Μιχάλης Νικολινάκος: Από το Μπλόκο της Κοκκινιάς, στη μαγεία της ζωγραφικής και της μεγάλης οθόνης
Στις 13 του Δεκέμβρη 1994 έφυγε από τη ζωή ο ζωγράφος και πρωταγωνιστής της μεγάλης οθόνης Μιχάλης Νικολινάκος. Ο Μ. Νικολινάκος πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και είναι χαρακτηριστική η περιπέτειά του, πώς γλίτωσε τη σίγουρη εκτέλεση στο Μπλόκο της Κοκκινιάς
Στις 13 του Δεκέμβρη 1994 έφυγε από τη ζωή ο ζωγράφος και ηθοποιός Μιχάλης Νικολινάκος. Είχε γεννηθεί το 1920 στα Χανιά της Κρήτης από γονείς με καταγωγή απ’ τη Μάνη.
Ο Μιχάλης Νικολινάκος πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση (έργα του που αναφέρονται σ’ εκείνη την περίοδο βλέπετε ανάμεσα στα κείμενα της ανάρτησης) και είναι χαρακτηριστική η περιπέτειά του, πώς γλίτωσε τη σίγουρη εκτέλεση στο Μπλόκο της Κοκκινιάς, όπως θα δούμε παρακάτω να την περιγράφει ο ίδιος.
Πρώτα όμως ας μάθουμε περισσότερα για τη ζωή και το έργο του Μ. Νικολινάκου, μέσα από μια συνομιλία που είχε ο γιος του καλλιτέχνη, Νίκος Νικολινάκος με τον ποιητή Γιώργο Κακουλίδη και καταγράφηκε στη στήλη του δεύτερου στο Ριζοσπάστη, στις 10 του Φλεβάρη 2008. (Τα σχέδια που παραθέτουμε προέρχονται από το λεύκωμα “Εικαστικές Τέχνες και Αντίσταση”).
«Γ.Κ.: Πώς άρχισε να ζωγραφίζει ο πατέρας σου;
—Ο πατέρας μου κατάγεται από πάμφτωχη οικογένεια – ο πατέρας του λιμενικός, μεταφέρει συχνά την οικογένειά του από λιμάνι σε λιμάνι (Χανιά, Καλαμάτα, Χαλκίδα, Πειραιάς). Είναι αξιοπερίεργο πώς ο μικρός Μιχάλης έδειξε από νωρίς τέτοιο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική, σ’ ένα περιβάλλον που του παρείχε μηδενική επαφή με την Tέχνη. Η πρώτη του θεματολογία ήταν η θάλασσα, που συνέχιζε να τον απασχολεί και στο υπόλοιπο της ζωής του. Στην εφηβεία του τολμούσε να ασχολείται με όλα σχεδόν τα είδη της ζωγραφικής (κάρβουνο, τέμπερα, παστέλ). Η Κατοχή τον βρήκε να σκιτσάρει για την Αντίσταση στην περιοχή του Πειραιά. Γίνεται γνωστός και επικηρύσσεται. Με την Απελευθέρωση εισάγεται στη Σχολή Καλών Τεχνών με έπαινο, απ’ όπου αποφοιτά το 1949.
Γ.Κ.: Φαίνεται όμως ότι ήταν ιδιαίτερα ανήσυχο πνεύμα, γιατί ύστερα από λίγο καιρό αποφάσισε ν’ ασχοληθεί και με την υποκριτική…
—Ο πατέρας μου ήταν πολυτάλαντος και παραγωγικότατος. Παρότι έρχεται σ’ επαφή με τον κινηματογράφο συμπτωματικά, τελικά γοητεύεται απ’ αυτόν και τον παίρνει πολύ στα σοβαρά για μερικά χρόνια. Στην αρχή της δεκαετίας του ’50, για να μπορέσει να ζήσει, έκανε σκηνικά στα στούντιο της ελληνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας και φιλοτεχνούσε και τις αφίσες για τις ταινίες. Αυτή ήταν και η πρώτη του επαφή με το σινεμά και η αιτία της ενασχόλησής του με την υποκριτική. Ετσι, αποφάσισε να φοιτήσει στη Σχολή Ροντήρη, απ’ όπου πήρε και το πτυχίο του. Για μια δεκαετία (’54 – ’64) παίζει πρώτους ρόλους σε 35 ταινίες, μερικές από τις οποίες είναι ξένες παραγωγές. Αντιπροσωπεύει τα ελληνικά χρώματα στις Κάννες με το «Τελευταίο ψέμα» του Κακογιάννη. Καθιερώνεται ως ο πιο κλασικός Ελληνας ζεν πρεμιέ με ρόλους στις πιο γνωστές ταινίες όπως «Ο άνθρωπος του τρένου», «Εφιάλτης», «Εγκλημα στο Κολωνάκι» κτλ. Αποχωρεί από τα κινηματογραφικά δρώμενα στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν διαισθάνεται ότι τα πράγματα αλλάζουν για το ελληνικό σινεμά, που δεν μπορεί να συντηρήσει τη δυναμική του. Η δικτατορία θα σημάνει και το «τέλος εποχής».
Γ.Κ.: Ωστόσο, η ζωγραφική του πλευρά ήταν πολύ δυνατή και τον κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1994.
—Ναι, ο πατέρας μου καταπιάστηκε με όλα σχεδόν τα είδη των εικαστικών τεχνών (λάδι, ακουαρέλα, τέμπερα, σκίτσο, χαρακτική, γλυπτική, γελοιογραφία). Επίσης, εικονογράφησε πάνω από 300 ελληνικά βιβλία, αλλά και ξένες εκδόσεις. Από το έργο του κατέχω ένα πολύ μεγάλο κομμάτι, πάνω από 150 πίνακες ζωγραφικής και πάρα πολλά σκίτσα προσωπικοτήτων ανά εποχές (ξένων και Ελλήνων λογοτεχνών, πολιτικών, ηθοποιών) – είχε εξαιρετική ευχέρεια στο να σχεδιάσει ένα πρόσωπο είτε ρεαλιστικά είτε σε καρικατούρα. Αγαπημένα του θέματα ήταν οι θαλασσογραφίες, τα πλοία στα μουράγια και τοπία της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Μάνης. Δεν έχει σταματήσει να με απασχολεί πώς θα κάνω γνωστό το έργο του στο ευρύτερο κοινό».
Στο Μπλόκο της Κοκκινιάς
Το πρωί της 17 του Αυγούστου 1944, οι γερμανοτσολιάδες βγήκαν στους δρόμους της Κοκκινιάς και με τα χωνιά καλούσαν όλους τους άντρες από 14 χρονών και πάνω να παρουσιαστούν στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Ο Μιχάλης Νικολινάκος που είχε πληροφορηθεί ότι οι ναζί τον αναζητούσαν επειδή είχαν μάθει για την συμμετοχή του στην αντίσταση, κρύφτηκε σ’ ένα ξεροπήγαδο στη Νίκαια και παρέμεινε εκεί κλεισμένος για έντεκα ώρες. Έτσι κατάφερε να γλιτώσει το βέβαιο θάνατο.
Σε μια αφήγησή του στον Στρατή Ευστρατιάδη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Νίκαιας «Η Νίκη» (αρ.φ. 105/1982), ο Μ. Νικολινάκος αναφέρει λεπτομέρειες. Παραθέτουμε την αφήγηση από το βιβλίο του Στρ. Ευστρατιάδη «Με το μαστίγιο», εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1990.
«Βρισκόμουνα την παραμονή του μπλόκου της Νίκαιας σε γειτονική περιοχή, ασχολούμενος με παράνομη αντιστασιακή δουλειά. Ανήμερα, γύρω στις πέντε το απόγευμα, ένας γνωστός μου, που έδειχνε ότι με συμπαθούσε πολύ, μου ψιθύρισε εμπιστευτικά ότι οι Γερμανοί πρόκειται την επομένη πρωί πρωί να κάνουν δυναμική παρουσία στη Νίκαια. Η πληροφορία, είτε αληθινή είτε ψεύτικη, ήταν επόμενο να με θορυβήσει. Κι ενώ έπρεπε να οδηγήσει τα βήματά μου σε περιοχές μακριά από τη Νίκαια, δεν έγινε τούτο, για τον απλούστατο λόγο ότι σε μακρινή περιοχή δεν είχα φιλικό πρόσωπο να με φιλοξενήσει τη νύχτα σπίτι του.
Έτσι, κατά το σούρουπο έφτασα στη Νίκαια και διαβαίνοντας από δρόμους με μικρή κίνηση ώστε να μη δίνω στόχο, τράβηξα σε φιλικό μου σπίτι με μικρή αυλή περιστοιχισμένη με μαντρότοιχο, προκειμένου να περάσω τη νύχτα μου εκεί. Σήμερα, το σπίτι αυτό που ήταν κτισμένο κοντά στο Περιβολάκι, έχει διαμορφωθεί με άλλα γειτονικά σπίτια σε πολυκατοικία. Οι νοικοκυραίοι του σπιτιού -ένα ζευγάρι ηλικιωμένων ανθρώπων- πολύ με αγαπούσανε, γι’ αυτό και αρκετές φορές, με είχανε φιλοξενήσει νύχτα σπίτι τους. Γιατί τον τελευταίο καιρό δεν κοιμόμουνα στο πατρικό μου σπίτι, από φόβο μην έρθουν τη νύχτα οι Γερμανοί με τους συνεργάτες τους και με συλλάβουν. Επειδή, ίσως, είχα κουραστεί εκείνη την ημέρα, εύκολα κοιμήθηκα στο φιλικό σπίτι.
Ακόμα δεν είχε φέξει, όταν ξυπνώντας άκουσα έξω πυροβολισμούς και άγριες φωνές. Στα γρήγορα σηκώθηκα από το κρεβάτι κι ετοιμάστηκα να φύγω. Η πληροφορία που είχα λάβει έβγαινε αληθινή. Νομίζοντας ότι θα μπορούσα να τραβήξω εύκολα μακριά από τον κίνδυνο που με απειλούσε, προχώρησα μόλις βγήκα από το σπίτι στα βόρεια σημεία της πόλης, με κατεύθυνση το Σχιστό. Στο μεταξύ είχε φέξει κι έβλεπα στις διασταυρώσεις των δρόμων και σε άλλα σημεία Γερμανούς με τους συνεργάτες τους που εμποδίζανε τον κόσμο να προχωρήσει, που τον αναγκάζανε να γυρίσει πίσω.
Σε λίγο, αρχίσανε να ουρλιάζουν και τα χωνιά. «Όλοι οι άντρες να συγκεντρωθούν στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Όσοι δεν πάνε και βρεθούν στα σπίτια τους, θα εκτελούνται επί τόπου».
Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά τα φρικτά λόγια που άκουγα, η διαίσθησή μου θαρρείς αρνιότανε να οδηγήσει τα βήματά μου στην πλατεία της εκκλησίας. Έτσι, επιστρέφοντας αναγκαστικά πίσω, κάμποσα λεπτά προχωρούσα στα κουτουρού, χωρίς να έχω αποφασίσει πού πρόκειται να καταλήξω. Μέσα στην αγωνία και την αμηχανία μου, η ιδέα να τρέξω και να χωθώ πάλι στο φιλικό μου σπίτι, ήρθε σαν μια πρόχειρη λύση. Όχι γιατί λογάριαζα να παραμείνω εκεί, αλλά να, για να δώσω παράταση χρόνου στη σκέψη μου, να βρει ένα μικρό φως στο αδιέξοδο που είχα βρεθεί.
Όταν μπήκα στην αυλή του σπιτιού φάνηκε το ηλικιωμένο ζευγάρι φανερά ανήσυχο. Δεν ήξερε τι ήθελα, αλλά είχε στο βλέμμα του μιαν έκφραση που διαβεβαίωνε ότι ήτανε πρόθυμο να με βοηθήσει την κρίσιμη εκείνη ώρα, αν υπήρχε τρόπος.
Με λίγα λόγια, εξήγησα τη δύσκολη θέση μου, τον κίνδυνο που διέτρεχα, αν πήγαινα στην πλατεία της Οσίας Ξένης ή αλλού. Στο μόνο σημείο που έβρισκα αμυδρά μια σανίδα σωτηρίας, ήταν το σπίτι εκείνο. Να, αν υπήρχε τρόπος να τρύπωνα στο ταβάνι ή αν κρυβόμουνα κάπου.
Κι εκεί που οι καλοί άνθρωποι με ακούγανε με προσοχή, εγώ ανεβοκατέβαινα πάνω κάτω στην αυλή, σαν χτυπημένο λιοντάρι. Ώσπου κάποια στιγμή, το βλέμμα μου έπεσε σ’ ένα κομμάτι σκαμμένης γης μέσα στην αυλή, λίγα μέτρα μακριά μου, σκεπασμένο άτακτα με παλιόξυλα και χόρτα. Πάνω στην αμηχανία μου και με την κρυφή ελπίδα ότι εκείνο που έβλεπα αποτελούσε ίσως στοιχείο θετικό για τη λύση του προβλήματός μου, ρώτησα να μου πουν τι είναι.
-Είναι πηγάδι, μου αποκρίθηκε ο ηλικιωμένος άντρας. Ξεροπήγαδο. Είχε σκαφτεί κάποτε, όταν δεν υπήρχε νερό στη Νίκαια…
Τότε, πήγα πιο κοντά για να δω καλύτερα. Μετατοπίζοντας ένα σπασμένο ξύλινο καπάκι που βρήκα, τα παλιόξυλα και τα χόρτα, βεβαιώθηκα ότι πραγματικά ήταν πηγάδι και όπως μου είπανε είχε διάμετρο 1,30 μέτρα και βάθος 10 μέτρα και κάτι.
Δε χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ για ν’ αποφασίσω. Θα κατέβαινα ως τον πάτο του πηγαδιού με κάθε τρόπο κι εκεί θα κρυβόμουνα όσο θα διαρκούσε το μπλόκο. Μονάχα ζητούσα, σκεπάζοντας το πηγάδι, ν’ αφήσουν χαραμάδες, για να περνάει λίγος αέρας και λίγο φως. Και τότε, χωρίς άλλη καθυστέρηση -ούτε κλάσμα δευτερολέπτου- όρμησα στο στόμιο του πηγαδιού και ακουμπώντας τα χέρια και τα πόδια στις προεξοχές που υπήρχανε στα τοιχώματα του πηγαδιού κάθε μισό μέτρο περίπου με ξερολιθιά, άρχισα να κατεβαίνω στον πυθμένα. Σήμερα που θυμάμαι τούτη μου την ενέργεια, σκέφτομαι πόση δύναμη, πόση αντοχή, αλλά και πόση τόλμη θα είχα τότε…
Κι έφτασα στο βάθος του πηγαδιού, μπορώ να πω ομαλά. Μονάχα που τα παπούτσια μου είχανε βουτηχτεί σε πηχτή λάσπη. Αυτά έγιναν μέχρι τις έντεκα το πρωί -συνέχισε την αφήγησή του ο αντιστασιακός καλλιτέχνης Μ. Νικολινάκος. Κι εκεί που προσπαθούσα να προσαρμοστώ στο δύσκολο χώρο που βρέθηκα, άξαφνα μια είδηση τρομερή που μου μεταδώσανε από πάνω, με συγκλόνισε ολόκληρο κορυφώνοντας την αγωνία μου. Κι έλεγε η είδηση ότι οι Γερμανοί με τους ταγματασφαλίτες γυρίζουν στα σπίτια και σε όσα βρίσκουν πηγάδια, ρίχνουν χειροβομβίδες, γιατί έμαθαν -σίγουρα από καταδότες- ότι μέσα κρύβονται άντρες.
Τι να κάνω μπρος στον καινούριο κίνδυνο που με απειλούσε; Η πρώτη μου σκέψη να βγω έξω από το πηγάδι, στα γρήγορα απορρίφτηκε. Γιατί, χώρια που παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες εκείνη τη στιγμή, κι αν τυχόν πραγματοποιότανε, δε θα είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα. Βγαίνοντας έξω, πού θα πήγαινα; Πού θα κρυβόμουνα; Έτσι, ζυγίζοντας προσεκτικά την κατάσταση, αποφάσισα να παραμείνω στο πηγάδι, με τη διαφορά ότι δε θα καθόμουνα στη θέση που είχα βολευτεί, αλλά σε άλλη. Συγκεκριμένα, παραμένοντας ώρες εκεί, είχα προσέξει δεξιά και αριστερά μου, δυο μεγάλα λαγούμια πνιγμένα στη λάσπη που το καθένα μπορούσε να χωρέσει μέσα το σώμα μου. Σκέφτηκα ότι το ένα από τα λαγούμια αυτά ήταν κατάλληλο να με προφυλάξει από τον κίνδυνο που με απειλούσε, αν αποφάσιζα να το χρησιμοποιήσω. Και τότε, σύρθηκα και κουλουριάστηκα μέσα στο ένα λαγούμι, ακουμπώντας το σώμα μου πάνω στο δεξιό μου βραχίονα. Προτού όμως μετακινηθώ σε κείνη τη θέση, είχα συσσωρεύσει στον πυθμένα του πηγαδιού, ανάμεσα στα δυο λαγούμια, έναν όγκο από πηχτή λάσπη, προκάλυμμα στις χειροβομβίδες, αν ρίχνανε από πάνω. Και περίμενα…
Θα πρέπει να είχε προχωρήσει η φρικτή εκείνη ημέρα, σημείο ότι το λιγοστό φως είχε αρχίσει να χάνεται μέσα από το πηγάδι, όταν άξαφνα άνοιξε το σκέπασμα του πηγαδιού. Φωνές χαρούμενες ακουστήκανε τότε από πάνω που με πληροφορούσανε ότι οι Γερμανοί με τους εθνοπροδότες συνεργάτες τους φύγανε, ότι οι δρόμοι είναι ελεύθεροι, ότι μπορώ άφοβα να βγω έξω.
Προσπάθησα να μετακινηθώ από τη θέση μου, για να ετοιμαστώ. Και τότε ένιωσα τα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού ξυλιασμένα, αδύνατα να πιάσουν κάτι, κι όλο το δεξιό μου μπράτσο ξυλιασμένο και βαρύ σαν μολύβι. Κι επειδή δεν μπορούσα με τις δυνάμεις που διέθετα ν’ ανεβώ και να βγω έξω, ειδοποίησα να μου στείλουν ένα σχοινί και να με βοηθήσουν.
Σε λίγο μου ρίξανε έναν κάβο -ο άντρας του ηλικιωμένου ζευγαριού ήταν παλιός ναυτικός και φαίνεται κάπου τον είχε κρυμμένο- κι εγώ έδεσα τον κάβο ολόγυρα στο σώμα μου με το αριστερό μου χέρι που ήταν γερό. Ύστερα, άρχισα ν’ ανεβαίνω. Ένα ανέβασμα δύσκολο, βασανιστικό, επικίνδυνο. Από πάνω με τραβούσανε με τον κάβο κι εγώ αγκομαχώντας ακουμπούσα κάθε μισό μέτρο στις προεξοχές του πηγαδιού με την ξερολιθιά. Και κάποια στιγμή κατάφερα να φτάσω ψηλά και βγήκα έξω.
Με αρπάξανε πολλά χέρια και με πήγανε σηκωτό στην κάμαρα που είχα κοιμηθεί τη νύχτα. Με ξαπλώσανε στο κρεβάτι και η κυρία Ελένη -αυτό ήταν τ’ όνομα της γυναίκας του ηλικιωμένου ζευγαριού- μου έκανε εντριβές στο ξυλιασμένο μου χέρι και στο δεξιό μου μπράτσο. Ήταν εκεί γύρω πολλά πρόσωπα -συγγενείς και φίλοι-που, όπως έμαθα, είχανε βοηθήσει στο ανέβασμά μου από το πηγάδι κι ο καθένας προσπαθούσε με τον τρόπο του να μου εκδηλώσει την αγάπη του. Κι ανάμεσα σε όλους η αγαπημένη μου, η κατοπινή σύζυγος και σύντροφος της ζωής μου.
Είχε νυχτώσει πια όταν έφυγα από το σπίτι των καλών ηλικιωμένων ανθρώπων. Έφυγα με σκοπό να περάσω τη νύχτα μου σε άλλο φιλικό σπίτι. Μπορεί το μπλόκο να είχε λήξει, ο κίνδυνος όμως να με συλλάβουν υπήρχε. Οι σπιούνοι και τ’ άλλα βρωμερά όργανα του κατακτητή πίστευα ότι θα γυρίζανε στους δρόμους ακόμα, ότι δε θα είχανε λουφάξει.
Έφτασα στην οδό Κυδωνιών -σήμερα Πέτρου Ράλλη-κι από κει κατηφόρισα στην οδό Κονδύλη – σήμερα 7ης Μαρτίου. Περνώντας έξω από τον κινηματογράφο “Άλφα” -σήμερα σούπερ μάρκετ- έκοψα αριστερά, γιατί εκεί κάπου ήταν το φιλικό μου σπίτι. Όσο όμως προχωρούσα και ζύγωνα στον προορισμό μου, άρχισα να υπαναχωρώ στην αρχική μου απόφαση. Άρχισα να σκέφτομαι μήπως με την παρουσία μου στο ξένο σπίτι -όσο φιλικό κι αν πίστευα ότι ήταν- τη νύχτα εκείνη, μια νύχτα σπαραγμού και πόνου για κάθε νικαιώτικη οικογένεια, προσθέσω κι άλλες αναταραχές και προβλήματα.
Βαδίζοντας με τις σκέψεις αυτές, πρόσεξα σε λίγο ότι είχα βρεθεί στο πίσω μέρος του κινηματογράφου, σ’ ένα χώρο τότε ακάλυπτο όπου υπήρχαν εγκαταλειμμένα διάφορα χαλασμένα μηχανήματα και παλιά άχρηστα αυτοκίνητα.
Άξαφνα, ξεχώρισα κοντά μου ένα παμπάλαιο φορτηγό αυτοκίνητο. Είχε τις πόρτες του ανοιχτές κι έγερνε δεξιά, προφανώς γιατί του ’λειπε κανένα λάστιχο στη ρόδα. Ένιωθα εκείνη τη στιγμή πολύ κουρασμένος -ψυχικά και σωματικά- και ζητούσα κάπου να καθίσω. Ανέβηκα τότε στο αυτοκίνητο και κάθισα στη θέση του οδηγού. Και παρόλο που πονούσα στο δεξιό μου χέρι και στο δεξιό μου μπράτσο, ο ύπνος γρήγορα άρχισε να μου βαραίνει τα βλέφαρα.
Από τα γειτονικά σπίτια ακουγότανε ο θρήνος των γυναικών για τα παλικάρια τους που είχανε αφήσει την τελευταία τους πνοή στη μάντρα της οδού Κιλικίας και ψηλά στη Νεάπολη σε μια άλλη μάντρα, κάτω από τα βόλια των Γερμανών, καθώς και για τους άντρες που είχανε συρθεί όμηροι στο τρομερό στρατόπεδο του Χαϊδαριού».