Βαγγέλης Παπάζογλου: «Εγώ δεν παίζω, για να χορεύουνε οι φχαριστημένοι και οι μαυραγορίτες»
Από τους πρωτεργάτες και στυλοβάτης του λαϊκού τραγουδιού, δημιουργός αθάνατων τραγουδιών, ο Βαγγέλης Παπάζογλου πορεύτηκε περήφανα ανυπόταχτος και συνεπής στις αρχές του, δεν έσκυψε το κεφάλι μπροστά στους λογοκριτές της μεταξικής δικτατορίας και αρνήθηκε να παίξει τα τραγούδια του στην Κατοχή για τους καταχτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους.
Το 1983, η μισή Ελλάδα τραγουδάει τα τραγούδια του Γιώργου Νταλάρα από τη ζωντανή ηχογράφηση του «Ορφέα». Στις συναυλίες του, που γνωρίζουν μεγάλη απήχηση, ο δημοφιλής ερμηνευτής επαναφέρει στο προσκήνιο δυο απαγορευμένα για χρόνια ρεμπέτικα τραγούδια. «Η φωνή του ναργιλέ» («Πέντε χρόνια δικασμένος») και «Ο ξεμάγκας» («Βαρέθηκα το ναργιλέ») τραγουδιούνται από χιλιάδες στόματα, όμως λίγοι είναι αυτοί που έχουν ακούσει το όνομα του δημιουργού τους και λιγότεροι αυτοί που γνωρίζουν κάτι παραπάνω για τον Βαγγέλη Παπάζογλου. Ανάμεσα στους πολλούς και ο, μαθητής τότε, γράφων.
Το 2003, κυκλοφορεί η πρώτη δισκογραφική δουλειά της Εστουδιαντίνας Νέας Ιωνίας. Θυμάμαι ότι από το πρώτο κιόλας άκουσμα «κόλλησα» με δυο τραγούδια. Σύμπτωση πρώτη: Ο Γιώργος Νταλάρας είναι ο παραγωγός του δίσκου, και ουσιαστικά ο άνθρωπος που παρουσιάζει στο ευρύ κοινό την Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας, ενώ συμμετέχει και ως ερμηνευτής στο δίσκο. Σύμπτωση δεύτερη: Και τα δυο τραγούδια μιλάνε για φωτιά. Γιαγκίνι (γιανγκίν στα τουρκικά) θα πει πυρκαγιά, και το παραδοσιακό «Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι» που ερμηνεύει συνταρακτικά ο Χρόνης Αηδονίδης αναφέρεται στην πυρπόληση της Σμύρνης και τη σφαγή από τους Τούρκους όσων από τον ελληνικό πληθυσμό δεν κατάφεραν να διαφύγουν με προορισμό την Ελλάδα. Στη φωτιά του έρωτα αναφέρονται οι στίχοι του τραγουδιού «Ζουρλοπαινεμένης γέννα», που ερμηνεύει στο δίσκο ο Μπάμπης Τσέρτος και γράφτηκε από τον Βαγγέλη Παπάζογλου, που γεννήθηκε στη Σμύρνη και έφτασε μετά την καταστροφή με τις καραβιές των προσφύγων στον Πειραιά, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
«Ζουρλοπαινεμένης γέννα έλα στην αγκάλη μου
κι ό,τι σου ’χω καμωμένα κάνε τα χαλάλι μουΈλα το σεβντά να σβήσεις που ’χω ’γω για σένανε
και για τα παλιά μας ντέρτια μην ακούς κανένανεΖουρλοπαινεμένης γέννα τρέλανες και μένανε
τη μανούλα μου λυπήσου όπου μ’ έχει ένανε»
Τα χρόνια που πέρασαν από τότε, όσες φορές έτυχε ν’ ακούσω αυτό το τραγούδι, ήταν πάντα με τη φωνή του Τσέρτου. Και παρά το ότι ο δίσκος της Εστουδιαντίνας Νέας Ιωνίας περιέχει τραγούδια της Σμύρνης, δεν σκέφτηκα ποτέ να ψάξω να βρω ποιος το έγραψε. Έπρεπε να περάσουν κι άλλα χρόνια και να διαβάσω στην Κατιούσα αυτό το άρθρο, για να εκτροχιαστεί ο νους από τις ράγες της πεπατημένης και να πιάσει να ξετυλίγεται το κουβάρι που οδηγεί στα τραγούδια και την πορεία του Βαγγέλη Παπάζογλου. Τον σπουδαίο λαϊκό δημιουργό και ξεχωριστό άνθρωπο, που παρά τα λίγα σε αριθμό καταγραμμένα στ’ όνομά του τραγούδια, άφησε βαθύ αποτύπωμα στο μουσικό μας πολιτισμό, που δε μπορεί εύκολα να σκεπάσει η σκόνη του χρόνου. Ενός εκ των πρωτεργατών του λαικού τραγουδιού που θεωρούνται μαζί με τον Παναγιώτη Τούντα οι στυλοβάτες της προ μπουζουκιού εποχής του.
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου γεννήθηκε το 1896 στο Ντουρμπαλί, ένα χωριό κοντά στη Σμύρνη. Δεν τέλειωσε το δημοτικό αφού έπρεπε να δουλέψει δίπλα στον πατέρα του που ήταν σιδηροδρομικός και μετακινούνταν διαρκώς σε διάφορες περιοχές. Από παιδί όμως ξεκίνησε να παίζει μαντολίνο και γρήγορα έμαθε κιθάρα, βιολί και μπάντζο.
Η αξία του ως μουσικός αναγνωρίζεται με τη συμμετοχή του στην περίφημη σμυρναίικη Εστουδιαντίνα του Σιδέρη, πιο γνωστή ως «Τα Πολιτάκια». Εκεί γνωρίζει και συνεργάζεται με τους Σπύρο Περιστέρη, Παναγιώτη Τούντα, Δημήτρη Σέμση και άλλους σημαντικούς μουσικούς δάσκαλους και δημιουργούς. Πρέπει να σημειωθεί ότι αν και αυτοδίδακτος μουσικός, ο Παπάζογλου θα μάθει από τον Περιστέρι μουσική σημειογραφία, με αποτέλεσμα τα τραγούδια του ν’ αποτυπωθούν σε παρτιτούρες – κάτι όχι συνηθισμένο στην εποχή του για μουσικούς χωρίς σπουδές – και έτσι να παραμείνουν «ζωντανά» μέχρι τις μέρες μας ακόμα και κάποια που δεν ηχογραφήθηκαν τότε, ή δεν διασώθηκαν ηχογραφημένα. Εκτός αυτού, η κίνησή του αυτή είναι ενδεικτική και του πώς αντιλαμβανόταν την ιδιότητα του δημιουργού, τη σχέση του με τη μουσική και με το κοινό, και προστίθεται στα στοιχεία της προσωπικότητάς του που θα τον κάνουν ξεχωριστό στο σινάφι του. Κι όπως θα δείξει η συνέχεια, ο Βαγγέλης Παπάζογλου θα συνδέσει το όνομά του με περισσότερα ασυνήθιστα για την εποχή του…
Αφού συμμετέχει εθελοντικά στην μικρασιατική εκστρατεία, δηλαδή πολεμώντας τους Τούρκους, ο Βαγγέλης Παπάζογλου μετά την τραγωδία της Σμύρνης φτάνει πρόσφυγας στον Πειραιά και η ζωή τον ρίχνει στην Κοκκινιά. Πιάνει δουλειά ως μουσικός και ταυτόχρονα γράφει τα δικά του τραγούδια. Αφού αλλάξει μουσικά στέκια, καταλήγει στις Τζιτζιφιές. Εκεί γνωρίζεται με την Σμυρνιά τραγουδίστρια Αγγελική Μαρωνίτη, κόρη του μουσικού δάσκαλου και δεξιοτέχνη του βιολιού και του σαντουριού Δημήτρη Μαρωνίτη, με την οποία παντρεύονται το 1927. Η συνεργασία του ζευγαριού στο πάλκο λήγει λίγο αργότερα, όταν η Αγγέλα τυφλώνεται και με προτροπή του Βαγγέλη εγκαταλείπει το τραγούδι. Δεν αποχτούν δικό τους παιδί, όμως υιοθετούν τον ανιψιό της Αγγέλας, Γιώργη Παπάζογλου.
Στη δισκογραφία ο Βαγγέλης Παπάζογλου κάνει την εμφάνισή του το 1933 και διατηρεί έντονη παρουσία μέχρι το 1937. Συνεργάζεται με τον Στελλάκη Περπινιάδη, τη Ρόζα Εσκενάζυ, τον Γιώργο Κάβουρα, τον Κώστα Ρούκουνα, τη Ρίτα Αμπατζή, τον Στράτο Παγιουμτζή κ.ά. Τα τραγούδια του γνωρίζουν μεγάλη απήχηση, ο απλός κόσμος τα αγκαλιάζει, τα ζητάει, ηχογραφούνται σε επανενεκτελέσεις, κάτι που στην περίοδο που αναφερόμαστε δεν συνηθιζόταν.
«…Μη φοβάσαι τη μαμά σου, βάλε με στην κάμαρά σου
βάλε με, φως μου, βάλε με και πριν να φέξει βγάλε με…»
«Βάλε με στην αγκαλιά σου», «Ζουρλοπαινεμένης γέννα», «Η φωνή του ναργιλέ» («Πέντε χρόνια δικασμένος»), «Η μπαμπέσα», «Ο ξεμάγκας» («Βαρέθηκα το ναργιλέ»), «Οι λαχανάδες» («Κάτω στα λεμονάδικα»), «Το παιδί του δρόμου» είναι σήμερα μερικά από τα πιο γνωστά. Τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου ξεχωρίζουν για την ενορχήστρωση (αναφερόμαστε στην προ μπουζουκιού εποχή) αλλά και για την ευαισθησία με την οποία ο δημιουργός προσεγγίζει τη θεματολογία του. Όπως θα πει χρόνια μετά η Αγγέλα Παπάζογλου, «του Βαγγέλη η αξία δεν ήτανε που ήπαιζε όλα τα όργανα. Η αξία του ήτανε που ήσιαζε ολόκληρα τραγούδια. Με τα λόγια τους και τη μουσική τους».
Το τραγούδι «Η φωνή του ναργιλέ» («Πέντε χρόνια δικασμένος») αποτελεί και μια σπάνια ηχογράφηση της φωνής του Βαγγέλη Παπάζογλου. Του τραγουδιού προηγείται διάλογος μεταξύ του λαϊκού δημιουργού και του ερμηνευτή Στελλάκη Περπινιάδη:
«Μα αιωνίως μωρ’ αδερφέ μου Στελλάκη, όποτ’ έρθω να σε βρω, όλο με τον αργιλέ στα χέρια σε βρίσκω…»
Ένα ακόμα στοιχείο για το πώς ο Βαγγέλης Παπάζογλου αντιλαμβανόταν την αποστολή του ως δημιουργός, είναι ότι αρνήθηκε να γράψει «συνέχειες» επιτυχημένων εμπορικά τραγουδιών του (ας πούμε όπως τα «σίκουελ» των κινηματογραφικών ταινιών στις μέρες μας), που συνηθιζόταν τότε προς όφελος κυρίως των εταιρειών.
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου ηχογράφησε πολύ λίγα τραγούδια σε σχέση με άλλους γνωστούς ομότεχνους της εποχής του και αυτό οφείλεται αποκλειστικά στην προσωπικότητά του και όχι βέβαια στην έλλειψη έμπνευσης. Ο Βαγγέλης Παπάζογλου εκτός από ένας βαθύτατα ευαίσθητος και εμπνευσμένος δημιουργός, υπήρξε άνθρωπος με αρχές που τις υπηρέτησε πιστά και τις υπερασπίστηκε ακόμα και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Όταν βρέθηκε μπροστά στο σταυροδρόμι της υποχώρησης, της καταπάτησης του αξιακού του κόσμου και της υπεράσπισής του, δεν δίστασε να πάρει αποφάσεις που ανέτρεψαν και επηρέασαν καθοριστικά, όχι μόνο την καλλιτεχνική του πορεία, αλλά την ίδια τη ζωή του.
Το 1937, όταν όλα τα ’σκιαζε η φασιστική φοβέρα, ο Βαγγέλης Παπάζογλου αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τους λογοκριτές της μεταξικής δικτατορίας (που αποκαλούσε «αμόρφωτους») το περιεχόμενο των τραγουδιών του. Τόσα χρόνια μετά, προκαλεί δέος στο σημερινό αναγνώστη ο τρόπος που υπερασπίστηκε το έργο του και μαζί την περηφάνια και την αξιοπρέπειά του: «Τριανταέξι τραγούδια μαζεμένα του τα ‘κοψε η λογοκρισία του Μεταξά, οι δημόσιοι υπάλληλοι που κάνανε «το καθήκον τους», λέει η Αγγέλα. «Του τα κόψανε γιατί δε δέχτηκε ν’ αλλάξει ούτε ένα λόγο, ούτε ένα λόγο: Στον «Μπατίρη» αυτός ο λόγος ήτανε όλο το νόημα του τραγουδιού. Εκεί που λέει «ελεύθερος να ζήσω» του το σημειώσανε να το σβήσει και να γράψει «χαρούμενος να ζήσω». – Έτσι σας αρέσει; τους είπε. Ε, λοιπόν, εμένα έτσι δε μ’ αρέσει! Εγώ δεν είμαι χαρούμενος αν δεν είμαι λεύτερος. Εγώ άμα έχω σκλαβιά πάνω απ’ το κεφάλι μου δε γελάω! …Εγώ δε γελάω άμα δεν είμαι λεύτερος, έτσι είμαι μαθημένος. Δεν τα δίνω τα κομμάτια!».
Ο «Μπατίρης» είναι ένα απτό παράδειγμα του πόσο ωφέλιμη, εκτός από πρωτοποριακή ήταν η απόφαση του αυτοδίδακτου μουσικού Βαγγέλη Παπάζογλου να μάθει να γράφει τα τραγούδια του σε παρτιτούρα. Με αυτό τον τρόπο διασώθηκε το συγκεκριμένο τραγούδι, για να ηχογραφηθεί αρκετές δεκαετίες αργότερα:
«…να βρω την τύχη μου για να την αρωτήσω
αν έχω το δικαίωμα ελεύθερος να ζήσω…»
Μετά από αυτά, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, όπως είναι φυσικό σταματά τις ηχογραφήσεις. Δεν σταματά όμως τις εμφανίσεις στα μαγαζιά, σε γάμους και σε πανηγύρια, όπου τον καλούν, σε όλη την Ελλάδα. Όπως επίσης δεν σταματά και να γράφει τραγούδια, που μη μπορώντας να ηχογραφήσει, χαρίζει σε άλλους συνθέτες και τραγουδιστές.
Έτσι κυλάει η ζωή του μέχρι το 1941, που η μπότα του χιτλερικού φασισμού πνίγει την Αθήνα και την Ελλάδα ολόκληρη.
Την ώρα που η Ελλάδα της Αντίστασης οργανώνει και αναπτύσσει τον αγώνα της ενάντια στον καταχτητή, στην Ελλάδα της «κανονικότητας», δηλαδή της υποταγής, της ανοχής, της συνεργασίας μαζί του, χωράνε και κέντρα διασκέδασης, τα οποία όμως λίγοι έχουν τη δυνατότητα να προσεγγίσουν. Τακτικοί θαμμώνες αυτών των κέντρων είναι οι μαυραγορίτες, οι νταραβερτζήδες και οι παρατρεχάμενοι της νέας εξουσίας, οι δοσίλογοι, είναι οι ίσιοι οι καταχτητές με τις παρέες τους. Ο Παπάζογλου μπορούσε να έχει θέση στο πάλκο των καλύτερων μαγαζιών. Τη δουλειά την είχε ανάγκη. Η Αγγέλα τυφλή, το παιδί, το σπίτι στην Κοκκινιά. Το μέγεθος της καλλιτεχνικής του αξίας τους εξασφάλιζε ότι, αν μη τι άλλο, δεν θα πεινάσουν. Τον πρώτο χειμώνα της Κατοχής χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας πεθαίνουν στους παγωμένους δρόμους της Αθήνας και άλλων πόλεων από την πείνα, και τις επιδημίες που θερίζουν.
Ο περήφανος αυτός λεβεντάνθρωπος, για μια ακόμα φορά στη ζωή του αρνείται να σκύψει το κεφάλι. Παραμένοντας ανυπόταχτος και συνεπής με την ως τότε διαδομή του, αρνείται να παίζει «για τους φχαριστημένους και τους μαυραγορίτες», όπως λέει, κρεμάει στο καρφί την κιθάρα του, ρίχνει στην πλάτη ένα άδειο τσουβάλι και γίνεται παλιατζής.
Η συνέχεια είναι δραματική. Ζώντας σε άσχημες συνθήκες, με πείνα και στερήσεις, παίρνει το μικρόβιο της φυματίωσης και δεν αργεί, άρρωστος βαριά, να φύγει από τη ζωή μόλις στα 47 του χρόνια. Στις 27 του Ιούνη 1943 γράφτηκε το τέλος μιας ζωής που γνώρισε βιοπάλη, πόλεμο, ξεριζωμό, προσφυγιά, καταξίωση, επιτυχίες, μιας ζωής γεμάτης μουσική και δημιουργία, που δεν μπόρεσε να σβήσει όταν και όπως της έπρεπε. Ένα τέλος που ο Βαγγέλης Παπάζογλου περιέγραψε, λες προφητικά, στο τελευταίο τετράστιχο του συγκλονιστικού τραγουδιού του «Το παιδί του δρόμου»:
Κι αν αποθάνω και βρεθεί
κανένας και με θάψει
είμαι του δρόμου το παιδί
κι εκείνος ας με κλάψει…
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback