Ο Έλληνας Μπερλουσκόνι βγαίνει μπροστά
Ο Μαρινάκης διεκδικεί επάξια τον τίτλο του Έλληνα Μπερλουσκόνι και “βγαίνει μπροστά”, για να σώσει τις ιστορικές εφημερίδες του συγκροτήματος, και να ενισχύσει -ακόμα περισσότερο- τις δικές του θέσεις.
Το προσπάθησαν κι άλλοι πριν από αυτόν, αλλά ο Βαγγέλης Μαρινάκης έφτασε πιο κοντά από οποιονδήποτε άλλο στο συγκεκριμένο τίτλο. Είναι εφοπλιστής, δημοτικός σύμβουλος (και κατά βάση δημοτική αρχή) στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, πρόεδρος της δημοφιλέστερης ομάδας (Ολυμπιακός) και μεγαλομέτοχος της Νόττιγχαμ Φόρεστ στην Αγγλία, ενώ τα τελευταία χρόνια, απέκτησε εφημερίδες και κανάλια. Για την ακρίβεια, ελέγχει πλέον το μεγαλύτερο συγκρότημα τύπου και -ουσιαστικά- το Μεγάλο κανάλι, όπως λέει και το όνομά του. Θυμίζει λοιπόν, σε μικρογραφία έστω, μια ελληνική εκδοχή του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Και χτες (υπ)έγραψε στα ΝΕΑ ένα κείμενο, όπου εξηγεί γιατί βγήκε μπροστά.
Εκεί λοιπόν (υπο)γράφει μεταξύ άλλων τα εξής:
Τις λίγες ημέρες που δεν εκδόθηκαν (σ.σ.: το ΒΗΜΑ και τα ΝΕΑ) νιώσαμε όλοι τι έλειψε από τον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα. Και αναμετρούμε τι θα σήμαινε για τον τόπο, εάν αυτή η απουσία ήταν οριστική.
Ο περισσότερος κόσμος βέβαια έχει πάψει να αγοράζει εφημερίδες (ακόμα και τις Κυριακάτικες) και πιθανότατα δεν πήρε χαμπάρι την προσωρινή αναστολή της κυκλοφορίας τους. Πόσο μάλλον να του έλειψαν η… “έγκυρη και σφαιρική πληροφόρηση” που έδιναν τάχα στον αναγνώστη, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο.
«ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» είναι κάτι ξεχωριστό – ενσαρκώνουν τις καλύτερες παραδόσεις της Ιστορίας του Ελληνικού Τύπου.
Μιλάμε για τις εφημερίδες που έκαιγαν οι διαδηλωτές στα Ιουλιανά, για τη στάση που τήρησαν και το ρόλο που έπαιζαν. Για να μην πάμε ακόμα παλιότερα, στα εγκώμια του “Ελεύθερου Βήματος” προς το Γ’ Ράιχ, που έκαναν την εφημερίδα να αλλάξει το όνομά της, μετά την Κατοχή. Και δεν πρόκειται βέβαια για μεμονωμένα κρούσματα, αλλά για ενδεικτικά παραδείγματα του ρόλου που παίζει διαχρονικά και θα εξακολουθήσει να έχει στη “νέα εποχή”.
Ποτέ και για κανέναν λόγο δεν αναζήτησα την εύνοια κυβερνητικών ή άλλων παραγόντων ούτε έχω οιεσδήποτε δεσμεύσεις απέναντι στον οιονδήποτε. Δραστηριοποιούμαι διεθνώς στον τομέα της Ναυτιλίας και ουδέποτε συνδέθηκα με αναθέσεις έργων που καλύπτονται από τις δημόσιες επενδύσεις, ούτε ωφελήθηκα από την παραχώρηση οιασδήποτε πλουτοπαραγωγικής πηγής της χώρας.
Η μπηχτή είναι φωτογραφική και παραπέμπει προφανώς στον ανταγωνιστή του, το Δ. Μελισσανίδη. Κάποιοι μπορεί να αντέτασσαν το ραντεβού με τη Δούρου πριν τις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τις Ευρωεκλογές του 14′. Αλλά σήμερα ο Μαρινάκης είναι σαφώς στο αντίπαλο στρατόπεδο και τα ΜΜΕ του έχουν αντιπολιτευτική γραμμή, απέναντι στην κυβέρνηση. Άλλοι αναφέρουν τη γνωστή δικαστική υπόθεση για το Noor-1 και το παράνομο φορτίο του (βάζουμε το συγκεκριμένο σύνδεσμο, για να δείξουμε τις πρόσφατες δημοσιογραφικές συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ).
Στην πραγματικότητα όμως, αρκεί η ιδιότητα του εφοπλιστή, ως τεκμήριο για τη σχέση με το κράτος, τη φορολογική ασυλία και τις συστηματικές φοροαπαλλαγές για το συγκεκριμένο σινάφι.
Αναμετρούμε τι θα σήμαινε για τον τόπο, εάν αυτή η απουσία ήταν οριστική. Ή αν συνέχιζαν την έκδοσή τους αποξενωμένες από το πνεύμα τους και τις αρχές τους, εξαρτώμενες ή εκβιαζόμενες από τον οιονδήποτε ισχυρό.
Σα να λέμε δηλαδή ότι ο Μαρινάκης αγόρασε το Συγκρότημα για να εξασφαλίσει ότι οι εφημερίδες του δε θα εξαρτώνται ή εκβιάζονται από οποιονδήποτε ισχυρό. Κι έτσι εξασφαλίζει την ανεξαρτησία τους από τα μεγάλα συμφέροντα…
Το πιο σημαντικό στοιχείο, πάντως, σε όλα τα παραπάνω, είναι πως ολοένα και περισσότεροι επιχειρηματίες κρίνουν πως είναι προς το συμφέρον τους να “βγουν μπροστά”. Ο Λένιν σημείωνε κάποτε πως η κοινοβουλευτική, δημοκρατία είναι η πιο ασφαλής πολιτική μορφή για την κυρίαρχη αστική τάξη, γιατί ασκεί την εξουσία της δια αντιπροσώπων. Όταν όμως, το πολιτικό υπαλληλικό της προσωπικό φθείρεται με ραγδαίους ρυθμούς κι οδηγείται συνολικά στην απαξίωση -όπως είναι πιθανό να συμβεί σε καιρούς κρίσης- οι επιχειρηματίες κρίνουν σκόπιμο να βγουν αυτοί μπροστά, με το προφίλ των “αδιάφθορων”, των “ανθρώπων της πραγματικής οικονομίας”, που τάχα δεν μπαίνουν στην πολιτική για να κερδίσουν κάτι (αφού τα έχουν όλα), αλλά για να δώσουν τεχνοκρατικές λύσεις και να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη.
Κι αυτό το αφόρητο κλισέ -του ευεργέτη επιχειρηματία που νοιάζεται για το κοινό καλό- τείνει να γίνει κυρίαρχο στο δημόσιο λόγο, από τα παπαγαλάκια (που δρουν πάντα αδέκαστα κι ανεξάρτητα από ισχυρούς και συμφέροντα) αλλά την ίδια στιγμή μας λένε με στόμφο ότι η χώρα πάσχει από… την “ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς”. Ό,τι πουν τα φερέφωνα του σύγχρονου Μπερλουσκονισμού…