Ο ποιητής που «τραγουδούσε» την Eπανάσταση
Τάκης Κόντος. Πάνω στον τάφο του οι λέξεις: «Ποιητής κι επαναστάτης» και τρεις δικοί του στίχοι: «Ό,τι απομένει σάπιο και παλιό, / κληριά από τους κακόπραγους αιώνες, / γκρεμίστε το»…
Χωρίς να είναι από τους πιο γνωστούς στις νεότερες γενιές ποιητές, ο Τάκης Κόντος, συγκαταλέγεται στους ποιητές που την τέχνη τους τη σμίλεψαν στα πεδία των λαϊκών αγώνων, τη στράτευσαν στο πλευρό των καταπιεσμένων και στο δίκιο των εργαζομένων και του λαού.
Πάνω στον τάφο του δυο λέξεις: «Ποιητής κι επαναστάτης» και τρεις δικοί του στίχοι: «Ό,τι απομένει σάπιο και παλιό, / κληριά από τους κακόπραγους αιώνες, / γκρεμίστε το», «επικυρώνουν» την γεμάτη, αγωνιστική και δημιουργική διαδρομή του.
Τα λίγα στοιχεία που γνωρίζουμε για τον ποιητή και το έργο του, τα μαθαίνουμε από κείμενο της κόρης του Γιάννας Κόντου (ζει στο Παρίσι και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης), που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (3/11/2002), στην τρίτη επέτειο του θανάτου του Τάκη Κόντου.
Εκεί διαβάζουμε ότι ο Τάκης Κόντος γεννήθηκε στη Λέσβο, από μητέρα δασκάλα και πατέρα καθηγητή, ήταν αδελφός του γνωστού φιλόλογου και ποιητή Κώστα Κόντου, και από μικρός αγαπούσε τη λογοτεχνία.
Η συνέχεια, από το κείμενο της Γιάννας Κόντου:
«Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Πολέμησε στη Μικρασία. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο. Χρονογραφούσε στην εφημερίδα της Μυτιλήνης «Ταχυδρόμος», με την υπογραφή «ΤΑΦ. ΚΑΠΑ» (τέλη 1930). Στη δεκαετία του ’30, εντάσσεται στο ΚΚΕ, με συνέπεια διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες (το 1935 με τους Κ. Βάρναλη, Δ. Γληνό και άλλους κομμουνιστές εξορίζεται στον Αϊ- Στράτη και αργότερα στην Ανάφη, στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και, τέλος, στον Αϊ-Στράτη). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Κοινωνικής Αλληλεγγύης» (1932), μέλος της Κεντρικής της Επιτροπής και γραμματέας της Επιτροπής Πόλης της Αθήνας, αρχισυντάκτης στο «Δελτίο της Εργατικής Βοήθειας» (1933-34), μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του «Ριζοσπάστη» (1932-1935) και συγγραφέας της στήλης του χρονογραφήματος, με την υπογραφή «Στάρκος». Διατέλεσε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ Αθήνας και της Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ, γραμματέας της Επιτροπής Πόλης της ΕΔΑ Αθήνας (δεκαετία του ’50), πρόεδρος της ΕΔΑ Ελλήνων Εξωτερικού (με έδρα το Παρίσι) τον καιρό της χούντας (1967-1974), τακτικός συνεργάτης του ραδιοσταθμού του ΚΚΕ «Η Φωνή της Αλήθειας» (μέχρι το 1976). Δημοσίευσε μελέτες και ιστορικά βιβλία – μαρτυρίες των ιδεών και αγώνων του. Μα, το έργο όπου εκφράζεται περισσότερο, είναι η ποίησή του, η γραμμένη από το 1917 έως το 1972 και συγκεντρωμένη στη συλλογή «Δουλέβοντας τ’ ατσάλι».
Μπλεγμένος στη μεγαλεπήβολη μικρασιατική εκστρατεία, «πολέμαρχος, μέσ’ στης Τουρκιάς τα βάθη» («Του πολέμου»), ακολουθεί, αλλά από απόσταση, μια κατεύθυνση, που δε διάλεξε:
«Και κάθε μέρα όλο και μπρος.
Δεν πάω της δόξας για γαμπρός,
μα κι αν μου βγαίνει η παναγία
κι αν λαχταρώ γλυκό ένα βόλι
μ’ ένα ραβδί κι ένα πιστόλι,
πάω να σκοτώσω την ανία»
(«Του πολέμου»).
Μετά την καταστροφή, ούτε οι σπουδές, ούτε το ταξίδι στην Αίγυπτο, ούτε τα επιτυχημένα χρονογραφήματα στην εφημερίδα της Μυτιλήνης αρκούν στην απαιτητική του νιότη, που του φαίνεται άδεια:
«Χωρίς θεό και πίστη, δίχως άχτι,
θα ζήσω τον ανώφελό μου πόνο,
ακαρτερώντας χρόνος με τον χρόνο
τη νύχτα, που θα γίνη ο κόσμος στάχτη,
μαζί με τον ανώφελό μου πόνο»
(«Αναχωρητές»).
Ετσι νέος, έτσι απαιτητικός, έβλεπε την άδικη για τους πολλούς κοινωνία, την εκμετάλλευση ανθρώπου από τον άνθρωπο:
«Ανήλιαγα κι αχάραγα κι ως τη βαθειά νυχτιά
βλαστημισμένη, μίζερη κι αγέλαστη, Εργατιά,
με τη λαχτάρα του γονιού και του άντρα τον καημό,
ολοχρονίς δουλέβουμε χωρίς ανασαμό.
***
»Χαρές, του κόσμου, της ψυχής και του κορμιού το γλέντι
γλεντάν τον αδιαφόρετο και το σκυλίσιο αφέντη.
Κι εμείς,
το φύτρο της ζωής το πιο γερό κι αντρίκειο,
εμείς,
πεινάμε το ψωμί, πεινάμε και το δίκιο»
(«Το τραγούδι της οργής»).
Ρίχτηκε στην πάλη για να σταματήσει η αδικία και η εκμετάλλευση. Η ποίησή του έγινε θούριος – κάλεσμα στους καταδικασμένους στο μοναδικό δρόμο, που θα τους απελευθέρωνε, την επανάσταση:
«Ολοι της γης οι κολασμένοι,
γυμνοί, φτωχοί, ξεκληρισμένοι,
ομπρός! ελάτε στριμωχτοί
με μιαν απόφαση σωστή
και μια σταράτη πίστη
πεισματωμένοι,
αρματωμένοι – όσοι πιστοί -,
με τον λοστό του γκρεμιστή
και το σκληρό σφυρί του χτίστη.
***
»Μα νάτην τώρα
η κόκκινη ώρα
η κόκκινη αβγή!
ομπρός, συντρόφοι!
άστε τα λόγια,
κι από τις μάντρες
κι απ’ τα κατώγια,
πυρρή να βγει
η κοσμοπλάστρα μας η οργή.
Ψέμα η πατρίδα, η θρησκεία ψέμα,
ψέμα κι ο νόμος.
Ενας ο δρόμος.
Ομπρός!
Ελάτε στριμωχτοί,
με μιαν απόφαση σωστή
και μια σταράτη πίστη
πεισματωμένοι,
αρματωμένοι – όσοι πιστοί –
με το λοστό του γκρεμιστή
και το σκληρό σφυρί του χτίστη»
(«Το τραγούδι της οργής»).
Ποιητής κι επαναστάτης θεμελίωσε, στη δεκαετία του ’30, το διπλό του αγώνα πλάι στους αδικημένους. Τον είδαν οι φυλακές και οι εξορίες, άκουσαν τα τραγούδια του οι συναγωνιστές. Τραγούδια, γεμάτα ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, των αγωνιστών έργο, θύμιζαν όλους τους ξεσηκωμούς του ανθρώπου ενάντια στη σκλαβιά και αδικία, για να καταλήξουν στο επίτευγμα της Οχτωβριανής Επανάστασης:
«Απ’ τον καιρό του Σπάρτακου ως το Δεκέμβρη
κι ως τον Οχτώβρη απ’ το Ενενηντατρία
και πιο πέρα κι ακόμα πιο πίσω,
όξω από σύνορα και χώρες και πατρίδες
τον αγώνα τον πανάρχαιο πολεμάς.
Στου Παρισιού και στης Αθήνας τα οδοφράγματα,
στην Κάπουα, στο Βυζάντιο, στο Μισίρι,
στου Κόζακα τα διάσελα,
στων Αλπεων τα πλάγια,
στις σιέρες της Μαδρίτης,
απ’ τη Μόσχα ως το Μπουένος Αϋρες
κι απ’ το Στάλινγκραντ ως τη Σουραμπάγια,
βένετος, σκλάβος, κομμουνάρος,
παρτιζάνος, αντάρτης, ελασίτης,
μπολσεβίκος,
φύτρο μιας πανανθρώπινης γενιάς,
με την αρχή γεννήθηκες του κόσμου
και του κόσμου το τέλος προσπερνάς»
(«Στάλιν»).
Από το 1917, επαναστάτης σήμαινε «μπολσεβίκος» κι ο Τάκης Κόντος χρησιμοποιεί τον όρο με παγκόσμια έννοια: Η «κόκκινη αβγή» δεν ήταν μόνο για τους ξεσηκωμένους Ρώσους. Φώτιζε τον σκοτεινό ορίζοντα όλων των καταπιεσμένων. Γιατί
«στο σήμερα και στ’ άβριο και στο χτες
σ’ όλη τη Γης,
σ’ όλες τις χώρες,
την ίδια γλώσσα οι άνθρωποι μιλούν»
(«Βοστόκ»).
Γι’ αυτό και κάθε της Σοβιετικής Ενωσης επιτυχία είναι παγκόσμια:
«Μ’ ανέβασαν στους ώμους τους οι σύντροφοι της ΕΣΣΔ
κι είδα τη Γης
με τα τετράγωνά τους χεροπάλαμα,
κίτρινα, μάβρα, κόκκινα, άσπρα χεροπάλαμα,
γιομάτα αμάχες από ηλεκτρόνια,
από φωτόνια γιομάτα αγάπες,
με σήκωσαν στα μπράτσα τους οι άνθρωποι της Γης
κι είδα τη Γης»
(«Βοστόκ»).
Ο αγώνας για το δίκιο και τη λευτεριά οδήγησε τον Τάκη Κόντο στον κομμουνισμό. Ο αγώνας αυτός χρειαζόταν οργάνωση και αυτήν την οργάνωση την πρόσφερε μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα, εργαστήρι του καινούριου νόμου, όπου ο Ανθρωπος που κοιτά ψηλά, ο κομμουνιστής με τις απεριόριστες δυνατότητες, χτίζει το ειρηνικό, χαρούμενο, λιόλουστο αύριο:
«Νερά, βουνά, ποτάμια, δάση,
άστρα κι απύθμενοι ουρανοί
κι ό,τι δεν έχει ακόμα πιάσει
της γης ετούτης ή άλλου τόπου
όλα στη φούχτα εσένανε
του Ανθρώπου,
ν’ απλοχερίζει το ψωμί, να κυβερνάει την πλάση,
νάνε τα νιάτα αγέραστα, νάνε η δουλιά γιορτάσι.
***
»Με το γαρούφαλο στ’ αφτί,
με το γαρούφαλο της νίκης
– πουργός και πρωτομάστορας
καινούργιας Κτίσεως και Νόμου –
ρυθμό πεντάχρονο σφυράς,
στερνό ρυθμό, γιορτής χαράς
του παναθρώπινου Οικοδόμου.
Κι ήλιος ανέσπερος φωτάει
το γιγαντένιο χτίσιμό σου,
γόνιμος ήλιος οδηγάει
το χέρι σου, το μέτωπό σου,
το φως, που αστράφτει κι αναβράει
ανήσκιο γύρα σου κι εντός σου,
το φως του Κόμματός σου»
(«Στάλιν»).
Την επαύριο της 18ης Νοέμβρη 1975, ο νόμιμος πια «Ριζοσπάστης», περιγράφοντας την εκδήλωση για τα 57χρονα του ΚΚΕ, αναφέρει: «Ο αγωνιστικός παλμός του πλήθους φτάνει στο αποκορύφωμα του, όταν ο Βασίλης Διαμαντόπουλος απάγγειλε τον “Λένιν” του Τάκη Κόντου». Ο ποιητής ήταν ακόμα στο Παρίσι κι έμαθε αμέσως για την εκδήλωση, από ένα συγκινητικό τηλεφώνημα. Οπως όλοι οι ποιητές, ήξερε πως τα ποιήματα, γεννημένα από έναν ατομικό παλμό, μπορεί να γίνουν έκφραση του πλήθους. Για τα δικά του, την απόδειξη την είχε από μια κρύα νύχτα του Γενάρη 1945: Είχε αφήσει πίσω του, μ’ άλλους πολλούς, την Αθήνα και «πέρα απ’ τα ντερβένια της Χασιάς κι απ’ της Φυλής το κάστρο» («Αθήνα Δεκέμβρης»), ξανάρχιζαν την αντίσταση. Κείνη τη νύχτα, σ’ ένα σκοτεινό χωριάτικο δωμάτιο, μερικοί ζεσταίνονταν λέγοντας κι ακούγοντας ποιήματα. Κάποιος είπε στον πατέρα μου: «Πες τον “Λένιν”. Τον ξέρεις;». Χαμογέλασε ο ποιητής: – «Ξέρεις ποιος έγραψε τον “Λένιν”»; – «Τι σημασία έχει αν τον ξέρω;», εκνευρίστηκε ο άλλος. – «Σάμπως ξέρουμε ποιος έγραψε τα δημοτικά τραγούδια; Τα λέμε, όμως! Αν τον ξέρεις, πες τον!». Ο πατέρας μου, χωρίς να αποκαλύψει ότι εκείνος έγραψε αυτό το ποίημα, το είπε ανώνυμα εκείνη τη νυχτιά, σαν δημοτικό τραγούδι:
«Λένιν
Και τ’ όνομά του μοναχά
βαριά βουερά αντηχά
πιο απ’ όλες όλες τις καμπάνες της παλιάς Ρουσίας.
Γιόμισε η πλάση γιόμισε κι ο αχός
βροντά στων καθεστώτων τα ντουβάρια.
(…)
***
»Λένιν
Μην είσουν τάχατε ο Μεσσίας;
Ο δυνατός, ο διαλεχτός μιανής φυλής
με τα μοιραία και τα ρητά και τα γραμμένα;
Τίποτα
Είσουν μονάχα το γκάστρι μιας οργής
και μιας κόκκινης ώρας η γέννα.
Είσουν ο φτασμένος ο καιρός, είσουν μια ζεστή καρδιά
μέσα σε λέφτερο αντρίκειο στήθος,
η δύναμη, η ορμή, η σφιχτή γροθιά,
είσουν το Πλήθος.
***
»Λένιν!
Θρασομανούσε η Επανάσταση
μέσ’ στ’ ατσαλένια χεροπάλαμά σου
και να! σαν αστραπή κι αστροπελέκι
φλοβάει, βροντά το μήνυμά σου:
“Κόσμε ραγιά, τα πάντα είνε δικά σου,
τα παλάτια, η γης, η λεφτεριά σου,
κι όλα τα δίκια και τ’ αδικεμένα.
Χτύπα και πάρτα
και πάρε πίσω τα κλεμμένα!”
(…)
***
»Κι οδηγητής και γκρεμιστής και πλάστης
πήρες τον άπραγο το Σλάβο
κι απ’ τον ανέγνωμο, βαριόμοιρο χωριάτη,
από το σκλάβο,
τον τρισελέφτερο
ζωντάνεψες Εργάτη.
Κι αν τώρα μέσ’ στη χώρα το λιβάνι
δε θυμιατίζει σανιδιόφτιαχτους αγίους,
φουρτούνιασε ως τους γκρίζους ουρανούς
στα δασωμένα του εργοστάσια το ντουμάνι.
***
»Λένιν!
Εσύ που μιαν αγάπη γιγαντένια
μέσ’ στο ντουνιά διπλοθεμέλιωσες,
με το πιο γόνιμο το μίσος,
πέθανες ίσως;
Πέθανες; Ψέμα,
πεθαίνουν μονάχα τα ζωντίμια.
Άλλαξες κι έγινες βλαστήμια,
κι έγινες το καφτό μας αίμα
η ελπίδα γένηκες και φως και πίστη
και πίστη μας αντρίκεια
Κοσμοχτίστη».
«Παραμύθια κατά τον Αίσωπο» (Κάιρο 1930, Αθήνα, «Ι. Κολλάρος», 1932. Εμμετρο. Εγκρίθηκε σαν ελεύθερο ανάγνωσμα στη Δημοτική και Μέση Εκπαίδευση). «Δουλέβοντας τ’ ατσάλι» (1978). «Ο Πατέρας (ο αφορισμένος δάσκαλος της Λέσβος)», «Γραμμή» (1980. Ιστορία και βιογραφία του πατέρα του, Ιωάννου Κ. Κόντου, που τον αφόρισε στο τέλος του 19ου αιώνα ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ` για τη φιλολαϊκή του δραστηριότητα, όταν, σαν σχολάρχης στην Καλλονή Λέσβου, διεκδίκησε για χάρη του λαού την υλοποίηση μιας δωρεάς για το χτίσιμο σχολείου στην Καλλονή, δωρεά που νέμονταν το Πατριαρχείο). «Μικρασία… τέλος»«Γραμμή», 1980. Ιστορική ανάλυση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, όπου ο συγγραφέας συμμετείχε από την αρχή έως το τέλος (1919-1922). «Το αρχαίο Αθηναϊκό θέατρο προμαχώνας της Αθηναϊκής Δημοκρατίας»(πολιτικοκοινωνική ανάλυση της σκοπιμότητας του αρχαίου θεάτρου και απομυθοποίηση του Πλάτωνα και του Σωκράτη. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται και απόσπασμα της ευριπιδικής «Ανδρομάχης» σε έμμετρη μετάφραση του Τ. Κόντου. «Γραμμή» 1981). «Μακρόνησος ο νέος “Παρθενών” («Θουκυδίδης» 1982. Μαρτυρία). «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και η Ιερά Συμμαχία το ΝΑΤΟ της εποχής» («Θουκυδίδης» 1983. Συγκριτική ανάλυση των δύο εποχών και των επιπτώσεων της τοτινής και σύγχρονης ελληνικής και διεθνούς πραγματικότητας).
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση