500 χρόνια Αβάνα – Από τη ρομφαία των κονκισταδόρες στην κληρονομιά του Φιντέλ
Ιστορία και μνημεία στην πρωτεύουσα του νησιού της Επανάστασης.
“Η μισή μου καρδιά είναι στην Αβάνα” τραγουδούσε κατακτώντας τα τσαρτ διεθνώς η κουβανικής καταγωγής τραγουδίστρια Καμίλα Καμπέγιο πριν λίγα χρόνια και πραγματικά είναι δύσκολο να φανταστεί πώς μπορεί να μην έχει κάποιος στην καρδιά του την πρωτεύουσα της Κούβας, είτε μένει εκεί, είτε την εγκατέλειψε για διάφορους λόγους, είτε απλώς την επισκέφτηκε ως τουρίστας. Η La Habana συμπληρώνει σήμερα μισή χιλιετία ζωής, άρρηκτα συνδεδεμένης με τις τύχες της Κούβας, από την εποχή που πάτησαν το πόδι τους οι πρώτοι κονκισταδόρες, ως την μετατροπή της σε νησί της Επανάστασης πριν λίγες δεκαετίες, τίτλο που επιμένει να διατηρεί σε κόντρα των καιρών και των αδιάλειπτων κι εντεινόμενων τα τελευταία χρόνια ιμπεριαλιστικών πιέσεων και παρά τα σκαμπανεβάσματα και τις υποχωρήσεις στη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Η πόλη βρίσκεται στη βόρεια ακτής της Κούβας και σήμερα έχει λίγο πάνω από 2 εκ. κατοίκους κι αποτελεί την καρδιά της χώρας. Η ιστορία της ξεκινά το 1519, όταν μετά από διάφορες αποτυχημένες απόπειρες των Ισπανών να ιδρύσουν κάποια πόλη στην ευρύτερη περιοχή, δημιουργούν έναν οικισμό στο Πουέρτο ντε Καρένας, που σήμερα φιλοξενεί το λιμάνι της πόλης. «Νονός» της Αβάνας, της έκτης κατά σειράς πόλης που ίδρυσαν οι κονκισταδόρες την Κούβα, ήταν ο Πάνφιλο ντε Ναρβάες και ο πλήρης τίτλος ήταν «Σαν Κριστόμπαλ ντε λα Αμπάνα», περιλαμβάνοντας τον προστάτη άγιο του νησιού Σαν Κριστόμπαλ. Αρχικά το νησί δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ορμητήριο των κατακτητών προς άλλα μέρη της Καραϊβικής και της Λατινικής Αμερικής, ενώ η πόλη, που εξαρχής αναπτύχθηκε ως εμπορικό λιμάνι βρέθηκε συχνά στο στόχαστρο πειρατών και ιδίως Γάλλων κουρσάρων.
Η Αβάνα ήταν διαμετακομιστικός σταθμός για προϊόντα από όλο τον Νέο Κόσμο προς την Ισπανία, κάτι που έδωσε ώθησε στην αγροτική παραγωγή και τη βιοτεχνία της πόλης, ενώ το 1592, ο βασιλιάς Φίλιππος Β’ έδωσε στην Αβάνα κι επίσημα τον τίτλο της πόλης, φροντίζοντας παράλληλα για την ενίσχυση της άμυνάς της κατά των εισβολέων με παραπέρα επέκταση των αρχικών τειχών. Η πόλη έκτοτε αποκτά έντονα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, ενώ κατά τον 19ο και 20ο γνωρίζει νέα διαδοχικά κύματα οικιστικής ανάπτυξης εκτός των τειχών, με αποτέλεσμα η πόλη σήμερα να αποτελείται αδρομερώς από τρία μέρη.
Η παλιά Αβάνα αποτελεί την καρδιά της πρωτεύουσας, πλούσια διακοσμημένη με ιστορικά κτίρια της αποικιακής εποχής, μπαρόκ εκκλησίες, νεοκλασικά κτίσματα, αλλά και πιο σύγχρονα κτίρια διοικητικής, ψυχαγωγικής και εμπορικής χρήσης, όπως και ταπεινότερες λαϊκές συνοικίες στην περιφέρεια. Στα νοτιοδυτικά βρίσκεται το Βεδάδο, μια συνοικία που αναπτύχθηκε κυρίως τον 20ό αιώνα, γνωστή για τα πολυώροφα κτίρια διαμερισμάτων και γραφείων κατά μήκος μεγάλων λεωφόρων με δέντρα, ενώ εκεί χτίστηκαν και πολλά ξενοδοχεία της εποχής προ του 1959, όταν η Αβάνα ήταν μια Ντίσνεϋλαντ ενηλίκων, κυρίως Αμερικανών τουριστών.
Ακόμα πιο δυτικά βρίσκεται η βιομηχανική περιοχή, αλλά και σχετικά νέες συνοικίες, χτισμένες μετά το 1920, που συνδέονταν κυρίως με τα ευπορότερα στρώματα προεπαναστατικά, ενώ μετά το 1959, αρκετά από τα σπίτια της περιοχής απαλλοτριώθηκαν προκειμένου να μετατραπούν σε σχολεία, νοσοκομεία και κυβερνητικά κτίρια. Επίσης πρώην ιδιωτικές λέσχες μετατράπηκαν σε χώρους δημόσιας αναψυχής.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πόλης, κληρονομιά της αποικιακής περιόδου, είναι επίσης οι πολλές πλατείας και τα πάρκα, που αποτελούν αγαπημένο τόπο συνάθροισης των κατοίκων. Η εθνολογική σύνθεση των τελευταίων δε διαφέρει ιδιαίτερα από εκείνη του υπόλοιπου νησιού, με την πλειοψηφία να προέρχεται από την Ιβηρική χερσόνησο, αλλά και μια μεγάλη μειονότητα, αθροιστικά περί το 40% κατοίκων με προγόνους σκλάβους από την Αφρική. Αντιθέτως, ελάχιστοι είναι οι κάτοικοι με Ινδιάνους προγόνους, καθώς οι τελευταία εξολοθρεύτηκαν σχεδόν πλήρως από ασθένειες που έφεραν μαζί τους οι κονκισταδόρες. Η έντονη ταξική και εθνοτική διαίρεση που επικρατούσε πριν την επανάσταση στην πόλη, έχει σε μεγάλο βαθμό αρθεί, με την πολιτική ίσης πρόσβασης σε εκπαίδευση και επαγγελματικά και διοικητικά αξιώματα, αλλά και τη γενναιόδωρη πολιτική λαϊκής κατοικίας.
Μια από τις συνηθέστερες επικρίσεις έναντι του σοσιαλιστικού καθεστώτος διαχρονικά, είναι η κακή κατάσταση διατήρησης ιστορικών μνημείων και συνοικιών της πόλης. Είναι γεγονός ότι σε μια χώρα πρακτικά υπό συνεχή απειλή επιβίωσης και με ένα ασφυκτικό εμπάργκο από τις ΗΠΑ, αντικειμενικά η ιεράρχηση προτεραιοτήτων δε θα μπορούσε να περιλαμβάνει συχνά στις πρώτες θέσεις τη συντήρηση μνημείων, κάτι που συμβαίνει εξάλλου κατά κόρον και σε καπιταλιστικές χώρες, καθαρά με κερδοσκοπικά κριτήρια. Το πρώτο μεγάλο πρόγραμμα αποκατάστασης κτιρίων και μνημείων, ύψους 35 εκ. δολαρίων ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80, ενώ και τα τελευταία δέκα χρόνια βρίσκονται σε εξέλιξη αντίστοιχες εργασίες σε διάφορα σημεία της παλιάς Αβάνας.
Ακολουθεί μια φωτογραφική λίστα με τα πιο προβεβλημένα μνημεία της πόλης, που δίνουν μόνο μια απειροελάχιστη γεύση από τους θησαυρούς που έχει να προσφέρει η Αβάνα στον επισκέπτη:
Φωτογραφίες από telesur