«Η Βουβή Επέτειος. Γιορτή και Λαός». – Ο Κώστας Βάρναλης για την 28η Οκτωβρίου
Κι όμως ετούτοι γιορτάζουνε το «αλβανικό έπος». Και πάλι χωρίς το λαό. Και πάλι με φράχτη γύρω τους τα όπλα για να τους φυλάνε, όταν πηγαίνουν στην τελετή-να φυλάνε από το λαό τους εχθρούς του λαού.
Του Κώστα Βάρναλη. Από το Ρίζο της Δευτέρας, 27 Οκτωβρίου 1947.
Η 28 του Οκτώβρη είναι μια μεγάλη μέρα για τον ελληνικό λαό-και μέρα ντροπής για τους προδότες του. Κι όμως ετούτοι γιορτάζουνε το «αλβανικό έπος». Και πάλι χωρίς το λαό. Και πάλι με φράχτη γύρω τους τα όπλα για να τους φυλάνε, όταν πηγαίνουν στην τελετή-να φυλάνε από το λαό τους εχθρούς του λαού. Το τι νόημα δίνουν στο αλβανικό έπος οι φυγάδες του έπους φαίνεται από το νόημα που δίνουν σε κάτι ανάλογες και παράλληλες ορολογικές απάτες, όπως π.χ. «απελευθέρωση», «ανεξαρτησία», «δημοκρατία», «αμερικάνικη βοήθεια», «πνευματική ελευθερία» κ.λπ. Το ιστορικό περιεχόμενο των λέξεων είναι διαμετρικά αντίθετο με την ετυμολογική τους σημασία.
Αλλά το νόημα που έδινε η 4η Αυγούστου στο «αλβανικό έπος», μας το εξήγησε τότε με τρόπο επίσημο ο τότε διευθυντής της Ασφάλειας κ. Παξινός. Ενώ δηλαδή ο ελληνικός λαός γυμνός και άοπλος, εγκαταλελειμμένος από τους αρχηγούς του χτύπαγε στο μέτωπο και μπροστά του και πίσω του τους εχθρούς της ελευθερίας του, τους φασίστες, οι «αρχηγοί» του ελληνικού φασισμού ετοιμάζανε στην πρωτεύουσα την παράδοση του λαού-γιατί η συνθηκολόγηση του μετώπου δεν ήταν παράδοση του στρατού μονάχα (των 200 χιλιάδων ανδρών) αλλά ολάκερου του ελληνικού λαού (των 7 εκατομμυρίων).
Ο μοναρχοφασισμός που είπε το μαύρο του «όχι» μονάχα για τον τύπο, κοίταξε από την πρώτη στιγμή πως θα έσωζε όχι την πατρίδα, παρά το καθεστώς του. Πως θα περνούσε τον ελληνικό λαό από τα δικά του χέρια στα ξένα χέρια, χωρίς ο μεσίτης να χάσει ούτε την ηγεσία του λαού ούτε τα κέρδη του απ’ αυτόν. Η συνθηκολόγηση του μετώπου δεν ήταν πράξη ανωτέρας βίας, παρά θεληματική συμμαχία με τον εχθρό εναντίον του λαού. Και κανένας από τους μεταδεκεμβριανούς κυβερνήτες δεν αμφιβάλλει πως στη σημερινή επέτειο δεν γιορτάζεται το «αλβανικό έπος», παρά η συνθηκολόγηση και η συνεργασία με τον εχθρό. Αν τότε ο ελληνικός λαός νικούσε ως το τέλος τους εχθρούς κι έσωζε την ελευθερία του, οι τωρινοί συνεχιστές της 4ης Αυγούστου τη σημερινή επέτειο θα την είχανε ημέρα «εθνικού πένθους».
Λοιπόν τότε κι εμείς οι αριστεροί δημοσιογράφοι πήραμε στα σοβαρά όπως κι ο λαός τον πόλεμο κατά των «βάρβαρων επιδρομέων». Και γράφαμε πύρινα άρθρα εναντίον τους, εναντίον του φασισμού. Μα το είπαμε: ο δικός μας ο φασισμός, τέκνο και ομοίωμα του γερμανικού και του ιταλικού, δεν του καλάρεσε να βρίζουμε το «σύστημα». Κι ένα βράδυ (χειμώνας ήτανε) μας μαζέψανε στη Γενική Ασφάλεια τους ξεροκέφαλους αριστερούς, που χαλούσαμε τη «δουλειά». Ήτανε (όσο θυμάμαι) ο Καρβούνης, ο Κορδάτος, ο Κορνάρος, ο Πανσέληνος, ο Μέξης, ο Σπ. Θεοδωρόπουλος. Και ξαφνικά για λίγες ώρες μονάχα, μας φέρανε ωραίον, κομψόν και γόητα, με ύφος υπεράνω όλων μας, τον κ. Καραγάτση. Μα ως το βράδυ τον αφήσανε.
Το άλλο βράδυ μας ξαναπήγανε στην διεύθυνση της Γενικής Ασφάλειας όπου μας παρουσιάσανε στον κ. Παξινό. Εκεί πήραμε το πρώτο «βάπτισμά» μας στο νόημα του «αλβανικού έπους». Ο κ. Διευθυντής κοφτά και μελετημένα, μας είπε να μην κάνουμε τον έξυπνο στα άρθρα μας βρίζοντας το φασισμό (έτσι βρίζαμε έμμεσα και τη 4η Αυγούστου και σ’ αυτό δεν είχε άδικο ο κ. Διευθυντής) και πως δεν φταίει καθόλου ο φασισμός για τον πόλεμο.
Μ’ άλλα λόγια εννοούσε πως έφταιγε ο ιταλικός λαός που μας μισούσε ή που είχε κατακτητικές βλέψεις, λες κι οι λαοί αισθάνονται ή ενεργούνε μοναχοί τους κι είναι υπεύθυνοι αυτοί για ό,τι αγαπούνε, για ό,τι μισούνε και για ό,τι κάνουνε-όπως τα ομαδικά εγκλήματα εναντίον των αμάχων.
Κι αφού μας ενουθέτησε και μας έκανε προσεκτικούς για το μέλλον, μας άφησε ελεύθερους, δηλαδή μας εδέσμευσε τη σκέψη και τη γλώσσα. Έπρεπε δηλαδή κι εμείς να βοηθήσουμε το ξένο φασισμό να κατέβει και να θρονιαστεί άνετα στην Ελλάδα δίπλα στο ντόπιο.
Κάτι ανάλογο μου είπε μια μέρα κι ο διευθυντής της εφημερίδας που εργαζόμουνα τότε. Έγραφα μια ιστορία επί δυόμιση μήνες της διαφθοράς και απανθρωπιάς των πολιτικών παθών της Ρώμης από το Σύλλα και πέρα. Η περίσταση και η πεποίθησή μου με κάνανε να χρωματίζω κάπως ζωηρότερα τα πρόσωπα και τα πράγματα και να τα χαρακτηρίζω με τον ίδιο τρόπο κυρίως την αρπακτικότητα και τη φιλοχρηματία των ισχυρών της «αιώνιας πόλεως»: Σύλλα, Κράσου, Οκταβίου, Κικέρωνα, Σενέκα κ.λπ.
Ο διευθυντής μου λοιπόν με κάλεσε και μου λέγει: «Είπαμε να βρίζεις τους Ρωμαίους, μα όχι και τους πλουτοκράτες. Δυστυχώς ή ευτυχώς οι περισσότεροι αναγνώστες μας (της Κηφισιάς) είναι πλουτοκράτες! -Μα εγώ βρίζω, του απάντησα γελώντας, τους τότε Ρωμαίους πλουτοκράτες, όχι τους τώρα Έλληνες πλουτοκράτες. Εκείνοι ήταν τέρατα, οι δικοί μας είναι εντάξει! Πατριώτες μεγάλοι και καλοί Χριστιανοί!
Με άλλα λόγια οι δύο διευθυντές, της Ασφάλειας και της αστικής εφημερίδας, θέλανε, ο πρώτος να μη βρίζουμε τους εξωτερικούς εχθρούς και ο δεύτερος τους εσωτερικούς. Ας χάνεται η πατρίδα αλλά όχι το σύστημα! Θέλετε τώρα άλλη εξήγηση το τι σημαίνει για αυτούς ο όρος «αλβανικό έπος»; Όταν οι εχθροί του λαού λοιπόν ξηγιούνται με τόση ειλικρίνεια, τότε γιατί ο λαός να μην έχει κι αυτός το δικαίωμα να τους τα λέει από την καλή; Θα πείτε δεν τον αφήνουν! Θα τον αφήσουν! Κι αν τώρα τιμά ο λαός ανεπίσημα αυτή την επέτειο, θα έρθει η μέρα σύντομα, που θα τη γιορτάσει επίσημα κι όπως της αξίζει.