15 σχέδια του Γιάννη Ρίτσου από την εξορία
Πολύπλευρος και ακαταπόνητος…με μια θέληση αδάμαστη…Γράφει, ζωγραφίζει, σκαλίζει πέτρες και κόκκαλα, παίζει στις ορχήστρες της εξορίας, διδάσκει χορό και κάνει τις χορογραφίες για τις παραστάσεις που κάνουν οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, μοιράζεται με τους συντρόφους του τις καθημερινές αγγαρείες, δεν επιτρέπει στον εαυτό του μια στιγμή ανάπαυλας. Αγρυπνεί.
Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου είναι σαν τα ποτάμια εκείνα που δεν διασχίζουν μόνον έναν τόπο άλλα διακλαδίζονται και τον ποτίζουν και στις πιο άγονες περιοχές του.
Μνήμη αναπλαστική, άλλα και μνήμη χειροπιαστή, κάνουν το έργο του ντοκουμέντο της ζωής μας και της ιστορίας μας. Ένα από τα πιο χειροπιαστά του ντοκουμέντα, είναι οι εκατοντάδες σχέδια και ακουαρέλες που έκανε στο διάστημα που βρισκόταν στα Τμήματα Μεταγωγών, όταν τον μεταφέρανε εξορία από νησί σε νησί ή σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
Ο Γιάννης Ρίτσος, συνείδηση άγρυπνη, ακόμα και μέσα στις πιο προσωπικές του δοκιμασίες, διατηρεί τη νηφαλιότητα εκείνη που της δίνει τη δύναμη να παρακολουθεί, να κατανοεί, να καταγράφει ό,τι συμβαίνει γύρω της αλλά και μέσα στην ίδια. Ζώντας ενεργά κάθε στιγμή της ιστορίας μας καταγράφει συγχρόνως όσα συμβαίνουν γύρω του με την πιο μικρή τους λεπτομέρεια, δημιουργώντας έτσι ένα τεράστιο πανόραμα. Πολύπλευρος και ακαταπόνητος, το ίδιο πληθωρικός και ταλαντούχος, με μια θέληση αδάμαστη, που ανάγει τη δουλειά σε πίστη ζωής. Γράφει, ζωγραφίζει, σκαλίζει πέτρες και κόκκαλα, παίζει στις ορχήστρες της εξορίας, διδάσκει χορό και κάνει τις χορογραφίες για τις παραστάσεις που κάνουν οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, μοιράζεται με τους συντρόφους του τις καθημερινές αγγαρείες, δεν επιτρέπει στον εαυτό του μια στιγμή ανάπαυλας. Αγρυπνεί.
Είναι ένα ελάχιστο δείγμα αυτά που παρουσιάζει σήμερα το «Αντί» από τα σχέδιά του, όμως και μέσα απ’ αυτά – μορφές, στιγμιότυπα, αντικείμενα – βρίσκεσαι αμέσως μπροστά σε ένα οπτικό ημερολόγιο όπου παρακολουθείς πολλές φορές από τις ημερομηνίες, τον χρόνο της παραμονής τού ποιητή σ’ αυτόν ή τον άλλο τόπο εξορίας (1948-1952 Κοντοπούλι Λήμνου, Μακρονήσι, Άη Στράτης, και μετά, Απρίλης 1967-Δεκέμβρης ’70, Γυάρος, Παρθένι, Σάμος, κατ’ οίκον περιορισμός) και διαπιστώνεις πως δεν περνάει μέρα που να μη ζωγράφισε ένα, πολλές φορές δύο και τρία, σχέδια ή να μην έγραψε κάποιους στίχους.
Στα «Επικαιρικά» του, που μόλις τώρα κυκλοφόρησαν, υπάρχουν και τα «Ημερολόγια εξορίας» (1948-1951). Μέσα στους στίχους εκείνους βρίσκεις τις εικόνες, όπως μέσα στις εικόνες βρίσκεις τους στίχους, έτσι ακριβώς που ανακαλύπτεις μέσα στις «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα», μέσα στις «Χειρονομίες» και σ’ όλα τα ποιήματα του Ρίτσου που γραφτήκανε μέσα στην επταετία, τις γερασμένες, καταχαρακωμένες μορφές των αγωνιστών της Γυάρου (’67-’70).
Είναι συγκλονιστική η οπτική πια διαπίστωση που κάνει κανείς όταν ξαναβρίσκει κάτω από το μολύβι του Γιάννη τα ίδια πρόσωπα των αγωνιστών συντρόφων του τού 1948, στη Γυάρο το 1967. Περάσανε 19 χρόνια. Οι έφηβοι δε γίναν άντρες, γίναν γέροι, η λεβεντιά των ώριμων μεταπλάστηκε σε λυπημένο πείσμα, οι τότε γέροι πεθάνανε κι αφήσανε τη θέση τους σε άλλους γέρους, που πολλοί απ’ αυτούς, νέοι ακόμα υπάρχουνε στα σκίτσα της περιόδου του ’48 μα είναι πια αδύνατο να τους αναγνωρίσεις. Η τυράγνια, ο κατατρεγμός, η ιστορία αυτού του τόπου θα μπορούσε να διαβαστεί και μόνο μέσα απ’ αυτή τη σειρά των σχεδίων, απ’ αυτά τα μάτια που όλο και πιο πολύ βαθαίνουν μέσα στα πρόσωπα και περιέχουν τόση πίκρα μα και τόσο πείσμα. Επώνυμα κι ανώνυμα πιθάρια μνήμης και αγώνων: η ζωντανή μας ιστορία.
23 Δεκεμβρίου (’48-’49)
Η ίδια ρυτίδα βρίσκεται πάντα
κάτου από κάθε όχι.
Μονάχα που πληθαίνουν
και βαθαίνουν.
(«Ημερολόγια Εξορίας»)
Όταν βρίσκεσαι μπροστά στο πολυδιάστατο έργο του Γιάννη Ρίτσου, υποχρεωτικά προβληματίζεσαι. Δε φτάνει νάχεις ταλέντο – πολλοί έχουν ταλέντο – είναι, τι το κάνεις αυτό το ταλέντο. Εδώ φαίνεται καθαρά η συνείδηση του ανθρώπου που ξέρει πως το ουσιώδες είναι ο αγώνας και πρέπει με κάθε θυσία να βρει όπλα για να αγωνισθεί, να επικοινωνήσει και να κοινοποιήσει.
Όταν βρίσκεσαι μέσα σε τέσσερις τοίχους δίχως καμιά ελπίδα επικοινωνίας με κανέναν και με τίποτα παρά με την ανθρώπινη θέληση να μην παραδοθείς, να μην Τους παραδοθείς, να μην αισθανθείς πως είσαι άχρηστος, αλλά κυρίως να μην Τους κάνεις το χατήρι να παραιτηθείς και να αδρανήσεις, να πεις: δεν γίνεται τίποτα, τότε, το πρώτο πράγμα που πρέπει να αναπτύξεις είναι η αυτενέργεια, η μη παραίτηση, η δουλειά. (Νομίζω πως όλα τούτα που γράφω αυτή τη στιγμή είναι σα να μου τα υπαγορεύει ο ίδιος ο ποιητής, γιατί δίχως άλλο πρέπει να τάχω ακούσει πολλές φορές από το στόμα του).
Η δουλειά δεν είναι μόνον ένας τρόπος μάθησης για το πώς να δουλεύεις σωστά, αλλά ένα μέσο αντίστασης· ταυτόχρονα όμως είναι και το καλύτερο όργανο διάτρησης των πιο μυστικών περιοχών της ανθρώπινης ύπαρξης, ένας τρόπος ανακάλυψης του άγνωστου και βασικά της αυτοανακάλυψης, ίσαμε το μεγαλύτερο βάθος μας, όπου αρχίζουν τα όρια της αποκάλυψης. Η λέξη «αποκάλυψη» είναι πολύ μεγάλη για να την προφέρεις, ο Γιάννης Ρίτσος όμως το κατόρθωσε γιατί την άρθρωσε απλά.
Όταν στο Τμήμα Μεταγωγών ή στο καράβι που μεταφέρει τους εξόριστους σχεδιάζει μιαν ομάδα ανθρώπων με τα φτωχοπάνερά τους, τις αρβύλες, τ’ αμπέχωνο, τη φλοκάτη, τα νεανικά σώματα, τις γεροντικές φιγούρες, τη συνομιλία ή τη ζωντανή χειρονομία της στιγμής (Σχ. 14-10-48 ) ή σε κάποιαν άλλη ομάδα σε πρώτο πλάνο το δεκανίκι του στρατιώτη του Αλβανικού μετώπου ή του Αντάρτικου, προβάλλεται η ταυτότητα του εξόριστου (Σχ. 16-9-48) και νομίζω πως συνειδητά ο Ρίτσος εθνογραφεί σε μικρογραφία αυτούς που η «πατρίδα» εκείνης της στιγμής εξορίζει.
Όταν στον Άη Στράτη το Νοέμβρη του ’51 γράφει με το χέρι του το πρόγραμμα της παράστασης του «Έμπορου της Βενετίας» και ιχνογραφεί τον Καρούσο και τους άλλους συντρόφους του με τα κουστούμια της παράστασης που οι ίδιοι φτιάξανε, αποκαλύπτει την ομαδική δουλειά, το ψηλό φρόνημα, την αγονάτιστη θεληματικότητα όλων εκείνων των ανθρώπων όχι μόνο να επιβιώσουν σωματικά και πνευματικά, αλλά κυρίως για να αντισταθούν και να διαδηλώσουν πώς εκείνοι συνεχίζουνε τη ζωή.
Για το Γιάννη Ρίτσο δεν υπάρχει σπουδαία ή ασήμαντη δουλειά, υπάρχει η δουλειά, και αυτό σημαίνεται μέσα σ’ όλη του την ποίηση. Από τον πιο τέλειο στίχο πού έγραψε ίσαμε τα πιο απλά και καθημερινά που έκανε – η δίδυμη κίνηση των χεριών, του συντρόφου του κι η δική του που καθαρίζουν τα τζάμια – έχουν γι’ αυτόν την ίδια αξία:
Όλα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι,
το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα
τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε
απλά και όμορφα – πολύ όμορφα
(«Πέτρινος Χρόνος»)
Μέσα από τη διαρκή άσκηση και δουλειά ανακαλύπτεις τον εαυτό σου, ανακαλύπτεις ουσιαστικά τον κόσμο.
24 Μαΐου (1950)
Γράψαμε τόσες ωραίες διαθήκες
Ποτέ δεν ανοίχτηκαν
δεν τις διαβάσανε
γιατί εμείς δεν πεθάναμε.
Είπαμε πράματα
που μια φορά κανείς τα λέει
δώσαμε πράματα
πού μια φορά κάνεις τα δίνει.
(«’Ημερολόγια Εξορίας»)
Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
………………………………………………..
Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
πού δε σηκώνει τ’ άδικο.
(«Πέτρινος Χρόνος»)
Α, ετούτος ο άνεμος δε θέλει να σωπάσει.
Φυσάει, φυσάει, φυσάει, ανακατεύει τις φωτιές και τις σελίδες τής Ιστορίας,
ανακατεύει τις σπίθες απ’ τις πυρκαϊές του κόσμου.
(«Οι Γειτονιές του Κόσμου»)
∞
Ο μπαρμπα-Μήτσος έδωσε τα τρία παιδιά του στον αγώνα,
έδωσε το καλύβι του και τ’ αμπέλι του.
Δεν είχε τίποτ’ άλλο ο μπαρμπα-Μήτσος.
Έδωσε τη ζωή του.
(«Πέτρινος Χρόνος»)
Δεν έχω καιρό να κουραστώ. Δεν έχω καιρό να σταυρώσω τα χέρια μου.
Δεν έχω καιρό να μην αγαπώ, να μη μισώ, να μη θέλω, να μη σκοτώνουμαι.
Δος μου το χέρι σου —κι απ’ την αρχή— μιαν άλλη αρχή.
Στις 5, ναι, στη διασταύρωση. Δικός μας είναι ό κόσμος.
(«Οι Γειτονιές του Κόσμου»)
…οι μαύρες μαννάδες με τα μαύρα φουστάνια
με την καρδιά τους τυλιγμένη στο μαντήλι τους
σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί που δεν μπορεί να το μασήσει μήτε ο θάνατος.
(«Πέτρινος Χρόνος»)
∞
Τόδαμε τ’ άργασμα του χρόνου στο πετσί τω γονιώ μας, στο πετσί το δικό μας,
εχ, τόδαμε και στο πετσί των τέκνων μας· – τ’ αντέξαμε και δαύτο.
(«Μαντατοφόρες»)
∞
5 Μαΐου (1950)
Πολλά μάς χρωστάνε.
Αν δεν τα πάρουμε πίσω
τα χρωστάμε κι αυτά.
(«Ημερολόγια Εξορίας»)
Με τις μεγάλες πέτρες στον ώμο,
ανηφορίζοντας το θάνατο,
μεγάλες πολιτείες θα χτίσουμε.
(«Πέτρινος Χρόνος»)
27 Μαΐου (1950)
Εδώ που κουράστηκε κι ο πόνος
η ερημιά είναι πιο σίγουρη.
Κι ούτε μπορείς να κρυφτείς απ’ τα μάτια σου.
(«Ημερολόγια Εξορίας»)
Η αυτοαποκάλυψη ίσαμε το μεγαλύτερο βάθος της, ειπωμένη όμως τόσο απλά που τη φέρνει στα μέτρα μας, τη μεταποιεί σε βίωμα και μπορούμε να την εισπράξουμε.
Απ’ το πολύ που κοιτάξαμε τη θάλασσα,
τους ανθρώπους και την καρδιά μας
το στόμα μας γέμισε σιωπή
και τα μάτια μας αύριο
(«Πέτρινος χρόνος»)
Ο Γιάννης όταν ζωγραφίζει κοιτάζει με ένταση, με πάθος και λίγο λίγο ανακαλύπτει τη μοναδικότητα του πιο ασήμαντου αντικείμενου (ξαναβρίσκει την παλαιολιθική αξία των πρώτων αντικειμένων από τον άνθρωπο) αλλά και της απεραντοσύνης του κόσμου μέσα από το φεγγίτη ή το συρματόπλεγμα.
Όταν διαπιστώνει σ’ ένα μοναδικό του στίχο:
Ο κόσμος θα μπορούσε νάναι όμορφος
αυτό το «νάναι όμορφος» έχει μιαν άλλη αξία και μια άλλη προέκταση, γιατί τούτη την ακατάλυτη ομορφιά της ζωής τη μάζεψε σταγόνα σταγόνα μέσα από τη στέρηση:
Λίγο λίγο μαθαίνουμε τον κόσμο
και την καρδιά μας
γι’ αυτό όταν λέει:
Μια και μάθαμε, σύντροφοι, να πεθαίνουμε
μάθαμε και να ζούμε, σύντροφοι.
Η λευτεριά είναι κοντά.
(«Πέτρινος Χρόνος»)
ο χρόνος έχει πεφορτιστεί και η προοπτική αυτού του χρόνου δε μετριέται με το τσιγγούνικο σήμερα, με το βόλεμα μέσα σ’ αυτό, αλλά με τον Χρόνο που θα χρειαστεί για να πραγματοποιηθεί η λευτεριά.
Η λευτεριά είναι κοντά.
Ούτε σχήμα λόγου, ούτε κουβέντα παρηγοριάς, αλλά πεποίθηση. Ο Χρόνος στη διάρκειά του.
Μέσα σ’ αυτόν εντάσσονται τα σχέδια της συγκεκριμένης στιγμής, μέσα σ’ αυτόν τα «Επικαιρικά», ώρα την ώρα, η ιστορία καταγράφεται, προχωρεί και κοινοποιείται. Γι’ αυτή την κοινοποίηση πρέπει ν’ ανοίξω μια παρένθεση. Ο Ρίτσος έγραψε χιλιάδες στίχους, έκανε εκατοντάδες σχέδια. Πώς βγήκανε όλα αυτά από τις εξορίες και τα κελιά; Αυτό μόνον όσοι ζήσανε χρόνια φυλακισμένοι μπορούν να το πουν και να μας αποκαλύψουν τους χίλιους δυο τρόπους που εφευρίσκανε για να μας διαβιβάσουνε τα μηνύματά τους. Σκέπτουμαι πώς δεκάδες χέρια κρύψανε, προφυλάξανε, βγάλανε έξω τά πολύτιμα τούτα ντοκουμέντα, σφραγισμένα σε μπουκάλια, αντιγραμμένα σε τσιγαρόχαρτα, θαμμένα στη γη βαθιά, για να τα παραδώσουν μια μέρα στα δικά μας τα χέρια και να μας φτάσει το μήνυμα του ποιητή, που ήταν και το δικό τους μήνυμα.
Κομματάκια από τα κουτιά των τσιγάρων, ένα οποιοδήποτε άσπρο χαρτάκι, ρίζες και πέτρες, όλα γινήκανε πρώτη ύλη στα χέρια του Ρίτσου. Το «Αντί» παρουσίασε ήδη τις «πέτρες» και σήμερα παρουσιάζει τα σχέδια δίνοντας έτσι το μέτρο της δουλειάς και της θεληματικότητας ενός ανθρώπου που κατάφερε ό,τι τον πετροβόλησε και τον πλήγωσε να το χουφτιάσει και με τούτη την άγρυπνη συνείδηση της θέλησης και της ακαταπόνητης δουλειάς να το μετατρέψει σε σύντροφο, σε συνεργάτη, πολλές φορές να το αναγάγει σε καθαρή τέχνη.
Η μεταμόρφωση κάθε μορφής καταπίεσης σε συμπαραστάτη, είναι η πιο συγκλονιστική πλευρά του ανθρώπου Ρίτσου.
Κάποτε στη Γυάρο καθότανε στο τσιμεντένιο πεζούλι της εσωτερικής αυλής – κάτι σαν κελί δίχως ταβάνι – γύρω γύρω τοίχοι ψηλοί και συρματόπλεγμα. Εκεί είχαν περιορίσει τους επικίνδυνους, που δεν μπορούσαν ούτε να βγουν ούτε να επικοινωνήσουν με τους άλλους εξόριστους. Καθόταν μ’ ένα σύντροφό του, εκεί, «ένα θαυμάσιο δειλινό». Αυτή την έκφραση την έχω ακούσει από το Ρίτσο πάρα πολλές φορές, όλες όμως ήταν καίριες στιγμές για κείνον. Λέει τη φράση καθώς θα έλεγε «μού συμπαραστεκότανε…» Του συμπαραστεκότανε το «θαυμάσιο δειλινό». Ήτανε κάτι σαν μεταφυσική μετάθεση από τη στιγμή στην αιωνιότητα η συμπαράσταση αυτή της φύσης. Και κείνη λοιπόν την ώρα αγνάντευε η μάντευε το γέρμα του ήλιου. Κάποια στιγμή κινηθήκανε τα πικραμένα χείλη του συντρόφου του. Είπε: Τί θ’ απογίνουμε;
Πάνω απ’ τα σύρματα και το τσιμέντο ένα κομμάτι καταγάλανου ουρανού και κάποιο αστέρι. Ο Γιάννης το κοιτάζει εκστατικός.
– Για δες τί ένταση έχει αυτό το μικρό κομμάτι τού γαλάζιου, δες κι αυτό το άστρο. Ίσως αω γυρίζαμε σε κάποιο πολύβουο και καταφωτισμένο δρόμο της Αθήνας δεν θα το παρατηρούσαμε ποτέ, ούτε την προέκτασή του θα μαντεύαμε. Ήτανε ποτέ πιο πολύτιμος ο ουρανός απ’ αυτή τη στιγμή;
Ο σύντροφος χαμογέλασε.
Από εξορία σε εξορία κι από μνήμες συντρόφων του Ρίτσου θα μπορούσε κανείς λίγο λίγο να φτιάξει το πρόσωπο του ποιητή καθώς το διαμορφώσανε οι περιπέτειές του που διοχετευθήκανε και μέσα στο δημιουργικό του έργο. Θα αναφερθώ στο Μ.Κ. Μόλις είχε γυρίσει από τη Μακρόνησο. Ήταν ένας από τις χιλιάδες που είχαν υπογράφει. Ο Γιάννης όχι.
– Όλοι εμείς, διηγείται, τα βράδυα σουρνόμαστε στο τσαντήρι του. Μετά την υπογραφή ήμασταν σαν άδεια σακιά. Τότες εκείνος άρχιζε να μας μιλάει. Οι λέξεις του πέφτανε μια μια μέσα στα άδεια σακιά που μας είχανε καταντήσει και σιγά σιγά νιώθαμε πως ξαναγιομίξαμε, πως ξαναποκτούσαμε βάρος. Γύρισα στην Αθήνα δίχως ντροπή. Θα δουλέψω, θα δουλέψω διπλά. Είμαι πάλι γιομάτος.
ΥΠΟΘΗΚΗ
Είπε: πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο
γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία. Γράφω ένα στίχο,
γράφω τον κόσμο· υπάρχω· υπάρχει ο κόσμος.
Από την άκρη του μικρού δακτύλου μου ρέει ένα ποτάμι.
Ο ουρανός είναι εφτά φορές γαλάζιος. Τούτη η καθαρότητα
είναι και πάλι η πρώτη αλήθεια, η τελευταία μου θέληση.
31-3-69
(«Κιγκλίδωμα»).
Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ
7ος ΛΟΧΟΣ
του Δημήτρη Φωτιάδη
Μακρόνησος. Νοέμβριος 1949. Ο εμφύλιος πόλεμος έχει τελειώσει. Πάνω όμως στο ξερονήσι βρίσκουνται, κάτω από την επιτήρηση της χωροφυλακής, μερικές ακόμα χιλιάδες αμετανόητοι. Το κράτος, επιθυμώντας να συμπληρώσει την αναμόρφωσή τους, αποφασίζει να τους παραδώσει στο στρατό. Η μεταφορά θα γινόταν κατά δόσεις, για να μπορέσουν να κάνουν άνετα το πρώτο κοσκίνισμα. Κάθε πρωί, στο προσκλητήριο, διαβαζόταν κατάλογος από 200-300 ονόματα. Όποιος συμπεριλαμβανόταν σ’ αυτόν τράβαγε στη σκηνή του και μάζευε τα λιγοστά μα τόσο πολύτιμα πράματά του — ράντσο, κουβέρτες, ρούχα, την καραβάνα, καθώς και τα γράμματα των δικών του και μερικοί τα δυο-τρία βιβλία που είχαν. Τα φορτωνόταν στη ράχη του και ξεκινούσε από τούς Φούρνους για το Β.Ε.Τ.Ο./Ε.Σ.Α.Ι.
Σε μια από αυτές τις αποστολές βρισκόμουνα κι εγώ. Όταν η κάθε ομάδα έφτανε στον προορισμό της, άρχιζαν οι προτροπές και οι άπειλές. Κι ακολουθούσε η νύχτα του τρόμου. Οι χαράδρες γέμιζαν από βόγγους κι ουρλιάσματα.
Όποιοι δεν υπόκυπταν τους ανέβαζαν στον 7ο λόχο, για ανώτερες σπουδές κάτω από την επίβλεψη ενός χασισοπότη δήμιου.
Όταν με πήγαν στον λόχο αυτόν ήταν 2 από τα μεσάνυχτα. Μόλις χάραξε χτύπησε εγερτήριο. Ούτε μια χούφτα νερό να ρίξεις στο πρόσωπό σου. Έπρεπε όμως, πριν γίνει το προσκλητήριο για τις άσκοπες και σκληρές αγγαρείες, να προλάβεις τις φυσικές σου ανάγκες. Είχανε σκάψει τρεις λάκκους. Μπροστά τους σχηματίζονταν μεγάλες ουρές. Ο καθένας, με τη σειρά του, προχωρούσε με τις παροτρύνσεις των άλλων να μην αργήσει.
Και να, καθώς φτάνει η δική μου σειρά, βλέπω τον Γιάννη Ρίτσο ν’ ανασηκώνεται από το λάκκο. Οι ματιές μας καρφώθηκαν η μια στην άλλη. Δεν είπαμε τίποτα. Ούτε μια λέξη. Κι όμως τα είχαμε όλα πει. Ποτέ μου δεν ξανάνιωσα πόσο εύγλωττη μπορεί να είναι η σιωπή. Ξέραμε πιά, ο Γιάννης κι εγώ, πως όσα πίστευε ο ένας για τον άλλον ήταν αληθινά.
Γύρευαν να μας ταπεινώσουν, κι εμείς, μπροστά σ’ εκείνο το λάκκο, ζούσαμε μια κορυφαία στιγμή αξιοπρέπειας κι ανθρωπιάς.
***
Τον παραπάνω «θησαυρό» ανακαλύψαμε σ’ ένα τεύχος του περιοδικού ΑΝΤΙ, της δεκαετίας του ΄70. Το κείμενο υπογράφει η λογοτέχνης-συγγραφέας Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ. Η μαρτυρία του Δημήτρη Φωτιάδη συνόδευε το αφιέρωμα.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback