Γαλάτεια Καζαντζάκη: Οι λεπροί

Γιατί ν’ αρνηθώ τα καλά που μου υπόσχεται η ζωή; Όσο άθλια και αν είναι, τα δώρα της είναι πλουσιοπάροχα, και κανένας δεν τ’ αρνήθηκε ποτέ. Όλοι απλώνουν ικετευτικά τα χέρια και ζητούν. Γιατί εγώ να μην απλώσω τα δικά μου;

Γαλάτεια Καζαντζάκη: Οι λεπροί

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1881. Ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας του Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Αδέρφια της ήταν οι Ραδάμανθυς, Λευτέρης και Έλλη Αλεξίου.

Μορφώθηκε με την τεράστια βιβλιοθήκη του πατέρα της και σε γαλλικό σχολείο. Η παρουσία της στα Γράμματα ξεκινάει το 1907 με διηγήματα που στέλνει σε περιοδικά. Από την αρχή κιόλας δίνει το στίγμα της. Γράφει για τους πλούσιους συντοπίτες της: «Έχω ή δεν έχω δίκαιο να τους σιχαίνομαι όλους αυτούς τους αρλεκίνους του καλού κόσμου;».

«Είναι μια κατακόκκινη κι αντάρτισσα παραφωνία μέσα στην ασάλευτη σκλαβοπλανταγμένη ατμόσφαιρα της επαρχιώτικης ζωής», γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης.

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη εμπνέεται από την Οχτωβριανή Επανάσταση, ασπάζεται τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού κι εντάσσεται στο κίνημα μέχρι το τέλος της ζωής της. Της ανήκει ο τίτλος της πρώτης Ελληνίδας σοσιαλίστριας συγγραφέα. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη της λογοτεχνίας: Ποιήματα, διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, θεατρικά.

Σε όλο της το έργο καταγγέλλει την αστική κοινωνία, αναδεικνύοντας τη ζοφερή εικόνα της και την παρακμή της σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Με το έργο της προσπαθούσε να δείξει την κίνηση, τις αντιφάσεις, που υπάρχουν μέσα στην ίδια την πραγματικότητα, την ουσία των φαινομένων.

Το έργο της ξεχειλίζει από βαθύ ανθρωπισμό, από αγάπη κι ενδιαφέρον για τον απλό άνθρωπο, τον άνθρωπο του μόχθου.

Έφυγε από τη ζωή στις 17 του Νοέμβρη 1962.

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το βιβλίο της “Λεπροί – Η άρρωστη πολιτεία” (ελδ. Θεσσαλονίκη 81)

Γιατί αυτές τις μέρες έχω ταραγμένο το νου μου; Η ψυχή μου ανήσυχη κάνει να πιστέψει σε κάτι που την ίδια στιγμή βρίσκει ψεύτικο και μηδαμινό.

Μοιάζω με άνθρωπο που φτάνει να εγκατασταθεί σε ξένη χώρα, μα όλα ακόμα του είναι άγνωστα και το βήμα του διστάζει να πάει ομπρός. Όμως ξέρει πως εκεί τον περιμένει μια ευτυχία, μια ανάπαψη έπειτα από το μακρινό δρόμο. Αλλά να μην κοιτάξω θαρρετά τη νέα όψη της ζωής μου; Αν αγάπησα το νέο αυτό και νιώθω ισχυρή την ανάγκη να πάω μαζί του, πρέπει ν’ αντισταθώ; Πρέπει όπως έλεγα άλλοτε, πρέπει όπως έλεγα ως χτες ακόμα, να αντισταθώ στο ρεύμα που θέλει να με σύρει κι εμένα όπου σέρνει κι όλους τους άλλους;

Αλλά τότε τα παραμορφωμένα μέλη των αρρώστων μου προξενούσαν φρίκη και αηδία. Τώρα τα έχω συνηθίσει. Τώρα συνήθισα με όλα τα κομμένα χέρια και τα χαμένα μάτια, και τις βρωμερές πληγές. Τώρα όλοι οι κάτοικοι μου είναι γνώριμοι και συμπαθητικοί. Οι αδυναμίες τους αντί να με εξοργίσουν, μου είναι δικαιολογημένες. Η χαρά τους, η μίζερη φτωχή χαρά τους μου φέρνει τα δάκρυα.

Πώς μπορεί να ’ναι χυδαία και βάναυση η χαρά που γεμίζει το στήθος με ευθυμία και σκορπιέται σε τραγούδι ή σε γέλιο; Κι αν το τραγούδι βγαίνει από φαγωμένο λάρυγγα, και είναι βραχνό και σπασμένο, κι να το χορό τον σέρνουν πόδια πληγιασμένα, τι σημαίνει; Η χαρά μένει η ίδια ιερή, με την ίδια λαμπερή και ανεχτίμητη αξία…

Και σε τι έφταιξαν αυτοί αν δεν μπόρεσαν να απλώσουν την άθλια ύπαρξή τους σε κάτι πιο απλόχωρο και πιο αψηλό;…

Δεν πρόκειται όμως για τους άλλους, αλλά για μένα. Πώς θα συνηθίσω εγώ να λαβαίνω από τη ζωή το μερίδιό μου, με το δικό τους κι εγώ τρόπο;

Κι αν συνήθισα τους άλλους, αυτό θα πει πως κι εγώ θα συνηθίσω να κάνω το ίδιο; Θα τραγουδώ με βραχνή φωνή, και θα υψώνω πόδι μισερό και θα φιλώ με χείλη φαγωμένα; Και αυτό θα είναι όλο;…

Γιατί μπορεί να ξεχνιούμε σε μια στιγμή αλλά την άλλη βρίσκομαι πάλι μέσα σ’ όλη την απελπισία. Η χαρά του έρωτα μου δείχνεται σαν ένα αναπάντεχο αγαθό. Κλείνω τα μάτια μου και νιώθω μια ζεστή πνοή να περιχύνει όλο μου το κορμί. Συλλογούμε τα λόγια που θ’ ακούσω- το πρώτο φιλί- τη συγκίνηση, την άπειρη γλύκα της αγκαλιάς του αγαπημένου.

Θε μου! Ξεχνιούμε και δίνομαι ολόκληρη στο θερμό μου όνειρο.

Και έπειτα, πάλι, συλλογοίμαι τι είμαι, πώς είναι ο Λουκάς και θέλω να βγω από το δίχτυ της απάτης.

… Αλλά και τι με βάζει να κάνω αυτούς τους συλλογισμούς… Ας αφήσω να με οδηγήσουν τα όσα μέλλει να γίνουν. Τι μπορώ εγώ να κάμω στη δύναμη που με σπρώχνει εμπρός ή πίσω. Εγώ δε θα αντισταθώ. Ναι, νοιώθω συχνά τέτοιες αδυναμίες. Τότε λέω. Τι σημασία θα έχει η χειρονομία η δική μου όποια και να είναι;

Γιατί ν’ αρνηθώ τα καλά που μου υπόσχεται η ζωή; Όσο άθλια και αν είναι, τα δώρα της είναι πλουσιοπάροχα, και κανένας δεν τ’ αρνήθηκε ποτέ. Όλοι απλώνουν ικετευτικά τα χέρια και ζητούν. Γιατί εγώ να μην απλώσω τα δικά μου;

Σημειώνω τα καθέκαστα των πειραμάτων που έκαμε ο μεγάλος γιατρός. Έχουν περάσει από τότε δυο μήνες.

Η πολιτεία μας είναι πάλι η ίδια.

Τα σπίτια που είχαν αρχίσει να χτίζουνται ετελείωσαν. Του Λουκά είναι το καλύτερο. Χτες περάσαμε τα άσπρα κουρτινάκια που του έπλεξα εγώ. Ευτυχώς μπορώ να πλέκω και να κεντώ.

Αλλά ας πω για τους γιατρούς, πώς πήγε όλη η ιστορία. Ήρθαν μα δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Έφυγαν δίχως να τους γιατρέψουν τους λεπρούς, αλλά και δίχως να τους απελπίσουν γι’ αυτό.

Κάλεσαν όσους ήταν ακόμη σε καλή κατάσταση. Πήγαν άλλοι με προθυμία, άλλοι με τη βία. Χρειάζεται να είναι κανείς ισχυρός για ν’ ανθέξει σε μια τέτοια υπόσχεση. Οι γιατροί έτσι έλεγαν: «Θα σας κάμομε καλά». Και πήγαιναν. Μερικοί όμως δεν πίστευαν τίποτα. Έβριζαν τους γιατρούς, που τους ξεγελούν. Έλεγαν πως θένε να κερδίζουν χρήματα με μπαγαποντιές, ή αγαναχτούσαν γιατί τους είχαν αυτούς σαν τα σκυλιά που ο κάθε τσαρλατάνος θέλει να μαθαίνει στο τομάρι τους την τέχνη του.

—Δωρεάν κρέας, σου λέει ο άλλος. Πόσο κάνει το κορμί ενός λωβιάρη; Ποιος θα του ζητήσει λόγο; Αν πετύχει η δοκιμή, δοξάζεται και γίνεται τρανός, αν δεν πετύχει, ε, τι πειράζει; Ένας λεπρός λιγότερο ή περισσότερο, χάθηκε ο κόσμος. Ξεβρωμίζει ό τόπος.

Έτσι έλεγε ένα βράδυ κάποιος στο καφενείο και κόντευε να κάμουν ταραχές να διώξουν το γιατρό.

Χρειάστηκε να πάει ο Λουκάς να τους μιλήσει· να τους καταφέρει να ησυχάσουν. Τους είπε:

—Όποιος από σας δε θέλει να πάει στο γιατρό, είναι ελεύθερος. Ο γιατρός δεν παίρνει κανένα με το ζόρι. Με τη βιά δε γιατρεύει κανένα. Όποιος θέλει ας πάει. Όποιος δε θέλει ας κάμει το λογαριασμό του. Ο γιατρός ήρθε για το καλό μας ολονών.

—Για το καλό μας! Αν είναι για το καλό μας, αντίσκοψε πάλι ο επαναστάτης, γιατί δεν μας καλεί όλους, παρά διαλέγει αυτούς που η αρρώστια δεν τους έχει ακόμη καταπιασμένους; Να γενούν αυτοί καλά και μεις οι άλλοι να ψοφήσουμε; Ή όλους θα μας γιατρέψει, ή δεν αφήνουμε ν’ αγγίξει σε κανέναν!

—Είστε κακοί και διεστραμμένοι, μα είστε και κουτοί, είπε με οργή ο Λουκάς. Είναι ποτέ δυνατόν να γιατρευτούν οι μισοί και οι άλλοι μισοί ν’ απομείνουν αγιάτρευτοι; Από την ίδια αρρώστια δεν υποφέρνομε όλοι; Αν είναι να δούμε την υγειά μας, όλοι θα τη δούμε. Μα και να μη σταθεί μπορετό σ’ ένα λωβιάρη να ξαναγίνει καλά, εξαιτίας που η αρρώστια του θα ’ναι προχωρημένη, είναι δίκιο ν’ απομείνουν και όλοι οι άλλοι καταδικασμένοι; Να, εμένα τα χέρια μου. Δέτε τα πώς είναι. Πώς θα μπορούσε ποτέ ο γιατρός να μου ξαναφυτρώσει τα δάχτυλα και να δώσει στο χέρι μου την όψη χεριού; Δέτε τα! Μοιάζουν με χέρια, αυτά τα δαυλιά; Και είναι δίκιο και τίμιο, να πω, αφού δε γιαίνω εγώ, ας μη γιάνεις, σαν είναι έτσι, κι εσύ, πού έχεις τα χέρια σου και τα πόδια σου και μπορείς να είσαι χρήσιμος; Είναι ντροπή αυτά να γίνονται. Αύριο όποιος θέλει, να πάει, με σέβας και ταπεινοσύνη στο γιατρό που ήρθε να μας γλυτώσει.

Και ο Λουκάς, χλωμός, συγκινημένος πάσκιζε τώρα κρατώντας με τα δόντια του τα γάντια του να τα φορέσει. Όλο το χέρι του έλειπε. Τα γάντια ήταν παραγεμισμένα με μπαμπάκι σ’ όλα τα δάχτυλα.

Έβλεπα όλα τούτα και ένιωθα να γεννιέται στην καρδιά μου μία χαρά που ποτέ δεν την είχα νιώσει, τόσο μεγάλη και τόσο γλυκιά. Τον αγαπούσα, ήμουν ευτυχισμένη. Όχι. Δεν θα γιατρευόμαστε, αλλά μια ευτυχία ευρισκόταν εδώ στην πολιτεία των λεπρών.

Που δεν την έφερνε κανένα ιδανικό και κανένα όνειρο. Που χυμούσε αναγκαστικά από τη νεότητά μας, από τα μεγάλα τα παντοδύναμά της δικαιώματα.

 

(Τα στοιχεία για τη ζωή και το έργο της, από το Ριζοσπάστη)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: