλκό και όνειρα πλασμένον. Κι είσαι στη μαύρη
εξεγερμένη, τρικυμισμένη λαοθάλασσα,
στου πετρελαίου τον εργάτη και του νίτρου
και στη φριχτή εγκατάλειψη
της μπανανοφυτείας, και στης μεγάλης πάμπας το πετσί
και στο αλάτι και στη ζάχαρη, και στις φυτείες του καφέ,
εσύ, φιγούρα αναδυόμενη απ’ το αίμα σου καθώς σωριάστηκες,
και ζωντανός, όπως δεν σε ήθελαν,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.
Από την αρχή ο Τσε έχει ήδη διαλέξει. Προτιμάει να είναι αναλφάβητος Ινδιάνος παρά Αμερικανός εκατομμυριούχος.
Κι επειδή ο ιμπεριαλισμός δεν είναι τροπικό φρούτο της Λατινικής Αμερικής, ο Τσε εμπνέεται όχι μόνο από αυτόν τον Ινδιάνο, αλλά και από τον Νάσερ, στο ποίημά του Ύμνος στον Νείλο και στη διώρυγα του Σουέζ, τον τεχνητό αδερφό του Νείλου. (Ολόκληρο το ποίημα και περισσότερα στο Β’ Μέρος):
Σε θαυμάζω και σε αισθάνομαι μέσα στα μύχια της ψυχής μου
με τη δικαιοσύνη της ζωογόνας αρτηρίας σου,
και σ’ αγαπώ, αδερφέ, γιατί η αυγή μου είν’ η αυγή σου
κι η σάρκα μου νιώθει τις άγριες δαγκωματιές
απ’ τα αποικιοκρατικά σαγόνια
(τα διεφθαρμένα αρπαχτικά σαγόνια του Ισραήλ)
Ο Τσε εχει ήδη αποφασίσει το διαρκές ταξίδι του στα φαράγγια της Βολιβίας:
Σήμερα η χώρα μου είναι σπαρμένη κόκαλα
και ετοιμάζω το όπλο μου για τις μικρές μου νίκες,
το έπος σου οδηγεί τα ιδανικά μου
κινεί η θύμησή σου τον αγώνα μου
σήμαντρο απ’ το μακρινό σου μεγαλείο.
Έχει ήδη αποφασίσει το ταξίδι του στο κόκκινο ποτάμι της Επανάστασης. «Τεντώνω κιόλας το κορμί μου, έτοιμο για μάχη, και προετοιμάζω την ύπαρξή μου σαν ιερό τέμενος, για να αντηχήσει εντός του με νέους παλμούς και νέες ελπίδες η μεγαλύτερη κραυγή του θριαμβεύοντος προλεταριάτου».
Η Τέχνη της Ζωής και η Ποιητική Τέχνη παύουν να είναι ράγες παράλληλες και ασύμβατες μόνο σε επαναστατικές περιόδους.
Ο Τσε, με τον εκτροχιασμό του τρένου στη Σάντα Κλάρα, από το κόκκινο επαναστατημένο ποτάμι των μπαρμπούδος, όπως κι ο δικός μας ο Βελουχιώτης, με το κόκκινο ποτάμι του ΕΛΑΣ στη γέφυρα του Γοργοπόταμου (25 Νοέμβρη 1942), έσπασε τους καθρέφτες της παραμορφωτικής καπιταλιστικής πραγματικότητας, ανάμεσα στις ράγιες, ταυτίζοντας τη ζωή και την τέχνη (του), όταν διάλυσε, ενώνοντας, τις γραμμές των παραλλήλων.
Ο Τσε είναι ένας μεστίσο ο οποίος συγκέρασε τις δυο δυνάμεις που συγκρούστηκαν μέσα του: Έκανε την ποίηση Επανάσταση και την επανάσταση Ποίηση. Τον κέρδισε η μία. Κατάκτησε όμως και τις δυο.
Γεια σου Γκεβάρα!
[…] Θέλουμε
να πεθάνουμε για να ζήσουμε όπως πέθανες εσύ,
να ζήσουμε όπως ζεις εσύ,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.
Μπ. Ζαφειράτος, 12-13 Ιουνίου 2018
ΥΓ.
Η επιλογή του Τσε Κομαντάντε έγινε και για έναν ακόμη λόγο:
Ανάμεσα στον Τσε και στον Γκιγιέν υπήρχε αμοιβαίος θαυμασμός. Από τους πρώτους στόχους της Επανάστασης, παράλληλα με την αγροτική και βιομηχανική ανασυγκρότηση της χώρας, ήταν η Παιδεία και η Υγεία. Τον Ιανουάριο του 1959, ο Τσε θα ιδρύσει τη στρατιωτική πολιτιστική Ακαδημία στη Λα Καμπάνια, για την επιμόρφωση των αγροτών και για να προσφέρει νέες δυνατότητες στους άνδρες της φάλαγγάς του. Ο πρώτος που θα κληθεί να διδάξει είναι ο Γκιγιέν, τον οποίον ο Τσε θα παρουσιάσει, με εγκωμιαστικά λόγια.
Ένα επιπλέον στοιχείο είναι και το ότι τα 69 ποιήματα της ιδιόχειρης ανθολογίας (το γνωστό Πράσινο Σημειωματάριο), που είχε μαζί του ο Τσε στη Βολιβία, ανήκουν σε 4 μόνο ποιητές: ο Γκιγιέν, κρατάει δεσπόζουσα θέση με 25 ποιήματα, ο Περουβιανός Σέσαρ Βαγιέχο με 18, ο Χιλιανός Νερούδα με 17, και ο Ισπανός Λεόν Φελίπε με 9. (Βλέπε και από Μποτίλια: El Che Jesucristo).
*
Το δεύτερο μέρος:
*
Το ποίημα του Νικολάς Γκιγιέν προέρχεται από το βιβλίο Αηδόνια και Μπαζούκας (2016). Μετάφραση – Σχολιασμός – Σχέδια: Μπάμπης Ζαφειράτος. Βλέπε και από Μποτίλια Στον Άνεμο: Γκεβάρα, ο Γκάουτσο (4 ποιήματα)
____________________
Άλλες μεταφράσεις του Μπ. Ζ.:
Από Κατιούσα
Πάμπλο Νερούδα: Επικό Τραγούδι (5 ποιήματα) – Το Επικό Τραγούδι και η ιστορία της συλλογής: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε
*
Από Μποτίλια Στον Άνεμο
Νερούδα: Επικό Τραγούδι (11 ποιήματα)
Βλέπε και: Ρενέ Μπουρί (1933-2014): Ο φωτογράφος του Τσε και του Πικάσο (42 φωτό)
*
Και:
Ζοζέ Σαραμάγκου: Σύντομος στοχασμός με αφορμή ένα πορτρέτο του Τσε Γκεβάρα
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
5 Trackbacks