Τσε: «Είναι κρίμα που δεν έχουμε εκατό άνδρες περισσότερους αυτή τη στιγμή…»
Ο Τσε δεν βρέθηκε στη Βολιβία από ρομαντισμό ή αυταπάτη. Ήταν «μάστορας, βιρτουόζος στην τέχνη του επαναστατικού πολέμου», είπε ο Φιντέλ αργότερα. Ο Φιντέλ ήξερε ότι οι αντάρτες στη Βολιβία θα είχαν πιο δύσκολο αγώνα απ’ ό,τι οι δώδεκα που επέζησαν μετά την αποβίβαση του Γκράνμα.
Βολιβία, 8 του Οκτώβρη 1967. Το ανθρωποκυνηγητό που έχει εξαπολυθεί από το Βολιβιανό στρατό με την υποστήριξη πολεμικών αεροσκαφών, Αμερικανούς ρέιντζερς, με σχεδιασμό και καθοδήγηση της CIA, φτάνει στον πολυπόθητο στόχο. Μετά από άνιση μάχη, στο φαράγγι του Γιούρο, ο τραυματισμένος Τσε Γκεβάρα και δυο ακόμα σύντροφοί του, ο Περουβιανός «Τσίνο» (Juan Carlos Chang) και ο Βολιβιανός «Σιμόν» (Willy Simon Cuba) πιάνονται αιχμάλωτοι και μεταφέρονται στο σχολείο του χωριού Λα Ιγκέρα, όπου την επόμενη μέρα εκτελούνται.
«Ο Τσε έγραψε τις τελευταίες γραμμές του ημερολογίου του στις 7 του Οκτώβρη. Την επόμενη μέρα, στη μια το απόγευμα, σε μια στενή βαθιά χαράδρα όπου περίμεναν να νυχτώσει για να ξεφύγουν από την περικύκλωση, μια μεγάλη μάζα στρατού τους συνάντησε. Η μικρή ομάδα των ανδρών που αποτελούσαν το απόσπασμα, πολέμησαν ηρωικά από τις θέσεις τους στη βάση της χαράδρας και κατά μήκος των άκρων της χαράδρας ενάντια σε μια μάζα στρατιωτών που τους περικύκλωσε και τους επιτέθηκε. Δεν επέζησε κανένας από εκείνους που πολέμησαν πολύ κοντά στον Τσε…
Εκείνοι που υπεράσπιζαν τη θέση στην αντίπερα είσοδο της χαράδρας, αρκετές εκατοντάδες μέτρα από τον Τσε, αντιστάθηκαν στην επίθεση ως το σούρουπο, οπότε μπόρεσαν να αποφύγουν τον εχθρό. Ο Τσε συνέχισε να πολεμά, πληγωμένος, ώσπου η κάννη του Μ-2 του καταστράφηκε από σφαίρα, κάνοντάς το άχρηστο. Το πιστόλι που είχε μαζί του δεν είχε γεμιστήρα. Αυτές οι απίστευτες περιστάσεις εξηγούν πώς κατόρθωσαν να τον πιάσουν ζωντανό. Τα τραύματα στα πόδια του τον δυσκόλευαν να περπατήσει χωρίς βοήθεια, αλλά δεν ήταν μοιραία.
Αφού μεταφέρθηκε στην μικρή πόλη Ιγκέρας, παρέμεινε ζωντανός επί είκοσι τέσσερις ώρες περίπου. Αρνήθηκε να πει οτιδήποτε σ’ αυτούς που τον έπιασαν αιχμάλωτο κι ένας μεθυσμένος αξιωματικός που δοκίμασε να τον ενοχλήσει, δέχτηκε ένα χαστούκι στο πρόσωπο».
Φιντέλ
Σύμφωνα με την περιγραφή του Φιντέλ, οι βολιβιανοί καταδρομείς διέταξαν ένα λοχία να κάνει τη δολοφονία. Όταν ο λοχίας, μεθυσμένος, μπήκε στη σχολική αίθουσα όπου ο Τσε ήταν ξαπλωμένος, ο Κουβανός αντάρτης — που είχε ακούσει τους πυροβολισμούς που σκότωσαν τους δυο αιχμαλωτισμένους συντρόφους του στο διπλανό δωμάτιο πριν από λίγες στιγμές — του είπε ήρεμα: «Πυροβόλησε! Μη φοβάσαι!».
Ο λοχίας έφυγε και διατάχθηκε από τους ανωτέρους του να γυρίσει πίσω. Αυτή τη φορά έριξε μια ριπή από σφαίρες στο σώμα του Τσε και τον σκότωσε.
Οι φωτογραφίες του πτώματος του Τσε Γκεβάρα τον δείχνουν με τα μάτια του ανοιχτά και ήρεμα, να φαίνεται παράξενα ζωντανός.
Η δραματική εξέλιξη και το τραγικό τέλος ίσως χωράνε στη φράση του Τσε: «Είναι κρίμα που δεν έχουμε εκατό άνδρες περισσότερους αυτή τη στιγμή». Γιατί βρέθηκε ο Τσε στη Βολιβία;
Η βάση της νέας επαναστατικής στρατηγικής της Κούβας ήταν η εξής: Η επίθεση των Ενωμένων Πολιτειών έπρεπε να αντιμετωπιστεί και η κρίση που δημιουργήθηκε από τη διάσπαση ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες σοσιαλιστικές χώρες, να αντισταθμιστεί με την υποστήριξη ανταρτοπολέμων ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Δείχνοντας το Βιετνάμ, που τότε υφίστατο δολοφονική επίθεση από τις Ενωμένες Πολιτείες, οι Κουβανοί έφερναν το επιχείρημα ότι το καθήκον των λατινοαμερικανών επαναστατών ήταν να υπερασπιστούν το Βιετνάμ με το να δημιουργήσουν «δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ» σε όλη τη λατινική Αμερική. Αυτό θα εξανάγκαζε τις Ενωμένες Πολιτείες να αποσύρουν στρατεύματα από το Βιετνάμ και να τα διασκορπίσουν στη Λατινική Αμερική και σε άλλα μέρη του κόσμου.
Αυτό ήταν το όραμα. Δεν του έλειπε η τόλμη ή το θάρρος. Κανείς δεν κατηγόρησε ποτέ τους Κουβανούς πως ήταν επαναστάτες της πολυθρόνας.
Ο Τσε Γκεβάρα επέστρεψε στην Κούβα από ένα ταξίδι στην Αφρική στα μέσα του Μάρτη του 1965. Συνήθως δεν ήταν άνθρωπος που κρυβόταν από τη δημόσια θέα. Όταν ήταν στην Κούβα, είχε τη συνήθεια να κάνει εθελοντική εργασία στις αποθήκες, στις αποβάθρες, στα εργοστάσια και στα χωράφια ζαχαροκάλαμου. Τώρα δεν εμφανιζόταν.
Ο Τσε δεν θα φαινόταν ξανά σε. δημόσια θέα ώσπου το πτώμα του, δεμένο στην εξωτερική ράβδο προσγείωσης ενός ελικοπτέρου του Βολιβιανού στρατού, μεταφέρθηκε αεροπορικώς στο μικροσκοπικό βολιβιανό χωριό Βιγιεγκράντε, υπό την καθοδήγηση ενός πράκτορα της CIA.
Ο Τσε δεν βρέθηκε στη Βολιβία από ρομαντισμό ή αυταπάτη. Ήταν «μάστορας, βιρτουόζος στην τέχνη του επαναστατικού πολέμου», είπε ο Φιντέλ αργότερα. Ο Φιντέλ ήξερε ότι οι αντάρτες στη Βολιβία θα είχαν πιο δύσκολο αγώνα απ’ ό,τι οι δώδεκα που επέζησαν μετά την αποβίβαση του Γκράνμα. Πρώτα-πρώτα, ο Τσε δεν ήταν Φιντέλ· ένας ηγέτης με τέτοια ενοποιητική ικανότητα δεν μπορούσε να αντιγραφεί εύκολα. Ο Τσε ήξερε επίσης ότι οι Ενωμένες Πολιτείες είχαν μάθει από τα λάθη τους και δεν θα παρέμεναν αδρανείς ενώ ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα αναπτυσσόταν κάτω από τη μύτη τους, ιδιαίτερα όταν ανακάλυπταν ότι σ’ αυτό είχε ανάμιξη ο Γκεβάρα.
Αποχαιρέτησε τους γονείς του σ’ ένα γράμμα, αναθυμούμενος την εποχή, δέκα χρόνια νωρίτερα, που τους είχε εγκαταλείψει για να ενωθεί με τον Επαναστατικό Στρατό στην Κούβα.
Αγαπητοί μου γονείς
Άλλη μια φορά αισθάνομαι κάτω από τις φτέρνες μου τα πλευρά του Ροσινάντη [το άλογο του Δον Κιχώτη]. Ξαναπαίρνω το δρόμο με τη λόγχη κάτω από το μπράτσο μου…
Τίποτε δεν άλλαξε ουσιαστικά, εκτός του ότι έχω μεγαλύτερη επίγνωση. Ο μαρξισμός μου έριξε βαθιές ρίζες κι έγινε πιο καθαρός. Πιστεύω στον ένοπλο αγώνα ως τη μόνη λύση για εκείνους τους λαούς που πολεμούν να απελευθερωθούν και είμαι συνεπής με τις πεποιθήσεις μου.
Πολλοί θα με αποκαλέσουν τυχοδιώκτη, και είμαι, αλλά διαφορετικού τύπου, ένας από εκείνους που διακινδυνεύει το κεφάλι του για ν’ αποδείξει τις αλήθειες του. Είναι πιθανό αυτή να είναι η τελευταία φορά. Κάτι τέτοιο δεν το περιμένω, αλλά βρίσκεται μέσα στη λογική σφαίρα των πιθανοτήτων. Αν έτσι γίνει, σας στέλνω τον τελευταίο ασπασμό μου…
Ενάμιση χρόνο αργότερα, μεταμφιεσμένος Ουρουγουανός επιχειρηματίας με αρχή φαλάκρας, ο Γκεβάρα πήγαινε σ’ ένα απομακρυσμένο αγρόκτημα στο υψίπεδο της νοτιοανατολικής Βολιβίας — το αρχηγείο του αντάρτικου στρατού του. Ένα μήνα νωρίτερα, ο αμερικανικός στρατός είχε εισβάλει στο Βιετνάμ.
Η Βολιβία, όπως η Κούβα, ήταν φτωχή και υπανάπτυκτη, εξαρτώμενη από μια μόνο πρώτη ύλη, τον κασσίτερο, και προικισμένη με πολύ πολιτικοποιημένη εργατική τάξη. Ο Γκεβάρα έβλεπε αυτή τη χώρα, όχι σαν ώριμη γι’ άμεση επανάσταση, αλλά σε μια ρευστή, ταραγμένη κατάσταση, όπου ένας αντάρτικος αγώνας μπορούσε να γίνει καταλύτης μιας επαναστατικής κατάστασης.
Ωστόσο, το επαναστατικό κίνημα στη Βολιβία δεν ήταν ενωμένο. Αντίθετα από την Κούβα, ο Τσε δεν μπορούσε να βασιστεί σε μια δυνατή οργάνωση στις πόλεις που θα μπορούσε να εφοδιάζει τους αντάρτες και να οργανώνει πολιτική υποστήριξη. Έβρισκε δυσκολίες στη στρατολόγηση αξιόπιστων Βολιβιανών για την αντάρτικη δύναμη.
Μια σειρά συμφορές και προδοσίες καταδίωκαν τους αντάρτες από την αρχή. Μια μεγάλη εκπαιδευτική πορεία για νέα μέλη το Γενάρη του 1967, αποδείχτηκε καταστροφική και αποκάλυψε την παρουσία τους στον Βολιβιανό στρατό. Οι κάτοικοι ολόκληρων χωριών πιάστηκαν από το στρατό για ανάκριση και όλη η περιοχή ήταν διάσπαρτη με χαφιέδες ντυμένους χωρικούς.
Δυο αντάρτες αυτομόλησαν στο στρατό και οδήγησαν τις κυβερνητικές δυνάμεις στο αγρόκτημα ενώ ο Τσε έλειπε. Στις 23 του Μάρτη, οι αντάρτες συγκρούστηκαν με το στρατό για πρώτη φορά.
Αν και οι αντάρτες νίκησαν σ’ εκείνη τη σύγκρουση, αυτό τους ανάγκασε ν’ αρχίσουν πρόωρα έναν αγώνα για τον οποίο ούτε αυτοί ούτε οι λιγοστοί υποστηρικτές τους στις πόλεις ήταν ετοιμασμένοι. Διαδόθηκε η είδηση: υπήρχε αντάρτικο κίνημα στη Βολιβία και καθοδηγούνταν από τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Τώρα πια η μοναδική αποστολή τους ήταν το πώς να επιβιώσουν. Εγκατέλειψαν το αγρόκτημα.
Καθώς έφευγαν, ο ταγματάρχης Ρόμπερτ «Πάπι» Σέλτον της CIA έφτασε στη Βολιβία και οργάνωσε κέντρο αντιανταρτικής εκπαίδευσης σ’ ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο ζάχαρης. Του έδωσαν εξακόσιους Βολιβιανούς στρατιώτες, 20 άνδρες των Αμερικανικών Ειδικών Δυνάμεων και κάμποσους Κουβανούς εξόριστους που ήταν στη μισθοδοσία της CIA. Η κυβέρνηση έθεσε όλη τη νοτιοανατολική Βολιβία κάτω από στρατιωτικό νόμο.
Οι αντάρτες επιβίωσαν, φεύγοντας συνεχώς. Οι ελπίδες του Τσε ήταν ακόμα μεγάλες. Το Μάη ξέσπασε πολιτική κρίση στην πρωτεύουσα και ο Τσε έγραψε στο ημερολόγιό του: «Η κυβέρνηση διαλύεται γρήγορα. Είναι κρίμα που δεν έχουμε εκατό άνδρες περισσότερους αυτή τη στιγμή».
Στρατιωτικά, οι αντάρτες δεν ήταν σε χειρότερη θέση από τον Επαναστατικό Στρατό του Φιντέλ τους μήνες μετά την αποβίβαση με το Γκράνμα. Αλλά η επαφή τους με τις πόλεις είχε διακοπεί. Ήταν μόνοι.
Οι κακοτυχίες ήρθαν κατά συρροή. Στις 15 του Απρίλη, ο Τσε αναγκάστηκε να διαιρέσει τις δυνάμεις του, ελπίζοντας να τις ενώσει ξανά αργότερα. Δεν το κατόρθωσε ποτέ.
Συνέχισαν να κινούνται. Έγιναν αψιμαχίες και σ’ όλες οι αντάρτες, νίκησαν, αλλά σκοτώθηκαν καλοί και επιδέξιοι άντρες. Στις 25 του Απρίλη ο Τσε έχασε έναν από τους στενότερους φίλους του και τους καλύτερους μαχητές του: τον Ελισέο Ρέγες, 27 χρονών. Ο Ρέγες, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κούβας, είχε ενωθεί με τον Επαναστατικό Στρατό σε ηλικία 16 χρονών, έφτασε στο βαθμό του λοχαγού κι έγινε αρχηγός της Κρατικής Ασφάλειας στην επαρχία Πινάρ ντελ Ρίο μετά τη νίκη.
Προδομένη από ένα χωρικό, μια από τις αντάρτικες ομάδες του Τσε έπεσε σ’ ενέδρα του στρατού προς τα τέλη Αυγούστου ενώ περνούσε ένα ποτάμι. Μόνο ένας επέζησε. Στο μεταξύ, ο «Πάπι» Σέλτον τελείωσε την εκπαίδευση των εξακοσίων βολιβιανών καταδρομέων και τους έστειλε στην περιοχή στην οποία κινούνταν οι αντάρτες.
Από τους 17 αντάρτες που είχαν απομείνει στην ομάδα του Τσε γλιτώνουν οι έξι. Δυο από αυτούς σοβαρά τραυματισμένοι. Το ανθρωποκυνηγητό συνεχίζεται. Ο μόνος τρόπος για να γλιτώσουν είναι να διασχίσουν τη Βολιβιανή ζούγκλα και να μπουν στη Χιλή, κάτι που ένας απλός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να καταφέρει ούτε με τη φαντασία του. Αυτός είναι ο στόχος τους και έχουν ορκιστεί στη μνήμη του κομαντάντε Τσε Γκεβάρα να τα καταφέρουν, για να μπορέσουν να ανασυνταχτούν και να οργανώσουν ξανά το αντάρτικο…
Μετά από καταδίωξη που κράτησε πέντε μήνες έχοντας να αντιμετωπίσουν τη βολιβιανή ζούγκλα και τους καταδότες χωρικούς που ονειρεύονται να πλουτίσουν από την αμοιβή της επικήρυξης, οι πέντε θα τα καταφέρουν…
(Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από το βιβλίο του Τέρρενς Κάννον, Η επαναστατική Κούβα, Εκδ. Χοσέ Μαρτί, Αβάνα 1987)