Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του: Ένας αντιπολεμικός μονόλογος – ωδή στην ανθρώπινη ψυχή
Η φωνή του Τζο γίνεται κραυγή και ορθώνεται ασπίδα. Γίνεται αντιπολεμικός σκοπός και ηχεί με λαχτάρα να φτάσει σε όσα περισσότερα αυτιά γίνεται.
Ο Τζο Μπόναμ, αν και “γεννήθηκε” πίσω στο μακρινό 1939 από τον Ντάλτον Τράμπο, βρίσκει να “κουμπώσει” σε κάθε κοινωνία του σήμερα απ’ άκρη σ’ άκρη της γης. Το έργο μετέφερε στο θεατρικό σανίδι η Σοφία Αδαμίδου, με τον Τάσο Ιορδανίδη να τον ενσαρκώνει υπό τη σκηνοθετική ματιά της Θάλειας Ματίκα.
Ο Τζο, λοιπόν, είναι ένας νεαρός στρατιώτης θύμα της πολεμικής βίας. Ένας άνθρωπος ακρωτηριασμένος, δίχως χέρια και δίχως πόδια, καθηλωμένος στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου. Το μυαλό του όμως, μόνο καθηλωμένο δεν είναι. Πρόκειται για ένα μυαλό που βρίσκεται σε εγρήγορση. Ένα μυαλό που τρέχει για να μη ξεχάσει, τρέχει για να μη χαθεί, τρέχει για να κάνει κι άλλα μυαλά να σκεφτούν, να τρέξουν, διαψεύδοντας τις αρχικές εκτιμήσεις των γιατρών του για μηδενική ανάκαμψη και αναδεικνύοντας τη λαχτάρα του ανθρώπου για ζωή.
Όπλο του Τζο γίνεται ο λόγος του και η λογική που ο ίδιος παλεύει με νύχια και με δόντια για να μην εγκαταλείψει. Στο μονόλογο συμπυκνώνεται η ανάγκη για πάλη, για ξεσηκωμό, για τον μη εφησυχασμό, η ανάγκη εξάλειψης του πολέμου και όλων όσα εκείνος δημιουργεί. Ένας μονόωρος μονόλογος φυσικά χρειάζεται θάρρος και δύναμη, κάτι που ο πρωταγωνιστής δείχνει να κατέχει, δεδομένου ότι η κραυγή του καταφέρνει να γίνει και δική μας κραυγή: γίνεται η κραυγή του θεατή – που όμως, δεν περιορίζεται εντός της αιθούσης.
Ο Τζο σκέφτεται και μέσα στο μαρτύριό του έρχονται στο νου θύμησες κι εικόνες της παλιάς τους ζωής που πλάθεται στο μυαλό του σαν καινούρια, με άρωμα μαρμελάδας ροδάκινο και γεμάτη παιδικά χαμόγελα. Πασχίζει να βρει τρόπους επικοινωνίας με τη νοσοκόμα που τον περιθάλπει ώστε να την πείσει να τον βοηθήσει να βγει από το αδιέξοδό του, να βάλει ένα τέλος στο μαρτύριό του. Ωστόσο η φωνή του μεγαλώνει και θεριεύει, πεισμώνει και κρύβει μέσα της όλη τη δύναμή του. Μπορεί να μην είναι σε θέση πια να βλέπει, να αγγίζει, να γεύεται, να περπατά, να τρέχει. Το μόνο που νιώθει είναι το αίμα του να χτυπάει στα μηνίγγια του και οι σκέψεις του. Δεν πονά, όμως. Κι ας είναι “ένας ζωντανός που είναι νεκρός – ένας νεκρός που είναι ζωντανός.”
Η φωνή του στρέφεται ενάντια στην εξουσία, στην υποταγή και την εκμετάλλευση. Στρέφεται και βάλλει ενάντια σε όλους όσοι θέλουν τον άνθρωπο στρατιωτάκι, άβουλο ον που εκτελεί εντολές κι ακρωτηριάζουν με στόχο τον πλήρη έλεγχό του.
“Εμείς οι σπουδαίοι, οι υπέροχοι, πανέμορφοι, ταπεινοί, αξιοκαταφρόνητοι άνθρωποι αυτού του κόσμου έχουμε κουραστεί, έχουμε αηδιάσει. Θέλουμε να ξεμπερδεύουμε μαζί σας μια για πάντα.”
Η φωνή του Τζο γίνεται κραυγή και ορθώνεται ασπίδα. Γίνεται αντιπολεμικός σκοπός και ηχεί με λαχτάρα να φτάσει σε όσα περισσότερα αυτιά γίνεται.
Κι η παράσταση αυτή, πιο επίκαιρη από ποτέ, πρέπει να φτάσει σε όσα περισσότερα αυτιά γίνεται. Μια παράσταση – κατάθεση ψυχής από τον Τάσο Ιορδανίδη, που κατάφερε να μας καθηλώσει – μαζί με τους συνεργάτες του – σε όλη τη διάρκεια αυτής της ωδής στον ανθρώπινο νου και ψυχή.
Οι παραστάσεις συνεχίζονται. Λεπτομέρειες εδώ: