«Κείνος δεν θέλει κλάματα, δεν θέλει μοιρολόγια / θέλει αγώνες και χαρές αρματωσιές και βόλια…»
1945. Ο τραγικός θάνατος του Άρη Βελουχιώτη, στις 16 του Ιούνη, έχει συγκλονίσει την Ελλάδα. Ο 24χρονος Μανώλης Χιώτης γράφει τη μουσική για ένα τραγούδι που αναφέρεται στον άδικο χαμό του θρυλικού πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ και μια περιπέτεια αρχίζει…
Βρισκόμαστε στα 1945. Ο τραγικός θάνατος του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη (στις 16 του Ιούνη) έχει συγκλονίσει την Ελλάδα. Ο σπουδαίος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και συνθέτης Μανώλης Χιώτης (1921–1970) είναι μόλις 24 χρονών όταν γράφει τη μουσική για ένα τραγούδι που αναφέρεται στον χαμό του Άρη. Τους στίχους έχει γράψει ο Νίκος Μάθεσης (1907-1975), γνωστός στη μουσικοκαλλιτεχνική πιάτσα και ως “Νίκος ο Τρελάκιας”. Ο Μάθεσης σημαντικός δημιουργός του ρεμπέτικου, σε αντίθεση με την πλειονότητα των εκπροσώπων του σιναφιού του, ήταν άνθρωπος με κοινωνικές ευαισθησίες και ανησυχίες:
Αντιλαλούνε τα βουνά
κλαίνε τα κλαψοπούλια
ο Βελουχιώτης χάθηκε
ψηλά σε μια ραχούλα.
Τι έχεις κλαψοπούλι μου
κι όλο πικρά φωνάζεις;
Για πες μου ποιος σε πλήγωσε
και βαριαναστενάζεις;
Μαράθηκαν τα λούλουδα
έσβησε το φεγγάρι
ένας λεβέντης χάθηκε
που τόνε λέγαν Άρη.
Κείνος δε θέλει κλάματα
δε θέλει μοιρολόγια
θέλει αγώνες και χαρές
αρματωσιές και βόλια.
Ο Χιώτης συνθέτει μια μελωδία σε ρυθμό χασαποσέρβικο. Όμως δεν σταμάτησε εκεί. Επεμβαίνει στους στίχους του Μάθεση αλλάζοντας μια λέξη και γράφοντας ο ίδιος τους στίχους της τέταρτης στροφής («Κείνος δε θέλει κλάματα/ δε θέλει μοιρολόγια/ θέλει αγώνες και χαρές/ αρματωσιές και βόλια») την οποία προσθέτει στις άλλες τρεις. Το τραγούδι αυτό δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε δίσκο και δεν έγινε γνωστό, ούτε όμως και ηχογραφήθηκε για να μείνει «ζωντανό».
Ο Νίκος Μάθεσης αποκαλύπτει την ύπαρξη του άγνωστου τραγουδιού μόλις στα 1974, στον μελετητή του ρεμπέτικου και συγγραφέα Κώστα Χατζηδουλή. Τα χρόνια έχουν περάσει και δεν θυμάται τη μελωδία του Χιώτη, που κι αυτός έχει φύγει από τη ζωή (από το 1970).
«Λίγο μετά που σκοτώθηκε ο Άρης Βελουχιώτης το ’γραψα. Είχε τρία τετράστιχα και όχι τέσσερα. Ο Άρης, ήτανε φίνος άντρας, μάγκας κι αγωνιστής και Έλληνας. Κατάλαβες; Μιλάει ο Μάθεσης. Υπήρχανε κι άλλοι αγωνιστές δηλαδή που θέλανε να τους λένε έτσι, αλλά αυτοί ήτανε αγωνιστές για την πάρτη τους. Δηλαδή αποφάγια. Άλλη ταρίφα αυτοί. Όταν έσβησε το καντήλι του παλικαριού, έκατσα και το ’γραψα, γιατί έγινε θρήνος. Θρήνος και ύμνος.
Το θέμα είναι παλιό, πολύ παλιό, η ιδέα. Τα λόγια δικά μου και τιμής πρόσωπο ο Άρης. Μετά συναντήθηκα με το Χιώτη, που είχε έρθει με τον Παπαϊωάννου, το Στεφανάκη και τον Γενίτσαρη να παίξουνε σ’ ένα χορό, στο Χατζηκυριάκειο. Είπα του Χιώτη για το τραγούδι και δώσαμε ραντεβού και του ’δωσα τα λόγια. Έβαλε ένα τετράστιχο ακόμα ο Μανώλης, το τελευταίο, κι άλλαξε το «νεκροπούλι» που είχα εγώ και το ’κανε «κλαψοπούλι». Δεν είπα τίποτα. Ο Μανώλης ήτανε φίλος μου, καλός άντρας και μάγκας από τους λίγους. Άμα θες να μάθεις ποιοι είναι οι μάγκες, κοίτα τον Χιώτη. Εξηγήσεις ζόρικες, ρεμπέτικες και ψυχή μόρτικια μεγάλη. Μιλάω εγώ ο Μάθεσης.
Το ’παμε: προσφορά για το παιδί που χάθηκε, ήτανε το τραγούδι. Ζούλα γίνανε όλα. Βλέπεις, εγώ και σ’ αυτό το περιβόλι είχα τσαμπουκάδες. Ένα απόγευμα που ήμουνα τότες στην Αθήνα, παρέα με το Γούναρη, είδα στο δρόμο τυχαία, σε μια στοά, τον αρχηγό τότες του κόμματος. Αυτόνε που δεν ήτανε όνομα και πράμα δεν ήτανε, λέμε, γλυκός στις εξηγήσεις του. Του τα ’χα μαζεμένα από τότες. Αυτός ήτανε όλα του τα χρόνια μολύβι με σπασμένη μύτη. Κατάλαβες; Μετά άκουσα τη μουσική που έβαλε ο Χιώτης. Χασαποσέρβικο ήτανε, πολύ ζόρικο τραγούδι. Δίσκος δεν έγινε όμως, γιατί όλοι αυτοί εδώ οι λάγιοι δεν αφήνανε. Γι’ αυτό τους έχω μαζέψει πολλά». (Κώστας Χατζηδουλής, «Ρεμπέτικη ιστορία Νο 1», εκδ. Νεφέλη).
O Νίκος Μάθεσης θα δώσει τους στίχους στο Μιχάλη Γενίτσαρη που θα γράψει τη μουσική, και θα γεννηθεί έτσι το θαυμάσιο ζεϊμπέκικο «Ένας λεβέντης έσβησε», που θα ηχογραφηθεί με τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα στα «Ρεμπέτικα της Κατοχής»:
Σε αυτή την ηχογράφηση παρατηρούμε και κάποιες αλλαγές στις πρώτες τρεις στροφές του Μάθεση, όχι όμως και στην τέταρτη στροφή, του Μανώλη Χιώτη:
Αντιλαλούνε τα βουνά
κλαίνε τα κλαψοπούλια
ο Βελουχιώτης χάθηκε
ψηλά σε μια ραχούλα.
Τι έχεις κλαψοπούλι μου
και χαμηλά κοιτάζεις;
Για πες μου τι σε πλήγωσε
και βαριαναστενάζεις;
Μαράθηκαν τα λούλουδα
χάθηκε το φεγγάρι
ένας λεβέντης έσβησε
που τόνε λέγαν Άρη.
Κείνος δεν θέλει κλάματα
δεν θέλει μοιρολόγια
θέλει αγώνες και χαρές
αρματωσιές και βόλια.
Το τραγούδι πήρε την τελική του μορφή στην ηχογράφηση με τη φωνή του Μιχάλη Γενίτσαρη. Οι στίχοι ακούγονται χωρίς παραλλαγές, όπως ακριβώς γράφτηκαν από τους δημιουργούς του και ο –τελικός- τίτλος του είναι «Ένας λεβέντης χάθηκε»:
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
3 Trackbacks