Άγριες μέλισσες: Μια σειρά που σε κεντρίζει να την παρακολουθήσεις
Αυτό που σε κρατά στην οθόνη δεν είναι τόσο η χιλιοειπωμένη τραγική ιστορία γυναικών που βρίσκονται μπλεγμένες σε μια δύσκολη υπόθεση, όσο πως αυτή η ιστορία θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα μας εκείνη την εποχή. Η ιστορία περιγράφει καταστάσεις της ελληνικής υπαίθρου τις δεκαετίες 50-’60 και είναι κοντά στο οικείο μας παρελθόν.
Η σειρά ”Άγριες μέλισσες” από την συχνότητα του Αντένα φαίνεται να αποτελεί μια όαση στο ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο. Με προσεγμένη εικόνα, εξαιρετική επιλογή στο καστ των ηθοποιών και ένα δυνατό σενάριο αποτελεί πρόταση για ένα ποιοτικό 45λεπτό μπροστά στην οθόνη.
Το 1958 σε ένα μικρό χωριό κοντά στην Λάρισα, ζουν τρεις αδερφές: Η Ελένη, η Ασημίνα και η Δρόσω. Μένουν μόνες τους μετά το θάνατο του πατέρα τους, παλεύοντας να επιβιώσουν μέσα σε μια συντηρητική και πατριαρχική κοινωνία. Η μεγαλύτερη, η Ελένη, προσπαθεί να σώσει την περιουσία του πατέρα της από τα νύχια του μεγαλοκτηματία της περιοχής. Η σύγκρουσή τους ήταν καταδικασμένη να λήξει υπέρ του και αυτό έκανε την Ελένη να θυσιαστεί για τις αδερφές της αποδεχόμενη την πρόταση γάμου, από συμφέρον, του πρωτότοκου γιου του. Την νύχτα του γάμου μην μπορώντας να αντέξει το βάρος, φεύγει από το νυφικό κρεβάτι και εκείνος μεθυσμένος επιτίθεται στην μικρότερη αδερφή της με σκοπό να την βιάσει. Οργισμένες οι τρεις αδερφές τον δολοφονούν. Από εκεί ξεκινά ουσιαστικά η ιστορία..
Η δολοφονία του άνδρα δικαιολογείται από τον σύγχρονο θεατή ως νόμιμη άμυνα απέναντι σε μια τρομερή πράξη.. Τα ήθη όμως εκείνης της εποχής ήθελαν τον άνδρα αφέντη. Δεδομένου πως ο γάμος ήταν συμφωνία και εκείνος γόνος ανώτερης τάξης, θα μπορούσε εύκολα να ξεφύγει από την πράξη του βιασμού και το κοινωνικό στίγμα. Εκείνες ως γυναίκες, φτωχές και χωρίς καμία υποστήριξη από μια ευρύτερη οικογένεια, δύσκολα θα έβρισκαν ερείσματα ώστε να ακουστεί η δική τους εκδοχή. Αυτό τις καθιστά τραγικές φιγούρες.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία βρίσκεται στο επίκεντρο μιας ιστορίας. Η καταπίεση των γυναικών από τα πιστεύω μιας συντηρητικής κοινωνίας τέθηκε για πρώτη φορά επί σκηνής μέσα από τις αρχαίες μας τραγωδίες και παρότι σπουδαίοι συγγραφείς έδειχναν την άδικη αντιμετώπιση της κοινωνίας απέναντι στις γυναίκες μέχρι και σήμερα εκείνες παραμένουν ευάλωτες. Οι τρεις αδερφές γίνονται και εκείνες κρίκοι μας ατελείωτης αλυσίδας ηρωίδων που βρίσκονται εγκλωβισμένες μέσα σε μια ζωή που δεν επέλεξαν και δεν μπορούν να την αλλάξουν.
Μέχρι στιγμής η σειρά σεναριακά με έχει ικανοποιήσει. Οι διάλογοι φαίνονται φυσικοί, η σκιαγράφηση των χαρακτήρων είναι άρτια και ο τρόπος που εισάγονται οι διαφορετικοί χαρακτήρες στην ιστορία δεν κουράζει. Δεν θεωρείς περιττή καμιά σκηνή του έργου, αντίθετα προσπαθείς να πιάσεις τους διαλόγους ώστε να μπεις μέσα στην ζωή αυτού το χωριού. Να καταλάβεις τις σκέψεις, τις συνήθειές τους, τους πιθανούς συμμάχους των γυναικών ή τους πιθανούς επικριτές τους. Η ιστορία βρίσκεται στα πρώτα επεισόδια και δεν θα ‘θελα να πω πολλά, ωστόσο δείχνει πως η Μελίνα Τσαμπάνη έχει την δυνατότητα να δίνει χαρακτήρες που μπορούν να μείνουν στην τηλεοπτική ιστορία. Σίγουρα αυτή την δουλειά της την προτιμώ από την προηγούμενη της,της ”Επιστροφής”.
Οι πρωταγωνιστές της σειράς είναι όλοι ένας και ένας. Θα έπρεπε λογικά να σας αραδιάσω μια σειρά από ονόματα των καλών ηθοποιών που παίζουν αλλά θα σταχυολογήσω 3-4 ώστε να έχετε οι ίδιοι την χαρά της ανακάλυψης για τους υπόλοιπους. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει το ταλέντο της Μαρίας Κίτσου η οποία κρατά το πρωταγωνιστικό ρόλο στην σειρά; Δεν υποκρίνεται την Ελένη, γίνεται η Ελένη. Φαίνεται να έχει δουλέψει πάνω στο χαρακτήρα και στο κείμενο της. Κάθε κίνησή της είναι μελετημένη στην παραμικρή λεπτομέρεια. Ο Ιωάννης Αθανασόπουλος κρατά έναν αβανταδόρικο και συνάμα δύσκολο ρόλο στη σειρά (δύο είναι οι αβανταδόρικοι ρόλοι πάντα: του τρελού ή του κακού) του σχιζοφρενή γιου του Μιλτιάδη Σεβαστού (ρόλο που κρατά ο επίσης εξαιρετικός ηθοποιός Γιώργος Γάλλος που είχαμε την τύχει να δούμε πέρσι στην παράσταση ”Βόυτσεκ”). Αποφεύγοντας τις υπερβολές για να υποδηλώσει την αρρώστια που ”κατατρώει” το μυαλό του Γιάννου καταφέρνει να δείξει πως είναι πραγματικά να ζει κάποιος με μια ασθένεια που διαστρεβλώνει την αντίληψη του για την πραγματικότητα. Θα σταθώ στους υποστηρικτικούς ρόλους της σειράς γιατί από εκεί αντιλαμβάνεται κάποιος πόσο σέβονται οι συντελεστές της σειράς τους τηλεθεατές της: Ο Γιώργος Σουξές σαν Ενωματάρχης και η Αλίκη Αλεξανδρή σαν μητέρα του -ερασιτέχνη Σέρλοκ Χολμς αποτελούν την νότα αποφόρτισης της δύσκολης ιστορίας. Σπουδαίοι ηθοποιοί τους οποίους πάντα τους βλέπουμε με χαρά ακόμα και σε μικρούς ρόλους.
Ο Αντένα, αν και δεν είχε την φήμη, όσο το Μέγκα, για τις πετυχημένες τηλεοπτικές σειρές, έχει ωστόσο καταγράψει στην ιστορία του μια σειρά από πολύ πετυχημένες σειρές εποχής όπως η ”Πρόβα Νυφικού, το ”Τρίτο Στεφάνι” και ”Τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά ” κ.ά. και ελπίζω, επειδή μας έχει κακομάθει, να υποστηρίξει αυτή τη σειρά αλλάζοντας αν είναι δυνατόν το μοναδικό φάουλ που βρίσκω σε αυτήν: Την ώρα προβολής της. Οι καλές σειρές αξίζουν να προβάλλονται μια ώρα που ο περισσότερος κόσμος μπορεί να τις παρακολουθεί χωρίς να νυστάζει στο μαξιλάρι του.
Κλείνοντας θα ‘θελα να επιστρέψω στην υπόθεση του έργου. Αυτό που σε κρατά στην οθόνη δεν είναι τόσο η χιλιοειπωμένη τραγική ιστορία γυναικών που βρίσκονται μπλεγμένες σε μια δύσκολη υπόθεση, όσο πως αυτή η ιστορία θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα μας εκείνη την εποχή. Η ιστορία περιγράφει καταστάσεις της ελληνικής υπαίθρου τις δεκαετίες 50-’60 και είναι κοντά στο οικείο μας παρελθόν. Αυτό που λείπει σήμερα απο την τηλεόραση είναι η πραγματική ελληνική σεναριογραφία. Εκείνη που θα μεταφέρει στην μικρή οθόνη, στο λαϊκό αυτό μέσο, την εικόνα της πραγματικής ελληνικής κοινωνίας, είτε αυτό πρόκειται για παρελθόν είτε για το παρόν. Έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια από τους σεναριογράφους οι οποίοι προσαρμόζουν στα ελληνικά δεδομένα ξένα σενάρια, τα οποία ακόμα και σαν διασκευή δεν αντιστοιχούν στην ελληνική πραγματικότητα ή γράφουν τις πιο απίθανες πλοκές σεναρίου για να κρατήσουν τις οθόνες τους τους τηλεθεατές.. Η συνταγή ήταν και είναι πάντα απλή: ένας ή δύο άνθρωποι που γράφουν καλά, μια απλή ιστορία με ενδιαφέρον και εξαιρετικοί ηθοποιοί… Voila!