Καθαρεύουσα ή τέφρα – Τα “Ευαγγελικά” του 1901
Όταν έπεφταν κορμιά και κυβερνήσεις για το “αναλλοίωτο” της γλώσσας της Αγίας Γραφής
Η Ελλάδα είναι η χώρα που έχει το θλιβερό προνόμιο να είναι μια από τις λίγες που είχσν νεκρούς για το γλωσσικό ζήτημα, μάλιστα όχι για το αν μία ή άλλη γλώσσα θα καθιερωνόταν ή θα διδασκόταν ως επίσημη, αλλά για το ποια μορφή της ίδιας της γλώσσας θα είχε αυτή την ξεχωριστή θέση σε θεσμικό κι εκπαιδευτικό επίπεδο. Αν και κατά μία έννοια το γλωσσικό ζήτημα στην ιστορία της ελληνικής ξεκινά ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια, όταν και διαπιστώνεται η «έκπτωση» από το αττικό πρότυπο λόγω της επικράτησης της λεγόμενης «κοινής» ελληνιστικής στα απέραντα εδάφη που είχαν βρεθεί υπό ελληνική επιρροή μετά τη σύσταση των βασιλείων των διαδόχων του Μεγαλέξανδρου, ουσιαστικά ως σημαντικό ζήτημα ανακύπτει στα χρόνια του νεοελληνικού διαφωτισμού, από τα μέσα του 18ου αιώνα, απασχολώντας όπως είναι λογικό αρχικά μόνο μια ελίτ διανοουμένων. Σε φλέγον κοινωνικό και εντέλει πολιτικό ζήτημα αναδείχθηκε ωστόσο μετά τη σύσταση του πρώτου ελληνικού κράτους, ιδιαίτερα από το τέλος του 19ου αιώνα κι εξής, εποχή που καθόλου τυχαία συμπίπτει με εποχή επιτάχυνσης της σταθερής, αλλά βασανιστικής πορείας της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας προς τον εξαστισμό της. Το ερώτημα για το αν η λόγια μορφή της ελληνικής, που επικράτησε να λέγεται καθαρεύουσα ή κάποια μορφή της λαϊκής – δημοτικής – γλώσσας θα επείχαν την πρωτεύουσα θέση στη δημόσια ζωή, τη διοίκηση και την παιδεία χώρισε τελικά την ελληνική κοινωνία σε δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Είναι ωστόσο απλουστευτικό και παραπλανητικό να ταυτίσει κανείς τους καθαρευουσιάνους μονοσήμαντα με την αντίδραση και τους δημοτικιστές με την πρόοδο. Γεγονός που αναδεικνύεται ανάγλυφα και μέσα από τα λεγόμενα «Ευαγγελικά», που συντάραξαν την πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου με αφορμή την απόδοση των ευαγγελίων στη δημοτική.
Χαρακτηριστικό είναι ότι τη σχετική πρωτοβουλία είχε η βασίλισσα Όλγα, όχι προφανώς από διάθεση να ταράξει τα νερά, αλλά επειδή, ως βαθιά θρησκευόμενη χριστιανή ορθόδοξη η ίδια, ευελπιστούσε πως με αυτό τον τρόπο θα ενισχύονταν το θρησκευτικό συναίσθημα των υπηκόων της. Έδωσε λοιπόν τη σχετική εντολή της απόδοσης στη γραμματέα της Ιουλία Σωμάκη – Καρόλου, προκαλώντας την οργή των αρχαϊστών, αλλά χωρίς το ζήτημα να λάβει ευρύτερες διαστάσεις. Εξίσου απαρατήρητη θα περνούσε αρχικά και η δεύτερη μεταφραστική απόπειρα, εκ μέρους του εύπορου βαμβακεμπόρου στο Λονδίνο και λογίου Αλέξανδρου Πάλλη, που τυπώθηκε το 1901 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με έξοδα της βασίλισσας της Ελλάδας. Το έργο δε βγήκε αρχικά από έναν περιορισμένο κύκλο Ελλήνων της διασποράς, μέχρι που αποφάσισε να το δημοσιεύσει σε συνέχειες ο διευθυντής ελλαδικής εφημερίδας “Ακρόπολις”, Βλάσης Γαβριηλίδη. Η δημοσίευση μάλιστα αυτή φαίνεται πως είχε και την έγκριση του αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου, μολονότι επισήμως η Ορθόδοξη εκκλησία είχε απαγορεύσει της μετάφραση των Ευαγγελίων επανειλημμένα από τις αρχές του 18ου αιώνα.
Η δημοσίευση προκάλεσε σάλο, ιδιαίτερα στους φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, και δη της Θεολογικής και Φιλοσοφικής σχολής, που στις 2 Νοέμβρη κατά εκατοντάδες εισέβαλαν στα γραφεία της εφημερίδας, απαιτώντας τη διακοπή της δημοσίευσης. Ο Γαβριηλίδης αρχικά δεν πτοήθηκε, συνεχίζοντας με την απόδοση του Πάλλη, με αποτέλεσμα οι οργισμένοι φοιτητές να κατακλύσουν τις επόμενες μέρες του δρόμους της Αθήνας, απαιτώντας παρέμβαση του πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ για τον αφορισμό του Πάλλη, αλλά και την αποπομπή του Προκοπίου. Λάδι στη φωτιά έριχναν και ανταγωνιστικές προς την “Ακρόπολη” εφημερίδες, όπως οι “Καιροί”, το “Σκριπ” και το “Εμπρός”, προσπαθώντας να παρουσιάσουν το όλο εγχείρημα ως επιχείρημα πανσλαβιστικών κύκλων, αφήνοντας υπονοούμενα για τη ρωσική καταγωή της βασίλισσας. Από κοντά και η αντιπολίτευση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, που υποδαύλιζε την υστερία ευελπιστώντας σε πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη.
Η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο στις 7 Νοέμβρη, όταν διοργανώθηκε μεγάλη πορεία στους Στύλους του Ολυμπίου Διός με το κλίμα να δυναμιτίζεται από συνθήματα κατά του αρχιεπισκόπου. Μια ομάδα διαδηλωτών άρχισε να κινείται απειλητικά προς την αρχιεπισκοπή, ωθώντας σε σπασμωδικές αντιδράσεις τους χωροφύλακες, που άρχισαν να πυροβολούν μες στο πλήθος. Ο τελικός απολογισμός περιλάμβανε 8 ως 11 θύματα, 70 τραυματίες και 22 συλληφθέντες. Η κυβέρνηση Θεοτόκη παραιτήθηκε, ενώ η “Ακρόπολις” υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση, διακόπτοντας την κυκλοφορία της απόδοσης του Πάλλη και προχωρώντας σε απολογία προς τους φοιτητές, διαβεβαιώνοντας πως παρέμενε: «πολέμιος ἀμείλικτος παντὸς φρονοῦντος ἀντεθνικῶς καὶ ἀτίμως ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον δὲν πρέπει νὰ ἀναγιγνώσκεται ἐν ταῖς εκκλησίαις εἰς ἄλλην τινὰ γλῶσσαν πλὴν ἐκείνης εἰς τὴν ὁποίαν ἐγράφη ὑπὸ τῶν Θεοπνεύστων ἀνδρῶν».
Λίγα χρόνια μετά, παρόμοια σκηνικά βίας και αντιδράσεων, προκάλεσε η απόδοση της Ορέστειας του Αισχύλου σε καθαρεύουσα από την αρχαία ελληνική, ενώ ο απόηχος των επεισοδίων έγινε αισθητός και στο σύνταγμα του 1911, όπου θεσπίστηκε ρητά το “αναλλοίωτο” της γλώσσας των Γραφών, και απαγορευόταν οποιαδήποτε απόδοση χωρίς έγκριση του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Η συγκεκριμένη διάταξη, μάλιστα, διατηρήθηκε με διάφορες τροποποιήσεις σε όλα τα μεταγενέστερα συντάγματα, περιλαμβανομένου εκείνου του 1975, ενώ η πρώτη εγκεκριμένη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο μετάφραση της Καινής Διαθήκης κυκλοφόρησε μόλις το 1989.