Ο «επαναστάτης, ανάποδος» Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας
Από τους πρωτοπόρους του ρεμπέτικου τραγουδιού και από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του, ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας εκτός από κορυφαίος δημιουργός, υπήρξε άνθρωπος με όμορφη ψυχή και περίσσευμα αξιοπρέπειας και γενναιότητας, τρυφερός, βαθιά ευαίσθητος και συνάμα ακατάβλητος αγωνιστής, κομμουνιστής, με σπάνιο χαρακτήρα.
«Τον Χιώτη τον ξεκίνησε ο Μπαγιαντέρας. Κι εγώ στο πάλκο με τον Μπαγιαντέρα πρωτανέβηκα…Του Μπαγιαντέρα τα τραγούδια είναι διαλεχτά, ένα κι ένα, πολύ ωραία, όλο αρμονίες. Καλός συνθέτης ο Μπαγιαντέρας και καλός μάγκας. Φίλος μου, δούλεψα μαζί του. Ήταν επαναστάτης, ανάποδος αλλά καλό παιδί. Είναι τυφλός από την Κατοχή, δεν ξέρω πώς, αυτά είναι δικά του, εντελώς δικά του, ήταν όμως δυνατό παιδί και μπράβο του». Γιάννης Παπαϊωάννου
Σπουδαίος συνθέτης, οργανοπαίχτης και ερμηνευτής, από τους πρωτοπόρους του ρεμπέτικου τραγουδιού και από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του, ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας γεννήθηκε στο Χατζηκυριάκειο του Πειραιά, στις 28 του Φλεβάρη 1903. Εκτός από κορυφαίος δημιουργός, υπήρξε άνθρωπος με όμορφη ψυχή και περίσσευμα αξιοπρέπειας και γενναιότητας, τρυφερός, βαθιά ευαίσθητος και συνάμα ακατάβλητος αγωνιστής, κομμουνιστής, με σπάνιο χαρακτήρα.
«Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει
η κάθε σκέψη μου κοντά σου τριγυρίζει…»
Έγραψε περίπου εβδομήντα τραγούδια, πολλά από τα οποία άντεξαν στη μάχη με το χρόνο, συνεχίζουν να εμπνέουν και να συγκινούν, να συντροφεύουν τις χαρούμενες και τις δύσκολες ανθρώπινες στιγμές και τις παρέες, όπως τα «Χατζηκυριάκειο» (Αποβραδίς ξεκίνησα), «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Καπνουλού», «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει», «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Μαναβάκι», «Ξεκινά μια ψαροπούλα» κ.ά. Ανάμεσά τους και τραγούδια για την Κατοχή και την ένδοξη Εθνική μας Αντίσταση, με κορυφαίο όλων το «Φόρεσε αντάρτη τ’ άρματα» (Πολέμησε αντάρτη μου πως πολεμάνε όλοι/ και με τον Άρη αρχηγό γλυκό να ’ναι το βόλι).
Ο Δημήτρης Γκόγκος ήταν το τελευταίο από τα 22 παιδιά του Ιωάννη Γκόγκου, υπαξιωματικού του λιμενικού σώματος, από τον Πόρο, και της Αγγελικής, το γένος Τζιέρη, από την Ύδρα. Έζησε στη φτώχεια – η οικογένεια μεγάλη, δύσκολο να χορτάσουν τόσα στόματα. Είχε ένα ζευγάρι παπούτσια, χειμώνα καλοκαίρι, που τα έβγαζε στη διαδρομή για το σχολείο για να μη φθείρονται απ’ τις πέτρες των χωματόδρομων και τα φορούσε λίγο πριν μπει στην τάξη. Όταν εκείνη την εποχή πολλά παιδιά λόγω των δύσκολων συνθηκών δεν πήγαιναν στο σχολείο, ο Μπαγιαντέρας έβγαλε το δημοτικό και το γυμνάσιο και στη συνέχεια σπούδασε ηλεκτρολόγος σε μια τεχνική σχολή του Πειραιά, τον «Προμηθέα». Όμως τα μυαλά του δεν πήραν αέρα. Ο ίδιος έλεγε για τη μόρφωση, ότι τα γράμματα δεν παίζουνε ρόλο, τόσο, όσο η απόχτηση πείρας από τον άνθρωπο μέσα στην κοινωνία.
Από μικρός ήταν ατίθασος χαρακτήρας. Αν και μικρός το δέμας δεν του έλειπε το τσαγανό. Ασχολήθηκε με τη γυμναστική και την ελληνορωμαϊκή πάλη και ως παλαιστής πήρε μέρος και σε αγώνες. Όσο μπόι του έλειπε τόση καρδιά είχε, έλεγαν αυτοί που τον γνώρισαν.
«Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια, μπρος στ’ αρχοντικά σου σκαλοπάτια
τριγυρίζω σαν τη νυχτερίδα, λίγη για να βρω χαρά κι ελπίδα…»
Αν και ήρθε από πολύ μικρός σε επαφή με τα μουσικά όργανα, το μπουζούκι άργησε να το πιάσει στα χέρια του. Μέχρι το 1920 ασχολείται με το μαντολίνο και την κιθάρα, παίζοντας που και που με τις μαντολινάτες του Πειραιά σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, ενώ δουλεύει γκαρσόνι σε μια ταβέρνα για να βγαίνει το χαρτζιλίκι. Στην ταβέρνα μια κομπανία έπαιζε ρεμπέτικα. Ο Δημήτρης όταν έλειπαν οι οργανοπαίχτες ξεκρέμαγε απ’ τον τοίχο το μπουζούκι κι έπαιζε στα κρυφά. Το μπουζούκι, όπως έχει πει, «θεωρούνταν τότε πρόστυχο όργανο».
Μέχρι το 1923 που αρχίζει να ασχολείται συστηματικά με το μπουζούκι (το μαθαίνει μόνος του και παίζει όλα τα είδη) έχει μάθει μπαγλαμά και βιολί. Την περίοδο 1923-24 συνήθιζε να παίζει το σουξέ της εποχής «Ω, Μπαγιαντέρα», απ’ την ομώνυμη οπερέτα του Έριχ Κάλμαν. Το 1925 θα το διασκευάσει για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο και τότε θ’ αποχτήσει το παρατσούκλι Μπαγιαντέρας, με το οποίο θα τον γνωρίσουν όλοι.
Παράλληλα εργάζεται ως ηλεκτρολόγος στην εταιρεία λιπασμάτων και συχνάζει στα στέκια του εργατόκοσμου. Εκεί παίζει μπουζούκι και μπαγλαμά παρέα με τον Στέλιο Κερομύτη και αποχτά στενή σχέση με τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Γιώργο Μπάτη και τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Το 1935, συνθέτει το πρώτο του τραγούδι, την «Καπνουλού», που δεν γνώρισε τότε επιτυχία. Αντίθετα, το «Χατζηκυριάκειο» (Αποβραδίς ξεκίνησα) γνωρίζει αμέσως μεγάλη επιτυχία και ο Μπαγιαντέρας αρχίζει να γίνεται γνωστός.
Το 1937 εγκαταλείπει το πενιχρό μεροκάματο του εργοστασίου και ασχολείται πια επαγγελματικά με το μπουζούκι. Φεύγει για ένα διάστημα για τη Θεσσαλονίκη όπου συνεργάζεται σε μαγαζιά με τον Παγιουμτζή και τον Μπάτη. Την ίδια χρονιά κατεβαίνει στην Αθήνα και ηχογραφεί στην Κολούμπια τον πρώτο του δίσκο: «Οι καπνεργάτριες» (Βρε καπνουλού μου έμορφη).
Το τραγούδι αυτό είναι γραμμένο για την αγαπημένη του Δέσποινα Αραμπατζόγλου, εργάτρια στο καπνεργοστάσιο του Παπαστράτου, που είχε έρθει στον Πειραιά το 1922 προσφυγοπούλα απ’ τη Σμύρνη. Με τη Δέσποινα Αραμπατζόγλου θα παντρευτούν αργότερα και θα φέρουν στον κόσμο τρία παιδιά. Είναι η γυναίκα που θα μοιραστεί μαζί του όλες τις δυσκολίες, τις πίκρες και τις χαρές της κοινής τους ζωής και θα σταθεί δίπλα του μέχρι το τέλος. Ο Μπαγιαντέρας λάτρευε τη Δέσποινα και τη χαρακτήριζε μούσα του. Γι’ αυτήν είχε γράψει πολλά τραγούδια, ένα απ’ αυτά ήταν το πασίγνωστο «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει».
Προπολεμικά ο Μπαγιαντέρας πιάνει δουλειά στο θρυλικό μαγαζί «Δάσος» στο Βοτανικό, ιδιοκτησίας του διαβόητου Βλάχου, στοιχείου του υπόκοσμου που μπαινόβγαινε στις φυλακές για φόνους κι άλλα αδικήματα. Στο μαγαζί γνωρίζεται με τον 16χρονο τότε Μανώλη Χιώτη, με τον οποίο θα συνεργαστεί στενά τα επόμενα χρόνια.
«Αποβραδίς ξεκίνησα μ’ ένα παλιό μου φίλο
για το Χατζηκυριάκειο και για τον Άγιο Νείλο…»
Τον Απρίλη του 1941 ο Μπαγιαντέρας θα χάσει την όρασή του πάνω στο πάλκο (είχε προσβληθεί νωρίτερα από γλαύκωμα) και από τότε θα παραμείνει τυφλός ως το τέλος της ζωής του.
Παιδί της εργατικής τάξης ο Μπαγιαντέρας, ήρθε αντιμέτωπος με τις κοινωνικές ανισότητες και την αδικία. Ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για τα κοινά και αυτό τον έκανε να ξεχωρίζει από τους περισσότερους του συναφιού του. Πριν τυφλωθεί συνήθιζε να διαβάζει, να ενημερώνεται για την πολιτική κατάσταση, κάτι που τον βοήθησε και να κατασταλάξει στα πιστεύω του και να γίνει μέλος του ΚΚΕ. Η μόρφωση που είχε αποχτήσει τον βοηθάει να μοιράζεται τις ανησυχίες του με τους άλλους εργάτες και στη διαφωτιστική δουλειά μαζί τους.
«Ξεκινά μια ψαροπούλα απ’ την Ύδρα τη μικρούλα
και πηγαίνει για σφουγγάρια, όλο γιαλό…»
Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, ο Μπαγιαντέρας βρίσκεται στο αλβανικό μέτωπο. Εκεί θα γράψει τα πρώτα του αντάρτικα τραγούδια: «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι συντροφιά έχω τη λόγχη» (οι Κένταυροι ήταν μια επίλεκτη θωρακισμένη ιταλική μεραρχία, που γνώρισε θεαματική ήττα στο Καλπάκι) και «Στης Πίνδου τα βουνά, ψηλά βουνά κι απάτητα».
Εντάσσεται από τους πρώτους στην Αντίσταση (οργανώνεται στο ΕΑΜ) και δίνεται μ’ όλες του τις δυνάμεις σ’ αυτό που μπορεί και ξέρει να κάνει καλά. Με το τραγούδι του θα εμψυχώνει και θα ενθαρρύνει τους αγωνιστές, υπηρετώντας τη λευτεριά για την οποία έλεγε ότι «είναι πολυτιμότερη κι απ’ το φως των ματιών μου».
«Πολέμησε αντάρτη μου πως πολεμάνε όλοι
και με τον Άρη αρχηγό γλυκό να ’ναι το βόλι…»
Αρχίζει να γράφει συστηματικά τραγούδια για την Αντίσταση με αναφορές στο ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και τον πρωτοκαπετάνιο του Άρη Βελουχιώτη. Στα αντάρτικα τραγούδια του Μπαγιαντέρα περιγράφεται το ζοφερό κλίμα της εποχής αλλά και η ελπίδα της απελευθέρωσης. Συναντάμε αναφορές στους αγώνες του 1821 και σ’ άλλες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, που σκοπό έχουν να αναδείξουν τις αγωνιστικές παραδόσεις του λαού μας, να τονίσουν ότι η ιστορία δεν σταματά, να ενθαρρύνουν το λαό στον αγώνα του ενάντια στον χιτλερικό καταχτητή. Μοναδικό φως «το καντήλι που ανάβει ο ΕΛΑΣ» λέει ένας στίχος τραγουδιού του.
«Και μόνο απ’ τα βουνά ένα καντήλι ανάβει κάθε μέρα με το δείλι,
τ’ ανάβει ο ΕΛΑΣ και δε θα σβήσει, της λευτεριάς το δρόμο να φωτίσει…»
Ο Μπαγιαντέρας εκτός από αντάρτικα τραγούδια έγραψε επίσης ποιήματα για να απαγγέλλονται (δεν τα μελοποίησε) γιατί όπως πίστευε κι ο ίδιος «η ποίηση έχει μέσα της το δικό της ρυθμό και τη δική της μελωδία».
Τα χρόνια της Κατοχής είναι πιο δύσκολα για τον τυφλό Μπαγιαντέρα. Για να επιζήσει γυρίζει στα συσσίτια και τραγουδάει στα καφενεία και στα παλιά πειραιώτικα στέκια του τα ρεμπέτικα τραγούδια του που γνωρίζει και αγαπά ο κόσμος που τον βοηθά, αλλά και τα αντάρτικα κι άλλα επαναστατικά της εποχής. Αποτέλεσμα να συλληφθεί και κακοποιηθεί πολλές φορές από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους. Σποραδικά θα δουλέψει και σε κάποια μικρά μαγαζιά.
Μετά την Κατοχή εξακολουθεί να περνάει δύσκολες στιγμές, ζώντας ξεχασμένος από τους περισσότερους συναδέλφους του κι από όσους έβγαλαν λεφτά από τα τραγούδια του, μα όχι από τον απλό κόσμο, τον εργατόκοσμο των συνοικιών που τον αγαπούσε και τον αντιμετώπιζε με ζεστασιά. Θα ζήσει πολύ φτωχικά με την οικογένειά του, στην Καλλιθέα, και θα γυρίζει από ταβέρνα σε ταβέρνα με το μπουζούκι στα χέρια, έχοντας δίπλα του την μικρή Έλλη, την κόρη του, που από παιδί γίνεται τα μάτια και το στήριγμά του.
«Η ζωή μας είναι πολύτιμη. Εγώ λέω της γυναίκας μου: άμα θα πάψω να νιώθω τη ζωή θα πάω να γεμίσω το κρεβάτι μου λουλούδια, θα τα σκορπίσω, θα γράψω ένα τραγούδι και τότε θα σχολάσω…» έλεγε.
«Χθές είδα ένα όνειρο πως ήμουνα στον Άδη
κι άναψαν φώτα λαμπερά κι έσβησε το σκοτάδι…»
Τη Δευτέρα, 18 του Νοέμβρη 1985, ο μεγάλος Μπαγιαντέρας «σχόλασε» και κατέβηκε για πάντα από το ρεμπέτικο πάλκο, μα όχι κι απ’ το «πάλκο» της μνήμης και της καρδιάς μας. Η φυσική του απουσία δεν μπόρεσε να τον σβήσει από τη μνήμη και τις καρδιές όσων τον «συνάντησαν» στα τραγούδια του – σταυροδρόμια όπου αντάμωναν η ευαισθησία, το ταλέντο, η καλοσύνη, τα ιδανικά και συνολικά η αγωνιστική στάση ζωής του Δημήτρη Γκόγκου – Μπαγιαντέρα.