Ιστορίες DELIVERY

Ναι, καλά το καταλάβατε. Είμαι ντελιβεράς. Ντελίβερι μπόι αν το θεωρείται πιο σικ. Μεταξύ μας, όπως και να το πεις, τα ίδια σκατά είναι.

Σας αρέσει η πίτσα; Εμένα όχι. Βασικά, παλιά μου άρεσε. Όταν ήμουνα μικρός μου άρεσε πολύ. Τώρα την έχω μπουχτίσει. Έχω βαρεθεί να τη βλέπω. Σε όλες της τις παραλλαγές. Κοιμάμαι και βλέπω στον ύπνο μου πίτσες. Μια πίτσα μαργαρίτα μου γνέφει από μια γωνιά. Μια πίτσα σπέσιαλ μου κλείνει το μάτι παραδίπλα. Μια πίτσα βεζούβιο και μια πίτσα ντιάβολο με χαιρετούν στο απέναντι στενό. Και στο τέλος του δρόμου με περιμένει μια πίτσα καπριτσιόζα. Ξυπνάω από τον εφιάλτη και ξέρω ότι πάλι θα ασχοληθώ με πίτσες. Αλλά μπορώ να κάνω αλλιώς; Η πίτσα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς μου.

Ποιος να το ‘λεγε; Εγώ, ο ελπιδοφόρος μαθητής με το 18 στο απολυτήριο του Λυκείου, ο μετέπειτα διαβασμένος μέχρι αηδίας φοιτητής και ένδοξος μελλοντικός φιλόλογος θα κατέληγα να μη βρίσκω δουλειά στο αντικείμενό μου. Η κρίση έφερε ανεργία. Η ανεργία έφερε φτώχεια. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν πλέον να με βοηθήσουν. Τους μειώθηκε και η σύνταξη, οπότε μάλλον από μένα περίμεναν βοήθεια.

Τότε το αποφάσισα. Δίπλωμα οδήγησης για μηχανάκι είχα. Μπορεί το δικό μου μηχανάκι να ήταν λίγο σαραβαλιασμένο, αλλά το σημαντικό ήταν ότι ήξερα να οδηγώ. Μια πιτσαρία ζητούσε ντελιβεράδες. Πήγα, συστήθηκα και την επόμενη μέρα, έπιασα δουλειά.

Ναι, καλά το καταλάβατε. Είμαι ντελιβεράς. Ντελίβερι μπόι αν το θεωρείται πιο σικ. Μεταξύ μας, όπως και να το πεις, τα ίδια σκατά είναι.

Κάθε, που μεταφέρεις μια παραγγελία ελπίζεις να μην πέσεις σε κίνηση. Αν καθυστερήσεις την πάτησες. Όταν βλέπω πολλά αυτοκίνητα μπροστά μου, προσπαθώ να χωθώ ανάμεσα. Αν δεν χωράω, καβαλάω τα πεζοδρόμια. Υπάρχουν φορές, που ο μπροστινός μου αργεί και τότε κορνάρω απεγνωσμένα! Η αλήθεια είναι πως αν καθυστερήσω λίγο οι πελάτες δεν φωνάζουν. Το αφεντικό φωνάζει και αυτό είναι το χειρότερο.

Το αφεντικό μου πιστεύει ότι μπορώ να ξεπεράσω τα όρια της ταχύτητας ενός δίκυκλου. Αφού σκέφτομαι ότι με φαντάζεται να κάνω μια σούζα, να γίνομαι ιπτάμενος και να προσγειώνομαι στο μπαλκόνι του πελάτη.

Το αφεντικό μου κλέβει. Δεν μας κλέβει όλους. Κλέβει τον συνάδελφο ντελιβερά από το Πακιστάν. Τον Ασίφ. Του δίνει τα μισά απ’ όσα δίνει σε μας. Ο Ασίφ δεν το ξέρει ή κάνει πως δεν το ξέρει για να μην μπλέξει. Πολλές φορές μου περνάει απ’ το μυαλό να πιάσω τον Ασίφ και να του πω την αλήθεια. Αλλά τότε θα μπλέξω εγώ.

Οι περισσότεροι πελάτες είναι καλοί. Ορισμένοι δίνουν φιλοδώρημα. Δύο ευρώ. Τα βάζω στην τσέπη και χαμογελάω. Κάποτε μάζεψα τα φιλοδωρήματα και αγόρασα παπούτσια με είκοσι ευρώ. Αλλά όσο η κρίση ζορίζει, τόσο λιγοστεύουν τα φιλοδωρήματα.

Όταν έχει ματς γίνεται χαμός. Πρέπει να παραδοθούν οι πίτσες, πριν αρχίσει το ματς. Το χειρότερο είναι να έχει αρχίσει και την ώρα της παραλαβής να μπει γκολ. Ανάλογα με το ποιος νικάει, εγώ θα ακούσω τους πανηγυρισμούς ή τις βρισιές.

Στο επάγγελμα του ντελιβερά συμβαίνουν και φάρσες. Παίρνει τηλέφωνο ένας την Πρωταπριλιά και στέλνει πίτσες στον ανυποψίαστο φίλο του. Είχα πάει μια τέτοια παραγγελία. «Η πίτσα σας κύριε.» «Και ποιος σου είπε ότι εγώ πήρα πίτσα;» «Κι εγώ τι να κάνω τώρα;» «Να τη φας!» Δίκιο είχε, τελικά. Το αφεντικό δεν θα έπαιρνε πίσω την πίτσα, που είχα ήδη πληρώσει από την τσέπη μου. Ο πελάτης δεν είχε παραγγείλει. Εγώ την έφαγα την πίτσα!

Οι δρόμοι της πόλης είναι εντάξει. Όταν δεν βρέχει. Όταν βρέχει θα πρέπει να κολυμπήσεις με το μηχανάκι στο νερό και στη λάσπη για να φτάσεις στον πελάτη. Φοράω αδιάβροχο, αλλά το να βραχώ είναι το μικρότερο κακό. Ο δρόμος γλιστράει και μπορεί να βρεθώ με το μηχανάκι ανάποδα να κοιτάω τ’ αστέρια. Κάπως έτσι βρέθηκε και ο καημένος ο Ασίφ, που πέθανε λίγες ώρες μετά στην εντατική. Και το αφεντικό να φωνάζει για το μηχανάκι, που έγινε σμπαράλια και για την παραγγελία, που δεν έφτασε ποτέ στον πελάτη.

Όταν σκοτώθηκε ο Ασίφ το σκέφτηκα για πρώτη φορά. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, για να αλλάξω τη ζωή μου. Κάπως πρέπει να αντιδράσω. Ένα θεαματικό σάλτο μορτάλε με το μηχανάκι. Κόντρα σε κάποιο φορτηγό για σίγουρο τέλος. Να θυμηθώ, να έχω παραδώσει πρώτα τις πίτσες. Δεν θα είναι ωραίο θέαμα, να πεθάνω αγκαλιά με τις πίτσες, που τόσο τις έχω μπουχτίσει.

Το ‘πα και το ‘κανα. Έστριψα, ξαφνικά το μηχανάκι, ενώ πλησίαζε ένα φορτηγό. Μα, με πρόλαβε ένα διερχόμενο αυτοκίνητο και με χτύπησε. Το φορτηγό πέρασε δίπλα. Το μηχανάκι έγινε σμπαράλια. Εγώ τη γλίτωσα με τρεις μήνες στο νοσοκομείο. Εκεί έμαθα ότι απολύθηκα από τη δουλειά. Όταν βγω θα ξαναπάω για δουλειά. Μόνο, που αυτή τη φορά θα ψάξω για σουβλατζίδικο. Έτσι, για την ποικιλία.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στον Πειραιά. Ασχολείται με την ποίηση από τα παιδικά του χρόνια κι έχει εκδώσει μέχρι σήμερα 8 ποιητικές συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα βουλγάρικα, στα αγγλικά, στα ισπανικά, στα αλβανικά, στα σουαχίλι και στα πακιστανικά (ουρντού). Διατηρεί μόνιμη στήλη κριτικής βιβλίου στο ηλεκτρονικό περιοδικό Vakxikon.gr. Διαχειρίζεται τα blogs: «Ποιητικό σταυροδρόμι» και «Πόρτες Κλειστές».

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: