«Ω, μήνα του αίματος, της ανάτασης μήνα, μήνα του χαλασμού!…» – Ο «Σεπτέμβρης» του Γκέο Μίλεφ
Η βουλγάρικη ποίηση είναι αδιανόητη χωρίς τον Γκέο Μίλεφ, και ο “Σεπτέμβρης” είναι μια ανεπανάληπτη κορφή, και για τον ποιητή και για την ποίηση…Ο Μίλεφ ανήκει στους πρωτοπόρους διανοούμενους που έβαλαν πλάτη ν’ ανοίξει ο δρόμος προς μια νέα κοινωνική οργάνωση, που χαράχτηκε στη Ρωσία του Λένιν από τη νικηφόρα πορεία της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης.
«Υπάρχουν συγγραφείς, και μάλιστα με σημαντικό δημιουργικό έργο, που θα μπορούσαμε να φανταστούμε τη λογοτεχνία μας χωρίς αυτούς. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι, που ίσως να μην έγραψαν πολλά, αλλά με τη προσωπικότητα και την ποιότητα του έργου τους παραμένουν αμετακίνητοι στη λογοτεχνία μας και στη συνείδηση του λαού. Η βουλγάρικη ποίηση είναι αδιανόητη χωρίς τον Γκέο Μίλεφ, και ο “Σεπτέμβρης” είναι μια ανεπανάληπτη κορφή, και για τον ποιητή και για την ποίησή μας». Τα λόγια του Βούλγαρου κομμουνιστή ποιητή-συγγραφέα Βέσελιν Αντρέγεφ (1918-1991) σκιαγραφούν το μέγεθος της ποιητικής και ανθρώπινης αξίας του συμπατριώτη του Γκέο Μίλεφ· ενός ποιητή λιγότερο γνωστού απ’ όσο του αξίζει και του πρέπει – όχι μόνο στη χώρα μας.
Σε μια Ευρώπη που γέννησε σπουδαίους και φωτισμένους ποιητές, που με το έργο τους στήριξαν τα συμφέροντα των εργαζόμενων και φτωχών τάξεων, συμπορεύτηκαν με τα λαϊκά κινήματα των χωρών τους και «τραγούδησαν» μια κοινωνία απαλλαγμένη από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, ο Γκέο Μίλεφ συγκαταλέγεται στους πιο πρωτοπόρους.
Ο Γκεόργκι Μίλεφ Κασάμποφ (έμεινε γνωστός ως Γκέο Μίλεφ) γεννήθηκε στις 15 του Γενάρη 1895. Στις 15 του Μάη 1925 θεάθηκε για τελευταία φορά ζωντανός, πριν χαθούν για πάντα τα ίχνη του, μετά από κλήση που έλαβε «δι’ υπόθεσήν του» από τη βουλγαρική κρατική ασφάλεια, και το – ιδιόμορφο – κρανίο του βρεθεί μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια τρυπημένο από σφαίρες.
Το οικογενειακό του περιβάλλον (ο πατέρας του ήταν εκπαιδευτικός και δημοσιογράφος) καλλιέργησε στον Μίλεφ το φιλελεύθερο πνεύμα, την αντίθεση στη μοναρχία, το βαθύτερο ενδιαφέρον προς τα κοινωνικά προβλήματα και μια κλίση προς την ηθοποιία. Στα νεανικά του χρόνια, στη Στάρα Ζαγορά όπου πήγε σχολείο, σύντασσε και εικονογραφούσε χειρόγραφες εφημερίδες, έγραφε σατιρικούς στίχους και μετέφραζε ποιήματα του Πούσκιν, του Λέρμοντοφ, του Νεκράσοφ και άλλων Ρώσων ποιητών.
Η πρώτη του δημοσίευση έγινε σε περιοδικό τον Δεκέμβρη του 1913. Τον Ιούλη του επόμενου χρόνου κι ενώ έχει ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Μίλεφ ταξιδεύει στο Λονδίνο όπου γνωρίζεται με τον Βέλγο ποιητή Εμίλ Βεράρεν, που στη μετέπειτα πορεία του θα επηρεάσει καθοριστικά το έργο του.
Επιστρέφοντας στη Γερμανία για να συνεχίσει τις σπουδές του, θεωρείται από τις αρχές κατάσκοπος των Άγγλων και συλλαμβάνεται. Σύντομα απελευθερώνεται αλλά οι εξελίξεις σχετικά με τον πόλεμο τον αναγκάζουν να επιστρέψει, το 1915, στη Βουλγαρία. Στην πατρίδα του εργάζεται στο βιβλιοπωλείο του πατέρα του, τυπώνει σε λιγοστά αντίτυπα μεταφρασμένους από τον ίδιο στίχους των Βερλαίν, Βεράρεν, Νίτσε, Μαλαρμέ κ.ά. και συμμετέχει σε θίασο στη Στάρα Ζαγόρα, παίζοντας σε παραστάσεις.
Τον Μάρτη του 1916 τον καλούν στη σχολή έφεδρων αξιωματικών. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες «ήταν πάντα χωρίς σπαθί, με ασιδέρωτο παντελόνι, με τσαλακωμένο πηλίκιο, απειθάρχητος». Φεύγοντας από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Στάρα Ζαγόρα για το μέτωπο της Δοϊράνης έλεγε στους δικούς του: «Κανείς δεν σε ρωτά αν το θέλεις ή όχι! Σου βάζουν το μανδύα και δρόμο για το μέτωπο. Πέθανε! Ούτε το βιβλίο σου διάβασες, ούτε το στίχο σου έγραψες, αλλά ποιος σε ρωτά; Πήγαινε να πεθάνεις! Πέθανε για το βασιλιά! Πέθανε για την πατρίδα…».
Με βαθμό αξιωματικού παίρνει μέρος στη μάχη της Δοϊράνης (22 Απρίλη – 9 Μάη 1917) όπου αναμετρήθηκαν δυνάμεις της Βουλγαρίας και της Βρετανίας, με επιτυχή έκβαση για τις πρώτες. Η μάχη ξεκινάει με σφοδρότατο κανονιοβολισμό των βουλγαρικών θέσεων που κράτησε τέσσερις μέρες και κατά τη διάρκειά του ξοδεύτηκαν 100.000 οβίδες. «Εμείς μέναμε ακίνητοι ριγώντας, κι ωστόσο – τρέχαμε, τρέχαμε, τρέχαμε… γεμάτοι φρίκη, σταματούσαμε και πάλι τρέχαμε χωρίς να μπορούμε να πάμε πουθενά. Πουθενά!» θα γράψει αργότερα ο Γκέο Μίλεφ περιγράφοντας τη φρίκη του πολέμου, που τόσο μισούσε. Κατά τη διάρκεια αυτού του κανονιοβολισμού, στις 24 του Απρίλη 1917, ένα θραύσμα αγγλικής οβίδας τσακίζει το κρανίο του. Ο Μίλεφ θα ζήσει την υπόλοιπη – σύντομη – ζωή του μ’ ένα δεξί γαλάζιο γυάλινο μάτι, κι ένα βαριά παραμορφωμένο πρόσωπο το οποίο πασχίζει να καλύψει καλλιτεχνικά με μια τούφα απ’ τα μαλλιά του.
Ένα διάστημα μεταξύ 1918 και 1919 ο Μίλεφ μεταβαίνει με τη σύζυγό του στο Βερολίνο για θεραπεία και σπουδές. Αν και υποβάλλεται σε περισσότερες από δέκα οδυνηρές εγχειρήσεις, ωστόσο βρίσκει τη δύναμη να επισκεφτεί βιβλιοθήκες, μουσεία, εκθέσεις, θέατρα. Επισκέπτεται συχνά τα γραφεία του περιοδικού «Ντερ Στούρμ» που αποτελεί κέντρο του εξπρεσιονισμού και βρίσκεται κάθε τόσο στους πολυτάραχους δρόμους του Βερολίνου, όπου οι απεργοί εργάτες συγκρούονται με την αστυνομία (τον Γενάρη του 1919 δολοφονούνται οι κομμουνιστές ηγέτες του γερμανικού προλεταριάτου, Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ). Η επαναστατική ζύμωση στη Γερμανία θα επηρεάσει στο έργο του τον Βούλγαρο ποιητή. Έρχεται σε επαφή με Γερμανούς συγγραφείς και καλλιτέχνες, και ποιήματά του μεταφράζονται και τυπώνονται στο «Ντερ Στουρμ» και άλλα εξπρεσιονιστικά περιοδικά.
Επιστρέφοντας στη Σόφια, το 1919, ο Μίλεφ εκδίδει δικό του περιοδικό με την ονομασία «Βέζνικ» («Ζυγαριά») που γίνεται εκφραστής του συμβολισμού – εξπρεσιονισμού στη Βουλγαρία. Το περιοδικό θα σταματήσει την κυκλοφορία του το 1922.
Η άνοδος του βουλγαρικού επαναστατικού κινήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1920 θα προκαλέσει μεταστροφή στο έργο του Γκέο Μίλεφ. Στις 23 του Σεπτέμβρη 1923 ξεσπάει η «Αντιφασιστική Εξέγερση του Σεπτέμβρη». Αντιφασίστες εργάτες και αγρότες εξεγείρονται υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, με σκοπό να ανατρέψουν τον στυγερό δικτάτορα Τσάνκοφ, που είχε καταλάβει την εξουσία τρεις μήνες νωρίτερα με τις ευλογίες της βουλγαρικής πλουτοκρατίας και του ξένου κεφαλαίου. Οι Βούλγαροι καταπιεσμένοι εργάτες και αγρότες δίνουν έναν ηρωικό αγώνα πριν η εξέγερσή τους καταπνιγεί στο αίμα και εξαπολυθεί ανελέητος διωγμός εναντίον των κομμουνιστών, που περνάνε στην παρανομία, και άλλων αγωνιστών και αντιφασιστών.
Το 1924, συγκλονισμένος από τα γεγονότα και την κατάληξη της αντιφασιστικής εξέγερσης, αλλά και διαθέτοντας βαθιά πίστη στην τελική νίκη του λαού, ο Μίλεφ θα γράψει το μεγάλο σε έκταση, μνημειώδες ποίημά του «Σεπτέμβρης» και θα το τυπώσει στο νέο του περιοδικό που κυκλοφορεί αυτή τη φορά με την ονομασία «Πλάμακ» («Φλόγα»).
Σε αντίθεση με τη «Ζυγαριά», η «Φλόγα» εκφράζει το νέο «πιστεύω» του Μίλεφ που επηρεάζεται πια από τον μαρξισμό και υπερασπίζεται την παράδοση του ρεαλισμού: «Το ξέρουμε ωστόσο: Πάνω από την Εξουσία και το Κράτος είναι ο Λαός. Ο Ιερός Λαός. Δεν μπορούμε να μείνουμε κωφάλαλοι θεατές της λαϊκής τραγωδίας. Θα πάμε όπου είναι ο λαός. Στο λαό, μπροστά στο λαό…». «Οι διανοούμενοι», γράφει ο Γκέο Μίλεφ, «δε μπορούμε, δεν πρέπει να μείνουμε απαθείς μπροστά σ’ ό,τι τράβηξε ο λαός τον Σεπτέμβρη – κι όχι μόνο από κοινό ανθρωπισμό, μα κυρίως από ζήλο για την υπόθεση του λαού… Ο συγγραφέας πρέπει να μένει εκεί που είναι ό λαός· δίπλα στο λαό, ανάμεσα στο λαό… Ο ελεφάντινος πύργος, το καταφύγιο της ποίησης και κρησφύγετο των ποιητών, σωριάστηκε σ’ ερείπια. Από τη σκόνη των ονείρων, από το ερείπιο των φαντασιώσεών του, αναδύεται ο ποιητής, ζαλισμένος, απορώντας, αλλ’ όχι πια τυφλός, και βλέπει μπροστά του το καταματωμένο πρόσωπο του λαού, του λαού του…».
Όταν κυκλοφορεί η «Φλόγα» με τον «Σεπτέμβρη», τα τεύχη του περιοδικού κατάσχονται από τις αρχές ασφαλείας και απαγορεύεται η κυκλοφορία του, ενώ ο ποιητής σέρνεται σε δίκη.
Στις 14 του Μάη 1925 ο Γκέο Μίλεφ ενώπιον του δικαστηρίου από κατηγορούμενος γίνεται κατήγορος των διωκτών του. Όρθιος και αγέρωχος, μόνος, χωρίς συνήγορο, υπερασπίζεται με θέρμη το περιεχόμενο του «Σεπτέμβρη» και το δικαίωμά του στη δημιουργία, λέγοντας ότι ακολούθησε τη συνείδησή του. Αναλύει με πειστικότητα στους δικαστές που τον παρακολουθούν άναυδοι ότι η ιδέα του ποιήματός του «είναι η ανθρωπιά, η αδελφοσύνη, η αγάπη και η ειρήνη στη γη και ότι η ιδέα αυτή ισχύει για όλο το δημιουργικό έργο του» και τονίζει με αυστηρότητα πως δεν αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο ποιητής να δικάζεται για την ποίησή του.
Καταδικάζεται σε ένα χρόνο φυλάκιση και χρηματικό πρόστιμο. Την επόμενη μέρα δέχεται κλήση από την Κρατική Ασφάλεια και από τότε εξαφανίζονται τα ίχνη του. Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, το πτώμα του θα βρεθεί στραγγαλισμένο, μαζί με άλλους νεκρούς, θαμμένο σ’ ένα στρατώνα της Σόφιας. Στην ανακοίνωση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, με ημερομηνία 30 Σεπτέμβρη 1954, σημειώνονται ανάμεσα σε άλλα τα εξής: «Εξαιτίας της μακρόχρονης παραμονής των σκελετών στο χώμα και των μεταβολών που υπέστησαν, η ιατροδικαστική ανάκριση αδυνατεί ν’ αναγνωρίσει όλους τους σκελετούς που βρέθηκαν. Αλλά με τρόπο αναμφισβήτητο αναγνωρίστηκε το κρανίο του ποιητή Γκέο Μίλεφ, από το γυάλινο μάτι του και από την παραμόρφωση του κρανίου, μετά τον τραυματισμό του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις εγχειρήσεις στις οποίες υποβλήθηκε».
Ο «Σεπτέμβρης» υπήρξε μια αποκάλυψη για τον Μίλεφ. Ο ηρωισμός και η τραγωδία των εξεγερμένων Βούλγαρων προλετάριων ήχησε σαν καμπάνα στη συνείδησή του. Συντάχτηκε χωρίς δισταγμό με το μέρος τους, με το μέρος του λαού, όχι επηρεασμένος από κάποια ρηχή συναισθηματική φόρτιση που παίρνει το μέρος του αδύναμου αδικημένου, μα επιλέγοντας με συνείδηση και καρδιά την πλευρά του δίκιου.
«Μίλησαν για επίδραση του Verhaeren στο ποίημα αυτό. Δε νομίζω: στην ποίηση του Βέλγου, της τελευταίας περιόδου του κυρίως, αναγνωρίζουμε τη σοσιαλιστική έννοια του, ακούμε το μακρινό βουητό του λαού που ξεσηκώνεται, νιώθουμε τον δυναμισμό της εποχής (…). Αν πρέπει, ναι και καλά, ν’ αναζητήσομε επιδράσεις, θα πρέπει να στραφούμε μάλλον προς τη μεριά της ρωσικής ποίησης της εποχής, στον Blok των «Δώδεκα», στον Mayakovsky και, πιο πολύ ακόμη, στο «Χριστός ανέστη» του Andrei Biely» σημειώνει για τον «Σεπτέμβρη» ο Άρης Δικταίος, ποιητής, μελετητής και μεταφραστής της βουλγαρικής ποίησης.
Διαβάζοντας τον επικό «Σεπτέμβρη» οι επιρροές του Μαγιακόφσκι είναι φανερές. Τα συναισθήματα εναλλάσσονται καθώς τα πατώματα στο γρήγορο πέρασμα του ανελκυστήρα. Νιώθεις να ίπτασαι στο κενό, αφού πρώτα βρέθηκες με ιλιγγιώδη ταχύτητα σχεδόν ν’ αγγίζεις το ταβάνι τ’ ουρανού. Μια πικρή γεύση σε καταλαμβάνει, καθώς μετράς τις δικές σου πληγές δίπλα στις απώλειες των εξεγερμένων. Κι ένα κύμα στοχευμένης οργής έρχεται να αμφισβητήσει σαν το ορμητικό θαλασσινό νερό πάνω στην άμμο το αφήγημα της τάξης των νικητών για την παντοδυναμία της. Η δύναμη των στίχων του Μίλεφ, οι ζωντανές περιγραφές του, η αύρα του ηρωισμού που μετατρέπεται σε θρήνο για την τραγωδία, η μυρωδιά του μπαρουτιού και του σκοτωμένου αίματος, τα μηνύματα που αποτελούν παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές, παραπέμπουν στη μαζική σφαγή των προλετάριων Κομμουνάρων του Παρισιού, το 1871, και θυμίζουν τη «ματωμένη Κυριακή» της ρωσικής εργατικής τάξης, το 1905. Είναι σα να γράφτηκαν για τους ποταμούς αίματος των καταπιεσμένων όπου γης που υπερασπίστηκαν την υπόθεση της εργατικής τάξης· για τους αγωνιστές που ακολούθησαν και ακολουθούν τα βήματά τους, λαχταρώντας το ίδιο με όσους προηγήθηκαν μια ζωή που να την περιβάλλει η ειρήνη, η ευημερία και η πρόοδος, σε μια κοινωνία δίκαιη, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και καταπιεσμένους.
«Είναι δύσκολο να μιλά κάποιος για το ποίημα αυτό, που πρέπει ν’ ακούγεται όπως ακούγεται ένα μουσικό έργο. Γιατί ο Σεπτέμβρης μάς επηρεάζει με τέτοια δύναμη; Επειδή μας δείχνει μέσα σε θαρραλέες εικόνες με σθένος και με φιλοσοφικούς στοχασμούς την άνοδο και την ήττα του λαού σε μια μοιραία στιγμή. Επειδή ο ποιητής αποκαλύπτει με απέραντη ειλικρίνεια το βαθύ, φλογερό, προσωπικό του ενδιαφέρον για την αποθέωση του λαού και την καταδίκη των δημίων του. Επειδή το ποίημα ηχεί με μοναδικό, στην ποίησή μας, δυναμικό ρυθμό, με ανήσυχη μουσική πολυφωνία, με ορμητικό παλμό. Γιατί απλούστατα το έγραψε ο Γκέο Μίλεφ» σημειώνει ο Βέσελιν Αντρέγεφ.
Ο Γκέο Μίλεφ ανήκει στους πρωτοπόρους διανοούμενους που έβαλαν πλάτη ν’ ανοίξει ο δρόμος προς μια νέα κοινωνική οργάνωση («Εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά») που χαράχτηκε στη Ρωσία του Λένιν από τη νικηφόρα πορεία της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, το 1917. Ένας δρόμος σπαρμένος με τα κόκαλα και ποτισμένος με το αίμα αμέτρητων αγωνιστών, σε όλο τον κόσμο, γεμάτος δυσκολίες και εμπόδια, που παρά το πισωγύρισμα που σημειώθηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα με την ανατροπή του σοσιαλισμού, παραμένει μονόδρομος. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία να μην απομακρύνεται από το οπτικό μας πεδίο, ειδικά σήμερα που η βαρβαρότητα του εκμεταλλευτικού συστήματος (που σαν χιονοστιβάδα γιγαντώθηκε με ασύλληπτους ρυθμούς μετά τις ανατροπές στην ΕΣΣΔ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες) φαντάζει ανίκητη. Σ’ αυτό το δρόμο ο βουλγάρικος λαός πλήρωσε τη δική του κατάθεση, κι ο φλογερός ποιητής του, Γκέο Μίλεφ, βαρύ τίμημα που περιλάμβανε την ίδια τη ζωή του.
Σεπτέμβρης
I
Γέννα η νύχτα από μήτρα νεκρή
το πανάρχαιο μίσος του δούλου:
την πορφυρή του οργή –
τη μεγαλόπρεπη.Βαθιά μες στην καταχνιά και στο σκοτάδι.
Από χαράδρες σκοτεινές
– πριν ακόμα χαράξει
απ’ όλα τα βουνά
τις ερημιές
τους πεινασμένους κάμπους
τις λασπωμένες γειτονιές
από χωριά
και πόλεις
απ’ τις αυλές
απ’ τα χαμόσπιτα και τις καλύβες
από τα εργοστάσια, τις αποθήκες, τους σταθμούς
τ’ αμπάρια
τα τσιφλίκια
τους νερόμυλους
απ’ τα σιδηρουργεία
τους ηλεκτροσταθμούς
και τα εργαστήρια:μέσ’ από δρόμους και στροφές
πάνω
από γκρεμούς, κορφές κι οροσειρές
από τα σύνορα
τους λόφους
κι απ’ τις ανήλιαγες πλαγιές
από κίτρινα δάση φθινοπωρινά
από τα βράχια
από πηγές
κι από θολά νερά
από λειβάδια
κήπους
και χωράφια
αμπέλια
βοσκοτόπια
από τ’ αγκάθια
μέσα, κι από τις καμένες καλαμιές
απ’ τα φαράγγια
κι από τα έλη
ρακένδυτοι
γεμάτοι λάσπες
πεινασμένοι
βλοσυροί
λιγνεμένοι από το μόχθο το βαρύ
σκληρόδερμοι από τη κάψα και την παγωνιά
ανάπηροι
και παραμορφωμένοι
μαλλιαροί
μαύροι
ξυπόλυτοι
καταξεσχισμένοι
εξαθλιωμένοι
άγριοι
οργισμένοι
λυσσασμένοι
– δίχως λουλούδια
και τραγούδια
ή μουσική και σάλπιγγες
δίχως κλαρίνα, τύμπανα, λατέρνες
ταμπούρλα και τρομπόνια και κορνέτες:
στην πλάτη τα ταγάρια τους λιωμένα
δίχως σπαθιά στα χέρια γυαλισμένα
μα με μαγκούρες
και χωριάτικα ραβδιά
κλαριά
βουκέντρες
σκαλιστήρια
δικράνια
και τσεκούρια
πελέκια
και δρεπάνια
και ρόπαλα
– νέοι και γέροι –
χυμάνε απ’ όλες τις μεριές
– σαν ακυβέρνητο τυφλό κοπάδι
με χιλιάδες
ταύρους μανιασμένους
με φωνές
και ουρλιαχτά
(πίσω τους πετρωμένος ο θόλος της νυχτιάς)
ορμούν εμπρός
άταχτα
ακράτητοι
τρομαχτικοί
υπέροχοι:
Είναι ο ΛΑΟΣII
Ξεφτά η νύχτα με ανταύγειες φωτεινές
στις κορυφές.
Τ α η λ ι ο τ ρ ό π ι α
ε ρ ω τ ο τ ρ ο π ο ύ ν μ ε τ ο ν ή λ ι ο!
Ξύπνησε απ’ τη νάρκη της
η αυγή
με τη βροντή των πολυβόλων
– χτύπο το χτύπο –
σφύριζαν
τρελά
τα μολυβένια βόλια.
Κανόνια
λες ελεφάντων ποδοβολητά
βοούσαν…
Ρίγος και τρόμος.
Τ α η λ ι ο τ ρ ό π ι α π έ σ α ν σ τ ο χ ώ μ α.lll
Φωνή λαού:
Φωνή θεού.
Με χίλιες σπάθες
μαχαιρωμένος λαός –
ναρκωμένος
γονατισμένος
κι από ζητιάνο πιο ταπεινωμένος
λαός που απόμεινε
δίχως λογικό
και δίχως νεύρα –
να, ξεσηκώθηκε
από το ταραγμένο σκοτάδι
του βίου του
και με το αίμα του έγραψε:
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣΠ ρ ώ τ ο κ ε φ ά λ α ι ο:
Σεπτέμβρης
– Φωνή λαού –
– Φωνή θεού –
Ω, θε μου!
Το έργο βόηθησε το άγιο
των μαύρων μας χοντρών χεριών
και χάρισε κουράγιο
στην τρομαγμένη μας καρδιά:
δε θες εσύ δούλο κανένα
και να, λοιπόν – στα μνήματά μας ορκιζόμαστε
πώς θ’ αναστήσουμε ξανά
κι ελεύθερο ξανά θα κάνουμε τον άνθρωπο
στον κόσμο ετούτο.
Μπροστά μας περιμένει ο χάρος –
και τι μ’ αυτό;
πιο πέρα, εκεί
η Χαναάν ανθεί
γη της επαγγελίας
για μάς –
ατέλειωτη άνοιξη του ρεμβασμού μας.
Πιστεύουμε! Γνωρίζουμε! Το θέλουμε!
Ο θεός μαζί μας.IV
Σεπτέμβρη! Σεπτέμβρη
Ω μήνα του αίματος
της ανάτασης μήνα
μήνα του χαλασμού!
Το Μαγκλίς ήταν πρώτο
Στάρα
και
Νόβα
– ΖαγόραΤσιρπάν
Λομ
Φερδινάντ
Μπερκόβιτσα
Σαραμπέι
Μέτσκοβετς
(με τον παπα-Αντρέι)
– σε πόλεις και χωριάV
Ο λαός σηκώθηκε
– στα χέρια του
σφυριά
όλος καπνούς, σκουριά και στάχτες
– στους κάμπους με δρεπάνια
μουσκίδι από την πάχνη κι από την παγωνιά:
του μαύρου μόχθου η γενιά
με την ατέλειωτη υπομονή –
(δεν ήταν διάνοιες
ταλέντα
παπάδες
ρήτορες
διαφωτιστές
βιομήχανοι
πιλότοι
δάσκαλοι
και συγγραφείς
μηδέ αξιωματικοί
ταβερνιαρέοι
και μουσικοί
ούτε συνταγματάρχες μαύροι)
μονάχα χωρικοί
εργάτες
χοντροκομμένοι
κολίγοι
άξεστοι
αλήτες
βόδια
μουλάρια κοπάδι
μυριάδες
η μάζα
ο λαός:
Ιδανικά είχαν χιλιάδες
– Ιδανικό για του λαού την προκοπή.
Χίλιες είχαν λαχτάρες
για μια ζωή αστραφτερή.
Χιλιάδες άγριες καρδιές
– και φλόγα σε καθεμιά καρδιά
μαύρες γροθιές χιλιάδες
– στου ορίζοντα το κόκκινο ζωνάριΣημαίες
κόκκινες
σημαίες
απλωμένες
πάνω
και πέρα
πάνω απ’ όλη τη χώρα τη ριγούσα και τη συγχυσμένη
της θύελλας οργισμένος καρπός:
Χιλιάδες
ή μάζα –
ο λαός.
VI
Άστραψε
πάνω από τα προγονικά βουνά
που στρέψανε τον ομφαλό
ολόισια στον ουρανό
και στον αιώνιο ήλιο
αστραπή
κεραυνός
χτύπησε
ολόισια στην καρδιά
τη θεόρατη
εκατόχρονη
βαλανιδιά.
Λόφο μετά το λόφο
ο ήχος έστειλε μακριά
τη φτεροπόδαρή του ηχώ
από τα βράχια πέρα
προς τις απότομες πλαγιές
στις πέτρινες χοάνες
– που στρώμα είναι φλεγόμενο
όπου κουβαριασμένα
φίδια κι οχιές κοιμούνται
και σε σπηλιές που κατοικούν
δράκοι και δράκαινες
και σε κουφάλες όπου μάγισσες φωλιάζουν
– κι έσμιξε ο ήχος ο βραχνός
με την ηχώ τη μακρινή
βροντές και βρυχηθμοί
καταρραχτών
χείμαρρων
ποταμών
αγριεμένων
που ρίχνονται στην άβυσσο
με πάταγο.VII
Η τραγωδία αρχίζει!
VIII
Διπλώθηκαν οι πρώτοι
μες στα αίματα.
Αντάρτικη ορμή
σε λάβωσαν οι σφαίρες.
Ρίγησαν οι σημαίες
οι τρυπημένες.
Βροντοκοπάει το βουνό.
Και πάνω εκεί
οι λόφοι οι μακρινοί κι οι κοντινοί
σκούρηναν φορτωμένοι
κοπάδια ανθρώπινα
– χυμήξαν
μαύρες φάλαγγες
οι μισθοφόροι
ο τακτικός στρατός
κι η λυσσασμένη χωροφυλακή.
Όλοι τους ένα ξέρουν:
Πως «κινδυνεύει
η πατρίς».
Θαυμάσια:
Μα – τι να είναι αλήθεια η πατρίς; –
Και λυσσασμένα γαύγιζαν
τα πολυβόλα…Διπλώθηκαν οι πρώτοι
μες στα αίματα.Πέρα στις μακρινές
κορφές
το πυροβολικό βρυχάται.
Σείστηκαν
πόλεις
και χωριά.
Νεκρά κορμιά
κουφάρια ματωμένα
στρώσανε
τις βουνοπλαγιές
τους δρόμους
τις χαράδρες.
Το ιππικό με τα γυμνά
σπαθιά κυνηγά
τους ηττημένους χωρικούς
που σκόρπισαν τριγύρω όλο φρίκη
– λαβωμένοι, μισοπεθαμένοι
από τα βλήματα κι από τις βόμβες –
Τους πρόφταιναν οι καβαλάρηδες στα σπίτια
και μέσα εκεί τους σφάζανε
με ξίφη που στάζαν αίμα
στο χαγιάτι από κάτω
ανάμεσα στις στριγγιές
έντρομων γριών γιαγιάδων
παιδιών και μανάδων.IX
Ο στρατός προχωρούσε.
Τα βόλια σφυριχτός
εφιάλτης που λύγιζε
και τους πιο θαρραλέους:
Χέρια γυμνά υψωμένα
μ’ απόγνωση στον ουρανό.
Άδοξη φρίκη
πετρώνει στα πρόσωπα.
Αδάκρυτα μάτια
«Ο σώζων
εαυτόν
σωθήτω».
Από τα μονοπάτια
χυμάνε
λόχος μετά το λόχο
– το πεζικό
το ιππικό
το πυροβολικό.
Σάλπισμα εφόδου
ηχεί.
Πανικός
– ψηλά
πάνω απ’ τις κομματιασμένες
κόκκινες σημαίες –
εφιάλτης από φλόγες πορφυρές ανεμίζει.Εκεί
μέσα σέ όλη την ταραχή
μοναχός
σαν τρελλός
ο μυθικός
παπά
Αντρέι
με το κανόνι του το θρυλικό
σαρώνει
βλήμα το βλήμα…
Την ώρα τη στερνή
«Θάνατος στο Σατανά»
φωνάζει, και
τρομερός, μεγαλοπρεπής
γυρίζει το κανόνι
κατά πίσω και
την ύστατη
κανονιά καρφώνει
ολόισια
– στο ναό του θεού
όπου λειτουργούσε και κανοναρχούσε…Ύστερα παραδόθηκε.
«Ο κόκκινος παπάς να κρεμαστεί!
δίχως σταυρό και δίχως μνήμα».Στου τηλεγράφου το κοντάρι στάθηκε.
Κοντά του ο δήμιος.
Ο λοχαγός.
Έτοιμο
το σκοινί.
Μαύρισε
οργισμένο το βουνό.
Ο ουρανός
σκληρός.
Πελώριος ο παπάς, στητός
σαν το γρανίτη ατάραχος
χωρίς καθόλου λύπη
χωρίς καθόλου μνήμη
– με το σταυρό, στο στήθος, του Χριστού
και στα βουνά το βλέμμα καρφωμένο –
μακριά
θαρρείς στο μέλλον…
– Με δέος τα μάτια κατεβάζετε
μπροστά στο θάνατο που πλησιάζει,
δήμιοι! – κραυγάζει
ε, τι σημαίνει
ο θάνατος ενός;
Αμήν!
Κι έφτυσε
με θυμό.
Γρήγορα πέρασε μονάχος
γύρω απ’ το λαιμό του το σκοινί
και
δίχως καν να ρίξει μια ματιά στον ουρανό
– κρεμάστηκε –
η γλώσσα μες στα δόντια του σφιγμένη:Μεγαλοπρεπής
μοναχικός
ανυπέρβλητος.X
Πέταξε
το φθινόπωρο
άγρια σκισμένο
σ’ ανέμους μέσα, σε ουρλιαχτά, σε σκοτεινιά.
Θύελλα ξέσπασε
πάνω απ’ τα κατάμαυρα βουνά
– σκότος και λάμψη
και σμήνη τα κοράκια κράζουν.Ιδρώτας ματωμένος
στη ράχη κύλησε της γης.
Ανατριχιάζοντας, από τη φρίκη
σκύβει να φυλαχτεί το κάθε σπίτι
Χαλασμός!
Καταποντισμός!
ξέσκισε τον ουράνιο θόλο.XI
Και τότε γίνηκε
το φοβερότερο.
Σαν λυσσασμένη χτύπησετης αγωνίας η καμπάνα τις ψυχές
– χτυπάει, κρούει, αντιλαλεί…
Έπεσε τόσο χαμηλά η νύχτα –
ανέλπιδα κι ασφυχτικά κλεισμένη
απ’ όλες τις πλευρές.
Ο θάνατος
– παραφυλάει ματοβαμμένη μάγισσα
κρυμμένη μες στις σκοτεινές γωνιές
στριγγλίζει
ξεδιπλώνεται
μέσα στη νύχτα πέρα ως πέρα:
Με τα σκελετωμένα της τα χέρια
– μακριά κι ατέρμονα –
πιάνει και σφίγγει
πίσω από κάθε τοίχο
και μια καρδιά που τρέμει από το φόβο.
Ω, νύχτα μυστικών ανώνυμων
– κρυφών και φανερών:Ξανά οι πλατείες στα κόκκινα βαμμένες.
Ρόγχος θανάτου από λαρύγγια ακούγεται
κι απ’ αλυσίδων κροταλίσματα.
Κατάμεστες οι φυλακές.
Στις αυλές
των στρατοπέδων και των φυλακών
ομοβροντίες διαταγμένες.
Οι πόρτες σφαλισμένες.
Χτυπάνε σκοτεινοί μουσαφιρέοι.
Με τ’ όπλο στο χέρι, ο γιός
ξαπλωμένος στ’ ανώφλι, νεκρός.
Κρεμασμένος ο κύρης.
Η αδελφή βιασμένη.
Απ’ τα χωριά τους φερμένοι αγρότες
και πίσω – στρατιώτες.
Συνοδεία θλιβερή.
Προς εκτέλεση:
Διαταγή: Αλτ!
«Πυρ» –
Ντουφεκιές ηχούν
Κου
Κουξ
Κλαν
«Πυρ!»
– Ομοβροντία
Δέκα κορμιά
από την όχθη
πέφτουν βαριά
στα λασπονέρια της Μαρίτσας τα θολά
τα παρασύρει ματωμένα
το πατρικό ποτάμι λυπημένο.
Οι δρόμοι έρημοι κι απόμακρα
ορχήστρα στρατιωτική
ουρλιάζει με μανία
«Κυλά η Μαρίτσα»
Ματοβαμμένη…
Στα καταπατημένα
χέρσα χωράφια
ανάμεσα στις αγκαθιές και στα ψηλά χορτάρια
σωροί κεφάλια κόκκινα
πρόσωπα παραμορφωμένα απ’ τις πληγές.
Απλώσαν τις φτερούγες τους τις μαύρες οι κρεμάλες
(φαντάσματα μέσα στην πεθαμένη καταχνιά)
Αντιλαλεί ασίγαστα του πελεκιού το φοβερό εμβατήριο
καθώς κτυπά στο κόκαλο. Χωριά πυρπολημένα
φεγγοβολούνε στον ορίζοντα πέρα μακριά.
Αυλάκια το αίμα κύλησε.
Φωτιές
με γλώσσες έγλυψαν ιερόσυλες
το άγιο βάθρο
του θρόνου
του θεού.
Τσίκνα από σάρκα ανθρώπινη μυρίζει.
Ψηλά στους ουρανούς γεμάτοι δέος
κραυγάζουν οι μακάριοι
κάτοικοι του λαμπρού παράδεισου
– Ωσανά εν τοις υψίστοις –
Τέλος.
Σταμάτησε ο τυφώνας.
Η αντάρα
κόπασε πια
ειρήνη
κι ησυχία
απλώθηκε
σ’ όλη
τη χώρα.
Αιματηρή για τους θεούς θυσία.XII
Μούσα, τραγούδα το θυμό του ξακουστού Αχιλλέα.
Ο Αχιλλέας η ωμή δύναμη ήταν
Δαίμονας του πολέμου.
Ο Αχιλλέας έμπειρος ήτανε στρατηγός
της Α.Μ. του βασιλιά Αγαμέμνονα.
Ήρωας ήταν ο Αχιλλέας
με αναρίθμητους
σταυρούς, παράσημα, μετάλλια…
Στυλοβάτης
του νόμου και της τάξης
στη χώρα…Μα τώρα
εμείς πια δεν πιστεύουμε στους ήρωες
– ούτε σε ξένους ούτε σε δικούς.Η Τροία πυρπολήθηκε κι ισοπεδώθη.
Χάθηκε ο Πρίαμος και η Εκάβη
Θρίαμβος για τον Αχιλλέα…
– Γι’ αυτό Εκάβη τι θα πει; –
Ωμή και άγρια έχει την ψυχή
και δεν ακούει
το θρήνο της ιερής μητέρας, που απολιθώθηκε
σ’ ανώνυμα ματοβαμμένα μνήματα επάνω
μνήματα που ξεφύτρωσαν έτσι στα ξαφνικά
– τόσα πολλά –
που δε μετριούνται.
– Γι’ αυτό Εκάβη τι θα πει; –
Ήρωας ήταν ο Αχιλλέας.
Ο Αχιλλέας ήταν τρανός.Μάστιγα, που ’στείλε ο θεός.
Μα κάποια μέρα ο Αχιλλέας θα χαθεί – μέσα στ’ ανάθεμα και στην οργή.
– Ναι χάθηκε στ’ αλήθεια
σ’ επαίσχυντο βυθίστηκε ξευτελισμό:
Εκδίκηση αντάξια στο φονιά.
Ο Αγαμέμνονας την Ιφιγένεια σκότωσε
– και χάθηκε:
Η Κλυταιμνήστρα σκότωσε τον Αγαμέμνονα
– και χάθηκε
Ο Ορέστης με την Ηλέκτρα σκότωσε την Κλυταιμνήστρα
– και χάθηκε.
Μονάχη μένει
– και θα παραμένει
στους αιώνες –
η μάντισσα Κασσάνδρα:
που προμηνάει εκδίκηση
– κ ι ο ι π ρ ο φ η τ ε ί ε ς τ η ς ζ ο ύ ν ε .
Παντοτινό καπρίτσιο, διασκέδαση, παιχνίδι
των ολύμπιων θεών.
Αιώνια άνθιση της θείας τους βουλιμίας.
Ο κάθε θάνατος είναι γι’ αυτούς ψυχαγωγία
τα βογγητά γι’ αυτούς – αθώα αστεία.
Αστεία ο θάνατος, τα αίματα, τα φονικά!
Μα ως πότε πια, ως πότε πια
Παντοκράτορα Δία
Γιούπιτερ
Αχουραμάντζα
Ίντρα
Τοτ
Ρα
Ιεχωβά
Σαβαώθ
– α π ά ν τ α!Μέσ’ από τους καπνούς των πυρκαγιών
ορμάει ραπίζοντας τ’ αυτιά μας
των σκοτωμένων η κραυγή
και το ουρλιαχτό
αμέτρητων μαρτύρων
πάνω απ’ τις ανθρακιές καμένων ξύλων
– Π ο ι ο ς
π ρ ό δ ο σ ε τ η ν π ί σ τ η μ α ς; –Απάντα!
Γιατί σωπαίνεις;
Μη και δεν ξέρεις;
– Ξέρουμε μεις
Να, δες μας
μ’ ένα πήδημα
τον ουρανό αγγίζουμε:ΚΑΤΩ Ο ΘΕΟΣ!
– ρίχνουμε βόμβα στην καρδιά σου
και κατακτούμε ξαφνικά τον ουρανό.ΚΑΤΩ Ο ΘΕΟΣ!
κι από το θρόνο σου
κάτω σε ρίχνουμε νεκρό
στων οικουμενικών γκρεμών τα βάθη
των άναστρων
των ατσαλένιων.ΚΑΤΩ Ο ΘΕΟΣ!
Σε ουράνια γεφύρια
με λοστούς και σκοινιά
το μακάριο παράδεισο
εδώ κάτω θα φέρουμε
κάτω στην πικραμένη
την καταματωμένη
γήινη σφαίρα μας.
Όσα οι ποιητές
κι οι φιλόσοφοι γράψανε –
θα βγουν αλήθεια!
– Δίχως θεό! Δίχως αφέντη!
Μάη θα κάνουμε το Σεπτέμβρη.
Του ανθρώπου η ζωή
αιώνια ανάταση θα ’ναι
– Ψηλά όλο και πιο ψηλά!
Π α ρ ά δ ε ι σ ο ς θ α γ ί ν ε ι η γ η.
Θα γίνει!
Σημείωση πρώτη: Βασικές πηγές για τη συγγραφή του σημειώματος υπήρξαν οι εκδόσεις «Γκέο Μίλεφ – Σεπτέμβρης – Ποιήματα και πεζά» (μετάφραση από τα βουλγαρικά: Μίλκο Τσόνεφ. Επιλογή – Απόδοση – Επιμέλεια: Έλλη Παιονίδου, Πρόλογος: Βέσελιν Αντρέγεφ – Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1981 – Η έκδοση κοσμείται από εικόνες με πέτρες που ζωγράφισε ο Γιάννης Ρίτσος) και «Άρη Δικταίου – Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως» (εκδόσεις «Δωδώνη», 1971). Αντλήθηκαν πληροφορίες από τη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια (Εκδοτική Εταιρεία «Ακάδημος» Α.Ε.) καθώς και τη ρωσική και βουλγαρική Βικιπαίδεια.
Σημείωση δεύτερη: Το ποίημα αντιγράφτηκε και μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από την έκδοση «Γκέο Μίλεφ – Σεπτέμβρης – Ποιήματα και πεζά» (μετάφραση από τα βουλγαρικά: Μίλκο Τσόνεφ. Επιλογή – Απόδοση – Επιμέλεια: Έλλη Παιονίδου, Πρόλογος: Βέσελιν Αντρέγεφ – Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1981). Τηρήθηκε όσο τεχνικά στάθηκε δυνατό η μορφοποίηση του πρωτότυπου.