Ο τελευταίος προστάτης του Λαού!

Λίγα κόκκινα γαρύφαλλα μνήμης για τον ηρωικό Ευρυτάνα Αντάρτη του ΔΣΕ Παύλο Μπέικο

«Δεν βαστάχτηκα, δεν το βάσταξα! Πετάχτηκαν τα κλάματ’ απ’ τα μάτια μου, πως αφήνω το σύντροφό μου. Πως να τον αφήσω το σύντροφό μου, που τόσα χρόνια πολεμάμε μαζί, πλάι-πλάι στο μετερίζι;

-“Θα μείνω κι εγώ μαζί σου”, φώναξα, πήρα ένα αυτόματο και τον ακολούθησα.

-“Κι εγώ… κι εγώ… κι εγώ….” – ακούστηκαν κι άλλες, πολλές μαζί φωνές.

Να μη στα πολυλογώ, μείναμε όλοι, ως τον ένα! Ούτε ένας κιοτής τελικά…» 

«Ο Παύλος Μπέικος εκλέχτηκε Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΕ Ευρυτανίας μετά την απελευθέρωση, ύστερα τοποθετήθηκε δεύτερος της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΕ Εύβοιας, έβγαλε την πρώτη σειρά της Κομματικής Σχολής Δ. Γληνού και το 1948, την άνοιξη, στάλθηκε στα βουνά της Ρούμελης για την οργάνωση τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού, στον οποίο αναδείχτηκε Πολιτικός Επίτροπος Ταξιαρχίας (...) 

Ο αλησμόνητος ηρωικός Αντάρτης του ΔΣΕ Παύλος Μπέικος, από τον Κλειτσό Ευρυτανίας

(…) Με την ήττα του ΔΣΕ το 1949, στον Παύλο Μπέικο δόθηκε εντολή του Π.Γ. του ΚΚΕ να παραμείνει επικεφαλής άλλων διακοσίων αγωνιστών, στο εσωτερικό της χώρας για τη… “δημοκρατικοποίηση”, δηλαδή την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, ως την άνοιξη του 1950, που, σύμφωνα με “το όπλο παρά πόδας”, θα ξαναγυρνούσε ο ΔΣΕ…

Και να πως μου αφηγήθηκε το χαλασμό και το χαμό τους ένας από τους 180 περίπου άντρες που είχσνε μείνει με τον Παύλο, ο διοικητής, Λόχου -ή Τάγματος- Παναγιώτης Καρανικόλας:

 -“Μας μάζεψε ο Παύλος σ’ ένα ξωκκλήσι, θα ‘μασταν εκατόν ογδόντα νομάτοι. Από ταγματάρχη κι απάνω. Ο άλλος κόσμος φεύγαν, φεύγαν! Για την Αλβανία; Φεύγαν! Που να το φανταστείς τέτοιο τέλος!… 

Τ’ αυτόματα ριγμένα σωρός μέσα στο ξωκκλήσι. 

-“‘Εχουμ’ εντολή απ’ το Κόμμα -άρχισε να μάς λέει ο Παύλος αργά αργά και βαριά- να μείνουμ’ εδώ, στο εσωτερικό. Να προστατέψουμε το λαό απ’ την τρομοκρατία, που θα εξαπολυθεί ύστερ’ απ’ την υποχώρησή μας. Κανένας δεν μας εγγυάται, ότι δε θα πεθάνουμε. Το πιο βέβαιο είναι αυτό, να χαθούμε ως τον ένα. Όποιος θέλει να μείνει μαζί μου να εκπληρώσουμε την εντολή του Κόμματος, να σηκωθεί, ας πάρει ένα αυτόματο κι ας περάσει απ΄ εδώ”.

Κανένας μας δε σάλεψε απ’ τη θέση του. Σκύψαμε όλοι τα κεφάλια, νιώθαμε ντροπή. Και ποιοι, να πεις; Εμείς! Ναι, εμείς, που το κορμί μας ήταν κόσκινο απ’ τις σφαίρες! Οι άλλοι, όμως, έλα που φεύγαν, φεύγαν…

Ο Παύλος άρχισε να μας καρφώνει έναν-έναν με βαριά ματιά. Κατακόκκινα ήταν τα μάτια του απ’ την ξαγρύπνια μερόνυχτα και μερόνυχτα! Μπορεί κι απ’ την αγωνία, που μας βασάνιζε όλους, έσκαζες απ’ το κακό σου! Εμείς ξακολουθούσαμε να κρατάμε χαμηλωμένο το κεφάλι. Και μούιδε μιλιά, κιχ!

Ο Παύλος έφτυσε τ’ αποτσίγαρο που συχνά το κρατούσε ζούφιο στα χείλια, προχώρησε κατά το σωρό τ’ αυτόματα, σήκωσε ένα, το πέρασε με αργή κίνηση στον ώμο του, μας ξανακοίταξε -το μάτι του, τον έβλεπα, ήταν, μα το Θεό, υγρό…

-“Άϊντε, καλά! Άϊντε στο καλό σας, κανένας δεν μπορεί να σας κατηγορήσει γι’ αυτό. Και με το ζόρι κανένα δεν κρατώ, τι να τον κάμω; Ώρα σας καλή, εγώ όμως θα μείνω. Μόνος, αλλά θα μείνω. Θα μείνω να πεθάνω και να με φάνε τα τσακάλια, αλλά την εντολή του Κόμματος δε θα την παραβώ”.

Και τράβηξε να βγει…

Δεν βαστάχτηκα, δεν το βάσταξα! Πετάχτηκαν τα κλάματ’ απ’ τα μάτια μου, πως αφήνω το σύντροφό μου. Πως να τον αφήσω το σύντροφό μου, που τόσα χρόνια πολεμάμε μαζί, πλάι-πλάι στο μετερίζι;

-“Θα μείνω κι εγώ μαζί σου”, φώναξα, πήρα ένα αυτόματο και τον ακολούθησα.

-“Κι εγώ… κι εγώ… κι εγώ….” – ακούστηκαν κι άλλες, πολλές μαζί φωνές.

Να μη στα πολυλογώ, μείναμε όλοι, ως τον ένα! Ούτε ένας κιοτής τελικά. 

Κι αν ρωτάς τώρα και τι απογίναμε; Οι πλειότεροι σκοτώθηκαν. Οι άλλοι πιαστήκαμε, όπως κι εγώ. Στο τέλος ο Παύλος έμεινε με δυό, όπως έμαθα. Πέσαν οι τρεις στο θεσσαλικό κάμπο, για μια φέτα ψωμί… Και πάει, χάθηκε κι ο Παύλος!

Θε μου, τι κόσμο, πόσον κόσμο χάσαμε… “

Αυτά μου ιστόρησε στη φυλακή στη Γιούρα ο Παναγιώτης Καρανικόλας. Κι απ’ άλλο συγκρατούμενο, ακριβέστερα από τη μάνα του, που τον επισκέφτηκε στις φυλακές του Βόλου, που κρατούμασταν ένα φεγγάρι, έμαθα για τον αδερφό μου πως χαλάστηκε.

Στις δυό, λέει, του Μάη του 1950, πρωί-πρωί ο Παύλος κι οι δυό σύντροφοί του, που του είχανε απομείνει από το τμήμα των 180, βρεθήκανε περικυκλωμένοι από στρατό και ΜΑΥδες έξω απ’ το χωριό Ζαρχανάδες, κοντά στην Καρδίτσα. Είχανε κατεβεί στο καμποχώρι για λίγο ψωμί, τους είχε κόψει η πείνα όλο το χειμώνα. Το πιθανότερο είναι ότι προδοθήκανε. 

Στην προσπάθειά τους να ξεφύγουνε από τον κλοιό, ο Παύλος δέχτηκε τη φονική σφαίρα του ΜΑΥ από τους Ζαρχανάδες Κώστα Σμυρνιώτη. Στην κοιλιά, κοιλιακό τραύμα, ίσον θανάσιμο! Ο Παύλος, έχοντας ασφαλώς επίγνωση, προφανώς δεν ήθελε να πέσει ζωντανός στα χέρια των αντιπάλων του, είπε στους συντρόφους του ν’ απομακρυνθούνε κι ο ίδιος σύρθηκε μέσα σε μια γράνα του σταροχώραφου, όπου είχανε περικυκλωθεί, τράβηξε τον κρίκο της τελευταίας του χειροβομβίδας μιλς, την έσφιξε πάνω στο στήθος του…

Ό,τι απόμεινε από εκείνο τον άντρα των δυο περίπου μέτρων και “που ‘ταν σαν δυο βουνά οι πλάτες του, σαν κάστρο η κεφαλή του”, το περιμάζεψε, αργότερα, μια γερόντισσα του χωριού, χαροκαμένη μάνα σκοτωμένου αντάρτη του ΔΣΕ, και το ‘θαψε στον περίβολο της εκκλησίας.

Κι ο Σμυρνιώτης εισέπραξε τα είκοσι εκατομμύρια τοτινών δραχμών, ποσό με το οποίο ήτανε επικυρηγμένος σαν “ληστής” ο υποδειγματικός εκείνος κομμουνιστής (….)»

 

(Αποσπάσματα από μαρτυρία του αδερφού του Παύλου, αείμνηστου Ευρυτάνα αγωνιστή Γεωργούλα Μπέικου, εμπνευστή του περίφημου “Κώδικα Ποσειδώνα” (βλ. αφιέρωμα του Ευρυτάνα Ιχνηλάτη στην Κατιούσα, εδώ) που ιχνηλατήσαμε από το εμβληματικό βιβλίο του με τίτλο: “Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα”,  εκδ. Θεμέλιο, 1979.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: