El Camino: μετά το τελευταίο επεισόδιο του Breaking Bad
El Camino είναι ένα αμερικάνικο αγροτικό “πολυτελείας” της Chevrolet, κάτι σαν πιο κυριλέ Τογιότα Χάιλουξ της Αμερικής, που μπορείς να πας στο χωράφι, στην εκκλησία, στην καφετέρια του διπλανού χωριού για βότκα λεμονάδα, τζιν τόνικ κλπ. Όχι πώς δεν μπορούσες βεβαίως να τα κάνεις όλ’ αυτά με το Ντάτσουν του λαού.
El Camino είναι ένα αμερικάνικο αγροτικό “πολυτελείας” της Chevrolet, κάτι σαν πιο κυριλέ Τογιότα Χάιλουξ της Αμερικής, που μπορείς να πας στο χωράφι, στην εκκλησία, στην καφετέρια του διπλανού χωριού για βότκα λεμονάδα, τζιν τόνικ κλπ. Όχι πώς δεν μπορούσες βεβαίως να τα κάνεις όλ’ αυτά με το Ντάτσουν του λαού.
Μπορεί να μη σας λέει τίποτα σαν αυτοκίνητο, έχει όμως σημασία στο Breaking Bad σύμπαν. Εξ ου και η νέα ταινία του Vince Gilligan που βγήκε στο νέτφλιξ στις 11 Οκτώβρη. El Camino είναι το αυτοκίνητο με το οποίο ο πολύπαθος Jesse Pinkman φεύγει ουρλιάζοντας απ’ τον γολγοθά του, αφήνοντας πίσω τον ετοιμοθάνατο Walter White που του κατέστρεψε τη ζωή, το εργαστήριο-φυλακή και ένα σωρό από πτώματα νεοναζίδων. Το αμάξι αυτό ιδιοκτησίας Todd, του ψυχάκια που σκοτώνει παιδιά για πλάκα, είναι ο συνδετικός κρίκος του τελευταίου επεισοδίου και της ταινίας που σκοπό έχει να δώσει ένα ενθαρρυντικό closure στον δύσμοιρο Jesse. Που τα θελε ο κώλος του μέχρις ενός σημείου ασφαλώς. Τις επιλογές του όμως τις πλήρωσε ακριβότερα απ’ όλους: ξύλο, ξύλο, θάνατος, αποχωρισμός, πιο πολύ ξύλο, βασανιστήρια, μοναξιά, τύψεις, εγκατάλειψη κλπ.
Δεν ξέρω τι γνώμη έχετε για την περιβόητη σειρά, όποιον και να ρωτήσετε όμως σίγουρα θα σας πει καλά λόγια.
Είναι από τις καλύτερες τηλεοπτικές σειρές έβερ, με ύψος, βάθος, πλάτος κλπ, το πιο συγκλονιστικό απ’ όλα όμως είναι το πώς η σειρά εξελίσσεται, μεταμορφώνεται με τον χρόνο συνδυάζοντας στοιχεία κωμωδίας, νουάρ, γουέστερν, αστυνομικού θρίλερ, αρχαιοελληνικής τραγωδίας μέχρι και σαιξπηρικού δράματος. Ο εμπνευστής και δημιουργός της σειράς Vince Gilligan έχει συνδυάσει τα καλύτερα στοιχεία του αμερικανικού κινηματογράφου και τηλεόρασης εδώ: αισθητική κι ατμόσφαιρα που θυμίζει αδερφούς Κοέν, γουέστερν, αστυνομική περιπέτεια, έγκλημα και κοινωνικό σχόλιο συνάμα, συντηρητισμός και αυταπάτες της μέσης αμερικανικής οικογένειας, “μπηχτές” για το αμερικάνικο σύστημα υγείας κι έμμεση κριτική στον δεξιό αμερικάνικο φιιλελευθερισμό (libertarianism σε αντίθεση με τον liberalism που στην αμερικάνικη πολιτική γεωγραφία ισοδυναμεί – περίπου – με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία). Δεν το συζητάμε για τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών φυσικά, κορυφαίες το λιγότερο.
Το σενάριο παίζει με τις έννοιες “καλό – κακό” και διαχωρίζει σαφώς τις πράξεις με τους φορείς των πράξεων: κανείς δεν είναι τέλειος “καλός” ή τέλειος “κακός”. Και δεν υπάρχει εδώ η υπεραπλούστευση του τύπου “όλοι έχουμε λίγο απ’ το να και λίγο απ’ τ’αλλο μπλα, μπλα”, όπως επίσης, απ την άλλη πλευρά ότι “για όλα φταιν οι συνθήκες” και άλλες γενικευτικές τρίχες. Υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο αλλά και τις συνειδητές επιλογές των πρωταγωνιστών· η διαλεκτική εφαρμόζεται πλήρως, κάποιος συμπεριφέρεται ως “κακός” ή “καλός” σε συνάρτηση με το χρόνο, τη συγκυρία και τη συνειδητή αντιμετώπιση των πραγμάτων. Ο Walter White μετατρέπεται σε εγκληματία όπως ορίζει ο νόμος και η ηθική, μεταβαίνει σε μια άλλη ποιότητα εντελώς ρεαλιστικά, χωρίς μεταφυσικές παρεμβολές, χωρίς ποιητικές άδειες. Ίσως γι’ αυτό η σειρά ήταν τόσο επιτυχημένη, επειδή ήταν πιστευτή. Καμιά λεπτομέρεια δεν πάει χαμένη εδώ, όλα είναι σε μια λογική αλληλεπίδραση.
Το ατύχημα φυσικά, όπως και αλλού είναι ότι ο κόσμος, ο μέσος αποδέκτης αυτής της σειράς είναι κατά μέσο όρο ηλίθιος· κι όπως κάθε ηλίθιος και άμυαλος τηλεθεατής που “καταναλώνει” σειρές για διασκέδαση, τείνει να ταυτίζεται με τον πρωταγωνιστή ανεξάρτητα αν αυτός είναι σίχαμα. Κι όταν μάλιστα το επεισόδιο δεν έχει “δράση” αλλά περισσότερο διάλογο, το βαριέται, το τιμωρεί με χαμηλή τηλεθέαση. Π.χ το επεισόδιο 3×10, “fly” που είναι σαν ένα μονόπρακτο θεατρικό με αμέτρητους συμβολισμούς, ένα απ’ τα καλύτερα επεισόδια ως σενάριο σκηνοθεσία και ερμηνείες, ήταν το δεύτερο χαμηλότερο σε τηλεθέαση. Όπως λέει κι ο γνωστός κατιουσαίος Μάνος Δούκας, “τι να πω; υπάρχει κάτι να πω;”
Η τραγικότερη μορφή της σειράς είναι ο Jesse Pinkman, παραστρατημένος νέος, μπλεγμένος με ναρκωτικά, χύμα παλικάρι αλλά με χρυσή καρδιά, που αποδέχεται σε κάποια φάση ότι είναι ο “κακός” και δρα ως τέτοιος. Με τσίπα ωστόσο, σε αντίθεση με τον Walter White που ξετσιπώνεται μέρα με τη μέρα ώσπου μετατρέπεται από σιγανό ποτάμι σε τέρας. Και τους παίρνει ο διάολος όλους.
Πολλοί είπαν ότι δεν χρειαζόταν, μια χαρά τελείωσε η σειρά κλπ, ας έμενε η εντύπωση του Jesse που γκαζώνει προς το χάος, ήδη πολλαπλά τσακισμένος. Τι να σας πω, εμένα προσωπικά δεν με χάλασε καθόλου. Κάθε δουλειά του Gilligan αξίζει να βρίσκεται εκεί έξω και καθόλου δεν τραβάει απ’ τα μαλλιά την αρχική ιστορία. Ίσα ίσα που μας ζεσταίνει λίγο τα σωθικά η αίσθηση της νέας αρχής του Jesse παρά αυτό που είχαμε ως τελευταία γεύση. Κάθε αλυσίδα γεγονότων στο Breaking Bad σύμπαν είναι σε απόλυτη συμφωνία με τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης, εξ ου και το σπιν-οφ Better Call Saul που δεν έχει “σφυριχτεί” ακόμα, δεν υστερεί σε τίποτα. Ίσως και καλύτερο, ας μου επιτραπεί να πω. Το λέω.
Εξαιρετική ταινία, το αρνητικό της είναι ότι δεν στέκει από μόνη της. Αλλά σιγά τώρα.
Υστερόγραφο: δεν υπήρξε ποτέ πιο συμπαθής χαρακτήρας στην ιστορία από τον Mike Ehrmantraut (Jonathan Banks), μπάτσος μεν, που “τα παιρνε” κι αυτός αλλά με πλήρη συνείδηση των πράξεών του. Βαρύς, μιλάει όταν πρέπει, βαριέται τους ανθρώπους, εκτός απ’ την εγγονή του. Με απαράμιλλο attitude, με πέντε δράμια μυαλό, με εμπειρία, που τον έφαγε μπαμπέσικα κι αυτόν ο τυφώνας Walter.Εμφανίζεται κι αυτός για μερικά δευτερόλεπτα, ανεβάζοντας τον πήχη.