“Ο Ιρλανδός” – Παρ’ολίγον αριστούργημα
Οι μηχανισμοί λειτουργίας της μαφίας και η διαπλοκή της με την πολιτική και το συνδικαλισμό αναδεικνύονται με ρεαλισμό, αν και μάλλον επιφανειακά και ηθικολογικά.
Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι. Όταν βέβαια μιλάμε για συνύπαρξη Μάρτιν Σκορζέζε, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο και Τζο Πέσι, δεν έχουμε να κάνουμε με κεράσια, αλλά με ολόκληρο δάσος από κερασιές, που δε θα χωρούσε ούτε σε γήπεδο καλαθοσφαίρισης. Η διάρκεια Μπεν Χουρ εμπνέει από μόνη της δέος, ακόμα και στη σημερινή εποχή, που είναι δυσεύρετες ταινίες με λιγότερη από τριψήφια σε λεπτά διάρκεια. Αρχικά ήμουν αποφασισμένη να δω την ταινία σε δύο μέρη, τελικά όμως με εξαίρεση δυο-τρία ολιγόλεπτα διαλείμματα συνειδητοποίησα ότι ήταν αδύνατον να ξεκολλήσω από την οθόνη. Δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς το λόγο, κι αυτό ίσως να αποτελεί και το ισχυρότερο τεκμήριο της δύναμής της, δηλαδή ο αθόρυβος τρόπος με τον οποίο σε καθηλώνει.
Αντικειμενικά βέβαια η ταινία ξεδιπλώνει όλη την αισθητική της τελειότητα στη μεγάλη οθόνη, ζηλεύω λίγο όσους αντιστάθηκαν στην ευκολία της on demand βολής τους και έδωσαν εισιτήριο ξέροντας ότι λίγες μέρες μετά η ταινία θα ήταν πανεύκολα διαθέσιμη. Δε θέλω να μπω στη διαμάχη για το αν το streaming σκοτώνει τον κινηματογράφο όπως τον ξέραμε, σε κάθε περίπτωση, καίτοι οπαδός των σκοτεινών αιθουσών, γεγονός είναι πως χωρίς τη γνωστή διαδικτυακή πλατφόρμα, ο «Ιρλανδός», τον οποίο ο Σκορσέζε είχε στα σκαριά από το 2007, πιθανότατα θα περνούσε στην ιστορία ως μια από τις ακριβότερες ταινίες που δε γυρίστηκαν ποτέ.
Ένα σεβαστό μέρος της υπέρβασης του κόστους οφείλεται στην τεχνολογία de-aging, με την οποία οι υπερήλικες πια πρωταγωνιστές μπορούσαν να εμφανίζονται δεκαετίες νεότεροι ανάλογα με την εποχή που διαδραματιζόταν η εκάστοτε σκηνή. Η αίσθηση που δημιουργείται είναι κάπως παράξενη οπτικά, το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει την επιλογή του Σκορσέζε έναντι του να ενσάρκωναν διαφορετικοί ηθοποιοί κάθε ηλικία, όπως είθισται σε ανάλογες περιπτώσεις. Το μόνο που δυσκολεύτηκα ειλικρινά να συνηθίσω – και ασφαλώς δεν ήμουν η μόνη- είναι τα μπλε ντεμέκ ιρλανδικά μάτια του Ντε Νίρο, που παρέπεμπαν σε White Walker.
Η υπόθεση οικεία, από το σύμπαν των γκανγκστερικών επών που τόσο καλά κατέχει ο σκηνοθέτης. H ταινία παρακολουθεί την άνοδο και την πτώση του Φρανκ Σίραν, ενός βετεράνου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και οδηγού φορτηγών στη Φιλαδέλφεια, που γίνεται προστατευόμενος του τοπικού μαφιόζου Ράσελ Μπαφαλίνο και αναπτύσσει στενές σχέσεις με τον Τζίμι Χόφα, πρόεδρο της Ένωσης Οδηγών Φορτηγών των ΗΠΑ και κυριολεκτικά προσωποποίηση του όρου «συνδικαλιστική μαφία». Όλα τα βασικά πρόσωπα που εμφανίζονται στην ταινία υπήρξαν και στην πραγματικότητα, μάλιστα για αρκετά εξ αυτών σύντομες λεζάντες μας πληροφορούν για τη χρονολογία και τις συνθήκες του – συνήθως όχι φυσικού – θανάτου τους. Ίσως μάλιστα όσο λιγότερα ξέρει κανείς εκ των προτέρων γι’αυτά, και ειδικότερα για την εκδοχή που προτείνει ο Σκορσέζε, βασισμένη στο βιβλίο του Σίραν «Άκουσα πως βάφεις σπίτια» (το οποίο στη μαφιόζικη αργκό σημαίνει εκτελέσεις κατά παραγγελία, «βάφοντας» τα σπίτια με το αίμα του θύματος). Η ιστορική ακρίβεια των ισχυρισμών του Σίραν είναι αμφιλεγόμενη, κι επιπλέον δεν αποτελεί καθ’ομολογίαν του σκηνοθέτη και επίκεντρο του ενδιαφέροντός του. Από την άλλη, η ατμόσφαιρα της εποχής δίδεται πολύ πειστικά, υποβοηθούμενο από τα κατάλληλα κοστούμια, τους χρωματισμούς και την προσεχτικά επιλεγμένη μουσική υπόκρουση. Επιπλέον, οι μηχανισμοί λειτουργίας της μαφίας και η διαπλοκή της με την πολιτική και το συνδικαλισμό αναδεικνύονται με ρεαλισμό, αν και μάλλον επιφανειακά και ηθικολογικά, ως αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών και χαρακτήρα κυρίως κι όχι ως καρπός συγκεκριμένων κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών μέσα στις οποίες διαμορφώθηκαν αυτές οι επιλογές.
Για τις ερμηνείες δε χρειάζεται να πούμε πολλά, Ντε Νίρο (Φρανκ Σίραν) και Aλ Πατσίνο (Τζίμι Χόφα) αποδεικνύουν για άλλη μια φορά πως το ταλέντο τους είναι από διαμάντι, που δεν χαρακώνεται όσο κι αν το προσπάθησαν με μια σειρά κακών επιλογών μέσα στα χρόνια. Όσο για τον πιο ακριβοθώρητο Πέσι, που με δυσκολία πείστηκε μετά από πολλά παρακάλια να πάρει το ρόλο του Μπαφαλίνο, σχεδόν κλέβει την παράσταση με τον υποδόρια απειλητικό αέρα που αποπνέει από την πρώτη σκηνή που εμφανίζεται.
Κλείνοντας να πω δυο λόγια και για το ρόλο των γυναικών στην ταινία, που κάποιοι παραπονέθηκαν ότι για άλλη μια φορά ο Σκορσέζε υποβαθμίζει σε δευτεροτριτεύοντα ρόλο. Η πρόθεση μιας τέτοιας επίπληξης είναι σίγουρα ευγενής, από την άλλη το να δοθεί με το ζόρι πρωταγωνιστικός ρόλος σε γυναίκες σε μια υπόθεση κι ένα περιβάλλον όπου εκ των πραγμάτων δεν κινούσαν τα νήματα θα έμοιαζε απλά φτιαχτό και εμβόλιμο. Επιπλέον, μπορεί οι γυναίκες να μην είναι καταλύτες στην πλοκή και να μη μιλάνε πολύ στην ταινία, σίγουρα όμως μόνο ως διακοσμητικές και ανόητες δεν παρουσιάζονται. Καταλαβαίνουν τα πάντα και επηρεάζουν τους μαφιόζους συζύγους ή πατεράδες τους όσο κανένας άλλος, εξού και είναι οι μόνες τελικά, που παρουσιάζονται ως ικανές να επιβάλλουν μια τιμωρία σκληρότερη από οποιαδήποτε ποινή φυλάκισης.
“Ο Ιρλανδός” είναι μια μεγάλη – όχι μόνο σε διάρκεια ταινία -, αλλά για την τελική ετυμηγορία θα αποφανθεί μόνο ο πανδαμάτωρ χρόνος. Η βραδύκαυστη σαγήνη της είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά αισθάνομαι ότι της λείπει αυτό το “κάτι” που κάνει ένα έργο πραγματικά κλασικό, δηλαδή σημείο πολιτισμικής αναφοράς ακόμα και για όσους δεν την έχουν παρακολουθήσει ποτέ ολόκληρη. Είναι σαν ένα κέικ με τα αγνότερα υλικά, ελαφρώς άψητο, χωρίς να παύει να είναι εύγευστο. Ή μάλλον, για να γυρίσουμε στα κεράσια της εισαγωγής, “Ο Ιρλανδός” βρίσκεται πάνω στη λεπτή γραμμή που χωρίζει τον άγουρο από τον ώριμο μα τραγανό καρπό. Ποιος όμως μπορεί να το ξεχωρίσει με γυμνό μάτι δίχως να τον γευτεί πρώτα;