Η Ώρα Μηδέν
Ο Αλέκος Παναγούλης περιγράφει γραπτά τα γεγονότα της αποτυχημένης απόπειρας της εκτέλεσης του δικτάτορα Γιώργου Παπαδόπουλου: “Η αντι-βία υπάρχει πάντοτε σ’ αναλογία με τη βία που τη γέννησε. Τη βία χρησιμοποιούν οι καταπιεστές, την αντι-βία οι καταπιεζόμενοι”.
Σαν σήμερα, στις 13 Αυγούστου του 1968, ο Αλέκος Παναγούλης με τους συντρόφους του προχωρούν στην απόπειρα εκτέλεσης του δικτάτορα, Γιώργου Παπαδόπουλου, στο δρόμο Αθήνας-Σούνιου, που επέβαινε στο αυτοκίνητο που του είχε χαρίσει ένας πρώην Αφρικανός δικτάτορας της Γκάνα. Λίγο μετά τις 7.30 η αυτοκινητοπομπή του δικτάτορα περνάει από το σημείο όπου είχε στήσει την παγίδα της η ομάδα του Παναγούλη. Ιδού πώς περιγράφει ο ίδιος τα γεγονότα, σε δακτυλογραφημένο κείμενο που προοριζόταν για ένα βιβλίο (και το βρίσκουμε στο βιβλίο του Κώστα Μάρδα “Αλέξανδρος Παναγούλης – Πρόβες Θανάτου”).
«Η θάλασσα ήταν αγριεμένη εκείνο το πρωινό. Μόλις είχε ξημερώσει και σ’ ολόκληρη την παραλία δεν έβλεπες ακόμη κανέναν κολυμβητή. Σκέφθηκα πως σε καμιά ώρα η ακτή θα γέμιζε, όπως κάθε καλοκαιριάτικη μέρα, από κορμιά μαυρισμένα από τον ήλιο του Σαρωνικού. Αυτό θα με βοηθούσε πολύ. Τώρα προσπαθούσα να ξεμπερδέψω το καλώδιο που συνδεότανε με τα εκρηκτικά. Βρισκόμουνα ανάμεσα στα βράχια και το κύμα μού πιτσιλούσε το κορμί. Στη λεωφόρο τ’ αυτοκίνητα περνούσαν τώρα όλο και συχνότερα. Είδα τη βενζινάκατο να πλησιάζει και να κρύβεται στο καθορισμένο σημείο. Είχα προγραμματίσει το καθετί και αυτό το καταραμένο καλώδιο δεν ξεμπερδεύεται. Δεν έχω άλλη λύση, σκέφτομαι, θα δοκιμάσω το αυτό, από το σημείο που βρίσκομαι. Γνωρίζω ότι κάνοντας έτσι καθετί θα είναι πιο δύσκολο: από εδώ δεν βλέπω ούτε το δρόμο ούτε το στόχο. Ακόμα και η διαφυγή μου θα είναι πιο δύσκολη. Αλλά πρέπει να το κάνω. Οι σύντροφοί μου έχουνε πια αρχίσει να μετράνε αντίθετα το χρόνο. Συνδέω το καλώδιο μ’ έναν πόλο της μπαταρίας. Έτσι θα ήταν πιο εύκολο να πυροδοτήσω τις νάρκες όταν θα περνάει το αυτοκίνητο. Θα αρκεί μία μόνο κίνηση. Γυμνός καθώς ήμουν, τώρα που σταμάτησα να δουλεύω, άρχισα να νιώθω την πρωινή δροσιά πιο έντονα. Άρχισα να αισθάνομαι ακόμα και την κούραση, την υπερένταση των τελευταίων ημερών, και τούτο με κάνει ανυπόμονο. Το καταραμένο αυτοκίνητο ας περάσει.
Θυμάμαι σαν να συνέβη τώρα, στιγμή προς στιγμή. Ναι, φαίνεται ότι η στιγμή φτάνει. Οι χωροφύλακες άρχισαν να παίρνουν θέση καθ’ όλο το μήκος του δρόμου. Ένας ένοπλος χωροφύλακας κάθε πενήντα μέτρα. Μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα με τους ασυρμάτους σε δράση περνούν κατά ακριβή διαστήματα, περίπου δέκα μέτρα από το σημείο που είμαι κρυμμένος, το αυτοκίνητο της αμέσου δράσεως με το πλήρωμά του σε συναγερμό. Πιο πέρα, δεξιά και αριστερά, οι φρουροί προστασίας. Για να προστατέψουν, σκέφτομαι, το καταραμένο αυτοκίνητο που πρέπει να περάσει. Μετά, αμέσως, θυμώνω με τον εαυτό μου: Ποιο αυτοκίνητο; Τι φταίει το αυτοκίνητο; Παίζεις με τις λέξεις; Γιατί δεν λες ο Παπαδόπουλος; Έχεις μήπως φόβο; Σκέψεις που μου φέρνουν ναυτία. Το μίσος που πάντα μου γεννούσε βία. Αυτό το μίσος, που από τα πρώτα χρόνια της νιότης μου με έσπρωξε εθελοντικά στην πρώτη γραμμή του αγώνα. Έναν αγώνα για κάτι καλύτερο. Αυτή η βία την οποία πάντα καταδίκαζα σαν απαράδεκτη. Ο τρόμος που μου γεννούσε η σκέψη της εξουσίας, βασισμένος στην υλική δύναμη που αποδεχότανε τη βία. Η πρόκληση της τυραννίας, η άρνησή της να αποδεχτεί οποιοδήποτε άλλο τρόπο αναμέτρησης, η άρνηση του διαλόγου. Γνωρίζω ότι αυτές οι σκέψεις και τα αισθήματα, συνδεδεμένα με την πίστη, γεννούν τη βία προς αντίθετη κατεύθυνση: την αντι-βία. Δεν είναι παιγνίδι λέξεων. Η αντι-βία υπάρχει πάντοτε σ’ αναλογία με τη βία που τη γέννησε. Τη βία χρησιμοποιούν οι καταπιεστές, την αντι-βία οι καταπιεζόμενοι. Η αντι-βία είναι μια δύναμη θετική, είναι μια αρετή και, για να εκφραστεί, σημαίνει αποδοχή της θυσίας. Η αντι-βία δεν καταρρέει, αλλά αδυνατίζει και είναι ψεύτικη όταν, δήθεν επαναστατική, εμφανίζεται σε κοινωνίες που δεν τις κυριαρχεί ο φόβος.
Θυμάμαι σαν να είχα μισοκοιμηθεί ανάμεσα στους βράχους. Από τις κινήσεις των αστυνομικών καταλαβαίνω ότι το αυτοκίνητο πρόκειται να περάσει. Να το. Φαίνεται στο βάθος του δρόμου. Μπροστά είναι οι μοτοσυκλετιστές, αμέσως κατόπιν ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας, πίσω το αυτοκίνητο της Ασφάλειας. Στη μέση το αυτοκίνητο που με ενδιαφέρει. Ένα αυτοκίνητο μαύρο. Χάθηκαν πάλι σε μια στροφή του δρόμου. Σηκώνομαι λίγο για να δω πότε θα περάσει τη στροφή. Χαίρομαι που το χέρι μου, που κρατάει το καλώδιο, δεν τρέμει καθόλου. Δεν ξέρω γιατί, σκέφτομαι, αν εγώ ο ίδιος έβλεπα μια τέτοια σκηνή σε κάποια κινηματογραφική ταινία, θα ήμουνα γεμάτος αγωνία. Τα μάτια μου πάντα καρφωμένα στο δρόμο. Η συνοδεία ξαναφάνηκε. Πλησιάζει. Πλησιάζει πάντοτε πιο πολύ. Το μαύρο αυτοκίνητο μεγαλώνει. Το χέρι μου κάνει την επαφή. Πετάγεται ένας μεγάλος σωρός από χώματα και πέτρες. Οι νάρκες έχουν εκραγεί. Εγώ το έκανα, εγώ που δεν μπορώ να σκοτώσω άνθρωπο. Εγώ που πρέπει, έπρεπε, να σκοτώσω τον τύραννο.
Τρέχω προς τη θάλασσα. Κάνω μακροβούτια. Θυμάμαι σαν να βρίσκομαι ακόμη εκεί, κάτω από τα κρύα κύματα. Βουτώντας προς τη θάλασσα πρόφτασα να δω αρκετούς αστυνομικούς, με τα πιστόλια στο χέρι, να καλύπτονται αιφνιδιαστικά στην άκρη του δρόμου. Κολυμπάω γρήγορα κάτω από την επιφάνεια και γρήγορα αρχίζω να λαχανιάζω. Βρίσκομαι κοντά στην ακτή, μα πρέπει να ξαναβγώ στην επιφάνεια. Με έχουνε δει; Η θάλασσα είναι μεγάλη. Δεν μπορώ να μείνω περισσότερο κάτω από την επιφάνεια. Βγάζω το κεφάλι από το νερό. Αναπνέω βαθιά. Όχι, δεν με έχουν δει. Τρέχουνε από όλες τις διευθύνσεις προς το σημείο της απόπειρας. Παίρνω ακόμα μια βαθιά εισπνοή και ξαναβουτάω. Κολυμπώντας πρέπει να φτάσω στη βενζινάκατο, το γρηγορότερο. Μα δεν είναι εύκολο με αυτό το ρεύμα. Πρέπει να βγω και να ξαναβουτήξω. Η θάλασσα με σπρώχνει προ τους βράχους και για λίγο στέκομαι εκεί αγκιστρωμένος, γνωρίζοντας ότι κάθε καθυστέρηση είναι επικίνδυνη. Οι οδηγίες που είχα δώσει στους συντρόφους της βενζινάκατου ήταν ακριβείς: Πέρασε ο χρόνος αναμονής, φύγετε. Έτσι, για να κλέψω τη διαφορά χρόνου βγαίνω από τη θάλασσα και τρέχω κατά μήκος της ακτής. Τρέχω σκυφτός, ξυπόλητος πάνω στα κοφτερά βράχια. Πλησιάζω στο μικρό κόλπο όπου με περίμενε η βενζινάκατος. Πλησιάζω ακόμα πιο πολύ, μα είναι ήδη αργά. Βλέπω τη βενζινάκατο να ανοίγεται στο πέλαγος. Δεν μου δημιουργεί ούτε πανικό ούτε θυμό αυτό το γεγονός.
Δεν πρέπει να καταληφθώ από πανικό. Κάνω δυο-τρία ακόμη άλματα στους βράχους. Πίσω βλέπω μια μικροσκοπική σπηλιά. Δίλημμα μιας στιγμής: να προχωρήσω προς τα εμπρός ή να γυρίσω πίσω να κρυφτώ στη μικρή αυτή τρύπα; Γυρίζω πίσω τρέχοντας. Στο δρόμο τρέχουν οι αστυνομικοί των αυτοκινήτων που στέλνουν σήματα, ο θόρυβος των αυτοκινήτων, το βουητό της θάλασσας φτάνουν στ’ αυτιά μου σαν απόηχοι, φωνές από έναν άλλο πλανήτη. Βλέπω αρκετά αυτοκίνητα της αστυνομίας που έχουνε κάνει μπλόκα και ελέγχουν αυτούς που περνούν. Φτάνω στην πρόχειρη κρυψώνα που διάλεξα. Μόλις που χωράω. Στριμώχνομαι όσο περισσότερο μπορώ και ακούω το θόρυβο της θάλασσας. Αρχίζω να νιώθω τόσο άνετα ώστε βλαστημάω γιατί να μην έχω κανένα τσιγάρο. Δεν έχω τίποτα εκτός από το μαγιό μου. Πάνω ένα ελικόπτερο γυρίζει πετώντας χαμηλά.
Πόσος χρόνος έχει περάσει; Δεν ξέρω. Το ρολόι μου, ένα πολύ παλιό, έχει σταματήσει. Άραγε πέτυχα; Με βασανίζει αυτό το ερωτηματικό. Οι σύντροφοί μου τι κάνουν τώρα στην Αθήνα; Έκαναν τις ενέργειες που τους είχα αναθέσει; Θα εκραγεί η βόμβα στο Στάδιο; Οι χωροφύλακες ψάχνουν όλη την ακτή. Τους βλέπω, ψάχνουν βράχο-βράχο. Πλησιάζουν στο κρησφύγετό μου… Πλησιάζουν όλο και περισσότερο. Ακούω, χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι λένε, τις διαταγές των αξιωματικών. Και το ελικόπτερο δεν με εγκαταλείπει. Συνεχίζει να πετάει γύρω, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Ο θόρυβος που κάνει έχει κάτι το απειλητικό. Το παρακολουθώ με τα μάτια. Εξακολουθώ να το παρακολουθώ, όταν ένας θόρυβος μ’ αιφνιδιάζει. Ένας θόρυβος που έρχεται από απόσταση δύο μέτρων, όπου βλέπω τα πόδια ενός χωροφύλακα. Κρατούσα και την αναπνοή μου ακόμα. Κάτι του φώναξε κάποιος και απομακρύνθηκε. Τα βήματα απομακρύνονται. Μα μόλις ανέπνευσα από ανακούφιση, βλέπω από μια σχισμή του βράχου έναν αξιωματικό, ακριβώς πάνω μου. Είναι ένας μοίραρχος. Κρατάει στο χέρι ένα περίστροφο και φωνάζει: “Ψάχτε καθετί. Ψάξτε σπιθαμή προς σπιθαμή”.
Καθώς φωνάζει, σχεδόν στ’ αυτιά μου, καθώς κάθεται σχεδόν πάνω μου και μπορώ να δω τα παπούτσια του, μου δίνει ένα αίσθημα σιγουριάς. Αύριο ή μεθαύριο, όταν θα διηγούμαι αυτή την σκηνή, κανείς δεν θα με πιστεύει, σκέφτομαι. Και από αυτή τη σκέψη άλλες σκέψεις ξεπετιούνται, μαζί με αναμνήσεις. Η λιποταξία μου λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα. Οι ταλαιπωρίες που πέρασα τους 16 μήνες που είμαι καταζητούμενος. Όλες τις φορές ξέφυγα τη σύλληψη την τελευταία στιγμή. Γιατί δεν θα μπορέσω να ξεφύγω τώρα; Μήπως στην Κύπρο δεν έψαξαν να με βρουν στο σπίτι που είχα καταφύγει; Δεν έψαξαν ακόμα στην ίδια την ντουλάπα που κρυβόμουνα; Μήπως τα χέρια τους δεν με άγγιξαν, ψαχουλεύοντας τα ρούχα πίσω από τα οποία κρυβόμουνα; Πρέπει να διαφύγω και τώρα. Πρέπει. Όχι πως φοβάμαι. Είναι ο αγώνας που έχω μπροστά μου. Τόσο δύσκολος, τόσο μακρύς. Δεν φοβάμαι το θάνατο, μα ο θάνατός μου πρέπει να έρθει στο τέλος αυτού του αγώνα. Όχι πριν. Αν μπορέσω να είμαι ο τελευταίος νεκρός αυτού του αγώνα, θα είναι μια χαρά για μένα, μεγάλη χαρά. Να πεθάνω μετά, αφού θα έχω εργαστεί πολύ, θα έχω υποφέρει πολύ. Αφού θα έχω δει να πλησιάζει η νίκη.
Αν πεθάνω τότε, όχι τώρα, ο πόνος για το θάνατό μου των προσώπων που αγαπώ θα πνιγεί από τη χαρά της νίκης. Σύντροφοι, αδελφοί, γονείς, άγνωστοι σύντροφοι του κόσμου, πιστέψτε με: Ό,τι κι αν γίνει, όταν θα είμαι νεκρός, πρέπει να πείτε ότι έκανα εκείνο που μπορούσα. Δεν είμαι εγωιστής. Αλλά δεν μου αρκεί αυτό που έκανα. Έχω ακόμα πολλά να κάνω. Θέλω να συνεχίσω. Και αυτός ο μοίραρχος στέκεται όρθιος ακριβώς από πάνω μου. Διψάω. Ακούω πως φωνάζει. Διψάω πολύ. Ακούω τις διαταγές του που ενθαρρύνουν: “Ψάξτε πιο κάτω, ναι, πιο κάτω, μετά να πάμε από την άλλη μεριά”. Ξέφυγα, σκέφτομαι, ακόμα μια φορά. Θα πάνε προς την άλλη μεριά, όπως πιστεύω, πιο κάτω. Θα ξεφύγω πάλι. Μετά, ο μοίραρχος -δεν τον χάνω ποτέ από τα μάτια μου- προχωρεί προς τα εμπρός και σκοντάφτει. Σκοντάφτει και πέφτει κάτω από το βράχο. Ένας χωροφύλακας τρέχει να τον βοηθήσει. Με βλέπει. Είναι το τέλος.
Είναι το τέλος. Εκείνη τη στιγμή σκέφτομαι έτσι. Αντίθετα ήταν η αρχή. Όσο η μνήμη μου γυρίζει προς τα πίσω και αναπαριστάνει τα γεγονότα, τόσο περισσότερο πείθομαι ότι όλα άρχισαν από τη στιγμή που ο μοίραρχος έπεσε, ο χωροφύλακας με είδε και βρέθηκα μπροστά σ’ ένα πιστόλι που κρατούσε χέρι που έτρεμε. Μια φωνή, μια άλλη, αμέσως μετά πολλές φωνές μαζί: Φώναζαν να βγω από την κρυψώνα μου και να μην πυροβολήσω. Να πυροβολήσω με τι; Δεν είχα τίποτα στο χέρι μου ή μαζί μου. Ήμουνα το πιο αδύναμο πλάσμα της γης. Με τράβηξαν έξω. Όρμησαν πάνω μου σαν τα κοράκια. Ούρλιαζαν. Ένας μου τράβηξε το μαγιό για να δει αν είχα όπλο από κάτω. Άλλος μου άνοιξε το στόμα και έχωσε τα χέρια του. Ένας τρίτος μου τράβαγε τα μαλλιά. Δεν ήθελαν ν’ αφήσουν τίποτα στην τύχη.
(…)
Ακολουθεί η εξιστόρηση της μεταφοράς του στην Ασφάλεια και των φρικτών βασανιστηρίων που υπέστη εκεί.