Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «[Εμείς…]» του Γιώργου Β. Μακρή
“…Δε ζητάμε άλλα δικαιώματα γιατί ξεχάσαμε πια το χειρισμό τους.
Δε ζητάμε πιο πολλή επιείκεια γιατί δεν ξέρουμε καλά τον εαυτό μας.”
“…ο Γιώργος Μακρής άφησε ελάχιστη γραπτή λογοτεχνική παρουσία με τη μορφή δημοσιεύσεων σε περιοδικά κατά τη διάρκεια της ζωής του (1923-1968), και δεν επεδίωξε ποτέ του να εκδώσει κανένα έργο του. Διατρέχοντας όμως κανείς τις σελίδες του βιβλίου*, τα ποιήματα, τα ημερολογιακά σημειώματα, τα αφηγήματα, τις φωτογραφίες, την αλληλογραφία, τις μεταφράσεις του Γιώργου Μακρή και τα κείμενα που γράφουν γι’ αυτόν οι φίλοι του, δεν αφήνουν αμφιβολία πως πρόκειται για ένα πρόσωπο της διανόησης και της λογοτεχνίας με ψυχή που έζησε και ζει όχι μόνο στα δικά του έργα, αλλά στις συνειδήσεις και στα δημιουργήματα των ανθρώπων που συνάντησε.
«Την 31η Ιανουαρίου 1968 αυτοκτόνησε, πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου έμενε, ένας από τους πιο πνευματικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Λεγόταν Γιώργος Μακρής. Το όνομά του σήμερα, μπορεί να είναι εντελώς άγνωστο στους πιο πολλούς. Δεν άφησε σχεδόν τίποτα πίσω του που να προδίδει στους μεταγενέστερους την ύπαρξή του.(…) Γιατί ο Γιώργος Μακρής δεν έγραφε: μιλούσε. Πιστός στην πιο ελκυστική από όλες τις γοητείες του σωκρατισμού, ο Μακρής περνούσε τις μέρες και τις νύχτες του – ιδίως αυτές – σε ένα από τα τραπεζάκια της πλατείας Κολωνακίου, θρονιασμένος σαν άστεφος βασιλιάς ανάμεσα στον όμιλο των μαθητών του, κάνοντας την καλύτερη δυνατή χρήση που μπορούσε να κάνει άνθρωπος της μεγαλύτερης θεϊκής δωρεάς του: του έναρθρου λόγου! Και τι δεν είχε να πει! (…)», σημειώνει γι’ αυτόν, ο φίλος του και λογοτέχνης Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος…” (Από κείμενο της Παυλίνας Μάρβιν στο bookpress.gr, Κυριακή 11 Σεπτέμβρη 2011)
*«Γραπτά Γιώργου Β. Μακρή» – Εισαγωγικό σημείωμα – επιμέλεια – σημειώσεις: Ε. Χ. Γονατάς, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1986.Από το ίδιο βιβλίο το σημερινό μας ποίημα:
Εμείς
που δε μας κούρασε να λέμε ολοένα
και τι θα γίνει αύριο
και τι έγινε χτες
που δε μας έγινε ακόμα βαρετό
ν’ αθροίζουμε ολοένα τις μέρες μας
και να ’ναι πάντα πενιχρό το άθροισμα
σαν το συμπέρασμα που βγαίνει από τις συμβουλές·
που θεσπίσαμε πια νόμους από πάνω μας
κι έχουμε πια τα μικρά μας έθιμα
πόσο ποτέ μας δε θα ανοίγαμε πανιά
πόσο δε θα λιμάραμε συρματένια κιγκλιδώματα
αν μας δινόταν ευκαιρία.
Είμαστε πια ένας μικρός λαός ο πιο μικρός λαός…
Δε ζητάμε άλλα δικαιώματα γιατί ξεχάσαμε πια το χειρισμό τους.
Δε ζητάμε πιο πολλή επιείκεια γιατί δεν ξέρουμε καλά τον εαυτό μας.[1942;]
Γιώργος Β. Μακρής
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.