Άδεια η πόλη, δε φύγανε όλοι…
Αυτοί που μένουν, προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους πως η τσιμεντούπολη είναι μαγευτική άδεια, χωρίς άδεια για αυτούς που δουλεύουν. Κι αυτοί που φεύγουν, ποστάρουν συνεχώς χαρούμενα διακοπικά στιγμιότυπα, γιατί σε λίγο καιρό η μίζερη καθημερινότητα θα σβήσει τις αναμνήσεις, και θα χρειάζονται φωτογραφικά τεκμήρια για να τις θυμούνται.
Δεκαπενταύγουστος. Άδεια η πόλη, δε φύγανε όλοι… Απλά κρύβονται στα σπίτια τους, για να γλιτώσουν τη ζέστη και τον ιδρώτα των άσκοπων μετακινήσεων. Κι έτσι, μένουν να ψήνονται σε σύγχρονους τσιμεντένιους φούρνους μικροκυμάτων και μικρών, στενόχωρων διαμερισμάτων. Το παν είναι να έχεις την ελευθερία να διαλέξεις πού και πώς θα ψηθείς. Και να βάλεις φόντο μια αφίσα με ένα καλοκαιρινό τοπίο, σαν το Μοντεχρήστο του Αρκά, με τον ανεμιστήρα στο φουλ, και να ζητήσεις στο σύντροφό σου να κάνει “φλιτς-φλιτς”, όπως το κύμα στην παραλία…
Δε φύγανε όλοι, απλά δεν κινείται τίποτα, ασορτί με τη ζωή μας που μένει στάσιμη, κατρακυλώντας προς τα πίσω. Είναι κι αυτό μια κίνηση. Όπως όταν μετακινούνται όλοι μαζί και φρακάρουν σε μποτιλιάρισμα. Κι εσύ σχολιάζεις πως έχει πολλή κίνηση, ενώ στην πραγματικότητα έχει από ελάχιστη έως καθόλου. Διαλεκτικά είναι αυτά, ενότητα και πάλη των αντιθέτων…
Ίσως κι οι μύγες να είναι παχιές τον Αύγουστο, γιατί δεν έχουν πολλή όρεξη, περιορίζουν τις μετακινήσεις τους στο ελάχιστο, και δεν κάνουν καύσεις -εσωτερικές, γιατί απ’ έξω τους, καίγονται σαν κι εμάς, κι ίσως κάποτε γίνουν σαν πυγολαμπίδες. Πολύ καμένος συνειρμός, θα μου πεις, αλλά ναι, δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς, τέτοια μέρα, τέτοια λόγια, που τα καμένα μυαλά έχουν συντροφιά τα ιδρωμένα κορμιά, για να σπάνε τον πάγο και τη μοναξιά τους.
Αυτοί που μένουν πίσω -λες και οι άλλοι φεύγουν μπροστά- προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους κυρίως πως η τσιμεντούπολη είναι μαγευτική χωρίς τους ανθρώπους της, άδεια, χωρίς άδεια για όσους δουλεύουν. Κι αυτοί που φεύγουν ποστάρουν κάθε λίγο στιγμιότυπα από τις χαρούμενες διακοπές τους, σαν να χρειάζονται φωτογραφικά τεκμήρια, γιατί σε λίγο καιρό θα έρθει η μίζερη καθημερινότητα να σβήσει τις αναμνήσεις ή να τις απωθήσει πολύ μακριά (για να μοιάζουν αληθινές).
Το βασικό πρόβλημα στις διακοπές είναι πως δεν κόβουν πραγματικά κάτι, απλά το διακόπτουν προσωρινά και γίνονται κομμάτι ενός φαύλου κύκλου, χωρίς διακόπτη για να τον χειριζόμαστε. Το πρόβλημα είναι πως τα μεγάλα προβλήματα (ανεργία, αφραγκιά, κτλ) δεν παίρνουν ποτέ άδεια και σε ακολουθούν παντού. Δεν μπορείς να τους κρυφτείς, παρά μόνο για λίγο σε μια αμμουδιά, με το κεφάλι χωμένο στην άμμο ή στο νερό, και σε γαλαζοπράσινα νερά. Αλλά και στο λιμάνι του Πειραιά, αν δεις με θετική, ποιητική διάθεση το νερό, κι εκεί γαλαζοπράσινο είναι, σαν τις κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης και θολό σαν το μέλλον μας, όσο μένουμε σε αυτά τα ρηχά νερά. Και πού ξέρεις, ίσως σε λίγα χρόνια, με τον ευτροφισμό κι αυτά που καταλήγουν στη θάλασσα, να βρουν και ροζ κόκκους μες στο νερό. Προς το παρόν ας μείνουμε στα ροζ φλαμίνγκο…
Και στους τέσσερις τοίχους ενός τσιμεντένιου φούρνου, που βράζει από οργή κι εξατμισμένα όνειρα, μέχρι να ανοίξει το καπάκι και να πεταχτούν έξω, για να παρασύρουν τον παλιό κόσμο στο διάβα τους.