“Παράσιτα” – Η πάλη των τάξεων παραμένει κινηματογραφικά αδικαίωτη
Μπορεί να ακούγεται γκρινιάρικο κλισέ, αλλά πώς να θεωρήσω ανατρεπτική μια ταινία που δε δίνει οποιαδήποτε προοπτική στους εκμεταλλευόμενους;
Διαβάζοντας κριτικές ειδικών, αλλά κυρίως του κοινού στο διαδίκτυο, νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια, κι όσο πάει με εντεινόμενο ρυθμό, υπάρχει η τάση να αποθεώνονται ταινίες που κατά τη γνώμη του εμπεριέχουν κάποιο κοινωνικό, πολιτικό ή και «εξεγερσιακό μήνυμα». Το πιο τρανό και πρόσφατο παράδειγμα είναι ο Τζόκερ, για τον οποίο έχω ήδη καταθέσει την ταπεινή μου άποψη εδώ. Κάτι παρόμοιο, σε μικρότερη σε ό,τι αφορά τα εμπορικά μεγέθη που διακυβεύονται κλίμακα, συμβαίνει και με τη δημιουργία του Bong Joon-ho «Παράσιτα», που όχι μόνο κέρδισε το Χρυσό φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών και φλερτάρει έντονα με την πρώτη υποψηφιότητα κορεατικής ταινίας για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, αλλά έχει συγκεντρώσει και το «σταλινικό» 99% θετικών απόψεων κριτικών και 93% του κοινού στις Σάπιες Ντομάτες, όπως και το χορταστικό 8.6/10 στο πιο «λαϊκό» imdb.
Ο ενθουσιασμός για την ταινία δεν οφείλεται μόνο στα κοινωνικά της μηνύματα, αλλά νομίζω πως το παρακάτω σχόλιο είναι πολύ ενδεικτικό του διθυραμβικού κλίματος και των αιτιών του: «Ξεκάθαρα κάτι αξιόλογο συμβαίνει εδώ, κι εν μέρει οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο αντηχεί το ανατρεπτικό πορτραίτο των ταξικών εντάσεων σε μια εποχή που η οικονομική ανισότητα έχει γίνει κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα».
Προσωπικά, έχοντας δει και το αμέσως προηγούμενο πόνημα του σκηνοθέτη, «Snowpiercer», ήμουνα εξοικειωμένη με τα όρια των κοινωνικών προβληματισμών του, οπότε πήγα χωρίς να έχω ιδιαίτερες προσδοκίες στο συγκεκριμένο τομέα. Ξεκίνησα λοιπόν την ταινία, αφήνοντας το πρώτο μέρος να με πείσει ότι θα περνούσα δυο και κάτι γεμάτες ώρες με ένα καλά χτισμένο ψυχολογικό θρίλερ, με σωστά ζυγισμένες στιγμές μαύρου χιούμορ, την υψηλή αισθητική στην οποία μας έχουν συνηθίσει οι διεθνώς αναγνωρισμένοι Ασιάτες σκηνοθέτες και ικανοποιητικές ερμηνείες. Αντ’ αυτού, από ένα σημεία και πέρα, ήρθα αντιμέτωπη με ένα σωρό πολλαπλασιαζόμενων απιθανοτήτων, ανάμεσά τους ότι κανείς δε σκέφτηκε να γκουγκλάρει το όνομα εταιρείας που απαιτούσε πρόσβαση σε ευαίσθητα προσωπικά και οικογενειακά δεδομένα.
Δεν μπορώ να πω πολλά για την πλοκή χωρίς να σποϊλεριάσω (sic) ασύστολα, από την άλλη επειδή είναι ίσως αδύνατον να αναφερθεί κανείς στη συγκεκριμένη ταινία χωρίς να αποκαλύψει κάποια σημεία της, όποιος σκοπεύει να τη δει μπορεί να διακόψει την ανάγνωση εδώ. Η βασική υπόθεση είναι πολύ απλή, η οικογένεια ανέργων της Σεούλ Κιμ καταφέρνει να τρυπώσει με διάφορα αθέμιτα μέσα στο σπιτικό των – νεόπλουτων – Παρκ ως διδασκαλικό και υπηρετικό προσωπικό, μέχρι που μια απρόσμενη επίσκεψη κάνει μια αποκάλυψη που επιφέρει αλυσιδωτές αντιδράσεις για όλους τους εμπλεκόμενους.
Στο καθαρά ψυχαγωγικό κομμάτι, η ταινία έμεινε τελικά μετέωρη, με ένα φινάλε που μπορούσε να δει κανείς να έρχεται από χιλιόμετρα, ενώ το βασικό κοινωνικό μήνυμα, όπως το αντιλήφθηκα προσωπικά τουλάχιστον, ήταν «άτιμη κοινωνία που άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους κατεβάζεις». Θεωρώ τουλάχιστον λυπηρό να υπάρχει παγκόσμιο παραλήρημα επειδή κάποιος έδειξε στη μεγάλη οθόνη για μια ακόμη φορά, ότι υπάρχουν ταξικές ανισότητες στον καπιταλισμό. Μιλάμε για breaking news, ουάου, που θα έλεγε κι ο Γιάνης. Οι πλούσιοι αδιαφορούν για τη μοίρα των φτωχών, σιχαίνονται τη μυρωδιά τους, είναι ανόητοι, ματαιόδοξοι, αλλά ταυτόχρονα και εύκολα θύματα της καπατσοσύνης των δεύτερων. Χαίρονται με την καταιγίδα ως θέαμα την ώρα που η ίδια πλημμυρίζει τα σπίτια στις λαϊκές συνοικίες. Οργανώνουν ηλίθια πάρτι με ρατσιστικό υπόβαθρο («κακοί Ινδιάνοι») και τυφλωμένοι από το φόβο τους δημιουργούν οικιακά καταφύγια ενάντια στην «πυρηνική απειλή της ΛΔΚ» (στο συγκεκριμένο θύμα η προσέγγιση μου φάνηκε ισαποστίτικη, κοροϊδεύοντας αφενώς τους ιδιοκτήτες για τον παραλογισμό τους, αφετέρου τα δελτία ειδήσεων της ΛΔΚ ως ύψιστο παράδειγμα φαιδρής προπαγάνδας).
Οι φτωχοί από την άλλη είναι πονηροί, επιδέξιοι, αλλά και ηθικά απονεκρωμένοι, έτοιμοι στην πρώτη ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες των αφεντικών τους, αλλά και να φαγωθούν μεταξύ τους στη λογική του «ο θάνατός σου η ζωή μου». Δε θεωρώ τυχαίο ότι ο μόνος χαρακτήρας της ταινίας, πέρα από τον μικρό γιο των Παρκ, που παρουσιάζεται ηθικά ακέραιος είναι η μεγάλη αδελφή του. Στην τελική, οι γονείς Παρκ μπορεί να φέρονται άσπλαχνα στους υπαλλήλους τους, αλλά κι αυτό εν τέλει γίνεται μόνο επειδή πιστεύουν τα όσα τους σερβίρουν οι Κιμ για να εξασφαλίσουν την παρουσία τους στο σπίτι. Καμία έννοια αλληλεγγύης των καταπιεσμένων δεν υφίσταται, ακόμα και κάποιες αναλαμπές ανθρωπιάς είναι περαστικές και δε θα ολοκληρωθούν ποτέ. Αντίθετα, ο ανταγωνισμός μεταξύ τους παρουσιάζεται, εξίσου, αν όχι περισσότερο αδυσώπητος από εκείνον προς τα αφεντικά τους. Τα οποία τελικά πληρώνουν – εν μέρει – όχι το γεγονός πως είναι εκμεταλλευτές, αλλά απλώς και μόνο την υπεροψία και την ευγενικά μασκαρεμένη περιφρόνησή τους στους υπαλλήλους τους. Η ταξική πάλη μετατρέπεται σε μια γκροτέσκα πορνογραφία της βίας στη σκηνή του πάρτι, που αφαιρεί εν τέλει και τα ψήγματα οπτικού τουλάχιστον ρεαλισμού στις περιγραφικές αποτυπώσεις – και τίποτε άλλο – των ταξικών διαφορών.
Μπορεί να ακούγεται γκρινιάρικο κλισέ, αλλά πώς να θεωρήσω ανατρεπτική μια ταινία που δε δίνει οποιαδήποτε προοπτική στους εκμεταλλευόμενους; Το μόνο κύτταρο που εξασφαλίζει την επιβίωση είναι η οικογένεια, -με την υποκρισία και τους καταναγκασμούς της έστω – μην εμπιστεύεσαι κανέναν έξω από αυτή, πραγματικά δυσκολεύομαι να σκεφτώ επιμύθιο πιο αντιδραστικό από αυτό, ανεξάρτητα από το αν είναι ακούσιο ή συνειδητό από πλευράς συντελεστών. Αυτό που μένει τελικά ως επίγευση είναι πως ο άνεργος, ο εργάτης και γενικά αυτό που σε άπταιστο πασοκική θα λέγαμε μη προνομιούχος είτε θα γιολάρει σαν μια από τις πρωταγωνίστριες που άναψε τσιγάρο ενώ πνιγόταν κυριολεκτικά στα σκατά, είτε θα τρέφει την ψευδαίσθηση – τουλάχιστον την παρουσιάζει μόνο ως τέτοια κι όχι ως πραγματική πιθανότητα -, όπως ο αδερφός της, ότι θα πετύχει τελικά το στόχο μια μέρα με τίμια δουλειά. Αν όλα αυτά δεν κατατείνουν στην αποδοχή της πραγματικότητας ως αδιέξοδα απαράλλαχτης πιθανότατα έχω καταλάβει κάτι πολύ λάθος, το οποίο δεν αποκλείω, αλλά δεν μπορώ κιόλας να φανταστώ πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Όσο για τα ρίγη ταξικής συγκίνησης που φαίνεται να σκορπούν τα «Παράσιτα» ιδίως στο αριστερόστροφο κοινό, νομίζω ότι έχει να κάνει με το γεγονός πως όσο πιο ουτοπική μας μοιάζει η προοπτική μιας επαναστατικής ανατροπής της κοινωνίας στην πραγματική ζωή, τόσο εκστασιαζόμαστε με τη θεαματική αποτύπωση του πασίδηλου στη μυθοπλασία.