Ποιος θα κάνει σκοπιά τελικά; – Ο Τζέφρι ή τα δικά μας παιδιά;
Tην Παρασκευή 13 Σεπτέμβρη βρέθηκαν στην Αλεξανδρούπολη ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Τζέφρι Πάιατ, και ο υπουργός Εθνικής Αμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος. Η Αλεξανδρούπολη αποτελεί στρατηγικό πυλώνα για να ικανοποιηθούν οι επιδιώξεις των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή και προορίζεται να αποτελέσει «αποθήκη» συγκέντρωσης ΝΑΤΟικών δυνάμεων. Ας σαρκάσουμε όλα όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό, με ένα μικρό διήγημα.
Είχαμε να κάνουμε μπάνιο κοντά δέκα μέρες τώρα. Σωλήνες και αποχέτευση διαλυμένα όλα. Μαζί με τα σκυλιά κατουράγαμε, τσακωνόμασταν ποιος θα πάρει πρώτος σειρά.
«Δεν πάει άλλο. Χειρότερα από ζώα είμαστε».
«Και τι να κάνουμε; Χαλάσανε όλα, συμβαίνουν αυτά».
«Δεν μπορούν δέκα μέρες τώρα να τα φτιάξουν;»
«Έχουν ρίξει όλη την προσοχή τους στο λιμάνι. Κάτι φτιάχνουν για το ΝΑΤΟ».
«Ναι, ναι, μη χάσουμε».
«Πρέπει να το κάνουμε. Είναι σύμμαχοί μας. Χάρη σ’ αυτούς έχουμε ειρήνη και ασφάλεια».
Μερικοί από τους φαντάρους δεν άντεχαν να ακούν τη συζήτηση που εξελισσόταν μπροστά τους, έκαναν μια κίνηση αποστροφής και βγήκαν έξω από τον θάλαμο. Άνοιξαν ένα μπουκάλι με νερό και έριξαν από λίγο ο καθένας στο κεφάλι του. Τα λιγδιασμένα τους μαλλιά ανασηκώθηκαν, σαν να διαμαρτυρόντουσαν που κάποιος πήγαινε να τα βγάλει από την κανονικότητα των τελευταίων ημερών.
Οι υπόλοιποι φαντάροι κατευθύνθηκαν προς το ΚΨΜ και άνοιξαν την τηλεόραση. Το τοπικό κανάλι έδειχνε σε ζωντανή μετάδοση την επίσκεψη του Αμερικανού πρέσβη, Τζέφρι Πάιατ, στην Αλεξανδρούπολη που μιλούσε, μεταξύ άλλων, για τις «ευκαιρίες που δημιουργεί η μελλοντική ιδιωτικοποίηση του λιμανιού», για την «πολύ κρίσιμη γεωπολιτική σημασία της πόλης ως πύλης για τη Μαύρη Θάλασσα και τα Βαλκάνια», καθώς και για τις σχέσεις ΗΠΑ – Ελλάδας, που είναι στο «καλύτερο σημείο τους».
Ξαφνικά, μπήκε μέσα ο διοικητής και τους κάλεσε να βγουν όλοι έξω για να τους μιλήσει για κάτι πολύ σημαντικό. Αφού παρατάχτηκαν όλοι μπροστά του σε στάση προσοχής, άρχισε να μιλάει με δυνατή διαπεραστική φωνή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρα μας και τους υπαρκτούς κινδύνους που υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή από την Τουρκία, που θα αμβλυνθούν αν το λιμάνι της πόλης μετατραπεί σε μόνιμη βάση των ΗΠΑ. Ύστερα, τους είπε για τη βάση στη Σούδα και την Κρήτη που δεν έπαθε καμία ζημιά απ’ αυτή, ενώ αντίθετα είδε πολλά οφέλη.
Μερικοί από τους φαντάρους τον κοιτούσαν βαριεστημένα περιμένοντας να τελειώσει, κάποιοι έδειχναν να συμφωνούν με όσα άκουγαν, ενώ υπήρχαν κι αυτοί που τον κοιτούσαν με επιφυλακτικότητα, αναλογιζόμενοι πως με αυτόν τον τρόπο δεν θα τους μιλούσε ούτε ο πρέσβης των ΗΠΑ, που έβλεπαν πριν λίγο στην τηλεόραση.
Μετά από λίγο, ο διοικητής ολοκλήρωσε την ομιλία του με μια ερώτηση προς τους φαντάρους: «Ποιοι θέλουν να πάνε να φυλάξουν τα ΝΑΤΟικά ελικόπτερα στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης;»
«Κανένας δεν θα πάει», είπε ένας μικροκαμωμένος φαντάρος, που το ’λεγε η καρδούλα του. «Αρνούμαστε να συμμετάσχουμε στα ιμπεριαλιστικά σχέδια του ΝΑΤΟ».
«Τι είσαι εσύ; Εκπρόσωπος όλων των φαντάρων;»
«Καλά σου λέει», πετάχτηκε και είπε ένας στρατιώτης δίπλα του. «Αν ο κύριος διοικητής δώσει καμία τιμητική, εγώ πηγαίνω με μεγάλη χαρά».
«Φυσικά και θα δώσω. Εγώ ανταμείβω τους καλούς στρατιώτες. Πέντε μέρες νομίζω είναι καλά».
Όντως ήταν καλά, αφού ο φαντάρος έτριψε τα χέρια του και ένευσε καταφατικά περιχαρής.
«Γιατί τσιμπάς, ρε φίλε; Θα πας να φυλάξεις ελικόπτερα που σκοτώνουν ανθρώπους; Θα γίνεις συνένοχος στο έγκλημα;»
«Κανένα έγκλημα δεν υπάρχει», είπε πάλι ο διοικητής. «Αν συνεχίσεις να διαδίδεις ψέματα, θα φας τέτοια φυλακή που θα κάνεις καιρό να ξαναμιλήσεις. Λοιπόν, ακούω. Ποιοι άλλοι θα κάνουν σκοπιά στο λιμάνι απόψε;»
«Βρωμάμε, κύριε διοικητά. Έχουμε να κάνουμε μπάνιο τόσες μέρες. Πώς θα κάνουμε σκοπιά έτσι; Θα δημιουργήσουμε κακή εικόνα στους συμμάχους μας».
«Δεν θα έχει ανθρώπους εκεί. Μόνο ελικόπτερα. Δεν θα σας μυρίσει κανένας. Τον έναν τον βρήκαμε. Ποιος θα είναι ο επόμενος;»
«Τώρα που το ξανασκέφτομαι κύριε διοικητά, δεν μπορώ να πάω. Το παντελόνι μου έχει σκιστεί», είπε ο στρατιώτης και έδειξε μία μεγάλη τρύπα στο παντελόνι του.
«Φόρα άλλο. Τρία δεν σου δώσανε όταν μπήκες;»
«Μόνο μία παραλλαγή έχω. Μου είπαν πως δεν είχαν άλλες στο νούμερό μου να μου δώσουν».
«Να αγόραζες. Έχεις την εντύπωση πως θα βγάλεις ολόκληρη τη θητεία με μία παραλλαγή;»
«Δεν μου περισσεύουν για να τα σπαταλάω, κύριε διοικητά. Είναι υποχρέωσή του στρατού να με προμηθεύσει με ρούχα».
Δύο από τους φαντάρους τον κοίταξαν υποτιμητικά, αφού δεν πίστευαν πως μπορεί να υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει χρήματα να αγοράσει μια στρατιωτική παραλλαγή. Αυτοί είχαν την οικονομική άνεση, γι’ αυτό και σπάνια έτρωγαν το φαγητό του στρατού.
Ο διοικητής, με τη σειρά του, έδειξε να χάνει την υπομονή του. Τους φώναξε πως αν δεν φέρουν εις πέρας την αποστολή δεν θα φύγουν παρθένοι από το στρατόπεδο και έπειτα έπιασε μερικούς στρατιώτες από τον γιακά στην τύχη και τους τοποθέτησε δίπλα του, λέγοντάς τους πως αυτοί είναι οι τυχεροί που θα εκπροσωπήσουν τη χώρα μας. Τους κάλεσε, μάλιστα, να πουν κάτι στους υπόλοιπους φαντάρους προτού επιστρέψει ο καθένας στις δουλειές του.
«Χθες το βράδυ καθίσαμε μόλις έκλεισαν τα φώτα στον θάλαμο όλοι μαζί οκλαδόν και συζητήσαμε φωναχτά για τα όνειρά μας. Θυμάστε παιδιά να είπε κάποιος πως έχει όνειρο ζωής του να φυλάξει τα ελικόπτερα του ΝΑΤΟ;» ρώτησε ένας από τους στρατιώτες με έκδηλη τη συγκίνηση στη φωνή του.
Κανένας δεν απάντησε, αλλά όλοι τον κοιτούσαν με βλέμμα που φανέρωνε ευγνωμοσύνη, σαν αυτή η ερώτηση να έφερνε στην επιφάνεια μια υπόθεση που τους αφορούσε όλους τους.
«Όπως καταλάβατε, κύριε διοικητά, κανένας από εμάς δεν θα κάνει σκοπιά απόψε. Μην ξεχάσετε να το πείτε στον Τζέφρι και τα άλλα παιδιά».
Ο διοικητής φώναξε εκτός εαυτού πως θα τους στείλει όλους στρατοδικείο και έφυγε μουρμουρίζοντας: «Ποιος θα κάνει σκοπιά, τελικά»;