Σιμόν ντε Μπωβουάρ – Μια ζωή αφιερωμένη στον υπαρξισμό και το φεμινισμό
Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές του φιλοσοφικού ρεύματος του υπαρξισμού -αν και η ίδια απέφευγε το χαρακτηρισμό της φιλοσόφου-, βραβευμένη συγγραφέας καθώς και μαχητική φεμινίστρια. Με αφορμή τα 110 χρόνια από τη γέννηση της, δημοσιεύουμε σήμερα ένα σύντομο σημείωμα για τη ζωή και το έργο της.
Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές του φιλοσοφικού ρεύματος του υπαρξισμού -αν και η ίδια απέφευγε το χαρακτηρισμό της φιλοσόφου-, βραβευμένη συγγραφέας καθώς και μαχητική φεμινίστρια. Με αφορμή τα 110 χρόνια από τη γέννησή της, δημοσιεύουμε σήμερα ένα σύντομο σημείωμα για τη ζωή και το έργο της.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1908 στο Παρίσι από οικογένεια ξεπεσμένων αριστοκρατών από την πλευρά του βαθιά συντηρητικού πατέρα της, ο οποίος ήταν δημόσιος λειτουργός και άλλοτε εύπορων αστών από πλευράς της μητέρας της, που ήταν αφοσιωμένη καθολική. Η Σιμόν από μικρή ηλικία έδειξε την αγάπη της στα γράμματα και τη συγγραφή, ενώ ο πατέρας της, με τον οποίο τη συνέδεε μια περίπλοκη σχέση, φρόντισε για τη μόρφωσή της, εν μέρει αντισταθμίζοντας έτσι την αδυναμία του να της παράσχει αξιόλογη προίκα. Ξεκίνησε την εκπαίδευσή της σε ένα ιδιωτικό Καθολικό σχολείο θηλέων, όπου παρέμεινε μέχρι τα 17 της χρόνια, ενώ ήδη από τα 14 είχε ασπαστεί την αθεΐα. Εκεί γνώρισε και τη φίλη της Zaza, ο πρόωρος θάνατος της οποίας μετά από τσακωμό με την οικογένειά της σχετικά με ένα προξενιό, επηρέασε βαθιά τη Σιμόν. Η ίδια έλεγε πως το περιστατικό την οδήγησε στην αμφισβήτηση του ρόλου που επεφύλασσε η τότε αστική κοινωνία στις γυναίκες.
Η Μπωβουάρ πραγματοποίησε πολύπλευρες σπουδές που περιλάμβαναν τα μαθηματικά, τη Φιλοσοφία, τη Γαλλική Λογοτεχνία, γλώσσες, μεταξύ των οποίων και τα αρχαία ελληνικά, την Κοινωνιολογία και την Ψυχολογία. Κατά τη διάρκεια της διδακτικής πρακτικής στο λύκειο Janson-de-Sailly ήρθε σε επαφή με τους Merlau-Ponty και Claude Lévi-Straus, με τους οποίους παρέμεινε σε φιλοσοφικό διάλογο τα επόμενα χρόνια.
Στα 21 της χρόνια ήρθε δεύτερη στις φιλοσοφικές εξετάσεις της École Normale Supérieure, μετά τον μετέπειτα σύντροφο της ζωής της Ζαν-Πωλ Σαρτρ, κι έτσι έγινε η νεαρότερη καθηγήτρια φιλοσοφίας στη Γαλλία. Ο γάλλος φιλόσοφος είχε ζητήσει να τη γνωρίσει αφότου άκουσε για την επιτυχία της στις γραπτές εξετάσεις, η ίδια εντυπωσιάστηκε από το πνεύμα του, κι έκτοτε παρέμειναν μαζί ως το θάνατο του Σαρτρ το 1980, σε ανοιχτή σχέση, χωρίς ποτέ να παντρευτούν ή να κάνουν παιδιά. Τα επόμενα χρόνια δίδαξε σε διάφορα λύκεια, μέχρι που παύθηκε από τα καθήκοντα της μετά από παρέμβαση των γερμανικών αρχών κατοχής το 1941 και οριστικά το 1943, κατόπιν κατηγοριών πως είχε διαφθείρει μαθήτριά της. Από τότε στρέφεται οριστικά στη συγγραφή και την ίδια χρονιά δημοσιεύεται το πρώτο της μυθιστόρημα, “Η καλεσμένη”, που βασίστηκε στο ερωτικό τρίγωνο μεταξύ της ίδιας, του Σαρτρ και της μαθήτριά της Olga Kosakievicz. Ήδη στο πρώτο έργο αυτό διακρίνονται βασικά θέματα της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, όπως η δυσκολία επικοινωνίας της ατομικής συνείδησης του ενός με εκείνη του “άλλου”, καθώς η σχέση τους γίνεται αντιληπτή ως μια διαρκής προσπάθεια η μία να κυριαρχήσει πάνω στην άλλη.
Το γνωστότερο μυθιστόρημά της υπήρξαν ασφαλώς “Οι Μανδαρίνοι” (1954), χαρίζοντάς της το βραβείο Γκονκούρ. Ο τίτλος είναι συμβολικός, αφού το έργο εξετάζει την προσπάθεια της ίδιας και των διανοούμενων του κύκλου της, να εξέλθουν από το καθεστώς “μανδαρινισμού”, τον ελιτισμό τους δηλαδή, και να στρατευθούν πολιτικά την επαύριο της Απελευθέρωσης. Από τα φιλοσοφικά της έργα γνωστότερο είναι το “Για μια ηθική της αμφισβήτησης”, που θεωρείται από πολλούς η προσιτότερη εισαγωγή στον υπαρξισμό, ενώ συνέγραψε και ταξιδιωτικές εντυπώσεις, όπως “Η Αμερική από μέρα σε μέρα”, καθώς και “Η Μεγάλη Πορεία” σχετικά με το ταξίδι στην Κίνα. Σε αυτό το έργο παρουσιάζει με συμπάθεια τα τεκταινόμενα στη μαοϊκή Κίνα, συμπάθεια που θα τη συνοδεύσει (όπως και το σύντροφό της, αλλά κατά καιρούς πλειάδα αντισοβιετικών Γάλλων διαννοουμένων) και στα επόμενα χρόνια, ενώ θόρυβο είχε προκαλέσει η δήλωσή της πως η εξουσία του Μάο “δεν είναι περισσότερο δικτατορική από εκείνη του Ρούζβελτ”. Να πώς περιγράφει η ίδια στην αυτοβιογραφία της (1972) τη σχέση της με το μαοϊσμό: “Παρά τις διάφορες επιφυλάξεις μου -ιδίως την έλλειψη τυφλής πίστης στην Κίνα του Μαο- νιώθω συμπάθεια για τους μαοϊκούς. Παρουσιάζονται ως επαναστάτες σοσιαλιστές, αντιτιθέμενοι στο ρεβιζιονισμό της Σοβιετικής Ένωσης και τη νέα γραφειοκρατία που δημιούργησαν οι τροτσκιστές. Δεν είμαι τόσο αφελής ώστε να πιστεύω ότι θα φέρουν την επανάσταση στο άμεσο μέλλον, και θεωρώ τη θριαμβολογία που επιδεικνύουν ορισμένοι παιδάστικη. Ωστόσο, ενώ το σύνολο της παραδοσιακής Αριστεράς αποδέχεται το σύστημα, αυτοκαθοριζόμενο ως δύναμη ανανέωσης ή αξιοσέβαστης αντιπολίτευσης, οι Μαοϊκοί ενσαρκώνουν μια γνήσια ριζοσπαστική μορφή αμφισβήτησης”.
Χωρίς αμφιβολία, το έργο που εδραίωσε τη φήμη της διεθνώς και παραμένει το διασημότερο ως σήμερα, δεν είναι άλλο από το “Δεύτερο φύλο” που εκδόθηκε σε δύο τόμους το 1949. Το έργο προκάλεσε σάλο στην εποχή του, ενώ το Βατικανό αντέδρασε τοποθετώντας το στη Λίστα απαγορευμένων βιβλίων (Index librorum prohibitorum), κάτι που συνέβη λίγα χρόνια αργότερα και με το “Οι Μανδαρίνοι”. Αν και η ίδια ως τότε δεν είχε αυτοπροσδιοριστεί ως φεμινίστρια, το βιβλίο την κατέταξε σε προεξάρχουσα μορφή του δυτικού φεμινιστικού κινήματος. Η περίφημη εισαγωγή του βιβλίου “Γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι” κάνει πολλούς μελετητές να τη θεωρούν πρόδρομο της θεωρίας του κοινωνικού φύλου, αν και η ίδια σαφώς δε φτάνει στη ριζική διάκριση βιολογικού-κοινωνικού που διακρίνει αρκετές μεταγενέστερες εκφάνσεις της συγκεκριμένης αντίληψης. Κύρια μέριμνά της είναι να αποδείξει πως οι υπαρκτές βιολογικές διαφορές, όπως η εμμηνορυσία, η εγκυμοσύνη και ο θηλασμός, αφενός καθιστούν τη γυναικεία κατάσταση εμφανώς διακριτή από την ανδρική, αφετέρου δε μπορούν ωστόσο να δικαιολογήσουν την υποταγή της γυναίκα στον άνδρα, καθώς τόσο η βιολογία, όσο και η ιστορία δεν είναι απλώς “γεγονότα” υποκείμενα στο βλέμμα ενός ουδέτερου παρατηρητή, αλλά ενσωματώνονται και γίνονται αντικείμενα ερμηνείας ενός συγκεκριμένου πλαισίου. Σε συνάρτηση με αυτό, επικρίνει, παρά την αναγνώριση της προσφοράς αμφότερων στην κατανόηση της σεξουαλικής, οικογενειακής και υλικής ζωής της γυναίκας, τόσο την ψυχανάλυση, η οποία αρνείται τη δυνατότητα της ενσυνείδητης επιλογής, όσο και του ιστορικού υλισμού, που αγνοεί την υπαρξιακή διάσταση των φαινομένων περιορίζοντάς τα σε απλές αντανακλάσεις της υλικής βάσης. Το 1971 υπέγραψε το λεγόμενο “Μανιφέστο των 343”, όπου μαζί με άλλες διάσημες Γαλλίδες της εποχής, υποστήριζε πως είχε κάνει έκτρωση (κάτι πιθανόν όχι αληθές), με στόχο τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων στη Γαλλία, που επήλθε πράγματι τρία χρόνια αργότερα, ενώ το 1977 υπέγραψε μαζί τον Μισέλ Φουκώ, το Σαρτρ και άλλους διανοούμενους ένα αμφιλεγόμενο κείμενο που ζητούσε από το Γαλλικό κοινοβούλιο την κατάργηση του ορίου συναίνεσης, το οποίο τότε και σήμερα βρισκόταν στα 15 έτη. Μετά το θάνατο του Σαρτρ υιοθέτησε τη Συλβί λε Μπον, μια από τις πολλές νεαρές που φρόντιζαν μαζί κατά καιρούς, με την οποία η σχέση, κατά περιγραφή της ίδιας της λε Μπον “ήταν σαρκική, μα όχι σεξουαλική”. Μετά το θάνατο της Μπωβουάρ από πνευμονία το 1986, η ίδια ήταν υπεύθυνη για την έκδοση πολλών τόμων της αλληλογραφίας της Μπωβουάρ, με το Σαρτρ και άλλους. Σε αντίθεση με την ίδια τη Σιμόν, αλλά και την υιοθετημένη κόρη του Σαρτρ, τα γράμματα που εξέδωσε η λε Μπον δεν περιέχουν ψευδώνυμα και περικοπές. Η Μπωβουάρ τάφηκε στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα πλάι στον τάφο του Σαρτρ.