Τζίμι Κάρτερ – Το “μετριοπαθές” πρόσωπο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού
Oύτε η εσωτερική, ούτε η εξωτερική του πολιτική ξέφυγε στον πυρήνα της από εκείνη των προκατόχων του, δηλαδή με βασικό γνώμονα τη διασφάλιση της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας στον κόσμο.
Μπορεί ως πρόεδρος να απέσπασε κριτική στη χώρα του ως «υποχωρητικός» και «αναποτελεσματικός», τις δεκαετίες μετά τη θητεία του ωστόσο κατόρθωσε να εδραιωθεί, με τη βοήθεια και των διεθνών ΜΜΕ ως «φιλάνθρωπος» και «φιλειρηνιστής», που πολέμησε τη φτώχεια και έκανε το παν για να μεσολαβήσει σε διεθνείς κρίσεις. Παρακολουθώντας προσεχτικότερα την πορεία του, διαπιστώνει κανείς πως στην πραγματικότητα, ούτε η εσωτερική, ούτε η εξωτερική του πολιτική ξέφυγε στον πυρήνα της από εκείνη των προκατόχων του, δηλαδή με βασικό γνώμονα τη διασφάλιση της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας στον κόσμο. Η επιλογή του να βασιστεί σε «ειρηνικά» και διπλωματικά μέσα (εννοώντας τόσο τη φανερή, όσο και, κυρίως, την υπόγεια διπλωματία) δεν αλλάζει κάτι στον πυρήνα της υπόθεσης.
Ήρθε στον κόσμο την 1η Οκτώβρη 1924 στο Πλέινς της Τζόρτζια, γιος επιχειρηματία και νοσοκόμας. Φοίτησε στο Νοτιοδυτικό Κολέγιο της Τζόρτζια και στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της πολιτείας, πριν αποφοιτήσει από τη Ναυτική Ακαδημία του Μέριλαντ το 1946. Εγκατέλειψε την καριέρα του στο Ναυτικό μετά το θάνατο του πατέρα του για να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση φιστικιού.
Ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα στο τοπικό συμβούλιο παιδείας, κι εκλέχθηκε βουλευτής με τους δημοκρατικούς για πρώτη φορά το 1962. Κατάφερε με τη δεύτερη απόπειρα να εκλεγεί κυβερνήτης της Τζόρτζια το 1970, εφαρμόζοντας ένα σύστημα περιορισμού της γραφειοκρατίας στην πολιτεία, που τον έφερε στο εξώφυλλο του περιοδικού ΤΙΜΕS ως «σύμβολο του Νέου Νότου».
Αξιοποιώντας αυτή τη θετική δημοσιότητα, ο Κάρτερ ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του ως πρόεδρος το 1974 για τις εκλογές που θα γίνονταν δυο χρόνια μετά, προβάλλοντας την εικόνα ενός άνδρα με ισχυρές ηθικές αξίες, που θα έβγαζε την αμερικανική πολιτική από το τέλμα που είχε βυθιστεί μετά το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ.
Κατά μία ειρωνεία της ιστορίας, ο «μετριοπαθής» Κάρτερ φαίνεται πως εξασφάλισε την εκλογή του και χάρη στο γεγονός πως σε ντιμπέιτ με τον εν ενεργεία ρεπουμπλικανό πρόεδρο κι αντίπαλό του Τζέραλντ Φορντ, ο τελευταίος δεν εμφανίστηκε αρκετά αντισοβιετικός, δηλώνοντας ότι η Ανατολική Ευρώπη δεν κυριαρχείται από την ΕΣΣΔ. Ο Κάρτερ αναδείχτηκε νικητής με 51% των ψήφων και εγκαινίασε ένα πρόγραμμα κεϊνσιανής διαχείρισης στην οικονομία, ευελπιστώντας να αντιμετωπίσει τα απόνερα της διεθνούς πετρελαϊκής κρίσης του 1973, που ακόμα ταλάνιζαν την αμερικανική οικονομία. Τα περισσότερα από τα μέτρα του συνάντησαν την αντίδραση του Κογκρέσου, παρότι ελεγχόταν από τους Δημοκρατικούς. Παρά το λιτό προφίλ της προεδρίας του, με περικοπές λειτουργικών εξόδων και επισημοτήτων, ο Κάρτερ επηρεάστηκε από σκάνδαλα του στενού του κύκλου, ανάμεσά τους και ένα που αφορούσε τον αδερφό του Μπίλι, που κατηγορήθηκε ως μεσάζον του Μουαμάρ Καντάφι.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ποντάροντας όπως είπαμε στη διασφάλιση των συμφερόντων των ΗΠΑ με «ήπιες» μεθόδους, συμφώνησε το 1977 με τον Παναμά για την εκχώρηση του ελέγχου της ομώνυμης διώρυγας στη χώρα, ενώ πέτυχε και την ευνοϊκή για τις ΗΠΑ συμφιλίωση Αιγύπτου – Ισραήλ στο Camp David το 1978. Ολοκληρώνοντας την πολιτική που είχε εγκαινιάσει στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Κάρτερ αποκατέστησε πλήρως τις διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα το 1979, διακόπτοντας παράλληλα εκείνες με την Ταϊβάν.
Αποκορύφωμα των διπλωματικών του ικανοτήτων θεωρήθηκε την ίδια χρονιά η υπογραφή της συνθήκης περιορισμού των πυρηνικών εξοπλισμών SALT II με τη Σοβιετική Ένωση. Πολύ γρήγορα όμως, ο Κάρτερ ανακάλεσε τη συνθήκη, απαντώντας στη σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν. Παράλληλα, ο «φιλειρηνιστής» πρόεδρος επέβαλε εμπάργκο στις αμερικανικές εξαγωγές σιτηρών στην ΕΣΣΔ και πρωτοστάτησε στην επιχείρηση μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών της Μόσχας το καλοκαίρι του 1980, στο οποίο τελικά συμμετείχαν οι ΗΠΑ και οι περισσότεροι δυτικοί σύμμαχοί της.
Το γεγονός όμως που σημάδεψε την προεδρία του, εκμηδενίζοντας τις πιθανότητες επανεκλογής, ήταν η λεγόμενη κρίση των ομήρων στο Ιράν, όταν ομάδα ισλαμιστών φοιτητών κράτησαν ομήρους για περίπου ενάμιση χρόνο 52 Αμερικανούς στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Τεχεράνη, την επαύριο της Ιρανικής Επανάστασης το 1979. Η προσπάθεια του Κάρτερ να επιλύσει με το συνήθη διπλωματικό τρόπο την κρίση απέτυχε, όπως και μια παράνομη μυστική στρατιωτική επιχείρηση, που έληξε πριν καν ξεκινήσει με τη συντριβή ενός αεροπλάνου κι ενός ελικοπτέρου. Οι όμηροι τελικά απελευθερώθηκαν μια μέρα μετά την ορκωμοσία του Ρόναλντ Ρέιγκαν, προκαλώντας υπόνοιες για μυστική συμφωνία Ρεπουμπλικανών και ιρανικής κυβέρνησης, που δεν αποδείχτηκαν σε έρευνες που ακολούθησαν. Ο Ρέιγκαν, προβάλλοντας ως λύση στις κακοδαιμονίες των ΗΠΑ ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο μοντέλο, είχε αναδειχθεί θριαμβευτής των εκλογών του 1980, με τον Κάρτερ να συγκεντρώνει μόλις το 41% των ψήφων.
Τα επόμενα χρόνια ο Κάρτερ ανέλαβε αποστολές, κυρίως ανεπίσημα, σε διάφορα μέρη του κόσμου, διπλωματικού, αλλά και φιλανθρωπικού χαρακτήρα, διασφαλίζοντας έτσι την υστεροφημία του. Ιδιαίτερα μεγάλη δημοσιότητα γνώρισε η επίσκεψή του στην Κούβα το 2002, η πρώτη ενός πρώην έστω αμερικανού προέδρου στο νησί μετά την Επανάσταση. Εκεί, συναντώντας μεταξύ άλλων το Φιντέλ Κάστρο, δήλωσε πως «έστω και αν συνειδητοποιούμε ότι σε μερικά ζητήματα διαφωνούμε, καλωσορίζουμε την ευκαιρία να βρούμε κοινά σημεία», μη χάνοντας όμως την ευκαιρία να συνομιλήσει με γνωστούς Κουβανούς αντικαθεστωτικούς για ζητήματα “ανθρωπίνων δικαιωμάτων”.
Ο Κάρτερ συνέχισε να εμφανίζεται σχετικά τακτικά στα αμερικανικά ΜΜΕ και να εκφράζει τις απόψεις του για τις κυβερνήσεις που τον διαδέχθηκαν. Τα τελευταία χρόνια, στήριξε τον Ομπάμα, επικρίνοντάς τον για μια σειρά θέματα όπως το μη κλείσιμο του διαβόητου στρατοπέδου στο Γκουαντάναμο, αργότερα τον Μπέρνι Σάντερς, για να ψηφίσει τελικά το 2016 τη Χίλαρι Κλίντον, παρά τις προστριβές που είχαν υπάρξει μεταξύ τους παλιότερα. Για τον Τραμπ, έκανε κατά καιρούς αντιφατικές δηλώσεις, θεωρώντας από τη μια ότι τα “μέσα ήταν πολύ σκληρά μαζί του” κι επαινώντας την προσέγγισή του με το κράτος – τρομοκράτη της Σαουδικής Αραβίας. Μετά τη δολοφονία Κασόγκι όμως, ο Κάρτερ έκανε στροφή 180 μοιρών, επικρίνοντας τη στάση των ΗΠΑ στο ζήτημα, ενώ άρχισε να υιοθετεί και τα περί ρωσικής ανάμειξης στις εκλογές του 2016, ισχυρισμούς που αρχικά απέρριπτε ως αναπόδεικτους. Ενεργός Βαπτιστής από τη δεκαετία του ΄60, εξακολουθεί να διδάσκει κατά διαστήματα στο κατηχητικό της εκκλησίας των Βαπτιστών Maranatha.