Κόνραντ Σούμαν – Το “άλμα της ελπίδας” πάνω από το τείχος που κατέληξε σε βάραθρο απελπισίας
Η τραγική ιστορία του πρώτου Ανατολικογερμανού συνοριοφύλακα που αυτομόλησε πηδώντας το συρματόπλεγμα προς το δυτικό Βερολίνο.
Δε χρειάζεται να είναι κάποια επετειακή περίοδος για να δεις εικόνα του Κόνραντ Σούμαν στο Βερολίνο. Η φωτογραφία του 19χρονου τότε ανατολικογερμανού συνοριοφύλακα να περνάει με άλμα το συρματόπλεγμα που αποτελούσε τον πρόγονο του τείχους του Βερολίνου, που ως και τα μέσα της δεκαετίας του ’70 παρέμεινε μια εξαιρετικά πρόχειρη κατασκευή, βρίσκεται παντού, σε αφίσες, κούπες, καρτ-ποστάλ, κυρίως όμως πέριξ του σημείου όπου αυτομόλησε στις 15 Αυγούστου 1961: Ένα τεράστιο γκράφιτι του στιγμιότυπου της φυγής που κοσμεί πολυκατοικία πάνω από το λεγόμενο “Μνημείο του τείχους” στον οδό Μπέρναουερ. Λίγο πιο κάτω βρίσκεται κι ένα γλυπτό του Σούμαν, που μεταφέρθηκε πριν από λίγα χρόνια από την αρχική του θέση στη Μπέρναουερ σε άλλο παρακείμενο δρόμο.
Ο Σούμαν έγινε διάσημος και προπαγανδιστικά περιζήτητος, όχι μόνο επειδή ήταν ο πρώτος από τους κάπου 2000 ένστολους (αστυνομικούς και στρατιώτες) της ΓΛΔ που αυτομόλησαν στη Δυτική Γερμανία μετά την ανέγερση του τείχους. αλλά κυρίως επειδή η φυγή του φωτογραφήθηκε και βιντεοσκοπήθηκε, γεγονός όχι παράξενο, καθώς τις πρώτες μέρες που χτίζονταν το τείχος, η οδός Μπέρναουερ κατακλυζόταν από εκπροσώπους των δυτικογερμανικών και διεθνών ΜΜΕ. Ο καμεραμάν Ντίτερ Χόφμαν και ο φωτογράφος Πέτερ Λάιμπινγκ από πρακτορείο του Αμβούργου, σχεδόν συνομήλικος του Σούμαν τότε, είχαν ενημερωθεί ότι επίκειτο πιθανή αυτομόληση από αστυνομικούς στη δυτική πλευρά, που παρακολουθούσαν τις “ύποπτες” κινήσεις του Σούμαν, προτρέποντάς τον μάλιστα να έρθει και κρατώντας ανοιχτή την πόρτα περιπολικού. Κατά μία ειρωνεία της ιστορίας μάλιστα, η φωτογραφική μηχανή του Λάιμπινγκ ήταν μια “Exakta”, μοντέλο που κατασκευαζόταν στη ΓΛΔ. Εκπαιδευμένος να φωτογραφίζει άλογα εν κινήσει σε ιπποδρομίες, ο Λάιμπινγκ είχε την τύχη με το μέρος του, απαθανατίζοντας το Σούμαν ακριβώς τη στιγμή που διαβαίνει το συρματόπλεγμα, χαρίζοντας μια εικόνα ανεκτίμητης προπαγανδιστικής αξίας στη Δύση, για την οποία μάλιστα τιμήθηκε την ίδια χρονιά με διεθνές βραβείο, αν και δεν κέρδισε πολλά, καθώς τα δικαιώματα της ιστορικής φωτογραφίας ανήκαν στο πρακτορείο του. Είχε όμως μια αρκετά πλούσια και πετυχημένη σταδιοδρομία στη συνέχεια, γεγονός που δε συνέβη με τον εικονιζόμενο νεαρό από τη Σαξονία.
Ο Κόνραντ Σούμαν προερχόταν από ένα μικρό χωριό στην περιοχή Ντέμπλεν και είχε ακολουθήσει αρχικά την πορεία των γονιών του ως βοσκός. Υπηρέτησε τη θητεία του σε μονάδες της Λαϊκής Αστυνομίας της ΓΛΔ και στη συνέχεια στάλθηκε σε σχολή υπαξιωματικών στο Πότσνταμ, μια πόλη λίγο έξω από το Βερολίνο, στο οποίο ζήτησε εθελοντικά να υπηρετήσει. Έτσι βρέθηκε στην πρωτεύουσα της ΓΛΔ, όπου στις 13 Αυγούστου 1961 ξεκίνησε η ανέγερση του τείχους, την οποία ως συνοριοφύλακας επέβλεπε. Ο ίδιος περιέγραφε σε κάποια από τις εκατοντάδες συνεντεύξεις που ακολούθησαν ως εξής τη στιγμή του “Άλματος στην ελπίδα”, όπως βάφτισε ο Λάιμπινγκ το ενσταντανέ του:
“Υπήρχε πολύς κόσμος γύρω, κι αυτό ήταν καλό, γιατί αποσπούσε την προσοχή από τους συναδέλφους μου. Μπόρεσε να αλλάξω το γεμάτο μου αυτόματο όπλο με ένα άδειο πριν κάνω το άλμα. Το άλμα δεν ήταν τόσο δύσκολο έτσι. Μετά από αυτό το όπλο έπεσε με θόρυβο στο έδαφος, αν ήταν γεμάτο πιθανότατα θα είχε εκπυρσοκροτήσει.”
Τα δυτικά ΜΜΕ σε ΟΔΓ και διεθνώς ήταν ενθουσιασμένα, όπως και οι αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές της ΟΔΓ, που “έστηψαν σα λεμονόκουπα” το Σούμαν, όπως έγραφε ο ίδιος ο γερμανικός αστικός τύπος, αναζητώντας μυστικά της πατρίδας που είχε εγκαταλείψει ο συνοριοφύλακας, που λόγω της χαμηλής ιεραρχικά θέσης του ωστόσο δεν ήταν ακριβώς σε θέση να παράσχει. Ως αφορμή της φυγής του, ο συνοριοφύλακας προέβαλε το επεισόδιο ενός μικρού κοριτσιού που κρατήθηκε από συναδέλφους του μετά την επίσκεψή του στη γιαγιά του στο Αν. Βερολίνο, ενώ οι γονείς του περίμεναν λίγα μέτρα πίσω από το συρματόπλεγμα. Αν και καλό υλικό για αντικομμουνιστικό άρλεκιν, το συγκεκριμένο περιστατικό μοιάζει αρκετά διάτρητο, τουλάχιστον στη μορφή που το περιγράφει ο Σούμαν, καθώς αν πραγματικά η ΓΛΔ οργάνωνε κρατικές απαγωγές ανηλίκων μπροστά στα μάτια των γονέων τους, τα δυτικογερμανικά ΜΜΕ θα είχαν βουίξει και θα ξέραμε τουλάχιστον το όνομα της οικογένειας, αλλά – μαντέψτε – κάτι τέτοιο ποτέ δε συνέβη. Όπως και να ‘χει, το ενδιαφέρον για το νεαρό άρχισε να φθίνει με τον καιρό, γνωρίζοντας αναζωπυρώσεις επετειακού χαρακτήρα, ιδιαίτερα με την επίσκεψη του Ρόναλντ Ρίγκαν στο Βερολίνο, με τον οποίο βρέθηκε στην ίδια εξέδρα κατά τη γνωστή ομιλία του Αμερικανού προέδρου με την ατάκα “Kύριε Γκορμπατσόφ, γκρεμίστε αυτό το τείχος” – άλλο που δεν ήθελε δηλαδή – τον Αύγουστο του 1987.
Στο μεταξύ ωστόσο ο Σούμαν δεν είχε κατορθώσει να γράψει το δικό του σαξές στόρι στην ΟΔΓ, όπως άλλοι φυγάδες, παρότι έλαβε τη γνωστή γενναιόδωρη βοήθεια των ομοίων του όταν πάτησε το πόδι του σε δυτικογερμανικό έδαφος: Εκατό δυτικά μάρκα, ένα διαμέρισμα και μια δουλειά. Μη διαθέτοντας τη μόρφωση ή την ειδίκευση άλλων φυγάδων, o Σούμαν βολόδερνε σε διάφορες δουλειές, καταλήγοντας τελικά στη Βαυαρία, ως εργάτης της Audi, όπου παντρεύτηκε κι απέκτησε ένα γιο. Τα προβλήματα αλκοολισμού που απέκτησε κατά την πρώτη δεκαετία της ζωής του στη Δύση, παρά την κατά καιρούς ύφεση, δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε εμφανώς από κατάθλιψη, ενδεχομένως κι από μανία καταδίωξης, καθώς φανταζόταν ότι τον κυνηγάει η Στάζι, ακόμα και μετά τη διάλυση της ΓΛΔ. Είναι άγνωστο πόσο συνέβαλε στην ψυχολογική του κατάρρευση το γεγονός πως ο Σούμαν είχε δύσκολες σχέσεις με την οικογένεια και τους παλιούς συγχωριανούς του, παρά τις ετήσιες επισκέψεις του στη γενέτειρά του μετά τη γερμανική επανένωση, που κατά δήλωσή του “τον απελευθέρωσε πραγματικά”.
Η επικοινωνία με τους γονείς του δεν είχε διακοπεί στα χρόνια που ακολούθησαν την αυτομόλησή του, με εκείνους να τον παρακαλούν να επιστρέψει, διαβεβαιώντάς τον πως δε θα υφίστατο συνέπειες. Ο ίδιος υποστήριζε πως τα γράμματα αυτά τα “υπαγόρευε η Στάζι”, κάτι που συγγενείς του διέψευδαν, ζητώντας από δημοσιογράφους που κατέκλυσαν το χωριό μετά το θάνατο του Σούμαν, να “αφήσουν να ξεχαστεί η ιστορία”. Ένας θάνατος τραγικός, αφού ο Σούμαν, μετά από οικογενειακό καβγά στις 20 Ιούνη 1998, βγήκε από το σπίτι, για να εντοπιστεί ώρες αργότερα από τη σύζυγό του απαγχονισμένος από δέντρο σε κοντινό δάσος. Οι συγχωριανοί του, παρότι εξέφρασαν τη θλίψη τους, καθώς λίγες μόνο μέρες πριν ο αυτόχειρας είχε επισκεφτεί το χωριό του, δεν έκρυψαν πως θεωρούσαν “ανοησία” τη φυγή του, που “σόκαρε” όλη την κοινότητα, ενώ ένας παλιός του φίλος υποστήριξε πως τα τελευταία χρόνια ο Σούμαν είχε “μετανιώσει θανάσιμα για την επιλογή του”. Ενδεικτικό είναι ότι στην ιδιαίτερη πατρίδα του δεν υπάρχει καμία δημόσια μνεία, κανένα μνημείο προς τιμήν του, ίσως επειδή το Τσόσαου της Σαξονίας, έπεσε μετά το 1990 από 700 σε 200 κατοίκους, έκλεισαν όλες οι δημόσιες υπηρεσίες, το σχολείο, πολλά καταστήματα, ενώ το κοντινότερο σουπερμάρκετ βρίσκεται 5 χιλιόμετρα μακριά.