The Irishman (Ο Ιρλανδός): «Μικρός νόμιζα ότι οι μπογιατζήδες “βάφουν σπίτια”…»
209 λεπτά διαρκεί η νέα ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε “The Irishman” («Ο Ιρλανδός»). Αξίζει ν’ αφήσει κανείς την άνεση του καναπέ και τη «συντροφιά» της οθόνης του υπολογιστή ή του κινητού, να μπει σ’ ένα κινηματογράφο και να καθηλωθεί για 3,5 ώρες, χωρίς διάλειμμα, μπροστά στη μεγάλη οθόνη; Η απάντηση είναι ναι. Οι 3,5 ώρες περνάνε σχεδόν χωρίς να το καταλάβεις.
209 λεπτά διαρκεί η νέα ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε “The Irishman” («Ο Ιρλανδός»). Αξίζει ν’ αφήσει κανείς την άνεση του καναπέ και τη «συντροφιά» της οθόνης του υπολογιστή ή του κινητού, να μπει σ’ ένα κινηματογράφο και να καθηλωθεί για 3,5 ώρες, χωρίς διάλειμμα, μπροστά στη μεγάλη οθόνη; Η απάντηση είναι ναι, ακόμα και αν είναι υποχρεωμένος να ακούει τα «χρατς» των τσαλακωμένων συσκευασιών τσιπς και να δέχεται κάθε τόσο «κλωτσιές» στο πίσω μέρος του καθίσματός του, από δίποδα που μοιάζουν να πήραν έξοδο από κάποιο ζωολογικό κήπο. Τίποτα δεν είναι αρκετό να χαλάσει τη μαγεία της συνεύρεσης του υποψιασμένου ή λίγο ψαγμένου, με το έργο ενός από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες στην ιστορία του κινηματογράφου, θεατή. Οι 3,5 ώρες περνάνε σχεδόν χωρίς να το καταλάβεις.
Ο Σκορσέζε έχει καταθέσει τα διαπιστευτήριά του προ πολλού και μετά από μισό αιώνα ταινίες δεν θεωρούμε ότι απόμεινε κάτι ν’ αποδείξει. Με τη νέα του, αριστουργηματική ταινία, αποδεικνύεται ότι το πέρασμα του χρόνου τον επηρεάζει μόνο θετικά. Στον «Ιρλανδό» αξιοποιεί τη συσσωρευμένη πείρα μισού αιώνα που του δίνει εκτός των άλλων τη δυνατότητα να βαδίσει, με άνεση όπως διαπιστώσαμε, σε πιο σκοτεινές και περίπλοκες διαδρομές, και να τις φωτίσει. Και άλλες φορές ο μεγάλος σκηνοθέτης έχει αναφερθεί στη διαπλοκή που συνδέει το οργανωμένο έγκλημα με την οικονομική και πολιτική εξουσία, ίσως όμως για πρώτη φορά βουτάει τόσο βαθιά στη μήτρα που τη γεννάει και την αναπαράγει, που δεν είναι άλλη από την εκμεταλλευτική κοινωνία, το καπιταλιστικό σύστημα.
Η ατάκα του τίτλου είναι παρμένη από τον βασικό χαρακτήρα του έργου. «Βάφω σπίτια» στη γλώσσα της μαφίας σημαίνει αναλαμβάνω και εκτελώ συμβόλαια θανάτου. “I heard you paint houses” («Άκουσα ότι βάφεις σπίτια») είναι ο τίτλος του βιβλίου του Τσαρλς Μπραντ, στο οποίο βασίστηκε η ταινία, και που εξιστορεί τον βίο του εκτελεστή της μαφίας Φρανκ Σίραν. Η ταινία περιγράφει την πορεία του Φρανκ Σίραν (Ρόμπερτ ντε Νίρο) στο χώρο του οργανωμένου εγκλήματος και εστιάζει στη μυστηριώδη εξαφάνιση του διάσημου και πανίσχυρου ηγέτη συνδικάτου οδηγών φορτηγών Τζίμι Χόφα (Αλ Πατσίνο), δίνοντας τη δική της εκδοχή για την εξαφάνισή του. Όλα αυτά εκτυλίσσονται με φόντο ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν ή αφορούσαν στις ΗΠΑ το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Ο βετεράνος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου Φρανκ Σίραν επιβιώνει ως οδηγός φορτηγού σε εταιρεία κρεάτων, κλέβοντας από το εμπόρευμα, μέχρι που συναντιέται τυχαία με τον αρχιμαφιόζο Ράσελ Μπαφαλίνο (Τζο Πέσι), εισέρχεται στο χώρο του οργανωμένου εγκλήματος και εξελίσσεται σε μια μηχανή που σκοτώνει και καταστρέφει. Παράλληλα και μέσω των αφεντικών του γνωρίζεται και συνδέεται στενά με τον Τζίμι Χόφα, του οποίου θα γίνει «σκιά», χτίζουν φιλική και οικογενειακή σχέση, μέχρι που με εντολή των ίδιων αφεντικών θα του φυτέψει μερικές σφαίρες στο κεφάλι.
Ο Σίραν είναι το πρόσωπο που στα κατάλληλα χέρια διαμορφώνεται σε άβουλο εκτελεστικό όργανο, μια κρύα μηχανή παραγωγής θανάτου με μορφή ανθρώπου, άδεια από συναισθήματα και αξίες, που υπακούει τυφλά στις διαταγές του αφεντικού με αντάλλαγμα πλούτο, προστασία και μια φαινομενική καταξίωση, που γίνεται σμπαράλια κάθε φορά που το διαπεραστικό βλέμμα της λιγομίλητης κόρης του (Άννα Πάκουιν) τον καρφώνει και τον ρωτάει «γιατί». Την ίδια στιγμή στο δικό του βλέμμα μοιάζει να διαγράφεται η διαπάλη ανάμεσα στον κυνισμό του ψυχρού εκτελεστή και σε κάποια αόρατα στο θεατή ψήγματα ευαισθησίας που, διάολε, υποθέτεις ότι διαθέτει κάθε άνθρωπος.
Την πλοκή της ταινίας καθοδηγεί η αφήγηση του υπέργηρου, καθηλωμένου σε αναπηρικό αμαξίδιο Φρανκ Σίραν, σε κάποιο ίδρυμα ηλικιωμένων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα συχνά μπρος πίσω στο χρόνο στην ταινία, που ενισχύουν τη ροή κεντρίζοντας το ενδιαφέρον του θεατή. Σε αυτά τα μπρος πίσω του χρόνου τους χαρακτήρες ερμηνεύουν οι ίδιοι ηθοποιοί χάρη στην πιο πρόσφατη εξέλιξη της τεχνολογίας των ψηφιακών εφέ, που στην αρχή κάπως σε ξενίζει αλλά το προσπερνάς γρήγορα.
Ο ρυθμός της ταινίας είναι σφιχτός αλλά όχι γρήγορος, μα κάθε άλλο παρά μειονέκτημα αποτελεί αυτό για μια ταινία που δεν μένει στην αφήγηση, αλλά βουτάει στα εσώτερα των χαρακτήρων. Η κάμερα του Σκορσέζε αποφεύγει τους εντυπωσιασμούς (δεν τους έχει άλλωστε ανάγκη), εστιάζει στα βλέμματα (κυρίως), στις αναπνοές, στις κινήσεις των χεριών και του σώματος. Ο σπουδαίος σκηνοθέτης γνωρίζει ότι έχει απέναντί του τρεις ογκόλιθους της 7ης τέχνης (με τους οποίους άλλωστε έχει ξανασυνεργαστεί) και τους αξιοποιεί στο έπακρο. Κυριολεκτικά δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω από το σπουδαίο ταλέντο των πολύπειρων ηθοποιών.
Ο Ρόμπερτ ντε Νίρο δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας στο ρόλο του Φρανκ Σίραν. Ήταν, είναι και θα είναι ο καλύτερος όλων για τον γράφοντα και ο αγαπημένος του. Όμως στον «Ιρλανδό» είναι ο Αλ Πατσίνο που κλέβει την παράσταση. Φαίνεται παράδοξο να γράφεις «κλέβει την παράσταση» ένας ηθοποιός του διαμετρήματος του Πατσίνο, με τους τόσους μεγάλους ρόλους και σπουδαίες ερμηνείες, μα δεν είναι. Αν μπορούν ν’ απαριθμηθούν μερικά στοιχεία που κάνουν έναν ηθοποιό μεγάλο (σίγουρα όχι πάντως ο αριθμός των όσκαρ), ένα από αυτά είναι να μην επαναπαύεται στις δάφνες του, να μην επαναλαμβάνεται, να μην τρώει από τα έτοιμα. Ο Αλ Πατσίνο μετράει μερικές βδομάδες για να πατήσει τα 80, μα γεμίζει την οθόνη με τον αστείρευτο δυναμισμό που διαπερνάει κάθε ίντσα του κορμιού του και που θα ζήλευαν ακόμα και νεότεροι στην ηλικία ηθοποιοί. Οι εκρήξεις και τα ψυχολογικά σκαμπανεβάσματά του ως «Τζίμι Χόφα» αποτελούν μαθήματα υποκριτικής.
Εξαιρετικός ο Τζο Πέσι στο ρόλο του ατσαλάκωτου μαφιόζου-ήρεμη δύναμη που κινεί τα νήματα χωρίς να λερώνει ο ίδιος τα χέρια του με αίμα. Γίνεται συγκλονιστικός όταν εμφανίζεται να μιλάει πάνω στο αναπηρικό αμαξίδιο ως υπέργηρος και χτυπημένος από εγκεφαλικό Ράσελ Μπαφαλίνο.
Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέρουμε τη συμμετοχή στην ταινία του επίσης σπουδαίου Χάρβεϊ Καϊτέλ, σε ένα μικρότερο αλλά χαρακτηριστικό ρόλο.
Στον «Ιρλανδό» οι σκοτωμοί και το αίμα δίνονται με μέτρο, οι εικόνες του Σκορσέζε δεν σοκάρουν. Δεν είναι αυτός ο σκοπός του. Αν και η υπόθεση προσφέρεται για να κινηθεί στα γνώριμά του μονοπάτια, αρνείται να το κάνει. Εστιάζει στους τρεις βασικούς χαρακτήρες του έργου (περισσότερο φυσικά στον Σίραν), και τους προσεγγίζει με μια μάλλον πρωτόγνωρη ευαισθησία, καταφέρνοντας να αναδείξει στοιχεία της ανθρώπινης πλευράς τους, χωρίς όμως να τους ηρωοποιεί. Γνωρίζοντας άριστα τις δοσολογίες και την ποιότητα των υλικών του ο πρωτομάστορας σκηνοθέτης αποφορτίζει τον θεατή μετά από σκληρές σκηνές, διακωμωδώντας την ίδια τη φρίκη του θανάτου. Δείχνει τον αδίστακτο εκτελεστή Σίραν να ξεφορτώνεται με αγωνία το όπλο του εγκλήματος πετώντας το από το ύψος μιας γέφυρας στα σκοτεινά νερά και στο αμέσως επόμενο πλάνο η κάμερα βουτάει στο βυθό για να δείξει συγκεντρωμένα στο ίδιο σημείο αμέτρητα τέτοια όπλα που «θα εξόπλιζαν μια μικρή πόλη», όπως λέει ο Σίραν.
Δεν λείπει και από αυτή την ταινία η αναφορά του Σκορσέζε στην καθολική εκκλησία. Οι μαφιόζοι, μπορεί να μην το δείχνουν αλλά κατά βάθος είναι άνθρωποι θρήσκοι… Πολύ «κατά βάθος» όμως αφού θυμούνται το θεό όταν βρεθούν κοντά στα τελευταία τους. Βλέπουμε τον Μπαφαλίνο να εισέρχεται με το αμαξίδιο στο ναό της φυλακής και λίγο μετά τη σκηνή της κηδείας του. Ένας ιερέας επισκέπτεται τακτικά τον υπέργηρο Φρανκ Σίραν στο ίδρυμα για να προσευχηθούν. Από το διάλογό τους προκύπτει ότι ο εκτελεστής παραμένει αμετανόητος, αρνείται να δείξει συμπάθεια για τα θύματά του. Δεν παραχωρεί στάλα ανθρωπιάς στον θεατή, προφανώς γιατί δεν του βρίσκεται πάνω του, ούτε λίγο πριν το τέλος της ζωής του. Γι’ αυτό ίσως επιμένει να την αναζητά εναγωνίως στην κόρη του που μετά την εξαφάνιση του Τζίμι Χόφα τον έχει αποκηρύξει και δεν θέλει ούτε να τον βλέπει. Αφού λοιπόν παραμένει αμετανόητος μπροστά στο θεό δεν προξενεί εντύπωση που κάνει το ίδιο και απέναντι στους πράκτορες του FBI που ερευνούν για την εξαφάνιση του Τζίμι Χόφα. Αν και έχει απομείνει ο τελευταίος εν ζωή από το μαφιόζικο σινάφι, κρατάει σφραγισμένο το στόμα του, αρνούμενος να δώσει στοιχεία και ονόματα.
Τηρουμένων των αναλογιών, ένα κοινό χαρακτηριστικό των χαρακτήρων του Φρανκ Σίραν και του Τζίμι Χόφα είναι ότι και οι δυο αρνούνται να αποδεχτούν το τέλος, που κάποτε έρχεται για όλους και για τα πάντα. Ο πρώτος το δείχνει με τον τρόπο που πριν πεθάνει επιλέγει την τελευταία του κατοικία, και την όλη «φιλοσοφία» στην οποία στηρίζει την επιλογή του.
Μετά από πέντε χρόνια στη φυλακή ο κάποτε παντοδύναμος Τζίμι Χόφα επιστρέφει επιδιώκοντας να επανακαταλάβει τη θέση του στην ηγεσία του Συνδικάτου. Αδυνατεί να κατανοήσει ότι οι καιροί αλλάζουν. Όμως τους καιρούς τους ορίζουν οι συσχετισμοί και σ’ αυτούς δεν έχει πια θέση ο ίδιος. Ο διάδοχος του Χόφα στη ηγεσία του συνδικάτου δεν έχει σίγουρα τη λάμψη, τη ρητορική δεινότητα, ίσως ακόμα και την επιρροή στους εργαζόμενους που διαθέτει ο Χόφα, όμως εξυπηρετεί καλύτερα και πιο αποδοτικά τα συμφέροντα της μαφίας που λυμαίνεται με τη μορφή του δανεισμού τα συνταξιουχικά αποθέματα των φορτηγατζήδων, ύψους μερικών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο Χόφα διακατέχεται από την πλάνη ότι επειδή έχει ράμματα για τη γούνα όλων μπορεί να επιτύχει το σκοπό του. Και δεν σταματά ακόμα κι όταν έρχεται η εντολή από «τους πάνω» ότι πρέπει να σταματήσει. Δεν κάνει βήμα πίσω ούτε μπροστά στην παραίνεση «εδώ δεν διστάζουν να φάνε έναν πρόεδρο, στον Χόφα θα σταματήσουν;», που αναφέρεται στη δολοφονία Κένεντι.
Ο Μάρτιν Σκορσέζε χωρίς να έχει σκοπό να γυρίσει ένα πολιτικό φιλμ προχώρησε ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην περιγραφή της καπιταλιστικής σαπίλας, φωτίζοντας, εκτυφλωτικά θα λέγαμε, τα συγκοινωνούντα δοχεία της διαφθοράς. Πολιτική εξουσία, οικονομική εξουσία-συμφέροντα, συνδικαλισμός-εργατοπατερισμός, οργανωμένο έγκλημα-μαφία αποτελούν τμήματα του γιγάντιου καρκινώματος που ονομάζεται καπιταλισμός· ζουν και γιγαντώνονται καταναλώνοντας και ταυτόχρονα παράγοντας την ίδια σάπια σάρκα. Θα μπορούσαμε να αντιπαραβάλλουμε την πορεία του Φρανκ Σίραν με την πορεία για την κατάκτηση της κορυφής, μέσα από την πραγμάτωση του αμερικανικού-καπιταλιστικού ονείρου. Ο άνθρωπος που πλάθεται από το σύστημα της εκμετάλλευσης θα βρει την ευκαιρία να φτάσει ψηλά φτάνει να αναπτύξει και να εκμεταλλευτεί όλα εκείνα τα στοιχεία που τον απομακρύνουν από την ανθρώπινη ιδιότητα. Ο σκηνοθέτης ρίχνει φως σε μερικές από τις πιο σκοτεινές σπηλιές αυτού του καρκινώματος και τους ενοίκους τους, αφήνοντας τον θεατή που διαθέτει συνείδηση να πιάσει, αν το θελήσει, το νυστέρι.