Για την καταπολέμηση του κομμουνισμού και των «κομμουνιζόντων σωματείων»
Η «Επιτροπή για την καταπολέμηση του κομμουνισμού» δεν ανήκει σε κάποιο μακρινό παρελθόν. Όλα γύρω «μυρίζουν» την επιχείρηση αναβίωσης ενός καθεστώτος αυταρχισμού και ανελευθερίας, διώξεων και καταστολής πάνω σε όποιον αντιστέκεται στην εξουσία του κεφαλαίου και παλεύει για την ανατροπή του συστήματος της εκμετάλλευσης.
Αν και διαδραματίστηκαν το μακρινό 1927-28, τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω δεν απέχουν πολύ από το κλίμα που πάει να διαμορφωθεί στις μέρες μας. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε φορά που η αστική τάξη «ζορίζεται» να επιβάλει την εξουσία της, στρέφεται ενάντια στο ταξικό εργατικό κίνημα και τους κομμουνιστές που πρωτοστατούν στην οργάνωση και την καθοδήγησή του και αποτελούν την πρωτοπορία του. Αυτό, με διαφορετική ένταση ανά εποχή, ισχύει όλες τις δεκαετίες που ακολούθησαν από την ίδρυση του ΚΚΕ (αρχικά ΣΕΚΕ), φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας.
Στις 4 του Οκτώβρη 1927 άρχισε να λειτουργεί η «Επιτροπή για την καταπολέμηση του κομμουνισμού» που συγκρότησε η κυβέρνηση Ζαΐμη. Το πρώτο μέτρο της επιτροπής ήταν «η εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών [εργαζόμενοι στου Σιδηροδρόμους, Τροχιοδρομικοί, υπάλληλοι στις επιχειρήσεις Ηλεκτρισμού και Φωταερίου] από τα κομμουνιστικά στοιχεία», ενώ έμπαινε υπό μελέτη «η διάλυση των κομμουνιζόντων σωματείων».
Στις 12 του Οκτώβρη δημοσιεύτηκε η στήριξη της Ιεράς Συνόδου στις ενέργειες του υπουργού Παιδείας Νικολούδη που αφορούσαν την καταπολέμηση του κομμουνισμού, ενώ τον ίδιο μήνα υπήρξε κυβερνητική πρόταση για συγκρότηση Ειδικής Ασφάλειας για την παρακολούθηση των κομμουνιστών και την εκκαθάριση των δημοσίων υπαλλήλων από τους κομμουνιστές.
Είναι χαρακτηριστικό το δημοσίευμα του Ριζοσπάστη της 5 του Οκτώβρη 1927, μια μέρα μετά τη θέσπιση από την κυβέρνηση της «Επιτροπής καταπολέμησης του κομμουνισμού» για την οποία αναφέρει ότι συζήτησε ακόμα και για τη θέση εκτός νόμου του ΚΚΕ:
«Τα πρώτα μέτρα του κράτους «για την καταπολέμηση του κομμουνισμού» αποφασίστηκαν κιόλας. Η επιτροπή που οργανώθηκε για τη μελέτη των μέτρων αυτών βρίσκεται από προχτές «επί το έργον». (…)Συζητήθηκε η θέση εκτός νόμου του Κομμουνιστικού Κόμματος και των «κομμουνιζόντων σωματείων».
Μέσα στην καταδικασμένη … (δυσανάγνωστη λέξη) Ελλάδα, η επαναστατική τάξη προχωρεί σταθερά εμπρός, οργανώνεται, αγωνίζεται, ενώ η μπουρζουαζία πολεμά να κρατηθεί με τα δόντια, με την τρομοκρατία και το χαφιεδισμό(…). Η επαναστατική πρωτοπορία της εργατικής τάξης και των λοιπών εργαζομένων, το Κομμουνιστικό Κόμμα, ακούραστα, τολμηρά και αφοσιωμένα αγωνίζεται για την οργάνωση των μαζών, τη συνειδητοποίησή τους, την προπαρασκευή τους για τους μικρούς και τους μεγάλους αγώνες, για τη διχτατορία τους απάνω στους εκμεταλλευτές και τα πληρωμένα ποικιλώνυμα όργανά τους. Το Κόμμα αυτό και την επαναστατική αυτή τάξη προσπαθεί η ελληνική μπουρζουαζία σήμερα να θέσει εχτός νόμου. Με την τρομοκρατία που σχεδιάζουνε να αμολήσουν από τις τέσσερες μεριές, σκέφτουνται να μεταβάλλουνε την εργατική τάξη σε ένα κοπάδι ασυμμάζευτο και απροστάτευτο, σε μάζες ανοδήγητες, απειθάρχητες σε μια πολιτική ηγεσία, που να μπορέσουν να τους επιβάλουν δίχως αντίσταση τη θέλησή τους. Κι η θέλησή τους είναι να πληρώνουν οι εργαζόμενες μάζες τους φόρους δίχως καμιά οργανωμένη διαμαρτυρία, είναι να μπορούν να τις εκμεταλλεύουνται ακόμα πιο άγρια δίχως τον κίνδυνο μιας εξέγερσης από μέρους τους.
Η θέση εχτός νόμου του Κόμματός μας και των επαναστατικών οργανώσεων των εργαζομένων είναι το κύριο μέτρο προς το οποίο … (δυσανάγνωστη λέξη) το Κράτος με όλα τα μέσα. Άρχισε από τη θέση εχτός νόμου όλων των δημοσίων υπαλλήλων, με την απόφαση της καταδίωξης όλων των αριστερών στοιχείων μέσα σ’ αυτούς. Εν τω μεταξύ μελετώνται νέα μέτρα και προπαρασκευάζεται το έδαφος για μια πλατιά παρανομία, συστηματικά και μεθοδικά εφαρμοσμένη. Ήδη ανασυντάσσουνται τα χαφιεδικά σώματα(…).
Η εργατική τάξη θα περιμένει με σταυρωμένα χέρια; Την παρανομία μόνο η ίδια η εργατική τάξη μπορεί να την προλάβει και να την ναυαγήσει. Και ο μόνος τρόπος είναι η ενεργητική αντίδρασή της σήμερα στα προετοιμαζόμενα μέτρα. Μονάχα με την πλατιά και πείσμονη κίνηση των εργαζομένων μαζών σ ή μ ε ρ α , θα προληφθεί αυτή και θα ματαιωθεί.
Κάθε εργοστάσιο, κάθε βαπόρι, κάθε επιχείρηση, πρέπει να ξυπνήσει και τα σωματεία, οι στενές και πλατιές οργανώσεις των εργαζομένων, να κινήσουνε δραστήρια τις μάζες κατά της προπαρασκευαζόμενης τρομοκρατίας. Μ’ αυτό μονάχα τον τρόπο θα αντιμετωπίσουμε και θα ματαιώσουμε την αναγκαία για την μπουρζουαζία της Ελλάδας, τρομοκρατία που ετοιμάζεται».
Διαβάζοντας κάθε παράγραφο του δημοσιεύματος του Ριζοσπάστη είναι σα να περνάνε μπροστά από τα μάτια μας κάποιες εικόνες της καθημερινότητάς μας. Η όλη προσπάθεια της κυβέρνησης με το πολυνομοσχέδιο είναι να τσακίσει όποια εργατικά δικαιώματα άφησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, να περιορίσει τις συνδικαλιστικές ελευθερίες βάζοντας στο χέρι τη λειτουργεία των σωματείων και στο «γύψο» το δικαίωμα των εργαζομένων να απεργούν. Να δημιουργήσει δηλαδή σιγή ιχθύος και κατάσταση υποταγής που θα διευκολύνουν την επιβολή ακόμα πιο αντιδραστικών νόμων, για την εδραίωση της εξουσίας της τάξης που υπηρετεί.
Τα παρακάτω αποσπάσματα από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (τόμος Α2), αναφέρονται επιγραμματικά σε κάποια γεγονότα που ακολούθησαν διάστημα μερικών μηνών μετά τη θέσπιση της «Επιτροπής για την καταπολέμηση του κομμουνισμού» (σε αγκύλες δικές μας επεξηγηματικές παρεμβάσεις):
Στις 12 Δεκέμβρη [1927] ξεκίνησε στη Βουλή η συζήτηση για την άρση της βουλευτικής ασυλίας και τη δίωξη «επί εσχάτη προδοσία» των βουλευτών του Ενιαίου Μετώπου [η ονομασία του συνδυασμού με τον οποίο είχε κατέβει τότε στις εκλογές το ΚΚΕ]. «Πρέπει να δείξουμε», έγραφε ο Ριζοσπάστης την προηγούμενη μέρα, «πως, μη τρομάζοντας την παρανομία, ξέρουμε να αγωνιστούμε για τη νομιμότητά μας (…). Δεν πρέπει να δεχτούμε σιωπηλά και μοιρολατρικά τη χτηνώδικη επίθεση του Κράτους της μπουρζουαζίας (…). Ετοιμαστείτε για την κατάλληλη δράση!».
Την πρώτη μέρα της συζήτησης το Ενιαίο Μέτωπο πραγματοποίησε συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από τη Βουλή με τη συμμετοχή χιλιάδων εργατών Αθήνας και του Πειραιά. Η συζήτηση διακόπηκε. Ωστόσο η πρόταση δίωξης των κομμουνιστών μπήκε και πάλι αιφνιδιαστικά στην ημερήσια διάταξη Βουλής 3 μέρες αργότερα. Το ΚΚΕ απάντησε με νέα μαζική κινητοποίηση από τη Βουλή στις 16 Δεκέμβρη, ενώ μαζικά και μαχητικά συλλαλητήρια πραγματοποιήθηκαν και σε πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδας.
«Το ζήτημα της άρσεως της ασυλίας των 10 βουλευτών μας», τόνισε από το βήμα της Βουλής ο Κ. Θέος, «είναι ένα ζήτημα καθαρώς πολιτικόν, διότι διώκεται ένα ολόκληρον Κόμμα που εκπροσωπεί την Εργατικήν Τάξιν (…). Εμείς σαν κομμουνιστές προσπαθούμεν όλα τα ζητήματα των φτωχών λαϊκών μαζών, αγροτικό, εργατικό, εθνικό, αγωνιζόμαστε να τα μπάσουμε στην τροχιά της κοινωνικής επαναστάσεως, διά να καθοδηγήσουμε τις μάζες προς τον δρόμο της εγκαθίδρυσης της Σοβιετικής Δημοκρατίας (…).
(…)Στις 17 Δεκέμβρη η Βουλή ενέκρινε τελικά την άρση της βουλευτικής cr. λίας όλης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Ενιαίου Μετώπου (πλην του Μάξιμου)*. Ταυτόχρονα δρομολογήθηκε η άσκηση δίωξης εναντίον τους, εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης, ενώ όσοι πιάστηκαν κλείστηκαν στις φυλακές Συγγρού. Τρεις μήνες αργότερα, μετά από συγκεντρώσεις και άλλες διαμαρτυρίες, ακόμα και αστών βουλευτών, εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα και κομμουνιστές βουλευτές αποκαταστάθηκαν στις έδρες τους.
Στις 11 Γενάρη 1928 πραγματοποιήθηκε στο θέατρο «Αλάμπρα» φίλολογικοπολιτική συγκέντρωση με βασικούς ομιλητές τον Ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι και τον Νίκο Καζαντζάκη. Θέμα της ομιλίας τους ήταν οι κατακτήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης και η υπονόμευση της ΕΣΣΔ από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ακολούθησε διαδήλωση ενάντια στις επεμβάσεις στη Σοβιετική Ένωση. Τις επόμενες μέρες ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι περιόδευσαν στο σανατόριο «Σωτηρία» και ο Ιστράτι στο ορυχείο Λαυρίου. Μετά από λίγες μέρες ο Παναΐτ Ιστράτι απελάθηκε.
Στις 4 Απρίλη 1928 συνήλθε στο υπουργείο Δικαιοσύνης ειδική κυβερνητική επιτροπή για την κατάρτιση νομοσχεδίου κατά του κομμουνισμού. Το νομοσχέδιο προέβλεπε ποινικές διώξεις για όποιον «προφορικώς ή εγγράφως ή διά παραστάσεων ή εικόνων ή καθ’ οιανδήποτε άλλον τρόπον προκαλεί ή προσπαθεί να διεγείρει άλλους εις επιχείρησιν πράξεων αίτινες δύνανται ή να προκαλέσωσι διατάραξιν της δημοσίας τάξεως ή εις παραβίασιν των Νόμων του Κράτους ή επιχειρεί να προσελκύσει άλλους εις δοξασίας, ασυμβιβάστους προς την διατήρησιν της υφισταμένης θρησκευτικής ή οικονομικής ή κοινωνικής ή οικογενειακής τάξεως». Οι ποινές ήταν 6 μήνες φυλάκιση (μίνιμουμ) 1-5 έτη «αστυνομική επιτήρηση» στις Βόρειες Σποράδες (εξορία δηλαδή) και απόλυση για τους δημοσίους και ιδιωτικούς υπαλλήλους. Ποινές προβλέπονταν ακόμη και για τους εργοδότες, οι οποίοι δεν απέλυαν «αμέσως και οριστικώς» τους παραβάτες του παραπάνω νόμου.
*Σε δήλωσή του ο Σ. Μάξιμος ανέφερε: «Η απόφασις της Βουλής να μη αρθή η κοινοβουλευτική μου ασυλία αποτελεί μίαν εντελώς προσωπικήν επίθεσιν εναντίον μου αποσκοπούσαν εις την έντασιν των ενδοκομματικών αγώνων προς σκοπούς καθαράς πολιτικής εκμεταλλεύσεως. Δηλώ ότι είμαι πλήρως αλληλέγγυος με τους συναγωνιστάς μου και συναδέλφους μου και από κοινού με αυτούς υπερασπίζομαι και θα υπερασπισθώ την πολιτικήν του Κόμματός μου.» (Ριζοσπάστης, 18.12.1927).
Το σίγουρο είναι ότι έχουμε πολλά να δούμε και να βρούμε μπροστά μας, αν συνυπολογίσουμε τη συντηρητικοποίηση όλο και μεγαλύτερων στρωμάτων της κοινωνίας, όπως τη ζει ο καθένας με αφορμή μικρά και μεγάλα ζητήματα της καθημερινότητας· από την επίθεση προς τους απεργούς που ευθύνονται για την καθυστερημένη άφιξη – του απεργοσπάστη – στη δουλειά, μέχρι τον – καλλιεργούμενο – τρόμο ότι οι «λαθρομετανάστες» (δηλαδή οι πρόσφυγες και οι οικονομικοί μετανάστες) μάς αλλοιώνουν χωρίς να το καταλαβαίνουμε…
Γι’ αυτό είναι ζητούμενα σήμερα περισσότερο από ποτέ η περιφρούρηση όλων των κατοχυρωμένων – με πολύχρονους αγώνες και αίμα – εργατικών δικαιωμάτων, και η επαγρύπνηση μπροστά στους διαρκώς εντεινόμενους αντιλαϊκούς σχεδιασμούς (με τις μορφές νομοσχεδίων ή άλλες).
Όπως φάνηκε για μια ακόμα φορά, στις απεργιακές κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ στις 2 Οκτώβρη αλλά και στη μεγαλειώδη πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία, κάποιοι αντιστέκονται και είναι αποφασισμένοι να «πουλήσουν ακριβά το τομάρι» τους. Χρειάζεται να γίνουν περισσότεροι.