Ο πολιτικός Ρενέ Γκοσινί – Τέρμα πια οι αυταπάτες, ή με τους Ρωμαίους ή με τους Γαλάτες
Το μικρό γαλατικό χωριό ως πιστό αντίγραφο της Κούβας που θα αντιστέκεται για πάντα στον κατακτητή, και άλλοι πολιτικοί συμβολισμοί στο έργο του μεγάλου Ρενέ Γκοσινί.
Στις νέες εκδόσεις του μικρού Νικόλα, διαβάζουμε το εξής βιογραφικό στο τέλος του βιβλίου για τον Ρενέ Γκοσινί.
“Γεννήθηκα στις 14 Αυγούστου του 1926, στο Παρίσι, κι αμέσως μετά άρχισα να μεγαλώνω. Την επομένη ήταν Δεκαπενταύγουστος και δε βγήκα, από το σπίτι”. Η οικογένειά του μεταναστεύει στην Αργεντινή, και ο ίδιος φοιτά στο Γαλλικό Κολέγιο του Μπουένος Άιρες. “Ήμουν ο φασουλής της τάξης. Επειδή όμως ήμουν μάλλον καλός μαθητής, δε με έδιωχναν”. Η καριέρα του θα ξεκινήσει από τη Νέα Υόρκη.
Επιστρέφοντας στη Γαλλία, αρχές της δεκαετίας του ’50, δημιουργεί μια σειρά θρυλικών ηρώων. Ο Γκοσιννύ, μαζί με τον Ζαν-Ζακ Σενπέ, σκαρφίζεται τις περιπέτειες του μικρού Νικόλα επινοώντας ένα παιδικό γλωσσικό ιδίωμα που θα εξασφαλίσει την επιτυχία του διάσημου μικρού μαθητή.
Έπειτα, ο Γκοσιννύ δημιουργεί, μαζί με τον Αλμπέρ Ουντερζό, τον Αστερίξ. Ο θρίαμβος του μικρόσωμου Γαλάτη είναι μοναδικός. Μεταφρασμένες σε 107 γλώσσες και διαλέκτους, οι περιπέτειες του Αστερίξ ανήκουν στα πιο πολυδιαβασμένα έργα σε ολόκληρη την υφήλιο.
Ανεξάντλητος δημιουργός, δημιουργεί παράλληλα τον Λούκι Λουκ μαζί με τον Μορρίς, τον Ιζνογκούντ μαζί με τον Ταμπαρρύ, τα Dingodossiers μαζί με τον Γκοτλίμπ κ.ά. Επικεφαλής του περιοδικού Pilote, φέρνει την επανάσταση στα κόμικς, ανυψώνοντάς τα στο επίπεδο της “Ένατης τέχνης”.
Ο Γκοσιννύ, κινηματογραφιστής επίσης, ιδρύει τα στούντιο Ιντεφίξ (Idefix) μαζί με τους Ουντερζό και Νταργκό. Σκηνοθετεί μερικά από τα αριστουργήματα των κινούμενων σχεδίων: Αστερίξ και Κλεοπάτρα, Οι δώδεκα άθλοι του Αστερίξ, Ντέιζι Τάουν και η Μπαλάντα των Ντάλτον. Μετά το θάνατό του, θα τιμηθεί με το βραβείο Σεζάρ για το σύνολο του κινηματογραφικού έργου του.
Στις 5 Νοεμβρίου του 1977, ο Γκοσιννύ πεθαίνει σε ηλικία 51 χρονών. Ο Ερζέ δηλώνει: “Ο Τεντέν υποκλίνεται στον Αστερίξ”. Οι ήρωές του επιζούν του δημιουργού τους και πάμπολλες εκφράσεις έχουν περάσει στην καθημερινή μας γλώσσα: “πυροβολεί πιο γρήγορα και από τη σκιά του”, “θέλει να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη”, “έπεσε στο καζάνι όταν ήταν μικρός”, “να βρει το μαγικό βότανο” και “είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι”…
“Γεννήθηκα κι αμέσως άρχισα να μεγαλώνω”, λέει σατιρικά ακόμα και όταν δίνει αυτοβιογραφικά στοιχεία. Κι εμείς, παραφράζοντας τη δική του πρόταση, γεννηθήκαμε, μάθαμε να διαβάζουμε, κι αμέσως αρχίσαμε να μεγαλώνουμε με τα δικά του έργα. Και όσα έκανε είναι κομμάτι της κλασικής παιδείας, που κάθε παιδί θα έπρεπε λαμβάνει. Άραγε πρέπει να λυπάσαι όσους δεν είχαν την τύχη να κάνουν μικροί αυτήν την ανακάλυψη; Ή να τους ζηλεύεις για όσα έχουν μπροστά τους να ανακαλύψουν;
Νομίζω πως όταν ήμουν μικρός σταμάτησα να διαβάζω γρήγορα, όταν συνειδητοποίησα πως τα Αστερίξ έχουν συγκεκριμένο αριθμό τευχών και σύντομα θα τελειώσουν. Όταν τα ανακαλύπτεις μεγάλος όμως, παίρνεις την ίδια χαρά ή μήπως δεν παίρνεις την ίδια αίσθηση και δεν το εκτιμάς με τον ίδιο τρόπο, αν δεν αποτελεί παιδικό σου βίωμα και δεν πρόλαβες να το αγαπήσεις τότε;
Τότε που κοιτούσες τα τεύχη και προσπαθούσες από τα εξώφυλλα να καταλάβεις ποιο είναι το καλύτερο, το πιο χορταστικό, για να το βάλεις σε προτεραιότητα και να ζητήσεις να στο πάρουν. Και γιατί να μην τα πάρουμε όλα τέλος πάντων να τελειώνουμε; Όχι στα ψευτοδιλήμματα!
Και δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο, που σε κάνει να νιώσεις πάλι παιδί, από τις ανέκδοτες κυκλοφορίες του Μικρού Νικόλα που βγήκαν όλες μαζί σε δύο τόμους, σαν να επιστρέφει στη σκηνή για ένα τελευταίο χειροκρότημα, όπως είπε η κόρη του Γκοσινί -ναι αλλά ο μικρός Νικόλας ή ο Γκοσινί; Σαν απόδειξη ότι υπάρχει… μετά θάνατον ζωή, και εκεί είμαστε όλοι παιδιά, όπως στη Γαλέρα του Οβελίξ -που την υπέγραφε ο Ουντερζό όμως, πιστοποιώντας την έλλειψη έμπνευσης και τη σταδιακή παρακμή των δικών του ιστοριών, χωρίς τον αξεπέραστο Γκοσινί. Το πραγματικό πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι θα ήταν μια δική του ιστορία, όπου θα μέναμε όλοι στην ίδια τάξη, όπως ο Μικρός Νικόλας, για την αιώνια νιότη παιδική ηλικία.
Ο Γκοσινί είναι τέκνο του σπουδαίου αιώνα του. Τα παιδικά του χρόνια του προσέφεραν μια άλλη οπτική, αλλά τον κράτησαν μακριά από τις πολιτικές ριζοσπαστικές ιδέες που συγκλόνισαν τη Γαλλία στον εικοστό αιώνα και θα μπορούσαν να προσδώσουν ένα άλλο βάθος στις ιστορίες του. Ο Μικρός Νικόλας μεγαλώνει σε μια οικογένεια που αντιμετωπίζει προβλήματα του πρώτου κόσμου και ας μην έχει ξεφύγει από τον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Ενώ στον Αστερίξ οι γυναίκες έχουν δευτερεύοντα ρόλο -αλλά θα ήταν προφανής αναχρονισμός να συνέβαινε κάτι άλλο
Κι όμως, μια σειρά συμβολισμοί διεισδύουν στο έργο του Γκοσινί, ακόμα και αν δεν ήταν άμεσα πηγές έμπνευσής του. Το γαλατικό χωριό ως πιστό αντίγραφο της Κούβας που περικυκλώνεται από ρωμαϊκά οχυρά (το Γκουαντάναμο και το εμπάργκο) αλλά θα αντιστέκεται για πάντα στην Pax Americana. Και αντί για μαγικό ζωμό, χρησιμοποιεί μπανάνες, ρούμι και μπόλικη ζάχαρη -σαν τον “μαγικό ζωμό” που έφερε τάχα ο Αστερίξ στους Βρετανούς, ενώ στην πραγματικότητα ήταν τσάι.
Ο σιδεράς Αυτοματίξ (έμμεση αναφορά στην επικείμενη αυτοματοποίηση του παραγωγικού προτσές, αν και το 50 πΧ οι συνθήκες δεν είχαν ωριμάσει καν για το πέρασμα στον καπιταλισμό, όπως εξηγεί ο Κάουτσκι, τον καιρό που ήταν ακόμα μαρξιστής) είναι η εργατική τάξη που έχει ως βασικό εργαλείο το σφυρί και δένει ιδανικά με το δρεπάνι του Πανοραμίξ -για να κόβει γκυ. Η ένωση της θεωρίας με την πράξη, της εργατικής τάξης με τη σοφή καθοδήγηση, που έχει σφαιρική, πανοραμική αντίληψη του ιστορικού προτσές.
Ο Ιντεφίξ είναι το κομματικό σκυλάκι που έρχεται στις μάχες με τους Ρωμαίους και γαβγίζει τους μπάτσους στις πορείες. Ο Οβελίξ είναι κάτι σαν την περιφρούρηση των οικοδόμων, κι απλώς θέλει να του εξηγήσουν για τι παλεύουμε, που είναι και η βάση της συνειδητής πειθαρχίας κάθε κομμουνιστή. Ο Μαζεστίξ έχει το κύρος του ΓΓ, που κανείς αστός αρχηγός δε θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει. Είναι γενναίος, ατρόμητος και το μόνο που φοβάται είναι μη τυχόν μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι την ώρα που θα επιχειρούμε την έφοδο προς αυτόν, όπως έγινε με τούτον τον αιώνα και γύρισε ανάποδα η ζωή.
Ο Μαθουσαλίξ είναι ο βετεράνος σύντροφος με τις ιστορίες από το παρελθόν, σαν αυτούς τους παππούδες που συναντάς στα γραφεία στις συνοικιακές ΚΟΒ και σου λένε ατελείωτες ιστορίες για το θρίαμβο του ΕΑΜ στη Ζεγκόβια. Και η Αλεζία (Βάρκιζα);
–Ποια Αλεζία, χμ; Τι την θέλετε τέλος πάντων αυτή την Αλεζία, ε;
(Στο “Δώρο του Καίσαρα” ο Μαθουσαλίξ εμφανίζεται ως ξενοφοβικός ρατσιστής, αρκεί όμως μια φωνή από την καλλονή γυναίκα του για να τον μαζέψει στο σπίτι να μην πουντιάσει).
Ο Αλφαβητίξ είναι ένας οπορτουνιστής που τρώει ψάρια, αλλά υποτάσσεται στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό του χωριού και τα αγριογούρουνα. Τα αμφίβολης φρεσκάδας –σαν τα ψάρια του- επιχειρήματά του, για την ανανέωση της δίαιτας και των συνηθειών μας με πιο light θέσεις, γίνονται συχνά αφορμή για ασήμαντους καβγάδες στο εσωτερικό του χωριού, όσο δε μας παίρνει να τα βάλουμε με τους Ρωμαίους, και παίζουμε μπούφλες αναμεταξύ μας.
Είναι τρελοί αυτοί οι κομμουνιστές.
Μαζί κι ο Κακοφωνίξ, μια διαρκής παραφωνία στη σωστή γραμμή του κόμματος, που είναι αξιαγάπητος για παρέα όταν κρατάει κλειστό το στόμα του στις συνελεύσεις της ΚΟΒ. Αλλά όταν αρχίζει τη γκρίνια, οι σύντροφοι τον κόβουν στεγνά, με συνοπτικές, σταλινικές διαδικασίες: Όχι δε θα τραγουδήσεις… Στην ουσία ενσαρκώνει έναν τροτσκιστή βάρδο -σαν πρόδρομο του Ρασούλη.
Το “Οβελίξ και Σία” είναι ένα συμπυκνωμένο μάθημα πολιτικής οικονομίας της ύστερης αρχαιότητας, του φετιχισμού του εμπορεύματος και των αδιεξόδων της καπιταλιστικής κρίσης. Αλλά όποιος πιστεύει πως τα πολιτικά μηνύματα στο έργο του Γκοσινί περιορίζονται στο Αστερίξ και τις περιπέτειές του, μπορεί να διαβάσει μια ιδιαίτερη επιστολή στον προσυνεδριακό διάλογο του 19ου Συνεδρίου, που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη και είχε τίτλο εμπνευσμένο από ένα τεύχος Λούκι- Λουκ, με αναφορά στο πετρέλαιο και τον καπιταλιστικό υγιή ανταγωνισμό.