Εφαρμογές και εκφάνσεις της καταναγκαστικής εργασίας στους πολιτικούς κρατούμενους και εξόριστους του Εμφυλίου
Στο διάστημα 1945-1967, πάνω από 100.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά γνώρισαν από κοντά το ζόφο της εξορίας και του πολιτικού εγκλεισμού, βρισκόμενοι στις διάφορες φυλακές και τους τόπους εξορίας, της περιόδου. Πρόκειται για μέλη του ΚΚΕ, της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά και για ένα ευρύτερο πλήθος αριστερών πολιτών, νοουμένων ως «συμπαθούντων», από το αστικό κράτος της περιόδου.
Στο διάστημα 1945-1967, πάνω από 100.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά γνώρισαν από κοντά το ζόφο της εξορίας και του πολιτικού εγκλεισμού, βρισκόμενοι στις διάφορες φυλακές και τους τόπους εξορίας, της περιόδου.1 Πρόκειται για μέλη του ΚΚΕ, της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά και για ένα ευρύτερο πλήθος αριστερών πολιτών, νοουμένων ως «συμπαθούντων», από το αστικό κράτος της περιόδου. Ανάμεσά τους, βρέθηκε και μικρός αριθμός τροτσκιστών και μαρτύρων του Ιεχωβά, που νοούνταν και αυτοί ως ταξικοί ή ιδεολογικοί αντίπαλοι του καθεστώτος.2 Ανάμεσα στις στερήσεις, τα βασανιστήρια και την εκτεταμένη ψυχική και σωματική βία, οι πολιτικοί κρατούμενοι και εξόριστοι αντιμετώπισαν και την επιβολή της καταναγκαστικής εργασίας, σε ορισμένους τόπους εξορίας και κράτησης.
Πριν προχωρήσουμε την ανάλυσή μας θα πρέπει να προβούμε σε έναν σημαντικό διαχωρισμό: Αναφερόμενοι στην επιβολή της καταναγκαστικής εργασίας, θα πρέπει να τη διαχωρίσουμε τόσο από τα γνωστά καψόνια (εργασία και σωματική άσκηση χωρίς νόημα), όσο και από υπόλοιπα βασανιστήρια. Η καταναγκαστική εργασία είχε καταρχήν, νόημα και αποτέλεσμα. Μέσω αυτής κατασκευάστηκαν εκατοντάδες κτήρια και εγκαταστάσεις, σε διάφορους τόπους εξορίας, δημιουργήθηκαν προϊόντα και προσφέρθηκαν υπηρεσίες.3 Αποτέλεσμα της καταναγκαστικής εργασίας υπήρξε ο προσωπικός πλουτισμός μιας μικρής μερίδας ανθρώπων, δηλαδή των διοικητών, κυρίως στα στρατόπεδα της Γυάρου και της Μακρονήσου.4 Κατά δεύτερον, η καταναγκαστική εργασία δεν υπήρξε απλώς και μόνο ένα είδος βασανιστηρίου, παρά το γεγονός ότι, λόγω της σκληρότητας των συνθηκών της είχε χαρακτήρα βασανισμού ή συνοδευόταν από ξυλοδαρμούς και άλλα βασανιστήρια.5 Ωστόσο, αυτό που εμφανώς τη διαχωρίζει από τον απλό σωματικό ή ψυχικό βασανισμό είναι το γεγονός ότι η καταναγκαστική εργασία, είχε τη φύση της εργασίας, ήτοι της ακραίας εκμετάλλευσης, ανθρώπου από άνθρωπο.
Στο πλαίσιο της έρευνας, εντοπίζονται κυρίως τρεις περιπτώσεις εκτεταμένης και συστηματικής υποβολής των πολιτικών κρατουμένων και των εξορίστων σε καταναγκαστική εργασία: Το στρατόπεδο εξορίστων της Γυάρου, της Μακρονήσου και η πολύ λιγότερο γνωστή περίπτωση της Αγροτικής Αποικίας στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, μιας ανοικτού τύπου φυλακής, βγαλμένης σχεδόν από μυθιστόρημα του Όργουελ.6 Εκτός των παραπάνω, περιπτώσεων, πολιτικοί κρατούμενοι βρέθηκαν και σε μια σειρά αγροτικών φυλακών, όπως αυτή της Κασσαβέτειας, της Τίρυνθας και του Πολυγύρου Χαλκιδικής.7 Ωστόσο, στις φυλακές αυτές η εργασία σπανίως ήταν υποχρεωτική και ακόμα και όταν η διοίκηση προσπαθούσε να την επιβάλλει, οι ομάδες συμβίωσης των πολιτικών κρατουμένων διαχώριζαν τον εαυτό τους, από τους απλούς ποινικούς κρατούμενους, αρνούμενοι να εντάξουν τα μέλη τους στην παραγωγή της φυλακής.8 Στην περίπτωση της Γυάρου και της Μακρονήσου, ο μεγάλος πληθυσμός των εκτοπισθέντων, ο έγκαιρος διαχωρισμός τους από τη διοίκηση και η έκταση και ένταση της βίας εμπόδισαν τις εκεί ομάδες συμβίωσης από το να αντιδράσουν δυναμικά και μαζικά, ακυρώνοντας την επιβολή της καταναγκαστικής εργασίας. Από την άλλη πλευρά, στην Αγροτική Αποικία της Κασσάνδρας, για την οποία τα στοιχεία είναι ελάχιστα και προέρχονται μόνο από τις εκθέσεις της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, η εργασία ήταν υποχρεωτική, ενώ οι κρατούμενοι εξέτιαν ποινές μικρότερες των 20 ετών και θεωρούνταν ως «αποχρωματισθέντες».9 Προφανώς λοιπόν, οι πολιτικοί κρατούμενοι της αποικίας είχαν υπογράψει «δηλώσεις μετανοίας» και εργάζονταν κανονικά και βάσει προγράμματος.10
Στην περίπτωση της Γυάρου, η καταναγκαστική εργασία φαίνεται πως ξεκίνησε να επιβάλλεται στη λεγόμενη «δεύτερη και τρίτη περίοδο» του νησιού,11 επί διευθύνσεως Γεωργίου Γλάστρα και μετέπειτα, με διευθυντή το Μανώλη Μπουζάκη.12 Η επιβολή της καταναγκαστικής εργασία στη Γυάρο δεν ξεκίνησε τυχαία, αλλά λόγω της ευκαιρίας για προσωπικό πλουτισμό που διάφοροι αξιωματούχοι του κράτους εντόπισαν, όταν το Υπουργείο Δικαιοσύνης αποφάσισε την ανέγερση κτηριακού συγκροτήματος φυλακών στο νησί. Βασικοί υπεύθυνοι για το έργο ορίστηκαν οι Π. Μεταξάς (Γενικός Διευθυντής Τεχνικών Έργων του Υπουργείου Δικαιοσύνης) και ο συνεργάτης του, μηχανικός Γ. Παναγιωτόπουλος. Tα έργα που όρισε το Υπουργείο Δικαιοσύνης να κατασκευαστούν (ή να περατωθούν) στη Γιούρα έως το 1952 ήταν τα εξής:13
-
-Τέσσερις νέοι λιμενοβραχίoνες
-
-Ένα ξενοδοχείο 50 κλινών
-
-Εκατοντάδες κατοικίες προσωπικού και χωροφυλάκων
-
-Ένα κτίριο φυλακών δύο ορόφων, με επιφάνεια 75x150 μέτρα και δύο υπόγεια πειθαρχεία
-
-Τρία μεγάλα βοηθητικά κτίρια στον Δ΄ όρμο: Ένα αναρρωτήριο, ένα ηλεκτρικό εργοστάσιο και μια αποθήκη
-
-Τέσσερα δίπατα πολυβολεία, δύο στον Δ΄ όρμο, ένα στον Β΄και ένα στην κορυφή του βουνού του νησιού
-
-Δεκάδες σκοπιές και φυλάκια σε κάθε ύψωμα του νησιού,
-
-Αποθήκες της τεχνικής υπηρεσίας, δεκάδες στον αριθμό
-
-Ένας αυτοκινητόδρομος που συνδέει το Α΄και τον Δ΄όρμο. Το μήκος του 3 χιλιόμετρα και το φάρδος του 7-12 μέτρα
-
-Ένας δρόμος από τον Α΄ όρμο ως τον όρμο μηδέν, μήκους 1 χιλιομέτρου και φάρδους 5-7 μέτρων
-
-Προσωπικές βίλες για το διοικητή του στρατοπέδου Μπουζάκη, τον Μεταξά, τον Γλάστρα, τον Παναγιωτόπουλο και τον αρχιμανδρίτη Προκόπιο
-
-Δύο λιμένες, ένας στον Α΄ όρμο και ένας στον Δ΄ όρμο
-
-Σκάψιμο για δημιουργία δύο νέων όρμων (ΣΤ΄ όρμος και όρμος μηδέν)
-
-Εκατοντάδες άλλες κατασκευές, όπως δρομάκια, πεζούλια, χαντάκια, πλατείες, παρτέρια, μάντρες, πολυβολεία κτλ.
Στο έργο αυτό οι Μεταξάς και Παναγιωτόπουλος εντόπισαν μια μοναδική ευκαιρία προσωπικού πλουτισμού. Με τη συνεργασία της διοίκησης του στρατοπέδου, υπέβαλλαν τους εξόριστους σε πολύωρη και απλήρωτη καταναγκαστική εργασία, ενώ παράλληλα εισέπρατταν τις χρηματικές πιστώσεις (για υλικά και μεροκάματα) του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τους εαυτούς τους.14 Στη Γυάρο, η καταναγκαστική εργασία στην οποία υποβλήθηκαν οι εξόριστοι δεν στόχευε μόνο στη δημιουργία υποδομών και στον προσωπικό πλουτισμό των υπευθύνων, αλλά και στη βιολογική τους εξάντληση και την πνευματική τους εξαθλίωση. Η πολύωρη καθημερινή εργασία σε συνδυασμό με το ξύλο και τα βασανιστήρια που την συνόδευαν, υπέσκαπταν την υγεία των εξορίστων, ενώ γνωρίζουμε και για δύο τουλάχιστον περιστατικά θανάτου «πάνω στη δουλειά». Πρόκειται για τον εξόριστο Βασίλη Καρμούτσο, που πέθανε από την εξάντληση κουβαλώντας σακιά με χώμα στις 27 Μαΐου του 1949, και τον εξόριστο Σταμάτη Λιάπη, ο οποίος πέθανε κάτω από παρόμοιες συνθήκες το 1948.15
Ασφαλώς, από την καταναγκαστική εργασία των εξορίστων της Γυάρου δεν επωφελήθηκαν μόνο δύο πρόσωπα. Παρά το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε τις δοσοληψίες ανάμεσα στον Μεταξά και το διοικητικό προσωπικό της Γυάρου, ή το εάν ο Μεταξάς μοιραζόταν μέρος των χρημάτων, που αποσπούσε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, με τη διοίκηση, γνωρίζουμε, ωστόσο, αφενός, ότι η κινητοποίηση χιλιάδων εξορίστων για καταναγκαστική εργασία στο νησί δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της διοίκησης, και, αφετέρου, ότι πολλά στελέχη του διοικητικού προσωπικού απέκτησαν βίλες στο νησί, που κατασκευάστηκαν με την εργασία των εξορίστων. Μερικά από τα πρόσωπα που απέκτησαν την προσωπική τους βίλα στη Γυάρο ήταν οι Μπουζάκης, Μεταξάς, Γλάστρας, Παναγιωτόπουλος και φυσικά ο αρχιμανδρίτης Προκόπιος που επισκεπτόταν εκ μέρους της Εκκλησίας το νησί.16 Άλλο σκανδαλώδες έργο του Μεταξά στο νησί υπήρξε το πολυέξοδο πρόγραμμα δενδροφύτευσης της Γυάρου, το οποίο όμως χωρίς καμιά εξειδικευμένη γεωπονική έρευνα επιδίωκε να δημιουργήσει φυτείες και καλλιέργειες σε ένα από τα πιο άνυδρα νησιά των Κυκλάδων.17 Το πρόγραμμα αυτό δεν «καρποφόρησε» παρά μόνο στις εκθέσεις προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, όπου εμφανίζονταν δεκάδες δέντρα, μποστάνια, ακόμα και αμπέλια.18
Στο ζήτημα της καταναγκαστικής εργασίας και καθώς η ομάδα συμβίωσης της Γυάρου δεν μπορούσε ολοκληρωτικά να την αποφύγει, υιοθετήθηκε μια στάση παθητικής άμυνας. Το γραφείο του παράνομου κομματικού μηχανισμού του ΚΚΕ έδωσε το σύνθημα «όλοι στο έργο», θεωρώντας ότι οι κομμουνιστές σαν πρωτοπόροι του κινήματος θα έπρεπε να συμμετέχουν με το προσωπικό τους παράδειγμα, εκεί που η δουλειά ήταν σκληρότερη,19 όμως παράλληλα, φρόντισε ώστε μέλη του, που εργάζονταν ως λογιστές στα γραφεία του στρατοπέδου να συλλέγουν στοιχεία για το όργιο της εκμετάλλευσης που συντελούταν στο νησί. Τα στοιχεία αυτά, μεταφέρθηκαν εκτός του στρατοπέδου και δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο Γιούρα το θανατονήσι, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1957.
Σύμφωνα με τους εξόριστους της Γυάρου, το οικονομικό σκάνδαλο των Μεταξά – Παναγιωτόπουλου έγινε αντιληπτό αργότερα και από το Υπουργείο Εργασίας. Οι δυο τους δικάστηκαν για κατάχρηση δημόσιου χρήματος και καταδικάστηκαν με ποινή φυλάκισης. Ο Παναγιωτόπουλος λέγεται πως εξέτισε μέρος της ποινής του στη Γυάρο, στις φυλακές που ο ίδιος έχτισε με την καταναγκαστική εργασία των κρατουμένων.20 Η δική μας έρευνα στον τύπο της εποχής δεν αποκάλυψε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το αναφερόμενο σκάνδαλο. Γνωρίζοντας τα δεδομένα της εποχής, ένα τέτοιο οικονομικό σκάνδαλο είναι πολύ πιθανό να μην έλαβε δημοσιότητα στον τύπο. Από την άλλη μεριά, αξίζει να επισημανθεί ότι το περιστατικό της φυλάκισης του Παναγιωτόπουλου στην ίδια μάλιστα φυλακή που ο ίδιος είχε επιμεληθεί την κατασκευή της, παρουσιάζει πολλές «ύποπτες» ομοιότητες με τον θρύλο των φυλακών Κέρκυρας, σύμφωνα με τον οποίο ο αρχιτέκτονας των φυλακών φυλακίστηκε και ο ίδιος στη φυλακή που κατασκεύασε και σε σύντομο χρονικό διάστημα τρελάθηκε.21
Η περίπτωση της καταναγκαστικής εργασίας στη Μακρόνησο εμφανίζει παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτή της Γυάρου, ενδεχομένως καθώς προέρχεται και από την ίδια απόφαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Βασική διαφορά των δύο περιπτώσεων αποτελεί το γεγονός ότι το οικονομικό σκάνδαλο της Μακρονήσου «εκπυρσοκρότησε» με μεγαλύτερο πάταγο, αφού οδήγησε στην καταδίκη του διοικητή του Β΄ ΕΤΟ, Γεράσιμου Τζανετάτου.22
Όπως και με την περίπτωση της Γυάρου, το κράτος διέθετε σημαντικά ποσά για την εργασία των εξορίστων και την προμήθεια δομικών υλικών, με στόχο την ανέγερση εκτεταμένων κτηριακών εγκταστάσεων στη Μακρόνησο. Η διοίκηση του στρατοπέδου εισέπραττε κανονικά από το Υπουργείο Δικαιοσύνης χρήματα για «μισθούς εργατών» και «οικοδομικά υλικά», τα οποία υποτίθεται ότι καταβάλλονταν στους εξόριστους, ενώ στην πραγματικότητα τα σχετικά ποσά κατέληγαν απευθείας στις τσέπες του διοικητή του Α΄ ΕΤΟ Αντώνη Βασιλόπουλου, του διοικητή του Β΄ ΕΤΟ Γεράσιμου Τζανετάτου και του παιδεραστή διοικητή του κλωβού ανηλίκων Θωμά Σούλη.23 Παράλληλα, οι εξόριστοι εργάζονταν απλήρωτοι, 12 – 14 ώρες ημερησίως για την κατασκευή των εγκαταστάσεων στο νησί και την παραγωγή δομικών υλικών, όπως χαλικιού, τούβλων και κεραμιδιών, κάτω από άθλιες συνθήκες και υπό τη διαρκή επιτήρηση και τα ρόπαλα της Αστυνομίας Μονάδας.24 Ανάμεσα στους αναρίθμητους δρόμους, κτήρια, εγκαταστάσεις, φυλάκια, παρτέρια και γέφυρες, που οι εξόριστοι της Μακρονήσου κατασκεύασαν, οι διάφοροι διοικητές των ταγμάτων, απέκτησαν τις δικές τους βίλες, κήπους και μποστάνια, ενώ ορισμένοι από αυτούς διέταξαν, ακόμα και την κατασκευή βαρκών και κότερων, για την προσωπική τους αναψυχή.25
Παρά το γεγονός ότι στη Μακρόνησο, οι αδύναμες ομάδες συμβίωσης και οι κομματικοί μηχανισμοί του ΚΚΕ δεν κατόρθωσαν να προτάξουν αντίσταση στην καταναγκαστική εργασία ή να συλλέξουν στοιχεία για αυτή, η ηχηρή ψήφος αντίδρασης των εξορίστων του νησιού, στις εκλογές του 1950, οδήγησε την κυβέρνηση Πλαστήρα, στο να εξετάσει, για τους δικούς της λόγους, την κατάσταση στο νησί. Μέσα στις πρώτες ημέρες της κυβέρνησης Πλαστήρα, ο διοικητής του στρατοπέδου της Μακρονήσου, ταξίαρχος Γεώργιος Μπαϊρακτάρης αντικαταστάθηκε εσπευσμένα από τον ταξίαρχο Βρασίδα Παπαγιαννόπουλο.26 Μολονότι σήμερα δεν μπορεί να εξακριβωθεί το εάν ο Μπαϊρακτάρης αντικαταστάθηκε για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας από την κυβέρνηση Πλαστήρα ή για λόγους συμμετοχής του στα οικονομικά σκάνδαλα του στρατοπέδου, θεωρείται μάλλον απίθανο να μην γνώριζε ή και να μην συμμετείχε και ο ίδιος προσωπικά στα οφέλη της καταναγκαστικής εργασίας των σύγχρονων σκλάβων που ήταν οι εξόριστοι του νησιού. Εξάλλου, ο Μπαϊρακτάρης διέθετε και τη δική του προσωπική βίλα στο νησί, κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από τους εξόριστους.27 Η κυβέρνηση Πλαστήρα διενέργησε σύντομα εκτεταμένη έρευνα πάνω στις συνθήκες που επικρατούσαν στο νησί και παρά το γεγονός ότι σχεδόν ολόκληρος ο διοικητικός μηχανισμός του νησιού εμπλεκόταν στο δίκτυο της οικονομικής εκμετάλλευσης των εξορίστων, μόνο ο διοικητής του Β΄ΕΤΟ οδηγήθηκε σε δίκη.
Ο Τζανετάτος προφυλακίστηκε στις 9/11/1951 με τις κατηγορίες της υπεξαίρεσης ιματισμού και τροφίμων αξίας 60 εκατομμυρίων δραχμών και της κατάχρησης 300 εκατομμυρίων δραχμών από το επίδομα χιλιάδων εξορίστων της Μακρονήσου.28 Στη δίκη του Τζανετάτου, η οποία, όπως είναι εύλογο, προβλήθηκε ελάχιστα από τις εφημερίδες της εποχής, κατέθεσαν και πρώην εξόριστοι του νησιού, όπως ο Σταύρος Σταυρόπουλος.29 Ο Τζανετάτος καταδικάστηκε πρωτόδικα σε δέκα ετών κάθειρξη,30 αλλά πρέπει να παρέμεινε στη φυλακή για πολύ λιγότερο χρόνο.
Τμήμα της Αγροτικής Αποικίας Κασσάνδρας. Πηγή: ICRC Archives, 1430. Φωτογράφος: M. G. Colladon
Στην περίπτωση της Αγροτικής Αποικίας Κασσάνδρας οι συνθήκες ζωής και εργασίας πρέπει να υπήρξαν ασύγκριτα καλύτερες από αυτές που επικρατούσαν στη Γυάρο και στη Μακρόνησο, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι η ψυχολογική βία και η πίεση απουσίαζε από τη ζωή των πολιτικών κρατουμένων εκεί. Η Αγροτική Αποικία Κασσάνδρας αποτελούταν από τρεις ξεχωριστές εγκαταστάσεις στα νοτιοδυτικά της χερσονήσου, με τα ονόματα: Σταυρονικήτα, Ξενοφών και Καρακάλου.31 Σε κάθε φάρμα διέμεναν 25-30 πολιτικοί κρατούμενοι, κάτω από τη φύλαξη της Χωροφυλακής.32 Διευθυντής και των τριών παραρτημάτων ήταν το 1955, κάποιος Βασίλειος Μάρκου.33 Η ζωή των πολιτικών κρατουμένων εκεί χαρακτηριζόταν από αυστηρό πρόγραμμα, στο οποίο εναλλάσσονταν η αγροτική εργασία, η διατροφή, τα προσκλητήρια (τρία μάλιστα στον αριθμό) και η «εθνική διαπαιδαγώγηση».34 Η κάθε εγκατάσταση διέθετε επίσης καντίνα, από την οποία η κρατούμενοι μπορούσαν να αγοράσουν τσιγάρα, ξυράφια και άλλα χρειώδη. Παράλληλα, ένας ιερέας εκκλησίαζε κάθε Κυριακή τους κρατούμενους, ενώ οι επισκέψεις και η αλληλογραφία ελέγχονταν αυστηρά.35 Οι ποινές για τα διάφορα παραπτώματα εκτείνονταν από τον περιορισμό του κρατουμένου στους κοιτώνες, έως τον εγκλεισμό του στο απομονωτήριο.36
Μαρτυρίες ή αυτοβιογραφίες πρώην πολιτικών κρατουμένων που κρατήθηκαν στην Αγροτική Αποικία Κασσάνδρας δεν έχουν ως σήμερα εντοπισθεί. Ωστόσο, η αναφορά του παρατηρητή της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, M. Colladon, αποκαλύπτει σημαντικά στοιχεία για τη ζωή και την εργασία σε αυτή. Οι πολιτικοί κρατούμενοι εργάζονταν 6 ημέρες την εβδομάδα για 8 ώρες την κάθε ημέρα.37 Μέρος της παραγωγής τους καταναλωνόταν από τους ίδιους, ενώ το υπόλοιπο, αναφέρεται ότι πωλούταν,38 χωρίς να διευκρινίζεται το ποιος εισέπραττε τα κέρδη από την πώληση. Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικοί κρατούμενοι της αποικίας είναι μάλλον απίθανο να ήταν οι αποδέκτες των κερδών. H αποικία διέθετε παράλληλα δικούς της κουρείς, ράφτες και υποδηματοποιούς, που εξέτιαν και αυτοί εκεί την ποινή τους.39 Ο Colladon αναφέρει ότι η πειθαρχία των πολιτικών κρατουμένων της αποικίας είναι υποδειγματική, ειδικά σε σχέση με την κατάσταση των πολιτικών κρατουμένων στις υπόλοιπες φυλακές.40 Στην περίπτωση της Αγροτικής Αποικίας Κασσάνδρας, όμως, γνωρίζουμε ότι οι κρατούμενοι ανήκαν στη μερίδα των πολιτικών κρατουμένων που το σύστημα καταστολής και «αναμόρφωσης» είχε επιτύχει μια σημαντική νίκη: την υπογραφή της «δήλωσης μετανοίας», που σηματοδοτούσε την αποκοπή του πολιτικού υποκειμένου από τον ιδεολογικό του χώρο και την αδρανοποίησή του.
Η Αγροτική Αποικία της Κασσάνδρας δίνει την εντύπωση μιας κοινότητας υποταγμένων ανθρώπων, μακριά από το αστικό περιβάλλον, όπου η εργασία αποτελεί μέθοδος φρονηματισμού, «διαπαιδαγώγησης» και της οποίας ο πλούτος δεν περιέρχεται ποτέ στα χέρια όσων τον παράγουν. Άτομα, πρώην πολιτικά υποκείμενα και νυν μονάδες εκτός του ευρύτερου συνόλου, απομονωμένα διπλά από τους συντρόφους και την υπόλοιπη κοινωνία, εργάζονται και «αναμορφώνονται» σε μια φαινομενικά αέναη κυκλική διαδικασία, έως ότου ο χρόνος της ποινής τους παρέλθει. Η καταναγκαστική εργασία εδώ δεν είναι απλώς ένα μέσο πλουτισμού για κάποιον ανώτερο. Δεν εμπεριέχει την ελάχιστη έστω μορφή αντίστασης ή πάλης που εντοπίζεται στη Μακρόνησο ή στη Γυάρο. Εδώ, η καταναγκαστική εργασία είναι ένα εργαλείο εξανδραποδισμού του ηθικού, ολοκληρωτικής ισοπέδωσης και χαλιναγώγησης της ιδεολογικής και πολιτικής ταυτότητας, που προβάλλει ως «άλλη όψη» του ίδιου όμως «νομίσματος» με την πρωτόγονη, βίαιη και πολλές φορές θανατηφόρο, καταναγκαστική εργασία των δύο άλλων στρατοπέδων.
Από τα εργατικά κάτεργα στη Γυάρο και τη Μακρόνησο, ο ερευνητής μπορεί να νιώσει τον απόηχο των φωνών χιλιάδων σύγχρονων δούλων, που εργάστηκαν και βασανίστηκαν πιστεύοντας σε έναν άλλο, πιο ανθρώπινο κόσμο. Από την Αγροτική Αποικία της Κασσάνδρας, όμως, ο ερευνητής δεν θα ακούσει παρά μόνο την εκκωφαντική σιωπή, μιας δυστοπικής και απόλυτης ήττας του ανθρώπινου όντος.
Βιβλιογραφία
-
-Αλεξανδρής Μιλτιάδης, Από την κόλαση των Νταχάου Μακρονησίων, Αυτοέκδοση, Αθήνα 1977.
-
-Βασιλάς Γιάνης, Το Μακρονήσι, Φοίβος, Αθήνα 1982.
-
-Βιβλίο έτους Μαρτύρων του Ιεχωβά, 1950.
-
-Γαζής Κώστας, Τότε που σκάβαμε το σκοτάδι, Μέλισσα, Αθήνα 1980.
-
-Δαλαβάγγας Γιώργος, Διπλή εξορία, Ενότητα, Αθήνα 2003.
-
-Διαμάντης Θεόφιλος, Η οργάνωση της ζωής στις πολιτικές φυλακές και στους τόπους εξορίας: Κοινωνικές και Οικονομικές διαστάσεις του πολιτικού εγκλεισμού κατά την περίοδο 1945-1967, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα 2019.
-
-Λευκαδίτου- Παπαντωνίου Ρένα, Μακρόνησος μια υπόμνηση για όσα έχουν γραφεί, Εντός, Αθήνα 2017.
-
-Μανούσος Δημήτρης, Γιούρα: Το άπαρτο κάστρο, Εντός, Αθήνα 2005.
-
-Μάργαρης Νίκος, Ιστορία της Μακρονήσου, τόμος ΙΙ, Δωρικός, Αθήνα 1966.
-
-Μίσσιος Χρόνης, Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, Γράμματα, Αθήνα 1985.
-
-Ρήγας Χρήστος, Μαρτυρίες από τη ζωή των πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές και το στρατόπεδο της Γυάρου, Αυτοέκδοση, Καλαμάτα 2002.
-
-Σέρβος Δημήτρης, Παράνομες χειρόγραφες εφημερίδες απ’ τις φυλακές και τις εξορίες, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2003.
-
-Συλλογικό έργο, Γιούρα το θανατονήσι, Γνώσεις, Αθήνα 1957.
-
-Besier Gerhard & Stoklosa Katarzyna, Jehovah’s Witnesses in Europe, volume I/1, Cambridge Scholars Publishing, Newcastle 2016.
-
-Collective work, Greece deliberate violations of Human Rights, Human rights without frontiers, yearbook: 1992.
Αρχειακό υλικό
-
-ICRC Archives, τόμοι 1430-1432.
-
-ΑΣΚΙ, Ν.Μ.12.44.003.
-
-Αρχείο Χριτιανών Μαρτύρων Ιεχωβά Ελλάδας, μαρτυρία Δημήτρη Ψαρρά.
Τύπος
-
-Ελευθερία», 25/05/1950, 09/11/1951.
Αδημοσίευτες μαρτυρίες
-
-Μαρτυρία Κώστα Μαραγκουδάκη, στο συγγραφέα, Ιούνιος 2016, Άγιος Δημήτριος, Αθήνα.
Σημειώσεις
1 Διαμάντης Θεόφιλος, Η οργάνωση της ζωής στις πολιτικές φυλακές και στους τόπους εξορίας: Κοινωνικές και Οικονομικές διαστάσεις του πολιτικού εγκλεισμού κατά την περίοδο 1945-1967, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα 2019, 1014-1029.
2 Βιβλίο έτους Μαρτύρων του Ιεχωβά, 1950, 6. Besier Gerhard & Stoklosa Katarzyna, Jehovah’s Witnesses in Europe, volume I/1, Cambridge Scholars Publishing, Newcastle 2016, 297-298. Collective work, Greece deliberate violations of Human Rights, Human rights without frontiers, yearbook: 1992. Αρχείο ΧΜΙΕ, μαρτυρία Δημήτρη Ψαρρά. Δαλαβάγγας Γιώργος, Διπλή εξορία, Ενότητα, Αθήνα 2003, 1 και 3.
3 Συλλογικό έργο, Γιούρα το θανατονήσι, Γνώσεις, Αθήνα 1957, 195-201.
4 Μαρτυρία Κώστα Μαραγκουδάκη, στο συγγραφέα, Ιούνιος 2016, Άγιος Δημήτριος, Αθήνα. Συλλογικό έργο (1957), ό.π., 191.
5 Λευκαδίτου- Παπαντωνίου Ρένα, Μακρόνησος μια υπόμνηση για όσα έχουν γραφεί, Εντός, Αθήνα 2017, 39.
6ICRC Archives, DSC 1430.
7 ICRC Archives, DSC 1430- 1432.
8 Μίσσιος Χρόνης, Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, Γράμματα, Αθήνα 1985, 78-79.
9 ICRC Archives, DSC 1430.
10 ICRC Archives, DSC 1430.
11 Συλλογικό έργο (1957), ό.π., 4.
12 Συλλογικό έργο (1957), ό.π., 4.
13 Συλλογικό έργο (1957), ό.π., 195-201.
14 Συλλογικό έργο (1957), ό.π., 11.
15 Συλλογικό έργο (1957), ό.π., 224.
16 Ρήγας Χρήστος, Μαρτυρίες από τη ζωή των πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές και το στρατόπεδο της Γυάρου, Αυτοέκδοση, Καλαμάτα 2002, 53-54.
17 Ρήγας Χρήστος, ό.π., 63-64.
18 Ρήγας Χρήστος, ό.π., 63-64.
19 Μανούσος Δημήτρης, Γιούρα: Το άπαρτο κάστρο, Εντός, Αθήνα 2005, 34-35.
20 Ρήγας Χρήστος, ό.π., 52.
21 Σέρβος Δημήτρης, Παράνομες χειρόγραφες εφημερίδες απ’ τις φυλακές και τις εξορίες, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2003, 159.
22 Αλεξανδρής Μιλτιάδης, Από την κόλαση των Νταχάου Μακρονησίων, Αυτοέκδοση, Αθήνα 1977, 213. «Ελευθερία», 09/11/1951, 4.
23Λευκαδίτου- Παπαντωνίου Ρένα, ό.π., 31-33. Γαζής Κώστας, Τότε που σκάβαμε το σκοτάδι, Μέλισσα, Αθήνα 1980, 148. Βασιλάς Γιάνης, Το Μακρονήσι, Φοίβος, Αθήνα 1982, 496.
24 Γαζής Κώστας, ό.π., 148.
25 Λευκαδίτου- Παπαντωνίου Ρένα, ό.π., 39.
26 «Ελευθερία», 25/05/1950, 4.
27 Λευκαδίτου- Παπαντωνίου Ρένα, ό.π., 31-33.
28 Βασιλάς Γιάνης, ό.π., 57. Αλεξανδρής Μιλτιάδης, ό.π., 213.
29 ΑΣΚΙ, Ν.Μ.12.44.003.
30 Μάργαρης Νίκος, Ιστορία της Μακρονήσου, τόμος ΙΙ, Δωρικός, Αθήνα 1966, 546.
31 ICRC Archives, 1430.
32 ICRC Archives, 1430.
33 ICRC Archives, 1430.
34 ICRC Archives, 1430.
35 ICRC Archives, 1430.
36 ICRC Archives, 1430.
37 ICRC Archives, 1430.
38 ICRC Archives, 1430.
39 ICRC Archives, 1430.
40 ICRC Archives, 1430.