Η Ελλάς αγνωμονούσα
Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς. Μια σπάνια προσωπικότητα του Εικοσιένα, άξιος οπλαρχηγός, ανιδιοτελής αγωνιστής. Έφυγε από τη ζωή πάμφτωχος και αγνοημένος, με μοναδική περιουσία την τιμή και την περηφάνεια του, την εκτίμηση και την αγάπη των απλών ανθρώπων, για τη λευτεριά και το δίκιο των οποίων πολέμησε.
«Η Ελλάς ευγνωμονούσα» είναι η ονομασία που έδωσε σε έναν πίνακά του ο ζωγράφος Θεόδωρος Βρυζάκης (1814-1878). Αν και το έργο του μονοπωλήθηκε από θέματα της επανάστασης του Εικοσιένα, αυτός ο πίνακας πρέπει να είναι ο περισσότερο γνωστός από άλλους του Βρυζάκη. Από το 1982 και για πολλά χρόνια δέσποζε στον τοίχο του πρωθυπουργικού γραφείου, στο Μέγαρο Μαξίμου και αποτέλεσε αφορμή αντιπαράθεσης, όταν κάποιος πρωθυπουργός τον αντικατέστησε με κάποιον άλλον πίνακα της αρεσκείας του, στη συνέχεια ένας άλλος πρωθυπουργός τον επανάφερε, για να τον αντικαταστήσει ξανά, αυτή τη φορά ο πρωθυπουργός της «πρώτη φορά αριστερά»…
Ο πίνακας απεικονίζει την Ελλάδα με «τη μορφή νέας στεφανωμένης γυναίκας, ενδεδυμένης αρχαιοπρεπώς, εν μέσω αγωνιστών της Επανάστασης του 1821 να έχει σπάσει τις αλυσίδες της σκλαβιάς από τα πόδια της». Δεν γνωρίζω αν ανάμεσα στους αγωνιστές βρίσκεται ο Νικήτας Σταματελόπουλος, Νικηταράς, όπως έμεινε περισσότερο γνωστός, ή «Τουρκοφάγος», ανιψιός του Θ. Κολοκοτρώνη και από τους πιο άξιους ηγέτες της επανάστασης. Είναι όμως βέβαιο ότι η Ελλάδα, το επίσημο κράτος, η πολιτεία (όπως και να το πούμε, να το διαχωρίσουμε από το λαό), όχι μόνο δεν εξέφρασε ευγνωμοσύνη προς τον υπέροχο αυτό άνθρωπο, αλλά τον τιμώρησε εκδικητικά και με τρόπο ατιμωτικό, για την προσφορά του. Την ίδια ή παρόμοια τύχη είχαν κι άλλοι άξιοι αγωνιστές, του Εικοσιένα, και των αγώνων του λαού μας που ακολούθησαν…
Ο Νικηταράς έφυγε από τη ζωή στις 25 του Σεπτέμβρη 1849, τυφλός και με τσακισμένη τη σωματική και ψυχική του υγεία, πάμφτωχος και αγνοημένος. Με μοναδική περιουσία την τιμή και την περηφάνεια του, την γενική παραδοχή, την εκτίμηση και την αγάπη των απλών ανθρώπων, για τη λευτεριά και το δίκιο των οποίων πολέμησε.
Ο Νικηταράς ξεχώρισε για τις ηγετικές ικανότητες και την παλικαριά του και υπήρξε καθοριστική η συμβολή του ως οπλαρχηγού σε πολλές σημαντικές μάχες. «Μα ο Νικηταράς δεν κάθεται να τουφεκάει από ψηλά τους οχτρούς. Γυμνώνει το σπαθί του και γκαρδιώνει τα παλικάρια του. Σίφουνας ροβολάνε την πλαγιά και χύνουνται πάνω στ’ ανθρώπινο μπουλούκι. Βουή κι αντάρα συγκλονίζει τώρα το τούρκικο ασκέρι, θρήνος και πανικός. Στριμώχνονται στον γκρεμό και σωριάζονται από τα βράχια, ζώα πάνω σ’ ανθρώπους κι άνθρωποι πάνω σε ζα. Ο Νικηταράς είχε πια μεθύσει. Χτυπάει δεξά-ζερβά φωνάζοντας: «Κουράγιο Νικήτα, Τούρκους σκοτώνεις!». Τρία σπαθιά σπάνε στα χέρια του», γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης, περιγράφοντας την πολεμική συμπλοκή στον Αη Σώστη, τον Ιούλη του 1822, αμέσως μετά τη νίλα του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Λίγες μέρες μετά, στο Αγιονόρι θα ολοκληρώσει με τους λιγοστούς άντρες του την καταστροφή του πολυπληθούς ασκεριού του Δράμαλη, που θ’ αφήσει πίσω τόνους λάφυρα και χρυσάφι.
Δεν ήταν όμως η μεγάλη παλικαριά το μοναδικό του γνώρισμα. Η αγάπη του για την πατρίδα, το δόσιμό του με σώμα και ψυχή στον αγώνα και η ανιδιοτέλεια παίρνουν μορφή στο πρόσωπο του σπάνιου αυτού ανθρώπου. Ο Νικηταράς μπροστά στους εγκαταλειμένους στο πεδίο της μάχης θησαυρούς των Τούρκων, σε αντίθεση με τους άλλους πολεμιστές, αρνείται να κρατήσει κάτι για τον εαυτό του. Κι όταν τα παλικάρια του τού δωρίζουν ένα πανάκριβο διαμαντοποίκιλτο σπαθί, δεν θα το κρατήσει, μα θα το στείλει στο ταμείο του αγώνα, για να ενισχυθούν οι ανάγκες της επανάστασης. «… Ην γαρ ο ανήρ αρειμάνιος, απλούς και άκακος, ειλικρινής και τίμιος, πιστός και φιλότιμος, δίκαιος και αμερόληπτος, πλούσιος και πένης. Διότι, ενώ είχε τρόπους να πλουτίσει καθώς άλλοι οπλαρχηγοί επλούτισαν ή από πλεονεξίας και αρπαγάς, αυτός κατεφρόνει και λάφυρα… Διά τούτο όμως θαυμαζόμενος απέκτησε πλούτον και θησαυρόν ανεξάντλητων, την υπόληψιν και το σέβας όλου του Πανελληνίου…», έγραφε για τον ήρωα ο Γεώργιος Γαζής.
Ο αγώνας και πώς θα ολοκληρωθεί με επιτυχία ήταν η μοναδική του έγνοια. Αν και γρήγορα ξεχώρισε για τις ηγετικές του ικανότητες, δεν τον ένοιαζαν τα αξιώματα. «Χαρά του είχε ν’ αγωνίζεται κάτω από τους δυο μεγαλύτερους πολέμαρχους του Εικοσιένα, τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη», γράφει ο Δ. Φωτιάδης.
Αυτός ο αγνός και τίμιος πατριώτης, όταν ελευθερώθηκε η Ελλάδα από τους Τούρκους, βρέθηκε πιο φτωχός απ’ ότι ήταν όταν μπήκε στον πόλεμο. Αλλά κι έτσι, είναι αμφίβολο αν πέρασε ποτέ από τη σκέψη του τι έμελλε να περάσει ζωντανός, στην ελεύθερη πατρίδα, που με κίνδυνο της ζωής του πολέμησε για τη λευτεριά της. Μπαίνει στο μάτι των πολιτικάντηδων και των Βαυαρών, και με την κατηγορία της συνομωσίας κατά του βασιλιά Όθωνα, το 1839 δικάζεται για προδοσία και κλείνεται στη φυλακή.
Οι άθλιες συνθήκες της φυλακής και τα φριχτά βασανιστήρια που υφίσταται τσακίζουν την υγεία του. Επιπλέον πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη, χωρίς να το γνωρίζει. Οι αρχές αρνούνται να του παρασχεθεί ιατρική βοήθεια και τον εξορίζουν στην Αίγινα. Όταν επιστρέφει στην οικογένειά του δεν είναι πια ο αγέρωχος οπλαρχηγός που όλοι αναγνώριζαν, αλλά ένας αγνώριστος σχεδόν τυφλός, τσακισμένος σωματικά και ψυχικά γέρος. Λέγεται ότι μόλις τον αντίκρυσε η κόρη σε τέτοια κατάσταση, έχασε τα λογικά της…
Ανήμπορος να δουλέψει για να ζήσει, αιτείται στην πολιτεία να του δοθεί σύνταξη. Οι αιτήσεις του μία μετά την άλλη, απορρίπτονται. Η Ελλάς δεν έχει εξαντλήσει ακόμα την εκδικητικότητά της πάνω στον περήφανο αγωνιστή. Η «ευγνωμοσύνη» της βρίσκεται τυπωμένη πάνω στο χαρτί μιας άδειας επαίτη. Ο Νικηταράς, με το νόμο, «αποχτά» το «δικαίωμα» να ζητιανεύει ανενόχλητος από τους χωροφύλακες του Όθωνα, σε συγκεκριμένο πόστο, έξω από μια εκκλησία στον Πειραιά, συγκεκριμένη μέρα της βδομάδας. Όπως οι μικροπωλητές που απλώνουν την πραμάτεια τους… Όμως η εκδικητικότητα και η σκατοψυχία των ιθυνόντων δεν έχουν τελειωμό. Το πόστο όπου ο μπαρουροκαπνισμένος ήρωας έχει δικαίωμα ν’ απλώνει την παλάμη του, είναι από τα λιγότερο προσοδοφόρα…
Ο Νικηταράς γίνεται επαίτης, μα δεν δεν εξαγοράζει την αξιοπρέπεια και την τιμή του. Χωρίς όραση, μα με τις άλλες αισθήσεις του ζωντανές, κάθεται κατάχαμα στην άκρη του δρόμου, δίπλα στους περαστικούς, που τραβάνε το δρόμο τους, χωρίς οι περισσότεροι να τον αναγνωρίζουν. Με τους λιγοστούς οβολούς των φιλεύσπλαχνων καταφέρνει να μετράει ζωντανός τον καιρό, επιστρέφοντας με τη βοήθεια ενός ραβδιού στο φτωχόσπιτό του.
Κάποτε, ο πρέσβης της Ρωσίας, μαθαίνει για την τύχη του και αποφασίζει να πάει να τον συναντήσει. Μόλις ο Νικηταράς αντιλαμβάνεται την παρουσία του ξένου, μαζεύει το απλωμένο χέρι του. Η παράδοση θέλει να έχει διαμειφτεί μεταξύ τους ο παρακάτω διάλογος:
–Τι κάνετε εδώ στρατηγέ μου; ρωτάει ο ξένος.
–Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα, απαντάει περήφανα ο Νικηταράς.
–Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στην άκρη του δρόμου; ξαναρωταέι ο ξένος.
–Η πατρίδα μού έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος, είναι η απάντηση του περήφανου Νικηταρά.
Τότε ο ξένος, που κατάλαβε καλά τι συμβαίνει, κάνει να φύγει αφήνοντας όμως να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες.
Ο τυφλός Νικηταράς καταλαβαίνει από τον ήχο, ψαχουλεύει, βρίσκει και πιάνει το πουγκί και φωνάζει στον ξένο: «Σου έπεσε το πουγκί σου… Παρ’ το μην το πάρεις κανένας άλλος και το χάσεις»…
Η Ελένη Σαραντίτη έγραψε ότι ο λαός «διαθέτει αλάθητο κριτήριο, ξέρει να τιμά και να μην ξεχνά τους ήρωές του. Αλλά, η μνήμη χρειάζεται ενίσχυση».
Η μνήμη χρειάζεται ενίσχυση.