Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: «Δεν φτάσαμε ποτέ στο Γράμμο…Ο Γράμμος έπεσε…»
Η Νίτσα Τάσου υποχρεώθηκε να βγει στο βουνό, προκειμένου να γλιτώσει από τους ομαδικούς βιασμούς που γινόντουσαν σε βάρος των γυναικών από τους παρακρατικούς. Κατατάχτηκε στο ΔΣΕ και έμεινε στον Όλυμπο για 18 μήνες ως κρυπτογράφος, μέχρι τον Δεκέμβρη του 1949, όπου πιάστηκε και στάλθηκε στις φυλακές της Λάρισας.
«Για μένα αυτά δεν είναι ακόμα ιστορία. Χρόνια ολόκληρα με πίεζαν ο άνδρας μου, φίλοι, συναγωνιστές, να τα γράψω. Όλοι επέμεναν. Δεν το άντεχα. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να τα πάρω μαζί μου. Όταν γράφεις για γεγονότα που τα έζησες και έχεις ακόμα ζωντανή την εικόνα τους, τότε είσαι υποχρεωμένη να γράψεις όχι μόνον ό,τι σ’ αρέσει, αλλά και τ’ άλλα, που όχι μόνο εσένα αλλά και όποιον τα διαβάσει θα γεμίσουν πίκρα. Αυτά προσπάθησα να κάνω μετά από τόσα χρόνια. Να γράψω αυτά που έζησα, χωρίς να προσθέσω τίποτα. Με σεβασμό στη μνήμη αυτών που χάθηκαν. Κάνοντας το χρέος μου απέναντι σ’ αυτές τις ομάδες ανταρτών, στις ομάδες των νέων παιδιών της θυσίας, της ανιδιοτέλειας και της παλικαριάς. Που πάλεψαν μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής τους σε απίστευτα δύσκολες συνθήκες, εκεί ψηλά στον παγωμένο Όλυμπο, χωρίς να λιποψυχήσουν. Και που πάντα έλεγαν: «Η κοινωνία κάποτε θα γίνει καλύτερη. Πρέπει να γίνει καλύτερη», γράφει στον επίλογο του βιβλίου τους “Με τον ασύρματο της 123 Ταξιαρχίας του Δημοκρατικού Στρατού στον Όλυμπο – Τα γεγονότα όπως τα έζησα” (εκδ. Σοκόλη-Κουλεδάκη, 2010) η μαχήτρια του ΔΣΕ Νίτσα Τάσου.
Η Νίτσα Τάσου γεννήθηκε το 1929 στην Κρανιά Ολυμπου. Τελείωσε το δημοτικό στην Κρανιά, όταν κηρύχθηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο. Τον Μάη του 1948, υποχρεώθηκε να βγει στο βουνό, προκειμένου να γλιτώσει από τους ομαδικούς βιασμούς που γινόντουσαν σε βάρος των γυναικών από τους παρακρατικούς. Έμεινε στον Όλυμπο για 18 μήνες ως κρυπτογράφος, μέχρι τον Δεκέμβρη του 1949, όπου πιάστηκε και στάλθηκε στις φυλακές της Λάρισας, πέρασε στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε ισόβια. Χρόνια μετά, κατόπιν αίτησης στο Συμβούλιο Χαρίτων, η ποινή της μειώθηκε στα 15 χρόνια, και έτσι μπόρεσε και αποφυλακίστηκε έχοντας εκτίσει τα δύο τρίτα της ποινής της. Βγαίνοντας από τις φυλακές, γνώρισε τον επίσης πρόσφατα αποφυλακισθέντα Μίμη Μπουκουβάλα (καπετάνιος της Ταξιαρχίας Ιππικού του ΕΛΑΣ), μετέπειτα σύζυγό της, με τον οποίο απέκτησαν δύο παιδιά. Έφυγε από τη ζωή στις 26 του Γενάρη 2018.
Ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο.
(…)Δεν είχαμε επιδέσμους να δέσουμε τους τραυματίες. Πήγαν σε μερικά σπίτια αντάρτες και ζήτησαν σεντόνια. Όσοι πήγα. είχαν να λένε για καιρό με πόση προθυμία άνοιγαν οι γυναίκες τα μπαούλα τους και τους τα ’διναν. Σ’ ένα σπίτι η μάνα είχε βγάλει μια αγκαλιά σεντόνια, βγαίνει η κόρη της με σεντόνια στα χέρια. «Πάρτε τα παιδιά όλα, πάρτε τα», τους έλεγαν. Αρχίσαμε την ανηφόρα για τον Κίσσαβο. Από ένα στενό δρομάκι να περνάμε τους τραυματίες και να αιμορραγούν. Βγαίνει κάποια στιγμή το φεγγάρι, και το αίμα πάνω στο χιόνι να λάμπει μ’ έναν παράξενο τρόπο. Απλώνει, απλώνει, και λες πως βγάζει ανταύγειες από παντού. Σε τρομάζει.
(…)Ήταν ωραία μέρα, δεν προλάβαμε να πλυθούμε και ήρθαν αεροπλάνα. Φαίνεται πως από κάπου είχαν ειδοποιηθεί, γιατί άρχισαν να χτυπάν εκεί που είχαμε καθίσει αρχικά. Όμως πριν από μια ώρα είχαμε μετακινηθεί χαμηλότερα. Αρχίσαμε να παλεύουμε με την αεροπορία κάθε μέρα. Βρισκόμασταν διαρκώς σε πορεία, το πρόβλημα ήταν με το άλογο που φορτώναμε τον ασύρματο. Όταν ερχόταν αεροπλάνο, αγρίευε. Έπρεπε να το έχουμε κοντά μας, φοβόμασταν μη μας φύγει. Ήταν ωραίο άλογο. Καθόταν κοντά μου ίσως γιατί του ’δινα -όταν είχα-καμιά κόρα ψωμιού. Όταν ήμασταν σε πορεία, κανονίζαμε να κάνουμε στάση την ώρα που θα είχαμε επαφή με τον ασύρματο. Ενώ οι άλλοι ξεκουράζονταν, εμείς έπρεπε να βγάλουμε το τηλεγράφημα. Μόλις πήγαινα και το ’δινα, έπεφτα κάτω και με ’παίρνε αμέσως ο ύπνος. Σε δυο λεπτά έλεγαν οι υπεύθυνοι: «Φεύγουμε». Το άλογο, μόλις έβλεπε τους αντάρτες ν’ ανακατεύονται, ερχόταν και με σκουντούσε με τη μουσούδα του στη μέση να ξυπνήσω. Τα παιδιά το έβλεπαν και γελούσαν.
(…)Την άλλη μέρα το πρωί, μας έδωσαν ένα τέταρτο άδεια να πάμε στο ποτάμι να πλυθούμε. Φύγαμε τρέχοντας. Η βασική δύναμη στον Δημοκρατικό Στρατό ήταν νέα παιδιά. Εκεί να γίνεται πανζουρλισμός, να φωνάζουμε, να πετάμε πέτρες στο νερό, φασαρία, γέλια- βρήκαμε ευκαιρία να ξεδώσουμε λίγο, να παίξουμε. Κάποια στιγμή, μας φώναξαν από πάνω. Έφτασα τρέχοντας στον ασύρματο, είχαμε επαφή.
(…)Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν βγήκαμε από κει μέσα και περάσαμε απέναντι. Σε λίγο άρχισαν ν’ ακούγονται κουβέντες και να συγκεντρώνονται οι αντάρτες. Δίπλα μου ήρθαν και κάθισαν μια αντάρτισσα γνωστή μου κι ένας αντάρτης. Δεν λένε λέξη. Σε λίγη ώρα ακούστηκε από πάνω μια φωνή. Σηκώθηκε ο αντάρτης, και μου είπε: «Πρέπει να πάμε προς τα εκεί. Πρέπει να τους θάψουμε». Ανεβαίνουμε προς τα πάνω, φτάνουμε εκεί που χτυπήθηκε ο θείος μου. Τους είχαν βγάλει απ’ το όρυγμα, είχαν φέρει κι άλλους σκοτωμένους από κει γύρω. Τα παιδιά έσκαβαν το όρυγμα, προσπαθούσαν να το φαρδύνουν να χωρέσει περισσότερους. Όπως τους είχαν ξαπλωμένους, άρχισε να φυσάει ένα αεράκι, και να βλέπουμε στο φως του φεγγαριού τα μαλλιά τους να παίζουν. Δίπλα στον θείο μου είχαν ξαπλώσει ένα ξανθό παλικάρι. Τα μαλλιά του να γυρίζουν συνεχώς στο μέτωπό του. Μια κοπέλα πλάι μου να λέει δυνατά: «Δεν είναι δυνατόν. Δεν είναι νεκροί». Την πήραν γρήγορα προς τα πίσω. Προσπαθούσα να την ηρεμήσουν. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα. Άρχισαν να ρίχνουν τους νεκρούς στο όρυγμα. Εκείνη τη στιγμή ακούγεται από το διπλανό χωριό, τον Αράπη, μία καμπάνα να χτυπάει χαρούμενα. Ήταν Μεγάλο Σάββατο, 23 Απρίλη 1949. Ξημέρωνε Πάσχα. Η καμπάνα εξακολουθούσε να χτυπάει χαρούμενα. Καλούσε τους χριστιανούς στην Ανάσταση.
(…)Μας ειδοποίησαν οι ΚΠίτες (Κέντρο Πληροφοριών) ότι αρχίζουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον Όλυμπο. Πρέπει να συμπτυχθούμε. Μαζί με τα άλλα τμήματα της μεραρχίας ανεβαίνουμε πάνω απ’ το χωριό Κάρυά. Καθόμαστε λίγο στου Τρίχα στα Ελάτια. Δεν είναι δάσος, ένα-δυο έλατα ήταν. Μόλις ξεκινήσαμε προς τα πάνω, βλέπουμε στο βάθος αεροπλάνα. Το μέρος είναι τελείως γυμνό. Ακούω τον θείο μου να φωνάζει: «Πέστε όλοι κάτω. Δεν θα πυροβολήσει κανένας». Ξαφνικά έρχεται αντάρα και μας τυλίγει. Τα αεροπλάνα έκαναν δυο-τρεις στροφές και έφυγαν. Ο θείος μου και οι άλλοι έφυγαν δυτικά για την Ήπειρο. Εμείς έπρεπε να πάμε στον Βόρειο Όλυμπο, να περάσουμε στα Πιέρια. Είχαμε ανέβει σε μεγάλο υψόμετρο. Μπήκαμε στη μεγάλη χαράδρα στον Βόρειο Όλυμπο. Είναι γεμάτη με μεγάλες πέτρες. Δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε. Τα ζώα μας ακόμα χειρότερα, πέφτουν διαρκώς και σπάνε τα πόδια τους. Όταν βρήκαμε κάποιο μέρος κάπως ίσιο, καθίσαμε να περάσουμε τη νύχτα. Μόλις σκοτείνιασε, βλέπω σ’ ένα βαθούλωμα απέναντι στο βράχο κάτι να γυαλίζει. Δίπλα μου είναι μια κοπέλα ξαπλωμένη. «Σήκω», της λέω, «να δούμε τι γυαλίζει εκεί». Σκύβουμε. Ήταν νεκροκεφαλές. Μας είπαν μετά ότι μια ομάδα Ρουμελιώτες άοπλοι πήγαιναν στα Πιέρια. Θέλαν να περάσουν στο εξωτερικό. Έμειναν εκεί όλο το βράδυ. Έπιασε όμως τη νύχτα ένα φοβερό κρύο. Πάγωσαν όλοι. Από τότε αυτό το μέρος το έλεγαν Νταχάου.
(…)Γυρίζοντας απ’ τα Πιέρια φτάσαμε αργά πάνω στον Όλυμπο. Δεν βρήκαμε εκεί σύνδεσμο. Έπρεπε να περιμένουμε, ήμασταν τρία με τέσσερα χιλιόμετρα κάτω απ’ τον Μύτικα. «Αφού δεν φεύγουμε από δω γρήγορα», είπε ο Τόλιας, «εγώ το πρωί θα ανέβω στον Μύτικα. Όποιος θέλει με ακολουθεί». «Εγώ», πετάγεται πρώτος ο Ταξής. «Κι εγώ», λέει μια κοπέλα. «Έρχομαι», τους λέω κι εγώ. Μαζευτήκαμε καμιά δεκαριά αγόρια και κορίτσια. Στις πέντε το πρωί ξεκινάμε. Ιούνιος μήνας. Καλοκαίρι, ο καιρός ήταν καλός. Ανεβήκαμε στην κορυφή του Ολύμπου. Ήταν ωραία μέρα. Τι θέαμα ήταν αυτό! Άλλο πράμα, να βλέπεις τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα, το Αιγαίο να λαμποκοπάει. Ήταν μια πολύ χαρούμενη μέρα αυτή για μας.
(…)Μια μέρα με ειδοποίησαν ότι κάποιος γνωστός μου ήθελε να με δει. Δεν τον άφησαν ν’ ανέβει σ’ εμάς. Δεν ήθελαν να βλέπουν πού έχουμε τον ασύρματο. Έτσι ξεκίνησα να πάω να τον συναντήσω. Είχα περπατήσει καμιά ώρα. Ακούω να με φωνάζουν. Λίγο πιο κάτω απ’ το δρόμο ήταν ένα δέντρο. Κατεβαίνω, είναι δυο γυναίκες. Μια μεγάλη και μια νέα. Η νέα ήταν ξαπλωμένη. «Είναι η κόρη μου», λέει η μεγάλη. «Θέλω να με βοηθήσεις θα γεννήσει». «Τι να κάνω εγώ;», λέω με απορία. «Θα μου ρίχνεις νερό και θα μου δίνεις ό,τι ζητάω», απάντησε εκείνη. Ήταν μαμή στο χωριό στη Σελίτσιανη (Ανατολή). Η Βέργα η μαμή έλεγαν στο χωριό της. Ο γαμπρός της απ’ τα Αμπελάκια, Χαλκιάς Θανάσης λεγόταν. Στέλεχος του Κ.Κ.Ε., τώρα αντάρτης. Σκοτώθηκε αργότερα. Η γυναίκα του και η πεθερά του φοβήθηκαν τον στρατό. Έφυγαν και πήγαν στον Κίσσαβο. Κάπου πήγαιναν τώρα. Την έπιασαν οι πόνοι την κόρη στο δρόμο. Κάθισαν κάτω από το δέντρο. Εκεί ψηλά στον Κίσσαβο γεννήθηκε το κοριτσάκι τους.
(…)Μια μέρα πήραμε ένα τηλεγράφημα: «Προσέξτε τους ξεκομμένους και ηθικά σπασμένους στοπ. Μη διηγούνται ανοησίες στοπ». Πήραμε το τηλεγράφημα τις μέρες που είχαν έρθει οι Ρουμελιώτες. Αυτό μ’ ανησύχησε για το τι γινόταν στη Ρούμελη. Ήταν και ο μεγάλος μου αδερφός εκεί, ο Γιάννης. Σε μια πορεία μου λέει η Δήμητρα η Αντωνοπούλου απ’ τα Φάρσαλα: «Α, να ο Διαμαντής (ένας αντάρτης που ήταν μαζί της πριν από λίγο καιρό στη Ρούμελη). Θα μάθουμε για τον αδερφό σου». «Διαμαντή», φωνάζει, «τι κάνει ο Γιάννης ο Τσάπανος;». «Τώρα», απαντάει ο Διαμαντής, «τον πιάσαν, τον σκότωσαν». «Αχ», κάνω, «Διαμαντή, τι λες;». Φωνάζει η Δήμητρα: «Η κοπέλα είναι αδερφή του». Γυρίζει ο Διαμαντής και φεύγει τρέχοντας. Τι να πει το παιδί! Έτσι που τ’ άκουσα ξαφνικά κοκκάλωσα. Δεν έβγαζα λέξη, δεν απαντούσα στα παιδιά. Στην πορεία είναι κι ο Τόλιας που γνώριζε όλη την οικογένειά μου. Κάτι φαίνεται του είπαν τα παιδιά και, μόλις κάναμε στάση, έρχεται κοντά μου. Κάτι μου έλεγε, εγώ δεν τον πρόσεχα. Με πιάνει απ’ τους ώμους και αρχίζει να με ταρακουνάει: «Κλάψε», μου λέει, «κλάψε, φώναξε». Κάθεται δίπλα μου. «Μίλα», μου λέει, «μίλα». Με πιάνουν τα κλάματα. Σε λίγη ώρα, όταν είδε ότι ξέσπασα, έφυγε.
(…)Δεν φτάσαμε ποτέ στον Γράμμο. Μόλις αφήσαμε πίσω μας την περιοχή των Χασίων, πήραμε τηλεγράφημα να γυρίσουμε στη βάση μας. Ο Γράμμος έπεσε. Είναι νύχτα, είμαστε πάλι στα Χάσια. Θέλαμε να πάμε σ’ ένα δάσος εκεί κοντά με βελανιδιές. Έπρεπε να ξεκουραστούμε. Καθίσαμε κι άλλη φορά σ’ αυτό το μέρος. Ήταν ωραίο δάσος. Μόλις μπήκε το πρώτο τμήμα μέσα, ακούστηκε φασαρία. Ο στρατός είχε κάψει πριν από λίγες μέρες το δάσος. Είχαν μείνει μόνο λίγα δέντρα απ’ το μέρος που μπήκαμε. Το άλλο ήταν στάχτη. Κάτω όμως απ’ τη στάχτη, τα κάρβουνα ήταν ακόμα αναμμένα. Όσοι μπήκαν εκεί έμειναν χωρίς παπούτσια. Κάηκαν απ’ τα κάρβουνα. Έτρεχαν οι σύνδεσμοι να τους βγάλουν από μέσα και να μας οδηγήσουν αλλού.
(…)Ήμασταν σ’ ένα μέρος τελείως γυμνό. Εκεί στεκόταν ο υπεύθυνος της πορείας και έλεγε συνέχεια στους αντάρτες: «Γυρίζουμε δεξιά, γυρίζουμε δεξιά». Δηλαδή άφηναν το δρόμο που είχε πάνω από ένα μέτρο φάρδος και έμπαιναν σ’ ένα δρομάκι. Περνάω πίσω του, δεν με πρόσεξε· περπατούσα γρήγορα. Ένα αυγουστιάτικο φεγγάρι, να βλέπεις βελόνα. Δεν είχα κάνει ούτε δεκαπέντε βήματα προσπερνώντας τον αντάρτη και βλέπω αριστερά του δρόμου ξαπλωμένους αντάρτες στη σειρά· είναι αρκετοί. «Κοίτα», λέω, «ολόκληρο τμήμα κάθισε. Κουράστηκαν. Θέλουν να λουφάρουν. Είμαστε όλοι πεθαμένοι απ’ την κούραση». Πλησιάζω τον πρώτο αντάρτη. «Ε, συναγωνιστή, φεύγουμε, ξύπνα», του λέω. Και, όπως δεν κουνήθηκε, τον σπρώχνω λίγο με το πόδι μου. Και μπραφ διαλύεται. Τότε κατάλαβα. Ήταν σκοτωμένοι. Τους σκότωσαν και τους άπλωσαν στη άκρη του δρόμου. Έμπηξα μία φωνή, ακούστηκε στον ουρανό. Από κάπου πετάχτηκε ένας αντάρτης και μου έκλεισε το στόμα. «Σουτ», μου λέει, «σουτ, μην πάρουν είδηση οι άλλοι». Τους σκότωσαν, τους ξάπλωσαν στο δρόμο για να τους βλέπουν οι αντάρτες, σαν να έλεγαν: «Να τι θα πάθετε». Με τράβηξε παραπίσω, να μην τους βλέπω. «Κάτσε», μου λέει, «λίγο να ηρεμήσεις. Αν σε ρωτήσει κανένας γιατί φώναξες, ήταν φίδι πες».
(…)Μας είχαν χτυπήσει πολλές φορές με τ’ αεροπλάνα. Είχα κάποια πείρα. «Τώρα», σκέφτομαι, «μόλις τελειώσει τη στροφή κι αρχίσει την κάθετη κίνηση θα ρίξει». «Πάμε», φωνάζω. Πριν φτάσω απέναντι, το αεροπλάνο είχε ρίξει τις ριπές του. Εκεί, στις πέτρες που ήμουνα νωρίτερα με τα κορίτσια. Η μια τραυματίστηκε, οι άλλες δυο σκοτώθηκαν. Δεν με άκουσαν, δεν σηκώθηκαν. Μας χτυπούσαν μέχρι που βασίλεψε ο ήλιος. Να πέφτουν οι οβίδες και να τινάζονται οι πέτρες πάνω μας. Πόσες πέτρες ματωμένες. Το άλογό μας είχε σκύψει το κεφάλι του κάτω. Τώρα στέκεται μαζεμένο, μια τελευταία ριπή το χτύπησε. Το τραυμάτισε άσχημα, πέφτει κάτω. Ξεφορτώνουμε τον ασύρματο, ξεκινάμε να φύγουμε, και αυτό να μουγκρίζει, να τεντώνει το λαιμό του, να προσπαθεί να συρθεί κοντά μας να το βοηθήσουμε. Το βράδυ θάβουμε τους νεκρούς μας. Είμαστε ξανά στον Όλυμπο, περάσαμε τη νύχτα κάνοντας μεγάλες στάσεις στο δρόμο. Δεν αντέχαμε άλλο. Είχαμε εξαντληθεί.
(…)Ο στρατός είχε απλωθεί παντού. Βροχή το φθινόπωρο του ’49. Ατελείωτη βροχή. Και τρόμος παντού, θάνατος παντού. Σε κάθε βήμα, όπου κι αν πηγαίναμε, μας παραμόνευε ο θάνατος. Τόσα παλικάρια, τόσες κοπέλες χάθηκαν. Πέρασαν χρόνια, δεν θυμάμαι πια τα ονόματά τους. Πόσο γρήγορα, πόσο εύκολα χανόταν μια ανθρώπινη ζωή. Δεν προλάβαινες να ανοιγοκλείσεις τα μάτια κι ο άλλος ήταν κιόλας νεκρός. Ήμασταν νέα παιδιά, γι’ αυτό αντέχαμε· οι μεγάλοι κάμπτονταν γρηγορότερα. Οι γονείς μου και η αδερφή μου, όταν άρχισαν οι επιχειρήσεις, πήγαν στον Κίσσαβο για να μην τους πιάσει ο στρατός. Στο σπίτι το μόνο ζωντανό που είχε μείνει ήταν το άλογο. Ο πατέρας μου, πριν φύγουν, του έβγαλε το καπίστρι και το άφησε λεύτερο στο δάσος. Δεν στεκόταν να το πιάσει ξένος. Πήγαν οι παρακρατικοί με τον στρατό να το πάρουν. Μια βδομάδα το κυνηγούσαν. Αφού δεν μπόρεσαν να το ακουμπήσουν, έριξαν μια ριπή και το σκότωσαν.
Είχαμε έναν αντάρτη, Αντώνη τον έλεγαν. Ήταν από χωριό της Ελασσόνας, μου φαίνεται. Είκοσι πέντε χρόνων. Δύο μέτρα παλικάρι, κατάξανθος, ό,τι έβρισκε το ’τρωγε. Σε μια πορεία βρήκαμε μελίσσια. Πάει, παίρνει ένα κοφίνι και, χωρίς να περιμένει να φύγουν οι μέλισσες, άρχισε να τρώει το μέλι. Να τον τσιμπούν οι μέλισσες, εκεί ο Αντώνης. Πρήστηκε, το πρωί ήταν αγνώριστος. Πεινούσε πάρα πολύ και διαρκώς να μας λέει τα όνειρά του, άλλοτε ότι έβρισκε σούβλες με αρνιά ψητά κρεμασμένα στα δέντρα, άλλοτε ότι τον έκλεισαν σε ζαχαροπλαστείο. Μόλις όμως πήγαινε κοντά, εκείνα εξαφανίζονταν. Εγώ έβλεπα συνέχεια το ίδιο όνειρο: Ήμουνα στην Κρανιά στο σπίτι μας κι εκεί, στο κάτω μέρος της αυλής, είχαμε ένα φούρνο, κι αυτός ο φούρνος μεγάλωνε, μεγάλωνε, έπιανε όλο το χωριό κι έβγαζε διαρκώς καρβέλια. Μόλις πήγαινα να πάρω το καρβέλι, ξυπνούσα. Ήταν βασανιστικό.
(…)Όσο περνούσε ο καιρός, όλα γίνονταν δυσκολότερα, οι δικοί μας που παρουσιάζονταν ήξεραν τα μέρη. Οι περισσότεροι έφερναν τον στρατό εκεί που κρυβόμασταν. Μας αιφνιδίαζαν συνέχεια. Ενέδρες πολλές. Θάνατος, θάνατος. Τώρα το μόνο οργανωμένο τμήμα ήταν ο Λόχος του Δήμου και η δίκιά μας ομάδα. Τη νύχτα δεν κινούνταν ο στρατός. Ανάβαμε φωτιά όπου μπορούσαμε για να στεγνώσουμε τα ρούχα μας και να κοιμηθούμε. Βροχή ατελείωτη. Ο Όλυμπος βρέχει συχνά.
Μια μέρα ήμασταν κοντά στη Σκοτίνα. Εκεί το δάσος ήταν πυκνό. Μπορούσες να κρυφτείς. Είχαν όμως λιποτακτήσει δύο από μια ομάδα. Έφεραν αμέσως τον στρατό. Δεν τους αντιληφθήκαμε νωρίς. Μας αιφνιδίασαν, αρχίσαμε να κυλιόμαστε στον κατήφορο. Ούτε μπορεί να φανταστεί κανείς με πόση ευκολία κυλιόμασταν χωρίς να χτυπάμε. Γλιτώσαμε όλοι. Ήταν μαζί μας και άλλοι δυο αντάρτες. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Είχε βρέξει εκείνη τη μέρα. Τώρα είχε ξεκαθαρίσει ο ουρανός, είχε βγει το ουράνιο τόξο. Τα φύλλα των δέντρων γυάλιζαν. Λαμποκοπούσε ο τόπος. Η παραλία της Σκοτίνας ήταν πεντακάθαρη. Δεν είχε κτίσματα τότε, μόνο δυο ψαροκαλύβες ήταν. Λέει ο Γόρδιος: «Τι κρίμα, παιδιά, είναι όλα τόσο ωραία…». Δεν είπε τη λέξη να σκοτωθούμε. Όλοι καταλάβαμε.
Σε λίγες μέρες που βγήκαμε πάλι από μια ενέδρα χωρίς να ματώσουμε, ανεβήκαμε ξανά σ’ εκείνη την απότομη κορυφή. Ο στρατός δεν ανέβαινε εκεί. Εμείς περπατούσαμε σαν τ’ αγρίμια και παρ’ όλα αυτά δυσκολευόμασταν. Πάλι λαμποκοπούσε ο τόπος. «Αχ», λέει η Βούλα, «και να ’μουνα σπίτι μου. Θα κοιμόμουν ένα μήνα συνέχεια». «Εγώ ξέρετε τι θα ’θελα να κάνω;», λέει ένα παιδί. «Να ήμουνα σ’ ένα καράβι και να ταξίδευα μακριά από δω, μακριά». Αφού είπαν πολλά, γυρίζει η Βούλα και μου λέει: «Εσύ τι θα ’θελες να κάνεις;». «Ήθελα», λέω, «να ήμουν εκεί κάτω στη θάλασσα κοντά στο κύμα και να τρέχω, να τρέχω πολύ, αλλά να ξέρω ότι δεν με κυνηγάει κανένας». Ο στρατός ήταν πολύ κοντά μας. Ούτε ένας απ’ την ομάδα δεν είπε: «Πάμε να παρουσιαστούμε, να γλιτώσουμε». Έχει μεγάλη δύναμη η πίστη.
(…)Όπως έτρεχα, μπήκε το πόδι μου ανάμεσα σε δύο πέτρες. Δεν μπορούσα να το βγάλω. Ο Ταξής ερχόταν από πίσω μου. Πέφτει με δύναμη πάνω μου. Κόβεται το παπούτσι μου. Φεύγω, έχουμε ανακατευτεί με τους φαντάρους, πυροβολούν στον αέρα για να μη σκοτώσουν τους δικούς τους. Ο Βόβολης έμεινε λίγα βήματα πίσω. Ένας στρατιώτης τον πιάνει από πίσω, από το κατσουλάρι. Γυρίζει αυτός τα χέρια του, φεύγει. Έμεινε το κατσουλάρι στα χέρια του φαντάρου. Μπορούσαν να μας σκοτώσουν απ’ την πρώτη στιγμή. Είδαν ότι ήμασταν λίγοι και προσπαθούσαν να μας πιάσουν ζωντανούς για να βάλουν και τους άλλους στο χέρι. Το ρέμα ήταν μεγάλο. Δεν πίστευαν ότι θα το περνούσαμε. Όμως ξέραμε το μέρος. Περίμεναν ότι, φτάνοντας στο ρέμα, θα φεύγαμε προς τα κάτω. Προς τα κει είχαν συγκεντρώσει όλα τα πυρά τους. Αλλά εμείς, μόλις φτάσαμε στα βάτα, φύγαμε προς τα πάνω. Εκεί το ρέμα ήταν στενό, το πηδήσαμε. Φύγαμε όλοι. Φτάσαμε κάπου όπου μπορούσαμε να σταθούμε και να πάρουμε μιαν ανάσα. Ο Αποστόλης χωρίς κατσουλάρι, εγώ χωρίς παπούτσι. Καθόμασταν αμίλητοι. «Ρε παιδιά», λέει ο Βόβολης μετά από ώρα, «δεν στενοχωριέμαι για το κατσουλάρι. Στενοχωριέμαι γιατί είχα λίγα κάστανα στις τσέπες».
(…)Όσο περνούσε ο καιρός, λιγόστευαν τα αγριοκάστανα. Αρχίσαμε να τρώμε φύλλα απ’ τα δέντρα και ρίζες. Αρκεί κάτι να μασουλάγαμε. Όταν είσαι νέος, αντέχεις. Ήταν και η ακλόνητη πίστη σ’ αυτό που κάναμε. Αν δεν υπήρχε, δεν θα αντέχαμε, θα πηγαίναμε στον στρατό, που πολλές φορές μας χώριζαν λίγες δεκάδες μέτρα· τους ακούγαμε να μιλούν. Είχαμε και τον ασύρματο, που τώρα σχεδόν είναι διακοσμητικό στοιχείο. Ήμασταν λίγοι εκεί που μέναμε. Ήμασταν όμως ομάδα που κινούνταν με πειθαρχία.
(…)Έχω στις πλάτες μου τρία κατσουλάρια, είναι ασήκωτα. Καταλάβαινα πως, αν σταματούσα, θα με σκότωναν. «Όχι, δεν θα πω τίνος είναι για να μην εντοπίσουν τα παιδιά, και όσο αντέξω», έλεγα μέσα μου. Πόσες φορές αυτά τα παιδιά μ’ έσωσαν! Πόσες φορές, όταν μας πυροβολούσαν, έλεγαν: «Πίσω εσύ, πίσω εσύ!». Τις σέβονταν τις κοπέλες. Το μέλημά τους ήταν να φυλάξουν εμένα και τους κώδικες που κουβαλούσα. «Πρέπει να φτάσω στην κορυφή, πρέπει να αντέξω. Δεν πρέπει να πω τίποτα γιατί θα κάνουν κακό στα παιδιά», έλεγα συνέχεια μέσα μου. Φτάνουμε κάποτε στο ύψωμα. Πάνω από δυο ώρες δρόμος. Τα πόδια μου τρέμουν. Έχω ξεπεράσει κατά πολύ την αντοχή μου. Σταματούν λίγο για να ξεκουραστούν οι φαντάροι και τα ζώα. Σε λίγο κατηφορίζουμε για το χωριό, φτάνουμε πάνω από τη Σκοτίνα. Σταματάμε για λίγο. Οι φαντάροι πήραν τα κατσουλάρια και κατεβαίνουν για τη βάση τους. Πήραν και την Ισμήνη μαζί τους, εμένα με άφησαν εκεί μαζί με τρεις φαντάρους. «Θα σας φωνάξουμε», λέει ο ανθυπολοχαγός στους φαντάρους, «αν, θα την κατεβάσετε κάτω ή θα τη σκοτώσετε».
(…)Έχουν περάσει ώρες από τότε που έφυγα από κείνο το σπίτι. Δεν μπορώ να ηρεμήσω, η καρδιά μου πάει να σπάσει. Προς το παρόν γλίτωσα. Τι γίνεται όμως το βράδυ; Σε λίγη ώρα ανοίγει η πόρτα. Ένας φαντάρος μπαίνει μέσα. «Γρήγορα, πάμε στο ρέμα να πλυθείς», λέει. Είναι αργά το απόγευμα. «Θέλουν να με σκοτώσουν», σκέφτομαι, «γι’ αυτό με στέλνουν στο ρέμα». Εκείνο που κυριαρχούσε πάλι μέσα μου ήταν ότι δεν πρέπει να με δουν να κλαίω. Όλον αυτόν τον καιρό δεν έκλαψα, ούτε καν δάκρυσα. I Είχα δει τόσους δικούς μας να σκοτώνονται, που λίγο είχα εξοικειωθεί με το θάνατο, όσο κι αν αυτό φαίνεται απίστευτο. Είμαι δίπλα στο ρέμα και ο φαντάρος να μου λέει να πλυθώ και εγώ από μέσα μου: «Τι να πλυθώ, αφού θα με σκοτώσετε…». Οι σκέψεις μου περνούσαν πάλι σαν αστραπή απ’ το μυαλό μου. Χίλια πράγματα, όλη μου η ζωή. Ο φαντάρος είναι λίγα μέτρα πιο πίσω. Ο διπλανός μου κάτι του έλεγε. «Όχι, δεν θα γυρίσω να σας δω να με σημαδεύετε, δεν θέλω να δω τη φάτσα σας αυτή τη στιγμή», σκέφτομαι. Ίσως και να φοβόμουνα μέσα μου μη δω την κάννη στραμμένη πάνω μου, πανικοβληθώ και τους πω: «Σταματάτε, μη ρίχνετε, μη με σκοτώνετε, θα κάνω ό,τι θέλετε». Είμαι μισοπαγωμένη, κοιτάω το ρέμα. Ο φαντάρος έλεγε να πλύνω τα μαλλιά μου. Τα αίματα εννοούσε που είχαν ξεραθεί στο κεφάλι μου. Φεύγει λίγο από πίσω μου. «Τώρα», λέω, «θα ρίξει». Περιμένω ν’ ακούσω το κρακ του όπλου. Τίποτα. Σκύβω και παίρνω λίγο νερό στο χέρι μου, τα πόδια μου τρέμουν. Ακούω σαν από μακριά μια σιγανή φωνή να λέει τ’ όνομά μου. Το νερό βούιζε στο ρέμα. Η φωνή ακούγεται τώρα πιο κοντά. Λέει: «Νίτσα, μ’ ακούς;». «Ναι», λέω σιγά. «Ο Γρηγόρης ο Σιάφος είμαι, μη φοβάσαι, πήραν εντολή να σε κατεβάσουν απόψε στον Πυργετό».
(…)Στο στρατόπεδο άρχισε ο διαχωρισμός των κρατουμένων. Πήραν εμένα και μια άλλη απ’ την περιοχή της Καρδίτσας. Μας πήγαν στις γυναικείες φυλακές της Λάρισας, στην πυριτιδαποθήκη. Μπαίνοντας στη φυλακή, πιανόταν η ψυχή σου. Όλες οι γυναίκες ντυμένες στα μαύρα. Όλες πολιτικές κρατούμενες και από οικογένειες ανταρτών. Εκεί βρήκα και μια συγχωριανή μου, την Κατίγκω την Παπαντωνίου. Απαλλάχτηκε αργότερα απ’ το στρατοδικείο. Είχαμε και δύο μωρομάνες: τη Σοφία την Παπακωνσταντίνου από το Λυκούδι Ελασσόνας, που ήταν δασκάλα, και μια από χωριό των Τρικάλων – δεν θυμάμαι πια το επίθετό της. Κι αυτές αποφυλακίστηκαν. Η μάνα μου κι η αδερφή μου είχαν απολυθεί απ’ το στρατόπεδο. Ο πατέρας μου ακόμα στη Μακρόνησο. Η μάνα δεν ξέρει τι να συμμαζέψει. Μέσα στο καλοκαίρι αρχίζουν την αποφυλάκιση κρατουμένων. Θέλουν να κάνουν αποσυμφόρηση στις φυλακές. Βγάζουν όσους δεν έχουν παραπέμψει σε δίκη. Στο θάλαμο των γυναικών έχουμε μείνει τέσσερις κοπέλες πολιτικές κρατούμενες, τρεις απ’ την περιοχή της Καρδίτσας κι εγώ.
(…)Ήταν απόγευμα όταν ξεκινήσαμε για τη φυλακή. Τώρα κουβαλάω τα ισόβια. Με συνοδεύει η φρουρά που είχαν για τη μεταφορά κρατουμένων. Με πήγαιναν με τα πόδια. Έπρεπε να βλέπει ο κόσμος, να μην ξεθαρρεύει. Ο δρόμος είχε πολλή κίνηση. Το βράδυ άνοιγε το παζάρι της Λάρισας. Πολλοί ήταν αυτοί που κατέβαιναν απ’ τα χωριά για το παζάρι. Έβλεπα όλες αυτές τις παρέες των αγοριών και των κοριτσιών να γελούν και να φωνάζουν χαρούμενα, είχε τελειώσει ο Εμφύλιος, πήγαιναν να γλεντήσουν, το έβλεπες. Με συνόδευαν τρεις χωροφύλακες, ο ένας ήταν πολύ άσχημος. Κάποια στιγμή γύρισε και μου είπε: «Οι άλλοι απαλλάχτηκαν σήμερα απ’ το στρατοδικείο. Θα πάνε σπίτια τους. Εσύ θα κλειστείς στη φυλακή για όλη σου τη ζωή. Δεν λυπήθηκες τα νιάτα σου;». Γύρισα και του είπα: «Γλέντα εσύ τα δικά σου νιάτα και μη νοιάζεσαι για τα δικά μου». Τι ήθελα να το πω; Άρχισαν οι άλλοι χωροφύλακες να γελούν τόσο και να τον κοροϊδεύουν που τον λυπήθηκα. Όλη η πίεση που δέχτηκα εκείνη τη μέρα, όλος ο εκνευρισμός βγήκε σε κείνον, που μπορεί και από ανάγκη να πήγε στη χωροφυλακή.
(…)Φτάσαμε στην Αθήνα ξημερώματα. Μας πήγαν στο Μεταγωγών. Ήταν τόσοι οι κρατούμενοι που δεν μπορούσες να στρίψεις. Διανυκτέρευσα εκεί. Το απόγευμα με πήγαν στις φυλακές Αβέρωφ. Άνοιξε εκείνη η τεράστια, σιδερένια πόρτα. Κραγκ, έκλεισε πίσω μου. Η φυλακή να μυρίζει κουνουπίδι. Από τότε δεν έβαλα ξανά στο στόμα μου κουνουπίδι.
(…)Πήγα στο χωριό μετά από χρόνια. Έφυγα νέο κορίτσι. Τα αδέρφια μου και ο θείος μου σκοτωμένοι. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει πριν από λίγα χρόνια, όπως και οι δύο, παππούδες. Έλειπαν απ’ την οικογένεια τόσοι άνθρωποι.
(…)Για το καλωσόρισες έρχονταν το βράδυ Μάυδες και πυροβολούσαν με τα αυτόματα τη γρυπίδα του σπιτιού. Να τινάζονται τα κεραμίδια στον αέρα. Δέκα χρόνια μετά τον αλληλοσπαραγμό, αυτοί συνέχιζαν το βιολί τους. Τίποτα δεν διδάχτηκαν απ’ τον Εμφύλιο. Έφυγα για τη Λάρισα.(…)
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.