Τσαρλς Μάνσον – Ένα διεστραμμένο ποπ – είδωλο
Ο ίδιος δεν εξήγησε ποτέ για ποιο λόγο ακριβώς αποφάσισε να γίνει ηθικός αυτουργός μαζικών δολοφονιών, κατά τον εισαγγελέα ωστόσο αιτία ήταν ότι προσπαθούσε να προκαλέσει ξέσπασμα του «φυλετικού πολέμου» που οραματιζόταν, αποδίδοντας τους φόνους σε Αφροαμερικανούς δράστες.
Όσοι είδατε την τελευταία ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο «Κάποτε στο Χόλιγουντ», ίσως θυμάστε ότι η πλοκή περιστρέφεται μεταξύ άλλων γύρω από την «Οικογένεια Μάνσον», ένα χίπικο κοινόβιο με επικεφαλής τον Τσαρλς Μάνσον, που επίσης κάνει κάποιες σύντομες εμφανίσεις στην ταινία, ενώ ο ίδιος ηθοποιός υποδύεται έναν από τους πιο διαβόητους δολοφόνους στην ιστορία των ΗΠΑ και στη δεύτερη σαιζόν της δημοφιλούς σειράς του Neftlix “Mindhunter”. Η ύπαρξη «γκουρού» που συγκέντρωναν γύρω τους παραστρατημένα παιδιά των λουλουδιών δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο εκείνη την εποχή, γι’ αυτό και κανείς δεν έδινε σημασία στο τι ακριβώς διαμείβονταν μεταξύ του Μάνσον και των ακολούθων του στο ράντσο που είχαν καταλάβει στην Καλιφόρνια.
Όπως συμβαίνει συχνά στη ζωή κατά συρροή εγκληματιών, ο Τσαρλς Μάνσον είχε χαοτικά παιδικά χρόνια, βυθισμένα στη φτώχεια και την έλλειψη οποιασδήποτε οικογενειακής θαλπωρής. Γεννήθηκε από ανήλικη μητέρα στις 12 Νοέμβρη 1934 στο Σινσινάτι του Οχάιο, από πατέρα στρατιωτικό που είχε εξαφανιστεί μόλις έμαθε για την εγκυμοσύνη της κοπέλας του και πιθανότατα δε γνώρισε ποτέ το γιο του. Πριν ακόμα γεννήσει, η μητέρα του είχε παντρευτεί άλλον άντρα, ωστόσο ο αλκοολισμός της και η παραβατική συμπεριφορά της την οδήγησαν για πέντε χρόνια στη φυλακή, με το γιο της να μένει σε θείους του. Μετά την αποφυλάκισή της, η μητέρα του προσπαθούσε διαρκώς να τον δώσει χωρίς επιτυχία σε ανάδοχες οικογένειες, ενώ με δικαστική απόφαση μετά από προβλήματα με το νόμο βρέθηκε σε αναμορφωτήριο, όπου υποστήριξε πως βιάστηκε από συγκρατούμενούς του με την παρότρυνση των φυλάκων. Έχοντας ξεκινήσει την παραβατική του καριέρα με μικροκλοπές και απάτες, μέσα στα χρόνια εμπλούτιζε το ποινικό του μητρώο με ποινές για κλοπές αυτοκινήτων αλλά και έναν βιασμό ανήλικου αγοριού με την απειλή μαχαιριού, ενώ είχε υπάρξει μαστροπός μιας 16χρονης κοπέλας.
Έτσι όταν ο Μάνσον αποφυλακίστηκε το 1967 στα 32 του χρόνια, είχε περάσει ήδη 20 χρόνια της ζωής του σε αναμορφωτήρια και φυλακές, σε σημείο που είχε ζητήσει από τους φύλακες να τον αφήσουν μέσα, αφού «η φυλακή ήταν το σπίτι του». Μέσα στο ελευθεριάζον κλίμα του Σαν Φραντσίσκο της εποχής, όπου οι χίπικες κομμούνες φύτρωναν σα μανιτάρια, ο Μάνσον εκμεταλλευόταν την αφέλεια νεαρών, κοριτσιών κυρίως, της μεσοαστικής τάξης που θέλγονταν από μια ζωή σεξ και ναρκωτικών στο ράντσο Σπον, που ήταν παλιότερα χώρος γυρισμάτων για γουέστερν. Έτσι, ο Μάνσον, που ονειρευόταν να κάνει καριέρα τραγουδιστή και τραγουδοποιού, συγκέντρωσε έναν ικανό πυρήνα απόλυτα αφοσιωμένων οπαδών γύρω του, οι οποίοι άφηναν κάθε πτυχή της ζωής τους να ορίζεται από εκείνον κι άκουγαν ολοένα και πιο ακραίες θεωρίες από το στόμα του σαν ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Ο Μάνσον άρχισε να διακηρύσσει θεωρίες περί «φυλετικού πολέμου», τον οποίο είχαν κηρύξει οι μαύροι κατά των λευκών, που ήταν και οι μόνοι που γίνονταν δεκτοί στο ράντσο, θεωρώντας πως ο ίδιος θα αξιοποιούσε τη σύγκρουση για να αναδειχθεί σε νέο ηγέτη. Επιπλέον, υποσχόταν ότι μετά από 150 χρόνια «η οικογένεια Μάνσον» μετά από διαδοχικές μετενσαρκώσεις θα έφτανε τα 144.000 μέλη και θα αναδυόταν από το κέντρο της γης.
Η χρηματοδότηση του κοινοβίου διασφαλιζόταν από τις κλοπές αυτοκινήτων, τις διαρρήξεις σπιτιών και το εμπόριο ναρκωτικών στο οποίο εμπλεκόταν ο ίδιος, αλλά κυρίως οι υπάκουοι οπαδοί του. Ο ίδιος δεν εξήγησε ποτέ για ποιο λόγο ακριβώς αποφάσισε να γίνει ηθικός αυτουργός μαζικών δολοφονιών, κατά τον εισαγγελέα ωστόσο αιτία ήταν ότι προσπαθούσε να προκαλέσει ξέσπασμα του «φυλετικού πολέμου» που οραματιζόταν, αποδίδοντας τους φόνους σε Αφροαμερικανούς δράστες.
Τη νύχτα της 9ης Αυγούστου 1969, τρία μέλη της «οικογένειας», ένας άντρας και δυο γυναίκες, έλαβαν εντολή να εισβάλλουν στο σπίτι που νοίκιαζε ο διάσημος σκηνοθέτης Ρόμαν Πολάνσκι στο Σιέλο Ντράιβ. Ο Πολάνσκι απουσίαζε στην Ευρώπη για γυρίσματα, αλλά στο σπίτι βρισκόταν η 8 μηνών έγκυος σύζυγός του, η ανερχόμενη ηθοποιός Σάρον Τέιτ μαζί με φίλους της. Πριν ακόμα φτάσουν στο σπίτι, τα μέλη της ομάδας δολοφόνων εκτέλεσαν με τέσσερις σφαίρες το 18χρονο φοιτητή Στίβεν Πάρεντ, σταματώντας το αυτοκίνητό του.
Οι οπαδοί του Μάνσον μπήκαν στο σπίτι και σκότωσαν άλλους τέσσερις ανθρώπους, ανάμεσά τους την Τέιτ που εκλιπαρούσε μέχρι την τελευταία στιγμή για το αγέννητο παιδί της, για να σφαγιαστεί 16 φορές από τη Σούζαν Άτκινς, που στη συνέχεια έγραψε με το αίμα της νεκρής τη λέξη «Γουρούνι» στην εξώπορτα.
Την επόμενη μέρα, οι τρεις δολοφόνοι, μαζί με μία ακόμα συνεργό τους, δολοφόνησαν το βιομήχανο Λίνο ΛαΜπιάνκα και τη σύζυγό του Ρόζμαρι, αφήνοντας και πάλι μηνύματα με αίμα στους τοίχους όπως «Θάνατο στα γουρούνια», «Ξεσηκωθείτε» και «Helter Skelter», που ήταν τίτλος τραγουδιού των Μπιτλς.
Η σύλληψη του Μάνσον και των φυσικών αυτουργών έγινε μετά από μια σειρά συσσώρευσης αποδεικτικών στοιχείων το φθινόπωρο του 1969, ενώ το 1970 ξεκίνησε η πολύκροτη δίκη. Ο Μάνσον εμφανίστηκε αμετανόητος, χαράσσοντας ένα «Χ» στο κούτελο που στη συνέχεια μετέτρεψε σε σβάστικα, υποστηρίζοντας πως «είναι ο διάβολος». Καταδικάστηκε το 1971 ως ηθικός αυτουργός των δολοφονιών, παρότι πιθανόν είναι η «οικογένεια» να κρύβεται πίσω από 6 ακόμα υποθέσεις ανθρωποκτονιών που δεν έχουν διαλευκανθεί ως σήμερα. Ο ίδιος και οι φυσικοί αυτουργοί καταδικάστηκαν σε θάνατο, ωστόσο η ποινή τους μετατράπηκε σε ισόβια όταν το 1972 η πολιτεία της Καλιφόρνιας κατήργησε τη θανατική ποινή πρόσκαιρα, ως το 1978, απόφαση που ωστόσο δεν μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ. Ο Μάνσον υπέβαλε συχνά αιτήματα αποφυλάκισης, χωρίς κανένα να γίνει δεκτό. Ακόμα και μέσα στη φυλακή, εξακολουθούσε να ασκεί μια νοσηρή γοητεία, όπως αποδεικνύει όχι μόνο η συνεχής παρουσία του στην ποπ κουλτούρα των ΗΠΑ έκτοτε (μάλιστα κάποια από τα τραγούδια του κυκλοφόρησαν και αργότερα διασκευάστηκαν από διάφορους μουσικούς), αλλά και η πρόθεση μιας νεαρής γυναίκας να τον παντρευτεί, λίγα χρόνια πριν το θάνατό του. Το αίτημα τελικά απορρίφθηκε, ενώ ο Μάνσον απεβίωσε από φυσικά αίτια, στις 19 Νοέμβρη 2017 και ηλικία 83 ετών.