«Αγαπώ την Επανάσταση, απλά δεν μπορώ να συνηθίσω στη λέξη “κομμουνισμός”»
Στις 3 Οκτώβρη 1965 το Ενωμένο Κόμμα της Κουβανικής Σοσιαλιστικής Επανάστασης μετονομάζεται σε Κομμουνιστικό Κόμμα Κούβας. Ο Φιντέλ Κάστρο ανακοινώνει δημόσια τη σύσταση της ΚΕ του ΚΚ Κούβας και την καθιέρωση της εφημερίδας «Γκράνμα» ως επίσημο όργανο της ΚΕ του κόμματος.
«Το Κόμμα είναι σύνθεση των πάντων. Μέσα σ’ αυτό, συνδυάζονται τα όνειρα όλων των επαναστατών της ιστορίας μας… Το Κόμμα σήμερα είναι η ψυχή της Κουβανικής Επανάστασης». Φιντέλ Κάστρο (Δεκέμβρης 1975)
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν οι λέξεις σοσιαλισμός και κομμουνισμός μπήκαν στο λεξιλόγιο της Κουβανικής Επανάστασης, υπήρχαν πολλοί Κουβανοί που δυσκολεύονταν να ταυτιστούν με ιδέες που ήταν ανάθεμα για ολόκληρες δεκαετίες. Ένας τέτοιος Κουβανός ήταν ο Πέντρο Μαρτίνες από το Σαντιάγο. Τον Αύγουστο του 1963, αποφάσισε να εκφράσει την ανησυχία του σε μια επιστολή του στην εφημερίδα “Hoy” («Σήμερα») που ανήκε στο Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, (PSP):
«Είμαι 70 χρονών. Είμαι ταπεινός άνθρωπος του λαού με πολύ λίγη μόρφωση. Έχω την Επανάσταση βαθιά μες την καρδιά μου. Κάθε μέρα αισθάνομαι ότι η Επανάσταση κάνει πράγματα για το λαό. Δεν επιτρέπω ούτε τον παραμικρό υπαινιγμό κατά της Επανάστασης. Το μόνο πράγμα που έχω στην πόρτα του σπιτιού μου είναι η κουβανική σημαία, ούτε φωτογραφίες, ούτε τίποτε άλλο. Αλλά όσο πολύ κι αν αγαπώ την Επανάσταση, απλώς δεν μπορώ να συνηθίσω στη λέξη «κομμουνισμός». Η ερώτηση στην οποία θέλω απάντηση, είναι η εξής: Μπορεί κανείς να είναι καλός επαναστάτης χωρίς να είναι κομμουνιστής;»
Στον αναγνώστη απάντησε ο εκδότης της εφημερίδας, Μπλας Ρόκα:
«Η παλιά κοινωνία της εκμετάλλευσης μετέτρεψε τον κομμουνισμό σε φάντασμα. Όλοι οι διανοούμενοι υπηρέτες του καθεστώτος, σε βιβλία, θεατρικά έργα, κινηματογραφικά έργα, περιοδικά, εφημερίδες, καθεδρικούς ναούς και άμβωνες, αφοσιώθηκαν στο να παρουσιάσουν τον κομμουνισμό σαν το χειρότερο πράγμα, σαν κάτι αποκρουστικό, αντίθετο στην ελευθερία, στην ανθρώπινη φύση, στη θρησκεία, στην οικογένεια και στην πατρίδα. Και οι ιδέες τους, επαναλαμβανόμενες ακούραστα πάνω από εκατό χρόνια, διαδιδόμενες από τα σχολεία στα παιδιά, στην εκκλησία, στον τύπο, στο ραδιόφωνο, στα κινηματογραφικά έργα, στην τηλεόραση, κατόρθωσαν να διεισδύσουν στο νου των ανθρώπων κι έτσι προκάλεσαν φρίκη, φόβο και μίσος για τον κομμουνισμό…
Σ’ ότι αφορά τη συγκεκριμένη ερώτηση του Πέντρο Μαρτίνες… να η απάντηση: Δεν μπορεί κανείς να είναι καλός επαναστάτης και να είναι προσκολλημένος στον αντικομμουνισμό, που είναι η ιδεολογία του ιμπεριαλισμού και της αντεπανάστασης. Μπορεί κανείς να βοηθήσει εύκολα την επανάσταση χωρίς να είναι τυπικός και συνειδητός κομμουνιστής. Μπορεί κανείς επίσης να είναι πιστός επαναστάτης χωρίς να είναι ή να γίνει κομμουνιστής. Αλλά δεν μπορεί κάποιος να προχωρήσει αποφασιστικά στον επαναστατικό δρόμο αν έχει επιφυλάξεις ή φόβους για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό».
Η 3η του Οκτώβρη 1965 αποτελεί για την Κούβα ένα από τα πολλά ορόσημα στην ιστορία της. Εκείνη την ιστορική μέρα ο ηγέτης της Κούβας ανακοίνωσε δημόσια τη σύσταση της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κούβας και την καθιέρωση της εφημερίδας «Γκράνμα» ως επίσημο όργανο της ΚΕ του κόμματος. Την ίδια μέρα ο Φιντέλ διαβάζει το γράμμα αποχαιρετισμού που είχε αφήσει ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, πριν φύγει για τη Βολιβία, ενώ πρότεινε και έγινε αποδεκτό ότι ο Τσε αξίζει να ανήκει στην ΚΕ του κόμματος.
Η απόφαση αυτή ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας ενοποίησης των οργανώσεων που συμμετείχαν στην Κουβανική Επανάσταση, που είχε ξεκινήσει από το 1961 με τη δημιουργία των Ενωμένων Επαναστατικών Οργανώσεων (Organizaciones Revolucionarias Integradas – ORI), που τις συναποτελούσαν το Επαναστατικό Κίνημα της 26ης Ιούλη, με ηγέτη τον Φιντέλ Κάστρο, ιδρυτή του Επαναστατικού Στρατού, το Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα (που ήταν η μετεξέλιξη του πρώτου ΚΚ Κούβας) με ΓΓ του τον Μπλας Ρόκα και το Διευθυντήριο 13 Μάρτη, με ηγέτη τον Φάουρε Τσομόν. Ακολούθησε η πρώτη ενοποίησή τους στις 26 Ιούλη του 1962 με τη δημιουργία του Ενωμένου Κόμματος της Σοσιαλιστικής Επανάστασης της Κούβας, που δημιούργησε Οργανώσεις Βάσης σε όλη τη χώρα και από τις 3 του Οκτώβρη 1965 μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Κούβας.
Στο άρθρο 5 του Συντάγματος της χώρας που εγκρίθηκε το 1976 μετά από λαϊκό δημοψήφισμα, όπου συμμετείχε το 98% του πληθυσμού, εγκρίθηκε με 97,7% ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος στην κουβανική κοινωνία: «Το ΚΚ Κούβας, στις βάσεις της παράδοσης του Χοσέ Μαρτί και του Μαρξισμού – Λενινισμού, είναι η οργανωμένη πρωτοπορία του κουβανικού έθνους. Είναι η ανώτερη καθοδηγητική δύναμη της κοινωνίας και του κράτους, που οργανώνει και κατευθύνει τις κοινές προσπάθειες προς την κατεύθυνση των υψηλών στόχων της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην προοπτική της κομμουνιστικής κοινωνίας».
Οι περισσότεροι επαναστάτες της Κούβας δεν ήταν μαρξιστές όταν σύρθηκαν στην παραλία από το Γκράνμα, για να μπουν στη Σιέρα Μαέστρα, ούτε ακόμα όταν μπήκαν στην Αβάνα σε θριαμβευτικές φάλαγγες. Αντίθετα, βρήκαν τους εαυτούς τους να ενεργούν σαν μαρξιστές στη διάρκεια του πολέμου κατά του Μπατίστα: ενώνοντας τους φτωχούς προς το συμφέρον τους, μοιράζοντας γη στους ακτήμονες, οργανώνοντας συνδικάτα κι εξασθενίζοντας τη δύναμη κι επιρροή των πλουσίων στην κουβανική ζωή. Αυτά γίνονταν στ’ όνομα της δικαιοσύνης και όχι του μαρξισμού, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.
«Αν κάνουμε αυτό που ονομάζεται μαρξισμός», είπε ο Τσε Γκεβάρα το 1960, «είναι γιατί το ανακαλύψαμε εδώ». Αυτό το σοκ αναγνώρισης συνέβη σε πολλούς ηγέτες της Κουβανικής Επανάστασης. Η ανακάλυψη του μαρξισμού, όπως είπε ο Φιντέλ, ήταν σαν να βρίσκεις ένα «χάρτη του δάσους».
Οι επαναστάτες ανακάλυψαν επίσης ότι το πνεύμα του μαρξισμού δεν συγκρουόταν με τον ανθρωπισμό που τους είχε οδηγήσει στα βουνά.
«Ποιος λέει ότι ο μαρξισμός δεν έχει ψυχή, ούτε αισθήματα;» είπε ο Φιντέλ. «Ήταν ακριβώς η αγάπη για τον άνθρωπο που γέννησε το μαρξισμό, ήταν αγάπη για την ανθρωπότητα, η επιθυμία να καταπολεμηθεί η δυστυχία, η αδικία και όλη η εκμετάλλευση που υπέφερε η εργατική τάξη, που έκαναν το μαρξισμό να ξεπροβάλει από το νου του Μαρξ.»
«Ο μαρξιστής», έγραψε ο Τσε Γκεβάρα, «πρέπει να είναι ο καλύτερος, ο πιο τέλειος άνθρωπος, αλλά πάντοτε, πάνω από κάθε τι άλλο, πρέπει να είναι άνθρωπος: μαχητής του κόμματος που ζει και δονείται όταν είναι σ’ επαφή με ανθρώπους, ακούραστος εργάτης που δίνει τα πάντα στο λαό του, εργάτης που δουλεύει σκληρά και δίνει τις ώρες της ανάπαυσής του, την προσωπική γαλήνη του, την οικογένειά του ή τη ζωή του στην Επανάσταση, άνθρωπος που δεν είναι ποτέ ξένος προς τη θαλπωρή της ανθρώπινης επαφής.»
Στο αποκορύφωμα του αγώνα κατά του Μπατίστα, οι επαναστάτες έμαθαν επίσης την ανάγκη για ενότητα: «Η Επανάσταση είναι η τέχνη της ενοποίησης δυνάμεων. Στην αρχή δεν ήμασταν παρά μια μικρή ομάδα. Μια μικρή ομάδα που διεξήγαγε τον αγώνα κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Κι ένας από τους παράγοντες που συνετέλεσαν στο θρίαμβο της Κουβανικής Επανάστασης, ήταν η πολιτική της ενότητας, της ενότητας, της ενότητας. Και δεν ήταν εύκολο. Έπρεπε ν’ ακούσετε τις ζωηρές συζητήσεις στις οποίες μπλεχτήκαμε!», είπε ο Φιντέλ Κάστρο.
Πολλές ήταν οι διαφορές, συχνά οδυνηρές και σκληρές, που ήταν αναγκαίες για να διατηρηθεί η ενότητα της Επανάστασης. Άνθρωποι που είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για μια καλύτερη ζωή, πολλές φορές βρίσκονται σε σκληρή διαφωνία για το πώς να το πετύχουν.
Η πιο επικίνδυνη έλλειψη ενότητας, όμως, ήρθε μετά την ανατροπή του Μπατίστα όταν ξέσπασε σύγκρουση μέσα στο Κίνημα 26 του Ιούλη για το αν έπρεπε να ενωθούν και να συνεργαστούν με τους κομμουνιστές του Λαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Μερικοί, όπως οι ηγέτες του επαναστατικού στρατού Ούμπερ Μάτος και Ντίας Λανς, ήταν τόσο αντικομμουνιστές ώστε πρόδωσαν την Επανάσταση. Άλλοι ήταν πιστοί στην Επανάσταση, αλλά φοβούνταν τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» και ήθελαν να αποκλείσουν τον Μπλας Ρόκα, τον Λάσαρο Πένια και άλλους κομμουνιστές που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στο εργατικό κίνημα και στην υπόθεση του σοσιαλισμού.
Οι περισσότεροι, όμως, συμφωνούσαν με τον Φιντέλ ότι οι επαναστατικές δυνάμεις έπρεπε να είναι ενωμένες και όχι χωρισμένες. Οι παλιότεροι κομμουνιστές, υποστήριζε ο Φιντέλ, είχαν αποδείξει τη δέσμευσή τους προς την Επανάσταση, στις μάχες και στις παράνομες δραστηριότητες κατά της δικτατορίας Μπατίστα.
«Το Κόμμα συγκεντρώνει τους πιο πεπεισμένους, τους πιο επαναστάτες, τους πιο αποφασισμένους: εκείνους που δίνουν το παράδειγμα, εκείνους που πορεύονται μπροστά, εκείνους που δεν φοβούνται τις δυσκολίες, αλλά τις αντιμετωπίζουν και τις ξεπερνούν. Το Κόμμα είναι η οργάνωση στην οποία είναι συγκεντρωμένοι εκείνοι που δεν έχουν καμιά αμφιβολία για την αξία της ιδεολογίας μας και τη θέση μας· εκείνοι που δεν έχουν καμιά αμφιβολία για τις διδασκαλίες του Μαρξ, του Ένγκελς, του Λένιν, των ιδρυτών μας». Μπλας Ρόκα
Οι τρεις επαναστατικές οργανώσεις — το Κίνημα 26 του Ιούλη, το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Επαναστατικό Διευθυντήριο — συμφώνησαν, επομένως, ότι χρειαζόταν ένα νέο σώμα ηγεσίας που θα καθοδηγούσε τη χώρα προς το σοσιαλισμό, χρησιμοποιώντας τις ιδέες του μαρξισμού για «χάρτη» του. θα συγχωνεύονταν σ’ ένα κόμμα, γιατί υπήρχε μόνο ένας σκοπός — ο σοσιαλισμός — και ένα σώμα στην εξουσία: οι εργαζόμενοι της Κούβας, άντρες και γυναίκες.
(Αξιοποιήθηκαν αποσπάσματα από το βιβλίο του Τέρρενς Κάννον “Η Επανάσταση στην Κούβα”, Αβάνα 1987)
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback