Αλήθεια και ψέματα για το τείχος του Βερολίνου
Στις 13 του Αυγούστου 1961, ξεκίνησε η ανέγερση του τείχους του Βερολίνου. Έκτοτε, θα γίνει για πολλά χρόνια βασικό συστατικό στοιχείο της αντικομμουνιστικής υστερίας, ακόμα και μετά την κατεδάφισή του στις 9 του Νοέμβρη 1989.
Στις 13 του Αυγούστου 1961, ξεκίνησε η ανέγερση του τείχους του Βερολίνου. Έπειτα από κοινή έκκληση των κρατών – μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και καθώς είχε φτάσει στο αποκορύφωμα η ιμπεριαλιστική κατάχρηση των ανοιχτών συνόρων της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, ένοπλοι σχηματισμοί της, με την υποστήριξη του Κόκκινου Στρατού, κατάφεραν αστραπιαία, σε μία και μόνο νύχτα, να ασφαλίσουν τα σύνορα με το Δυτικό Βερολίνο. Έκτοτε, το τείχος του Βερολίνου θα γίνει για πολλά χρόνια βασικό συστατικό στοιχείο της αντικομμουνιστικής υστερίας, ακόμα και μετά την κατεδάφισή του στις 9 του Νοέμβρη 1989.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από άρθρο του Χρήστου Μπαλωμένου στην «Κομουνιστική Επιθεώρηση» (τεύχος 1/2010) με τίτλο «Η παγκόσμια σύγκρουση μεταξύ σοσιαλισμού και ιμπεριαλισμού όπως εκφράστηκε στη ΓΛΔ και στο Βερολίνο», και συγκεκριμένα το κεφάλαιο «Η ανέγερση του προστατευτικού τείχους». Ολόκληρο το άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
(…) Η ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ
Οπως γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω, οι εξελίξεις σε σχέση με την ανέγερση του τείχους είναι πιο περίπλοκες απ’ ό,τι τις παρουσιάζουν οι αστοί και οι οπορτουνιστές. Στη ΓΛΔ και το Βερολίνο εκφραζόταν η επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού απέναντι στο σοσιαλισμό, η σύγκρουση δύο κοινωνικοοικονομικών συστημάτων. Η προσπάθεια ανατροπής ολόκληρου του σοσιαλιστικού στρατοπέδου ξεκινούσε από εδώ. Και παρ’ όλα αυτά, αυτή η πόλη με τα δύο νομίσματα, τα δύο συντάγματα, τα στρατεύματα δύο αντιτιθέμενων στρατιωτικών συμμαχιών δεν είχε για 12 ολόκληρα χρόνια (από το 1949 ως το 1961) κρατικά σύνορα. Μέχρι τον Αύγουστο του 1961, οπότε και χτίστηκε το τείχος, τα σύνορα όχι μόνο δεν ήταν ασφαλισμένα αλλά ούτε καν υπό έλεγχο. Περνούσαν νοητά μέσα από δρόμους, συγκροτήματα σπιτιών, κήπους και υδάτινους δρόμους. Μισό εκατομμύριο άνθρωποι τα διάβαιναν καθημερινά49. Μία πόλη με μικρότερο πληθυσμό από την Αθήνα, στην οποία κυκλοφορούσαν πάνω από 10.000 Δυτικογερμανοί πράκτορες, συν χιλιάδες Αμερικάνοι της CIA, Αγγλοι της ΜΙ6 και όλες οι μυστικές υπηρεσίες του κόσμου και φυσικά και οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες, ένα πραγματικό ενεργό πολυβολείο εχθρικών δυνάμεων μέσα στην καρδιά ενός ανεξάρτητου κράτους. Αν υπάρχει κάτι που πραγματικά γεννάει ερωτηματικά δεν είναι η ανέγερση του τείχους, αλλά το γιατί καθυστέρησε από την πλευρά των Σοβιετικών και των Ανατολικογερμανών να θεμελιώσουν για τη ΓΛΔ το αυτονόητο, το δικαίωμα ύπαρξής της.
Οσο πλησιάζουμε προς τον Αύγουστο του 1961, οι προβοκάτσιες γιγαντώνονται. Οπως σημειώνει και το ΚΚΕ στην ανακοίνωσή του για την αλήθεια για το τείχος, στις 10 Ιούλη του 1961, ο δυτικογερμανικός τύπος απαιτούσε κατά της ΓΛΔ «να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα του ψυχρού πολέμου, του πολέμου των νεύρων και του πολέμου των πυροβολισμών… Γι’ αυτό, δεν χρειάζονται μόνο συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις και εξοπλισμοί, αλλά και η υπονόμευση, η θέρμανση της εσωτερικής αντίστασης, η δουλειά στην παρανομία, η αποσύνθεση της εξουσίας, το σαμποτάζ, η διατάραξη των συγκοινωνιών και της οικονομίας, η ανυπακοή, η ανταρσία […]».
Το Μάρτη του 1961 το δυτικογερμανικό στρατιωτικό περιοδικό «Wehrwissenschaftliche Rundschau» διακηρύσσει ανοιχτά τα σχέδια της ΟΔΓ: «Επειδή έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια της Δύσης για απώθηση της Ανατολής, μας μένει μόνο η δυνατότητα της βίαιης αλλαγής του status quo»50. Λίγες μέρες μετά, ο Δυτικογερμανός υπουργός Ερνστ Λέμερ έσπευσε στο Δυτικό Βερολίνο για να κατευθύνει τη διεξαγωγή του ψυχολογικού πολέμου. Ταυτόχρονα σαμποτέρ έβαλαν φωτιές σε εγκαταστάσεις του Ανατολικού Βερολίνου, στο σταθμό του ηλεκτρικού της πόλης, στη Λεωφόρο Λένιν και στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ. Μόνο τον Ιούλη, τον τελευταίο μήνα πριν την ανέγερση του τείχους, υπήρξαν 105 προκλήσεις στα σύνορα μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου51. Τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ στη Κεντρική Ευρώπη τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού και τα δυτικά τανκς πέρασαν την Πύλη του Βρανδεμβούργου, μπαίνοντας στο έδαφος της ΓΛΔ. Αλήθεια, όλοι οι αστοί, οι οποίοι αυτές τις μέρες πανηγυρίζουν, μεταξύ των οποίων και ο Παπανδρέου, τι θα έκαναν αν π.χ. τα δύο τρίτα της Νέας Υόρκης ή του Λονδίνου ανήκαν στη Σοβιετική Ενωση με τις στρατιωτικές, φανερές και μυστικές της υπηρεσίες κι αν μάλιστα τα σοβιετικά τανκς κατευθύνονταν στους δρόμους της Νέας Υόρκης ή του Λονδίνου;
Ολα έδειχναν ότι κυοφορούνταν ένα νέο αντεπαναστατικό πραξικόπημα. Ετσι, μεταξύ 3 και 5 Αυγούστου, τα σοσιαλιστικά κράτη-μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας εξέδωσαν ένα ανακοινωθέν, στο οποίο αναφερόταν ότι «οι υπονομευτικές προσπάθειες στα δυτικοβερολινέζικα σύνορα πρέπει να αναχαιτιστούν και να εγγυηθούν αξιόπιστη φύλαξη και πραγματικό έλεγχο στην περιοχή γύρω από το Δυτικό Βερολίνο»52. Στις 13 Αυγούστου 1961 η ΓΛΔ έκανε το αυτονόητο, το οποίο ήδη είχε αργήσει πολλά χρόνια να κάνει: θεμελίωσε διακριτά κρατικά σύνορα με την έναρξη της ανέγερσης του Aντιφασιστικού Προστατευτικού Τείχους, όπως ήταν το επίσημο όνομα του. Η ανέγερση του τείχους βεβαίως και δημιούργησε προβλήματα σε οικογενειακό επίπεδο (περιορισμός δυνατότητας επίσκεψης για ένα διάστημα κλπ.), αυτά όμως αποτελούσαν άμεση συνέπεια της εξωτερικής καπιταλιστικής επιθετικότητας, η οποία ανοιχτά μιλούσε ακόμα για τη μέρα Χ, για τη μέρα δηλαδή εισβολής και ανατροπής του συστήματος ενός ανεξάρτητου κράτους. Οποιοσδήποτε ξεχνάει αυτά τα στοιχειώδη και προβάλλει σε πρώτο πλάνο τις δυσκολίες επαφών μεταξύ συγγενών και φίλων, κάνει σοβαρή ιστορική λαθροχειρία. Αφού είχε εξασφαλίσει το αυτονόητο, τη διακριτή κρατική επικράτεια, η ΓΛΔ εδραίωσε την κυριαρχία της και δημιούργησε πιο ευνοϊκούς όρους για το σχεδιασμό και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής οικονομίας και κοινωνίας.
Η ΓΛΔ και ολόκληρο το σοσιαλιστικό στρατόπεδο ήταν σε άμυνα και όχι σε επίθεση. Και μάλιστα σε άμυνα απέναντι σε έναν πανίσχυρο αντίπαλο. Τι έπρεπε λοιπόν να κάνει; Σύμφωνα με τους αστούς και τους οπορτουνιστές: τίποτα, έπρεπε να παραδοθεί και να ενσωματωθεί στην ΟΔΓ. Ευτυχώς, αν και καθυστερημένα, επιλέχτηκε άλλος δρόμος, ο δρόμος της άμυνας. Απέναντι στην πανοπλία των ιμπεριαλιστών πρέπει να παρατάξεις αντίστοιχα μέσα, ιδιαίτερα αν το κύριο μέτωπο της παγκόσμιας αντιπαράθεσης μεταξύ του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού βρίσκεται μέσα στο ίδιο σου το σπίτι. Η ΓΛΔ είχε το δικαίωμα να διαθέτει πανίσχυρες ένοπλες δυνάμεις και μυστικές υπηρεσίες για να αμυνθεί και να προφυλάξει το σύστημά της. Αυτό που έκαναν και τα καπιταλιστικά κράτη, όπως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η ΟΔΓ και το Ισραήλ.
Η δράση της λεγόμενης ΣΤΑΖΙ, δηλαδή του υπουργείου για την κρατική ασφάλεια, εντασσόταν σε αυτά τα πλαίσια. Οι πράκτορες της ΣΤΑΖΙ δρούσαν σε μία πόλη, στην οποία, όπως τα ίδια τα καπιταλιστικά κράτη ομολογούν, γυρόφερναν όλοι οι πράκτορες της BND, της CIA, της Mosant και της MI6.
Για να αποκαλυφθεί το φαιδρό της επιχειρηματολογίας για τη ΣΤΑΖΙ αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στη στάση των δύο μυστικών υπηρεσιών, της ΣΤΑΖΙ από την πλευρά της ΓΛΔ και της BND από την πλευρά της ΟΔΓ, στα επόμενα χρόνια. Η ΟΔΓ και η BND είχαν πολύ καλές οικονομικές σχέσεις με το καθεστώς του απαρτχάιντ, υποστήριξαν με φανερούς και μυστικούς τρόπους το βρώμικο πόλεμο των ΗΠΑ στην Ινδοκίνα και το Βιετνάμ. Επίσης είχαν άριστες σχέσεις με τα φασιστικά καθεστώτα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Είχαν μυστική συνεννόηση με τις χούντες στην Ελλάδα το 1967 και στη Χιλή το 197353.
Από την άλλη μεριά η ΓΛΔ (και σε αυτά τα πλαίσια η ΣΤΑΖΙ) αντί για πραξικοπήματα στήριζε τα εθνικοαπελευθερωτικά και επαναστατικά κινήματα. Στήριξε ανοιχτά και χωρίς προσχήματα την αντιδικτατορική πάλη στην Ελλάδα και την κυβέρνηση Αλιέντε στη Χιλή (όταν όλες οι καπιταλιστικές χώρες σχεδόν χειροκροτούσαν την ανατροπή της από το δικτάτορα Πινοσέτ και την απάλειψη του «κομμουνιστικού κινδύνου» στην περιοχή). Στη ΓΛΔ φυγαδεύτηκαν πολλοί αντάρτες και επαναστάτες από διάφορες χώρες της Λ. Αμερικής, ενώ η χώρα δέχτηκε τεράστιο κύμα Χιλιανών αντιστασιακών μετά τη δικτατορία Πινοσέτ από τη Χιλή. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού και κατ’ επέκταση των στρατιωτικών και μυστικών τους υπηρεσιών. Από το έδαφος της ΟΔΓ ξεκινούσαν και ξεκινούν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις σε όλο τον κόσμο. Από το έδαφος της ΓΛΔ ξεκινούσαν προσπάθειες στήριξης των λαών που αγωνίζονταν. Δύο κόσμοι εντελώς διαφορετικοί!
Τι ισχύει όμως γι’ αυτούς που προσπάθησαν να περάσουν στην ΟΔΓ παράνομα μέσω του τείχους; Οπως ήδη είδαμε οι Δυτικοί ιεραρχούσαν την «προσέλκυση» ανθρώπινου δυναμικού από τη ΓΛΔ με σκοπό την άσκηση ρήγματος στο εσωτερικό της, αλλά και με πιο άμεσο στόχο την παρεμπόδιση της οικονομικής της ανάπτυξης. Στόχευαν σε συγκεκριμένα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία ήταν τα πιο εξειδικευμένα και φυσικά τα λιγότερο πειθαρχημένα και μαχητικοποιημένα στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Οι αστοί ξέρουν πολύ καλά να παίζουν με τη διάθεση πλουτισμού και τις προσωπικές φιλοδοξίες. Ξέρουν πολύ καλά να εκμεταλλεύονται προς όφελός τους την αστική, τη μη κομμουνιστική στάση απέναντι στην εργασία. Οι Δυτικογερμανοί πλήρωναν πολλές φορές μισθούς καλύτερους απ’ ό,τι στους δικούς τους πολίτες για να δημιουργήσουν ρήγμα στη ΓΛΔ. Επίσης πολύ μεγάλες ήταν οι φοροαπαλλαγές γι’ αυτούς που πήγαιναν στην ΟΔΓ. Είναι γνωστές οι περιπτώσεις, όπου Ανατολικογερμανοί, ενώ σπούδαζαν εντελώς δωρεάν στα πολύ υψηλής ποιότητας πανεπιστήμια της ΓΛΔ, έχοντας στη διάθεσή τους δωρεάν κατοικία και ό,τι άλλο χρειαζόταν για τις σπουδές τους, εξασφάλιζαν υψηλές αμοιβές στα δυτικογερμανικά μονοπώλια όταν τελείωναν τις σπουδές τους και μετακόμιζαν (μέχρι να χτιστεί το τείχος το 1961) στην ΟΔΓ. Αυτό είχε ένα τεράστιο κόστος για τη ΓΛΔ. Από τη μία η ΓΛΔ χρηματοδοτούσε κάτι παραπάνω από αδρά τις εντελώς δωρεάν σπουδές και όλες τις άλλες κοινωνικές υπηρεσίες προς τους Ανατολικογερμανούς και από την άλλη έχανε στη συνέχεια την εργασία τους. Οι οικονομικές απώλειες μέχρι το 1961 έχουν υπολογιστεί από το Δυτικογερμανό οικονομολόγο Fritz Baade σε 100 ως 130 εκατομμύρια μάρκα. Για ένα σχετικά μικρό γεωγραφικά και πληθυσμιακά κράτος όπως η ΓΛΔ το κόστος ήταν δυσβάσταχτο54.
Ο πιο σημαντικός όμως παράγοντας είναι άλλος. Η αναδιοργάνωση της οικονομίας σε σοσιαλιστική βάση έχει ως αποτέλεσμα να θιγεί όχι μόνο η καπιταλιστική ιδιοκτησία αλλά και ανώτερα μεσαία στρώματα. Στη σοσιαλιστική ΓΛΔ, όπως και σε κάθε διαδικασία σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οξύνθηκε η ταξική πάλη, η οποία εκφραζόταν όπως πάντα σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτικό). Με δεδομένα τα παραπάνω, αλλά και τα οικονομικά δεδομένα που αναφέρθηκαν σε άλλες παραγράφους, συν τα πολύ σημαντικά στοιχεία της κοινής εθνικής ρίζας αλλά και των οικογενειακών55, φιλικών δεσμών, συν την ελεύθερη για 12 χρόνια μετακίνηση προσώπων και την αντίστοιχη οικοδόμηση κάθε είδους ανθρώπινων σχέσεων, δημιουργήθηκε πράγματι ένα μεταναστευτικό ρεύμα προς την ΟΔΓ, το οποίο σαφώς και ενισχύθηκε και από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη ΓΛΔ που ισχυροποιούσαν στοιχεία της αγοράς σε βάρος του κεντρικού σχεδιασμού και βεβαίως συνέβαλλαν και στην άμβλυνση της κομμουνιστικής συνείδησης56.
Μεταξύ αυτών που προσπαθούσαν να περάσουν παράνομα στην ΟΔΓ ήταν και τα πρώην στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος με τις οικογένειές τους. Ηξεραν πολύ καλά ότι στη ΓΛΔ τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα γι’ αυτούς, ενώ στην ΟΔΓ θα επιβραβεύονταν με την τοποθέτησή τους σε μια σειρά αξιώματα. Αυτή η μάζα ανθρώπων δεν ήταν καθόλου αμελητέα. Σε επόμενη παράγραφο που πραγματευόμαστε το ζήτημα της «αποναζιστικοποίησης» θα αναλυθούν περισσότερο τα ζητήματα αυτά.
Για όλους τους παραπάνω λόγους κάποιοι είχαν -όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Μπρεχτ- το «διαβατήριο στην τσέπη»57. Σύμφωνα με τις στατιστικές της ΓΛΔ, περίπου 2 εκατομμύρια πολίτες της πήγαν στην ΟΔΓ μεταξύ 1949 και 1989, περίπου το 12% του πληθυσμού της. Αυτό το κομμάτι αποτελούνταν κυρίως από νέους σε ηλικία και συνήθως μορφωμένους και ειδικευμένους εργαζόμενους, το πιο παραγωγικό δηλαδή εργατικό δυναμικό της ΓΛΔ.
Ενα ξεχωριστό κεφάλαιο ιμπεριαλιστικής σπέκουλας είναι ο αριθμός των νεκρών στα κρατικά σύνορα μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου. Εδώ οι αριθμητικοί υπολογισμοί θυμίζουν λίγο από τα «θύματα στα γκούλαγκ». Κάθε χρόνο από το 1992 και κυρίως κάθε Αύγουστο, στην επέτειο δηλαδή ανέγερσης του προστατευτικού τείχους, οι εκτιμήσεις αυτές εκτοξεύονται, υπηρετώντας και αυτές τη δηλωμένη προσπάθεια «απονομιμοποίησης της ΓΛΔ». Ετσι τα δικαστήρια της ΟΔΓ το 1992 έκαναν λόγο για 224 νεκρούς, το 1996 για 490, το 1997 για 1.065 νεκρούς58. Στους «νεκρούς του τείχους» κατά καιρούς περιλαμβάνονταν δολοφονημένοι, πνιγμένοι στη Βαλτική Θάλασσα και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους μας. Οι επίσημες ωστόσο στατιστικές για τους θανάτους σε επεισόδια στο τείχος, τόσο στις κρατικές υπηρεσίες της ΟΔΓ όσο και στη διεθνή αρθογραφία κυμαίνονται από 86 μέχρι 200 θανάτους στις πιο ακραίες περιπτώσεις (η καθόλου φιλοκομμουνιστική διεθνής ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια Wikipedia κινείται σε αυτά τα πλαίσια, ενώ η ελληνική της έκδοση αναφέρει 86 νεκρούς).
Ας δούμε όμως και τις ένοπλες επιθέσεις από την πλευρά του Δυτικού Βερολίνου, οι οποίες δεν είναι γνωστές. Το 1975 βγήκε στη φόρα η περίπτωση της δολοφονίας 2 συνοριακών φρουρών της ΓΛΔ από το Δυτικό Βερολίνο. Το παράξενο δεν είναι αυτό. Οι επιθέσεις και οι προβοκάτσιες από το Δυτικό Βερολίνο δεν ήταν καθόλου σπάνιες, έτσι κι αλλιώς. Το σημαντικό είναι πώς χειρίστηκε την περίπτωση το κράτος της ΟΔΓ. Στο δικαστήριο, αντί οποιασδήποτε ποινής, προσφέρθηκε στον εκτελεστή μία ανθοδέσμη. Μετά από προσωπική παρέμβαση του προέδρου της ΓΛΔ, Ερικ Χόνεκερ στον Καγκελάριο Σμίτ της ΟΔΓ και τη διεθνή γνωστοποίηση του ζητήματος, ένα άλλο δικαστήριο της ΟΔΓ καταδίκασε τον εκτελεστή, έστω και με εντελώς συμβολική τιμωρία59. Το μήνυμα της ΟΔΓ ήταν καθαρό. Οι δολοφονίες και οι πυροβολισμοί από το Δυτικό στο Ανατολικό Βερολίνο όχι μόνο δε θα τιμωρούνταν αλλά θα επιβραβεύονταν.
Αν ακολουθήσουμε τη δικιά τους τακτική της αριθμολογίας μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής. Από το 1991 μέχρι σήμερα στο τείχος μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού έχουν χάσει τη ζωή τους πάνω από 5.600 άνθρωποι. Για να μην πούμε για το διαβόητο ιμπεριαλιστικό «τείχος του Σαρόν» που χωρίζει τους Ισραηλινούς από τους Παλαιστίνιους και τα καθημερινά θανατηφόρα επεισόδια. Δηλαδή σε ένα τείχος που χωρίζει δύο καπιταλιστικά κράτη έχουμε πάνω από 5.600 θανάτους μέσα σε 15 χρόνια. Από την άλλη στο τείχος του Βερολίνου, στο οποίο συκρούονταν δύο παγκόσμια κοινωνικοοικονομικά συστήματα, δύο στρατιωτικοί συνασπισμοί, σε μία πόλη γεμάτη με πράκτορες, όπλα και κατασκοπευτικά συστήματα είχαμε σε 28 χρόνια 100-200 νεκρούς. Δηλαδή στην πρώτη περίπτωση είχαμε κατά μέσο όρο 374 νεκρούς το χρόνο και στο Βερολίνο 4-8 νεκρούς το χρόνο. Οσο μακάβρια κι αν είναι η παραπάνω σύγκριση, είναι ταυτόχρονα αποκαλυπτική για την καπιταλιστική υποκρισία. Παρά τα διαφορετικά μεγέθη των δύο τειχών το γεγονός της απόκρυψης των νεκρών στα ιμπεριαλιστικά τείχη αποτελεί απαραίτητο κομμάτι της προσπάθειας απόκρυψης της αλήθειας.
(…)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
49. Doernberg S., Köhler F.: «Sturmglocken der Weltgeschichte», Urania Verlag, Λειψία, 1984, σελ. 186.
50. Ο.π., σελ. 177.
51. Doernberg S., Köhler F.: «Sturmglocken der Weltgeschichte», Urania Verlag, Λειψία, 1984, σελ. 175.
52. Wagner Wilhelm: «Die Geschichte der DDR. Das Leben im Arbeiter- und Bauernstaat in Karten und Bildern», Carl Ueberreuter G.m.b.H, Βιέννη, 2009, σελ. 104.
53. Egon Krenz: «Gefängnis-Notizen», Das Neue Berlin, Berlin, 2009, σελ. 225.
54. Egon Krenz: «Gefängnis-Notizen», Das Neue Berlin, Berlin, 2009, σελ. 33.
55. Εδώ πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι λόγω των διαφορετικών μεγεθών των δύο κρατών «ενώ στη Δυτική Γερμανία το πολύ το ένα τρίτο των κατοίκων της είχε συγγενείς στην ΓΛΔ, τα δύο τρίτα των πολιτών της ΓΛΔ είχαν συγγενείς στη Δύση» (Νiethammer: Erfahrungen und Strukturen, σελ. 99, αναφορά στο Βadstübner, R.: «Vom “Reich” zum doppelten Deutschland, Gesellschaft und Politik im Umbruch», Dietz, Βερολίνο, 1999, σελ. 458).
56. Η ΓΛΔ, όπως και πολλές άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες, από την αρχή της συγκρότησής τους αξιοποιούσαν σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο κατηγορίες και πρακτικές της αστικής οικονομίας. Ωστόσο υπάρχουν και στιγμές όξυνσης αυτής της λαθροχειρίας. Στη ΓΛΔ η πιο χαρακτηριστική ήταν η προσπάθεια για την επιβολή του λεγόμενου Νέου Οικονομικού Συστήματος (ΝΟΣ) το 1963, το οποίο ήθελε να συνδυάσει τον κεντρικό σχεδιασμό με την ιδιοσυντήρηση των επιχειρήσεων.
57. Μπέρτολτ Μπρεχτ: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα από τη φυγή», «Ποιήματα», εκδ. «ΣύγχρονηΕποχή», Αθήνα, 1992.
58. Egon Krenz: «Gefängnis-Notizen», Das Neue Berlin, Berlin, 2009, σελ. 30-31.
59. Egon Krenz: «Gefängnis-Notizen», Das Neue Berlin, Berlin, 2009, σελ. 31.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
1 Σχόλιο
Συμφωνώ μόνο με την τελευταία παράγραφο…