Κάλλιο από κοινού
Έφτασα στο Θέατρο Από κοινού, για να παρακολουθήσω την πρεμιέρα της παράστασης «Κάλλιο πέντε και στο χέρι…», με όχι καλή διάθεση και με τις σκέψεις ότι η επιθεώρηση και η σάτιρα έχουν ταλαιπωρηθεί αφάνταστα στα χέρια των «αυθεντιών» και των εμπόρων, που δοκιμάζουν τα όρια της ανοχής – της τέχνης και της δικής μας – για να χωρέσουν μέσα οι όποιες – μη καλλιτεχνικές – επιδιώξεις και εμπορικοί σκοποί τους.
Η επιθεώρηση και η σάτιρα έχουν ταλαιπωρηθεί αφάνταστα στα χέρια των «αυθεντιών» και των εμπόρων, που δοκιμάζουν τα όρια της ανοχής – της τέχνης και της δικής μας – για να χωρέσουν μέσα οι όποιες – μη καλλιτεχνικές – επιδιώξεις και εμπορικοί σκοποί τους. Με αυτές τις σκέψεις και όχι καλή διάθεση (για άσχετους με το θέμα λόγους) κατηφόρισα, στο Θέατρο Από κοινού, για να παρακολουθήσω την πρεμιέρα της παράστασης «Κάλλιο πέντε και στο χέρι…».
Το Θέατρο Από κοινού δημιουργήθηκε από την Ελένη Γερασιμίδου, τον Αντώνη Ξένο και την Αγγελική Ξένου. Κάθε σπιθαμή αυτού του παλιού άψυχου κτίσματος διαμορφώθηκε, με τη γνώση, την προσωπική εργασία, τον κόπο, αλλά πάνω απ’ όλα με την αγάπη και το μεράκι των τριών αυτών ανθρώπων, σε έναν χώρο που σε κάνει να νιώθεις σα να βρίσκεσαι σε κάποιο φιλικό σπίτι.
Σ’ αυτό βοηθούν οι τρεις «ψυχές» του Από κοινού και με την φυσική τους παρουσία. Είναι ταυτόχρονα κειμενογράφοι, οι πρωταγωνιστές, ο αμπιγιέζ, η κομμώτρια, ταξιθέτες, η καθαρίστρια, το παιδί του μπαρ, η κυρία του ταμείου, αλλά και ο μάστορας που έβαψε τους τοίχους κι άπλωσε την τσιμεντοκονία. Είναι οι οικοδεσπότες που στο τέλος της παράστασης αποχαιρετούν τους καλεσμένους τους μ’ ένα ζεστό «καλή αντάμωση».
Και μιας και αναφέρθηκα σε πρωταγωνιστές, οι προαναφερόμενοι δεν πρωταγωνιστούν μόνο με τη σημασία τη θεατρική, στην τέχνη τους, μα ανησυχούν για ό,τι συμβαίνει γύρω μας και γύρω τους, προβληματίζονται, συμμετέχουν από στρατευμένη θέση στα κοινά, προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο και καταθέτουν συγκεκριμένη άποψη και θέση για την τέχνη και τη ζωή, «αντί να φωνασκούν».
Έτσι και την Παρασκευή το βράδυ, η κυρία Γερασιμίδου, η Ελένη, η δική μας Ελένη που αν και δεν πέρασε καιρός που πρωτοσυναντηθήκαμε, έχει τρόπους να σε κάνει να νιώθεις ότι τη γνωρίζεις από παλιά, υποδεχόταν χαμογελαστή τους θεατές που κατέφταναν για να δουν τι είναι αυτή η αναθεώρηση της επιθεώρησης.
Αν στόχος των συντελεστών της παράστασης ήταν να κάνουν τον θεατή να προσηλωθεί στη σκηνή, να υποψιαστεί, να προβληματιστεί, να ψυχαγωγηθεί, αλλά και να διασκεδάσει, και φυσικά να γελάσει με την ψυχή του, το κατάφεραν. Την εκτίμηση αυτή «επιβεβαιώνει» η συμμετοχή του κοινού, με τα δικά του μέσα, όπως το γέλιο που έβγαινε αβίαστα, οι σύντομοι διάλογοι με τους ηθοποιούς, και το ζωντανό δυνατό χειροκρότημα, πολλές φορές κατά τη διάρκεια και στο τέλος της παράστασης.
Κείμενα γεμάτα φρεσκάδα, έξυπνα λογοπαίγνια και εύστοχες ατάκες, καυτηριάζουν διακωμωδώντας παράλληλα τα κακώς κείμενα της πολιτικής, της κοινωνίας, της τηλεόρασης, της οικογένειας κλπ., βγάζοντας γέλιο και όχι χαχάνισμα. Ο ρυθμός στο μεγαλύτερο διάστημα είναι γρήγορος, τα νούμερα όπου οι ηθοποιοί συμμετέχουν όλοι μαζί ή σε δυάδες, εναλλάσσονται αρμονικά με τους μονολόγους, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.
Με σατιρική διάθεση και προσανατολισμό οι κειμενογράφοι «πιάνουν» μερικά από τα καθημερινά μικρά και μεγάλα προβλήματα που απασχολούν τον εργαζόμενο, τον συνταξιούχο, τον νέο, με δυο λόγια τον απλό καθημερινό άνθρωπο (αυτόν που εκπαιδευτήκαμε ν’ αποκαλούμε «ανώνυμο») κάθε ηλικίας. Με σαφείς κοινωνικές – πολιτικές αναφορές, αλλά όχι μόνο. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στους εκπροσώπους διαφορετικών γενεών είναι ο καμβάς όπου οι κειμενογράφοι κέντησαν μερικές από τις πιο όμορφες στιγμές της παράστασης. Όπως το νούμερο με τις δυο ξιπασμένες, δήθεν μεγαλοκυρίες της Ελένης Γερασιμίδου και της Αγγελικής Ξένου, που δεν βρίσκουν θετικά στη νεολαία, της προσάπτουν ένα σωρό μειονεκτήματα και ανεπάρκειες (χωρίς να βλέπουν βέβαια τα πολλά δικά τους), υμνώντας την εποχή που ήταν οι ίδιες νέες (να υπήρξαν άραγε ποτέ;), αλλά τρώνε με τα μάτια τους τον «ψηλό γραμμωμένο» σημαιοφόρο της παρέλασης…
«Αναθεώρηση» πρέπει να ήταν αυτά που εκσφενδόνιζαν τα στόματα των μικρών μαθητών της Αγγελικής Ξένου και του Άκη Σιδέρη, και που επέφεραν… συντριπτικά κατάγματα στην Ιστορία. Στον απολαυστικό διάλογό τους κάνουν σκόνη την έτσι κι αλλιώς πάσχουσα ιστορική γνώση των σχολικών βιβλίων, μπερδεύοντας, ενδεικτικά, την 28η Οκτώβρη με την 25η Μάρτη, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό του 1821, με τον Γερμανό στην τάδε οδό που κάνει δώρο 1821 λεπτά ομιλίας, ενώ δεν είναι και σίγουροι αν ο Κανάρης καταγόταν από την Ύδρα ή… απλά έμενε στην Κανάρη, στο Κολωνάκι…
Ο «συνταξιούχος» του Αντώνη Ξένου, που από την πολλή γυμναστική, στις σκάλες των υπηρεσιών, για να βγάλει τη σύνταξη, αποκτά φυσική κατάσταση εφάμιλλη των πρωταγωνιστών του σαρβάιβορ και σκέφτεται σοβαρά να δηλώσει συμμετοχή στο σαρβάιβορ νο 2, αφού κατάφερε και γλίτωσε το εγκεφαλικό όταν έμαθε πόσο κοστίζει το άιφον που του ζήτησε ο εγγονός του.
Η «βραχονησίδα» της Ελένης Γερασιμίδου, που δέχεται… στον κόλπο της τους επενδυτές, η «θλιμμένη χαμηλοβλεπούσα» της Αγγελικής Ξένου, που ως θηλυκός Τατσόπουλος έχει «πάρει» την μισή πόλη, η «αττική σύνταξις» του Αντώνη Ξένου («τα παιδία πεινάει – τα παιδία δεν παίζει – τα παιδία ζητάει»), ο ψηλός «επιτυχημένος γιάπι» του Άκη Σιδέρη, που διώκεται από τη «μετριότητα» της «ομάδας των κοντών», ο μαυραγορίτης Ριχάρδος, η Ντενίση, ο Λάκης (ένας είναι ο Λάκης, ο γνωστός) και πολλά ακόμα, περνάνε διαδοχικά με όμορφο τρόπο από τη σκηνή.
Όσοι στάθηκαν στη σκηνή απέναντι από το κοινό, ήταν ορεξάτοι, αν και εμφανώς τρακαρισμένοι στα πρώτα λεπτά (πρεμιέρα γαρ), μα γρήγορα «ζεστάθηκαν» και μετέδωσαν το κέφι και την ενεργητικότητά τους στο κοινό. Πολύ καλοί, όλοι.
Η Ελένη Γερασιμίδου, ηθοποιός με μακρά διαδρομή, γεμάτη καλλιτεχνικές διακρίσεις, και «γεμάτη» η ίδια από την αποδοχή και την αγάπη του κόσμου. Υπάρχουν στιγμές που είναι απολαυστική. Όταν «μιλάει» το βλέμμα της, τότε κι ο καλύτερος κειμενογράφος φαντάζει αχρείαστος.
Ο Αντώνης Ξένος, προσφέρει άφθονο γέλιο ως συνταξιούχος και ως αισθησιακή (…ο θεός να την κάνει) κυρία που χορεύει πάνω στις δεκάποντες γόβες της. Η παρέα του χρεώνει το άγχος της όση ώρα χόρευε μην γκρεμοτσακιστεί… από κει ψηλά. Επιπλέον, ας δει και την εναλλακτική της ενασχόλησή του ως «κομπέρ», αναμφισβήτητα «το έχει».
Ο Άκης Σιδέρης είναι ένας ταλαντούχος νέος ηθοποιός. Η πρεμιέρα του Κάλλιο πέντε και στο χέρι… ήταν μια καλή στιγμή και για τον ίδιο. Απολαυστικός στο ρόλο του μικρού μαθητή. Μας άρεσε περισσότερο απ’ ό,τι το καλοκαίρι (όλοι οι ηθοποιοί, όπως και εμείς οι θεατές άλλωστε, δεν έχουν πάντα μόνο καλές στιγμές).
Θα έπρεπε να έχουν αξιοποιηθεί περισσότερο οι ερμηνευτικές και μουσικές δεξιότητες της Ιωάννας «Τζο» Μπάλτα. Είναι ένα κορίτσι που σε κερδίζει με την ενέργειά της, παίζει πιάνο και τραγουδά με την πολύ όμορφη, εκφραστική φωνή της και, αν και δεν είναι ηθοποιός, συμμετέχει ισότιμα στην παράσταση. Γουστάρει πραγματικά, απολαμβάνει αυτό που γίνεται στη σκηνή και το δείχνει, αν κρίνουμε από το κελαριστό γέλιο της, που μπορείς να το ξεχωρίσεις ανάμεσα σε εκατοντάδες θεατές (δεν χωράει τόσους βέβαια το Από κοινού).
Η Αγγελική Ξένου είναι ένα πλάσμα χαρισματικό. Παίζει, τραγουδάει, κινείται με χάρη, χορεύει. Μπορεί να σε κάνει να γελάσεις και να συγκινηθείς με την ίδια ευκολία (θα χωρούσαν στιγμές συγκίνησης στην παράσταση, που θα ενίσχυαν τον λυτρωτικό ρόλο του γέλιου). Η Αγγελική, κόρη του Αντώνη Ξένου και της Ελένης Γερασιμίδου, φωτίζει και φωτίζεται από το δικό της αστέρι. Κάποια στιγμή, στη διάρκεια της παράστασης, ασυναίσθητα, η μνήμη μου ανέσυρε την εικόνα της αξέχαστης Νατάσας Γερασιμίδου. Γι’ αυτό ευθύνεται η «μικρή» Ξένου με το μεγάλο ταλέντο, που δουλεύει, είναι πια γνωστή και θα πρέπει να τολμήσει πράγματα, να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί, στον δρόμο που ξανοίγεται μπροστά της.
Όσα γράφονται σε αυτό το σημείωμα γεννήθηκαν από την παρακολούθηση της πρεμιέρας. Αν συνυπολογιστεί ότι στην πρώτη παράσταση βγαίνει όλη η κούραση του ηθοποιού από την προετοιμασία και το άγχος του για την αποδοχή της προσπάθειας από το κοινό, ότι δεν έχει προλάβει ακόμα να δημιουργηθεί η χημεία μεταξύ των ηθοποιών και του κοινού, τότε το αποτέλεσμα κρίνεται αναμφισβήτητα θετικό.
Κάθε θεατής «αποδελτιώνει» τις προσλαμβάνουσές του και διαμορφώνει την άποψή του, από τη μια και μοναδική φορά που, κατά κανόνα, θα παρακολουθήσει μια παράσταση. Όμως κάθε φορά που θα βρεθείς στην πλατεία του ίδιου θεάτρου, στην ίδια παράσταση, δεν θα δεις ακριβώς τις ίδιες εικόνες. Εκτός αυτού, η επιθεώρηση δεν είναι κάτι στατικό. Τα κείμενα προσαρμόζονται στην επικαιρότητα, οι ηθοποιοί βρίσκουν πεδίο να αυτοσχεδιάσουν, και ο χρόνος όπως συμβαίνει σε κάθε σχέση, λειτουργεί σαν «λιπαντικό» στα γρανάζια που συνδέουν και κινούν έναν θίασο (και τους υπόλοιπους συντελεστές). Για τη σχέση των ηθοποιών, ειδικότερα της Ελένης Γερασιμίδου και του Αντώνη Ξένου, με το κοινό δεν θα λέγαμε το ίδιο, αυτή έρχεται από μακριά, πατάει σε στέρεες βάσεις, κι έχει δοκιμαστεί στο πέρασμα του χρόνου.
Γράφοντας για την παράσταση, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον Πάνο Χατζηκουτσέλη που «επιστρατεύτηκε» στην καταγραφή των κειμένων (για τα «κακώς κείμενα»). Εξαιρετικός ηθοποιός και συγγραφέας, γνωρίζει την επιθεώρηση ίσως όσο λίγοι, έρχεται και αυτός… από μακριά, χωρίς να έχει χάσει την επαφή με την σύγχρονη εποχή και την σκληρή πραγματικότητά της, όπως συμβαίνει με διάφορα πρόσωπα του θεάματος, που συχνά μας απογοητεύουν.
Όμως… οι ευθύνες για όσα ακούσαμε από τους ηθοποιούς δεν «βαραίνουν» αποκλειστικά τον ίδιο. Κείμενα συνεισέφεραν… από κοινού στο τελικό αποτέλεσμα οι Ελένη Γερασιμίδου, ο Αντώνης Ξένος και ο ταλαντούχος και γεμάτος όρεξη Προκόπης Αναλύτης, πρώην μαθητής της Γερασιμίδου, που η ίδια τον «τράβηξε» στη σκηνή για να εισπράξει δικαιότατα το δικό του μερίδιο από το ζεστό χειροκρότημα του κοινού.
Επειδή δεν ήταν Σάββατο, δεν είχαμε την ευκαιρία να δούμε (αυτή την πρώτη μας φορά) τον «μπαλαντέρ» της παράστασης Νίκο Ροκά, που όπως καταλάβαμε θα αναλαμβάνει τον ρόλο που κάθε Παρασκευή και Κυριακή ανήκει στην Ιωάννα Μπάλτα.
Στα θετικά της παράστασης καταγράφονται ακόμα, το ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν κακής ποιότητας τεχνικές για να εκμαιευτεί το γέλιο των θεατών, όπως τα «αστεία» επιπέδου πρώτης δημοτικού (…ούτε καν), η κατάχρηση της βωμολοχίας και άλλες χοντράδες που, όλα μαζί εκπαιδεύουν από τηλεόρασης στην «επιθεώρηση» ένα μεγάλο μέρος του τηλεοπτικού κοινού τα τελευταία χρόνια.
Επίσης, μας άρεσε το «πιγκ-πογκ» μεταξύ λαϊκού και μοντέρνου τραγουδιού των δεκαετιών ΄60-΄70 (ίσως εδώ να έχουν διαφορετική άποψη οι μικρότερες ηλικίες) που ερμηνεύουν όλοι οι ηθοποιοί επί σκηνής, με την Τζο Μπάλτα να δίνει τον τόνο, στο δεύτερο μέρος της παράστασης.
Σκηνικό λιτό, τόσο όσο, όπως και τα κοστούμια («ο θίασος συγκροτείται συμφώνως προς την οικονομική κατάσταση», προειδοποιεί το δελτίο τύπου της παράστασης και «επιβεβαιώνουν» αυτοσαρκαζόμενοι οι ηθοποιοί κατά την είσοδό τους στη σκηνή: «είμαστε αφαιρετικό θέατρο»), με το κόκκινο να κυριαρχεί στην αντίθεση με το μαύρο και να συνθέτουν από κοινού ένα εικαστικά όμορφο αποτέλεσμα.
Αφανής ήρωας και «τιμημένος εργάτης» αυτής της παράστασης, ο καλλιτέχνης του φωτός και του ήχου Γιώργος Ζιώγαλας, που συνεισφέροντας στο από κοινού αποτέλεσμα, εκτός από το να χειρίζεται κουμπιά και διακόπτες, τη μέρα της πρεμιέρας πέρασε και δυο χέρια ντουκόχρωμα τη σκάλα που οδηγεί στο πατάρι, όπου εδράζεται το στρατηγείο του. Όταν λένε από κοινού το εννοούν.
Τα παραπάνω είναι μερικά στοιχεία που δεν συνθέτουν απλά μια οικογενειακή ατμόσφαιρα στο Θέατρο Από κοινού. Άλλωστε και μέσα στις οικογένειες, αν το σκεφτούμε, και στις «καλύτερες» ακόμα, δεν θα μπορούσε ο καθένας να ζήσει. Κάνουν όμως καλά διακριτό και δίνουν το στίγμα του τι σημαίνει «όλοι μαζί», δυο λέξεις που στις μέρες μας κάποιοι κακοποιούν και εμπορεύονται απίστευτα πολύ.
Από κοινού μπορούμε να πετύχουμε πολλά, μάλλον τα πάντα. Μια παράσταση δεν μπορεί να αλλάξει την κοινωνική κατάσταση. Μπορεί όμως να προσθέσει το δικό της σπρώξιμο για να κινηθούν οι τροχοί της αμφισβήτησης, της αντίδρασης, της εγρήγορσης των αντανακλαστικών μας. Μπορεί να δείξει στον θεατή προς την κατεύθυνση της αφύπνισης, της απεμπλοκής του από την καθημερινότητα της απογοήτευσης, του αυτοαποκλεισμού, της παραίτησης και να προκαλέσει μικρές ρωγμές στο τείχος της απομόνωσης του καθενός.
Το spot της παράστασης:
Από κοινού μπορούμε να βρεθούμε, να κοινωνήσουμε τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς μας, να πάρουμε και να δώσουμε δύναμη ο ένας στον άλλον, αλλά και να γελάσουμε, να ξαλαφρώσει, έστω για λίγο, η ψυχή μας από το βάσανο της καθημερινότητας και από τα χτυπήματα που δεχόμαστε και που στόχο έχουν να μας τσακίζουν εκτός από οικονομικά, να μας λυγίσουν ηθικά, αξιακά, ιδεολογικά.
Όμως, από κοινού, σημαίνει να βάλουμε κάτι κι εμείς οι θεατές. Να μην παραμένουμε θεατές, όταν φεύγουμε από το θέατρο, στη ζωή. Καλό το – καλό – θέατρο και η τέχνη γενικότερα, αλλά να μην τα περιμένουμε όλα έτοιμα, από σκηνής ή από άλλους.
«Ο θίασος συγκροτείται συμφώνως προς την οικονομική κατάσταση»… Παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής, προς το μετρό, μετά από 90 λεπτά ψυχικής ανάτασης, και με ανεβασμένη πια διάθεση, σκεφτόμουν ότι αυτά που προσφέρει η παράσταση «Κάλλιο πέντε και στο χέρι…», είναι αντιστρόφως ανάλογα, είναι πλούσια και ουσιαστικά. Τόσο που αξίζει κανείς να πάρει την παρέα του και να πάει μέχρι το θέατρο Από κοινού, για να την απολαύσουν… από κοινού.