“Φυλάξου από τον κόκκινο κάτω από το κρεβάτι σου” – Η Μαύρη Λίστα του Χόλυγουντ
«Αν ήθελες να ξεφύγεις από τη μαύρη λίστα έπρεπε να γίνεις καταδότης. Δεν μπορούσες να μιλήσεις στην επιτροπή ή στα διάφορα κέντρα αποχαρακτηρισμού μόνο για τον εαυτό σου. Αυτό που ήθελαν ήταν ονόματα και αυτό το έλεγαν πληροφορίες…Αυτό που ήθελαν ήταν, με το δικό σου όνομα, να δείξουν τη δική τους δύναμη και τη δική σου υποταγή…»
«Αν ήθελες να ξεφύγεις από τη μαύρη λίστα έπρεπε να γίνεις καταδότης. Δεν μπορούσες να μιλήσεις στην επιτροπή ή στα διάφορα κέντρα αποχαρακτηρισμού μόνο για τον εαυτό σου. Αυτό που ήθελαν ήταν ονόματα και αυτό το έλεγαν πληροφορίες. Είχαν ήδη όλες τις πληροφορίες. Είχαν και τα ονόματα. Αυτό που ήθελαν ήταν, με το δικό σου όνομα, να δείξουν τη δική τους δύναμη και τη δική σου υποταγή. Χρειάζονταν να δείξουν ότι κι εσύ ήσουν με το μέρος τους», τονίζει ο Ουόλτερ Μπερνστίν και σημειώνει ότι η λίστα «συμπεριλάβαινε μεταξύ άλλων, συνδικαλιστές, γιατρούς, ακαδημαϊκούς, κυβερνητικούς υπαλλήλους, νοικοκυρές, καλλιτέχνες και ανθρώπους του θεάματος. Οι κομμουνιστές δαιμονοποιήθηκαν, οι φιλελεύθεροι περιθωριοποιήθηκαν. Οι σπιούνοι ήταν άφθονοι ή έτσι φαινόταν. Τα συνθήματα αφθονούσαν: “Καλύτερα νεκρός παρά κόκκινος”. “Φυλάξου από τον κόκκινο κάτω από το κρεβάτι σου”», σημειώνει μεταξύ άλλων ο Ουόλτερ Μπερνστίν στο αποκαλυπτικό βιβλίο του «Μνήμες από τη Μαύρη Λίστα (η λαίλαπα του μακαρθισμού)» (εκδ.Καστανιώτη), για τη διαβόητη Μαύρη Λίστα του Χόλυγουντ, που ξεκίνησε να ισχύει μια μέρα σαν σήμερα, στις 25 του Νοέμβρη 1947.
Με αφορμή την επέτειο επιλέξαμε (με δυσκολία είναι η αλήθεια) μερικά αποσπάσματα από τρία εκτενή και άκρως διαφωτιστικά άρθρα της αξέχαστης δημοσιογράφου Αριστούλας Ελληνούδη, που δημοσιεύτηκαν στο Ριζοσπάστη, στις 19/9, 26/9 και 3/10/2004.
Ο Πρόεδρος Τρούμαν, το 1945, διατάσσει έλεγχο των φρονημάτων όλων των κρατικών υπαλλήλων και τη συγκρότηση σχετικών εξεταστικών επιτροπών σε όλους τους τομείς και χώρους της κρατικής και ιδιωτικής οικονομικής, κοινωνικής, επιστημονικής και πολιτιστικής δραστηριότητας. Ο γερουσιαστής Τζότζεφ ΜακΚάρθι τίθεται επικεφαλής της «εκστρατείας κατά της κομμουνιστικής διείσδυσης στην αμερικάνικη κοινωνία». Πρώτοι στο στόχαστρό του ήταν οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Το γιατί οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες ήταν ο πρώτος στόχος το διατύπωσε το άλλο «κοράκι», ο γερουσιαστής και πρόεδρος της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών Τζο Πάρνελ: «Οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες του Χόλιγουντ είναι το μαλακό υπογάστριο της Αμερικής. Αν οι κομμουνιστές αλώσουν την κινηματογραφική βιομηχανία θα περάσουν την κομμουνιστική ιδεολογία τους στο έθνος».
Αντέδρασαν στο μακαρθισμό
Μεταξύ των παρακολουθούμενων «ηθικώς υπόπτων», βρέθηκε και στη δεκαετία του 1930 και στη μακαρθική περίοδο ο μέγας και μοναδικός Τσάρλι Τσάπλιν. Επί μακαρθισμού, λόγω της φιλειρηνικής του δράσης και των δημόσια εκφρασμένων φιλοσοβιετικών αισθημάτων του Τσάπλιν, με τη συνέργεια της πεθεράς του, στήθηκε μια σατανική σκευωρία συκοφάντησης, διασυρμού, δικαστικής δίωξης, φορολογικής εξουθένωσής του και μποϊκοτάζ των ταινιών του. Αν και ο Τσάπλιν επί δεκαετίες ήταν η «χρυσοφόρα φλέβα» του Χόλιγουντ, ο μακαρθισμός τον πολέμησε συστηματικά. Εξαιτίας, αφ’ ενός, του κοινωνικού περιεχομένου του έργου του, αλλά και της φιλίας του με τον διωκόμενο από τους ναζί Γερμανό κομμουνιστή συνθέτη Χανς Αϊσλερ και της τόλμης του να ζητήσει από τον Πάμπλο Πικάσο να ενεργήσει για τη συμπαράσταση Γάλλων και άλλων Ευρωπαίων διανοουμένων και καλλιτεχνών στον διωκόμενο από τον μακαρθισμό Χ. Αϊσλερ, ο Τσάπλιν λάβαινε αλλεπάλληλα εξώδικα για ανάκριση από τη μακαρθική Επιτροπή. Ο Τσάπλιν, βέβαια, έγραφε στα παλιά παπούτσια του Σαρλώ του τα εξώδικα, παίρνοντας, τελικά, και εκείνος το δρόμο της φυγής στην Ευρώπη, όπως και άλλοι σπουδαίοι καλλιτέχνες που περιλαμβάνονταν στη μαύρη λίστα, μεταξύ των οποίων και οι Τζόζεφ Λόουζι, Καρλ Φόρμαν, Ζυλ Ντασσέν, Τζον Μπέρι.
Να αναφέρουμε, όμως, και τους φημισμένους προοδευτικούς καλλιτέχνες, που αντιδρώντας στο μακαρθισμό έπεσαν για αρκετό διάστημα σε επαγγελματική δυσμένεια: Τζον Χιούστον, Κάθρι Χέρμπορν, Σπένσερ Τρέισι, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Λορίν Μπακόλ.
Πράκτορες και καταδότες του μακαρθισμού στο Χόλιγουντ
Πράκτορες και καταδότες του μακαρθισμού στο Χόλιγουντ ήταν και οι: Λίζα Ρότζερς, κόρη της Τζίντζερς και του Χάουαρντ Χιούζ. Τζον Γουέιν, πρόεδρος του «Κινηματογραφικού Συνδέσμου Διατήρησης των Αμερικανικών Ιδεωδών». Τσαρλς Κόμπερν, πρώτος αντιπρόεδρος του παραπάνω «Συνδέσμου». Χέντα Χόπερ, δεύτερη αντιπρόεδρος του «Συνδέσμου», η οποία το 1947 περιόδευσε σε όλες τις ΗΠΑ κηρύσσοντας το γενικό μποϊκοτάζ των ταινιών των «κόκκινων». Το ίδιο έκανε και ο Ρόναλντ Ρίγκαν. Οι Λίο ΜακΚάρεϊ (σκηνοθέτης), Ουόρντ Μποντ, Ολίβια ντε Χάβιλαντ, Πολ Λούκας, Ρόμπερτ Τέιλορ, Τζορτζ Μέρφι, Αντολφ Μανζού, ήταν μια ομάδα χαφιέδων – καταδοτών που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του αντικομμουνιστικού πογκρόμ στο Χόλιγουντ.
Εκτός του Ε. Καζάν καταδότης έγινε και ο Τζιρόμ Ρόμπινς. Ρόλο καταδότη έπαιξαν και οι εξής παραγωγοί: Ο Τζακ Γουόρνερ, ο οποίος καυχήθηκε ότι το «στούντιό του καθαρίστηκε σχολαστικά από τους κομμουνιστές». Ο παραγωγός Λουί Μάγιερ, ο οποίος αφού κατέδωσε αρκετούς συγγραφείς ως «κομμουνιστές», τόνισε: «Κατά τη γνώμη μου κύριε πρόεδρε, τσακίστηκαν οι κομμουνιστές». Ο παραγωγός Ντάριλ Ζανούκ, ο οποίος υποσχόταν ότι δε θα απολυθεί κανένας από τους εργαζόμενους (από το καλλιτεχνικό, τεχνικό, βοηθητικό προσωπικό του) που ήταν στη μαύρη λίστα, τελικά με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας του απέλυσε όλους τους «ύποπτους», αντίθετα από τον Σάμουελ Γκόλντουιν, ο οποίος τήρησε το λόγο του και δεν απέλυσε κανέναν. Η διοίκηση του Σωματείου των συγγραφέων, δημιούργημα αριστερών δημιουργών (όπως και το σωματείο των κινηματογραφικών ηθοποιών) συνεργάστηκε με την Επιτροπή, παραδίδοντάς της όλα τα αρχεία του από το 1930.
Δυστυχώς και ένας από τους «Δέκα του Χόλιγουντ», οι οποίοι καταδικάστηκαν σε φυλακή επειδή αρνήθηκαν να συνεργαστούν με την Επιτροπή, ο Εντουαρντ Ντμίτρικ, για να βγει από τη φυλακή, δέχτηκε να συνεργαστεί.
***
Μια προσπάθεια καταγραφής γεγονότων, θυτών και θυμάτων του μακαρθισμού στο Χόλιγουντ είναι η έκδοση του αποκαλυπτικού βιβλίου – μαρτυρία του βραβευμένου σεναριογράφου Ουόλτερ Μπερνστίν «Μνήμες από τη μαύρη λίστα (Η λαίλαπα του μακαρθισμού)» (σε εξαιρετική μετάφραση Ιωάννας Καρατζαφέρη, εκδόσεις «Καστανιώτη»). Το βιβλίο αυτό ουσιαστικά είναι το πρώτο βιβλίο – και στις ίδιες τις ΗΠΑ – που γράφτηκε με αφορμή την απονομή, από την Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών, «Οσκαρ» στον Ελία Καζάν (1999) «για το σύνολο της προσφοράς του», παραβλέποντας το γεγονός ότι στις 10/4/1950 κατέδωσε στη μακαρθική επιτροπή παλιούς συντρόφους και συνεργάτες του στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Ο Ουόλτερ Μπερνστίν, σπάζοντας τη σαραντάχρονη «σιωπή», έφερε στο «φως» τα μακαρθικά εγκλήματα ενάντια σε κάμποσες εκατοντάδες Αμερικανών καλλιτεχνών.
Ο Ουόλτερ Μπερνστίν, φοιτητής έγινε μέλος της Ενωσης Νέων Κομμουνιστών. Δημοσιογραφούσε στην εφημερίδα του ΚΚ ΗΠΑ και σε άλλα κομμουνιστικά έντυπα. Στο ΚΚ ΗΠΑ παρέμεινε έως τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Σήμερα δε μετανιώνει για τις ιδέες και τον αγώνα του «για έναν καλύτερο κόσμο» και τονίζει ότι και «τώρα ενάντια στις αντιξοότητες, συνεχίζουμε να ελπίζουμε. Πάντα υπάρχει κάτι που γι’ αυτό αξίζει να πολεμάς».
Ο Ουόλτερ Μπερνστίν, ήταν για οκτώ χρόνια στη μαύρη λίστα για καλλιτέχνες του Χόλιγουντ (η λίστα αυτή περιλάμβανε 324 ονόματα) και έντεκα στη μαύρη λίστα για εργαζόμενους καλλιτέχνες στα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά κανάλια. Το όνομά του καταγραφόταν συνολικά σε οκτώ εκδόσεις της μαύρης λίστας. Μια μορφή της ήταν το φυλλάδιο «Red Channels», το οποίο με υπότιτλο «Ο φάκελος της κομμουνιστικής επιρροής στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση», περιείχε λίστα 151 ονομάτων ηθοποιών, σκηνοθετών, συγγραφέων, μουσικών, σκηνογράφων, που δούλευαν σε ραδιοτηλεοπτικά κανάλια. Ο Μπερνστίν ήταν στη λίστα για το Χόλιγουντ και σε άλλες εκδόσεις της μαύρης λίστας: Μελών του ΚΚ ΗΠΑ, των δημοσιογράφων και των εξής οργανώσεων υποστήριξης: των Δημοκρατικών στον Ισπανικό Εμφύλιο, των μαύρων βετεράνων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, της Αμερικανο-Σοβιετικής Φιλίας, της Ρώσικης Περίθαλψης Πολέμου.
Για δέκα χρόνια (1947-1957) τον παρακολουθούσαν πράκτορες (του FBI και άλλοι). Παρά τις πολύμορφες πιέσεις και το φάσμα της πείνας, δεν παρουσιάστηκε ποτέ στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Ζώντας μισοπαράνομος δούλευε πότε πότε (έγραφε κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σενάρια), όπως και άλλοι σύντροφοί του, σπουδαίοι σκηνοθέτες και σεναριογράφοι, κρυμμένος πίσω από τα ανδρικά και γυναικεία ονόματα άγνωστων, άσχετων, ή ατάλαντων ανθρώπων, οι οποίοι υπέγραφαν τα συμβόλαια και έπαιρναν σημαντικό ποσοστό από τις αμοιβές-ψιχία που έδιναν οι εταιρίες σε πρωτοεμφανιζόμενους σεναριογράφους. Ο Μπερνστίν ήταν σπουδαίος σεναριογράφος κι έτσι μπόρεσε να βρει αρκετές «βιτρίνες». Το πρώτο όνομα «βιτρίνα» του Μπερνστίν ήταν «Πολ Μπάουμαν».
Αληθινό στήριγμα για την επιβίωση των διωκομένων κομμουνιστών καλλιτεχνών ήταν, βέβαια, η μεταξύ τους αλληλεγγύη αλλά και η «υπόγεια» υποστήριξή τους από προοδευτικούς καλλιτέχνες (λ.χ. Σίντνεϊ Λιούμετ, Τσαρλς Ράσελ, Μπαρτ Λαγκάστερ, Χάρι Μπελαφόντε κ.ά.), μάνατζερ, και ελάχιστους παραγωγούς.
«Το να είσαι στη μαύρη λίστα δεν ήταν καθόλου ηρωικό. Ηταν φόβος και οργή και πόνος», λέει, προλογικά, ο Ουόλτερ Μπερνστίν. Το 1949 η ηγεσία του ΚΚ ΗΠΑ καταδικάστηκε με το νόμο Σμιθ. Το 1950 το Κογκρέσο Βιομηχανικών Οργανώσεων διαγράφει τα αριστερά συνδικάτα και ψηφίζει το νόμο Μακάραν, ο οποίος επέτρεπε στον πρόεδρο των ΗΠΑ να διατάσσει συλλήψεις και φυλακίσεις «επικίνδυνων Αμερικανών». Η κλιμακούμενη, το 1950, εκστρατεία του Μακάρθι έφτιαξε ακόμη – ανάμεσα στις πάμπολλες άλλες για όλα τα επαγγέλματα – μαύρη λίστα, που περιλάμβανε «250 κομμουνιστές-υπαλλήλους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ».
«Αν ήθελες να ξεφύγεις από τη μαύρη λίστα έπρεπε να γίνεις καταδότης. Δεν μπορούσες να μιλήσεις στην επιτροπή ή στα διάφορα κέντρα αποχαρακτηρισμού μόνο για τον εαυτό σου. Αυτό που ήθελαν ήταν ονόματα και αυτό το έλεγαν πληροφορίες. Είχαν ήδη όλες τις πληροφορίες. Είχαν και τα ονόματα. Αυτό που ήθελαν ήταν, με το δικό σου όνομα, να δείξουν τη δική τους δύναμη και τη δική σου υποταγή. Χρειάζονταν να δείξουν ότι κι εσύ ήσουν με το μέρος τους», τονίζει ο Ουόλτερ Μπερνστίν και σημειώνει ότι η λίστα «συμπεριλάβαινε μεταξύ άλλων, συνδικαλιστές, γιατρούς, ακαδημαϊκούς, κυβερνητικούς υπαλλήλους, νοικοκυρές, καλλιτέχνες και ανθρώπους του θεάματος. Οι κομμουνιστές δαιμονοποιήθηκαν, οι φιλελεύθεροι περιθωριοποιήθηκαν. Οι σπιούνοι ήταν άφθονοι ή έτσι φαινόταν. Τα συνθήματα αφθονούσαν: “Καλύτερα νεκρός παρά κόκκινος”. “Φυλάξου από τον κόκκινο κάτω από το κρεβάτι σου”».
Ανθρωποφαγισμός και προπαγάνδα
Ο μακαρθισμός δεν αρκέστηκε στις διώξεις των κομμουνιστών και στην περιθωριοποίηση κάθε προοδευτικού στοιχείου στο Χόλιγουντ. Παρήγαγε και αντικομμουνιστικές ταινίες, με την ανοχή αν όχι με τις ευλογίες των μεγάλων χολιγουντιανών εταιριών. «Το σιδηρούν παραπέτασμα», «Η κόκκινη απειλή», «Εζησα τρεις ζωές», «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή», «Η μάνα του προδότη» και άλλα πανάθλια, και από κινηματογραφική άποψη, κατασκευάσματα, που παρουσίαζαν «μια ευκολόπιστη Αμερική στα πρόθυρα της αρπαγής της από τους ανελέητους κομμουνιστές, παρόλο που μερικοί από αυτούς φαίνονταν ή εντελώς βλάκες ή σε τρομακτικά χάλια», όπως ειρωνικά σημειώνει ο συγγραφέας. Και επισημαίνει ότι οι ΗΠΑ «για ιμπεριαλιστικούς λόγους, και για να κάνουν τον ψυχρό πόλεμο να φαίνεται αναγκαίος, χρειάζονταν και την αντικομμουνιστική προπαγάνδα και τον τρόμο της μαύρης λίστας».
«Οι άνθρωποι της μαύρης λίστας εξοστρακίζονταν από τα επαγγέλματά τους. Γιατροί έχαναν τα ευεργετήματα του νοσοκομείου. Δικηγόροι εκδιώκονταν από τις εταιρίες και γίνονταν πωλητές. Δάσκαλοι πήγαιναν σε σχολές για να γίνουν θεραπευτές, αυτοί ήταν οι τυχεροί. Οι περισσότεροι έπιαναν όποια δουλιά έβρισκαν, πουλούσαν από πόρτα σε πόρτα ή οδηγούσαν ταξί. Στη δουλιά δεν υπήρχε ντροπή, αλλά οργή και απελπισία. (…) Σαν μια αρρώστια που χτυπάει το ανοσοποιητικό σύστημα, η μαύρη λίστα άνοιγε το δρόμο για δευτερεύουσες μολύνσεις. Κατέστρεφε την κρίση και εξασθένιζε την κριτική. (…)Οι ψευδορκίες παραβλέπονταν, επινοούνταν βλαβερά σενάρια στα οποία ο μύθος ήταν συνώνυμος με το γεγονός και το κόκκινο κυνηγητό εξισούνταν με τον πατριωτισμό. (…)Μερικοί της μαύρης λίστας πέθαναν, επειδή το πήραν κατάκαρδα. Κάποιοι σαν τον Φιλ Λεμπ, αυτοκτόνησαν. Αλλοι άφησαν το κορμί τους να καταστραφεί ανεπανόρθωτα. Περισσότερο είχαν χτυπηθεί οι ηθοποιοί. Ο εξοστρακισμός τούς πλήγωσε πολύ, σχεδόν όσο η φτώχεια». Ο Μπερνστίν ξέροντας ότι οι συγγραφείς -σεναριογράφοι ευκολότερα, και οι σκηνοθέτες δυσκολότερα, είχαν κάποιες ευκαιρίες να κρυφτούν πίσω από «βιτρίνες», θλίβεται και το επαναλαμβάνει – παραθέτοντας και ονόματα – ότι τα μεγάλα θύματα ήταν οι ηθοποιοί, αφού η δική τους τέχνη δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από άλλο πρόσωπο και όνομα. Πολλοί ηθοποιοί ρημάχτηκαν και χάθηκαν για πάντα.
Ο Μπερνστίν «ζωγραφίζει» παραστατικά τον Τζ. Μακάρθι: «Ηταν κελεπούρι για τις σόου μπίζνες. Η τηλεόραση, ο καινούριος κυρίαρχος του λόγου, τον ήθελε. Συνδύαζε δυο στοιχεία που παρείχαν μεγάλη θεαματικότητα στα σόου: γκάνγκστερ σε σαπουνόπερα. Απλωνόταν πάνω από τη χώρα σαν μια από αυτές τις γεμάτες μικρόβια κουβέρτες που είχαν δώσει οι λευκοί στους Ινδιάνους. Μόλυνε το πολιτικό σώμα. Τα σωματεία είχαν απογυμνωθεί από τους πιο αγωνιστικούς ηγέτες τους, τα πανεπιστήμια από τους πιο φιλελεύθερους καθηγητές, η κυβέρνηση από τους πιο γενναίους δημοσίους υπαλλήλους. Τη χώρα την κυβερνούσε ο παραλογισμός».
Αγώνας επιβίωσης
Ο Μπερνστίν υπήρξε κατά κάποιο τρόπο μεταξύ των λίγων «τυχερών». Αυτών που δεν μπόρεσαν να χαρούν δημόσια το έργο τους, αλλά επέζησαν και δεν αχρηστεύτηκαν σαν δημιουργοί. Είχε την τύχη να σμίξει με δυο σπουδαίους, επίσης διωκόμενους κομμουνιστές συγγραφείς-σεναριογράφους, τον Αρνολντ Μάνοφ και τον Αβραάμ Πολόνσκι. Οι τρεις σεναριογράφοι συνέγραφαν κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σενάρια, κρυμμένοι πίσω από τη «βιτρίνα» που για κάποιο διάστημα είχε μόνον ο ένας από τους τρεις. Οταν είχαν αρκετές σεναριακές προτάσεις, έδιναν τη δουλιά τους σε άλλους διωκόμενους, αναπτύσσοντας μια αρκετά ευρείας κλίμακας σωτήρια αλληλεγγύη μεταξύ των σεναριογράφων και σκηνοθετών της μαύρης λίστας. Στα ονόματα αυτά, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνονταν και οι βραβευμένοι με «Οσκαρ»: Μάρτιν Ριντ, Ρινγκ Λάρντνερ, Ουάλντο Σολτ, Αϊαν Μακ Λέλαν Χάντερ, Τζόζεφ Λόουζι, Τζον Μπέρι, Σάι Εντφιλντ.
Το να βρεθεί «βιτρίνα» κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν. Οπως υπογραμμίζει ο Μπερνστίν «υπήρχαν πολλοί λόγοι που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάνουν για πολύ τη βιτρίνα. Το να είσαι βιτρίνα είναι πολύ απαιτητικό. Ηταν αφύσικο, μια παραβίαση του εγώ. Επρεπε να προσποιείσαι διαρκώς ότι είσαι αυτό που δεν ήσουν. Ο Πολόνσκι πίστευε πάντα ότι οι βιτρίνες μας έσωσαν τη ζωή, ενώ εμείς καταστρέψαμε τη δική τους». Ο «ανταρτοπόλεμος» της επιβίωσης με «βιτρίνες» για πολλούς διωκόμενους κράτησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950. Για μερικούς και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960.
Ο Μακάρθι είχε μεν πεθάνει, αλλά, όπως τονίζει ο Μπερνστίν, όπως ήθελαν τα μακροπρόθεσμα σχέδια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, «τη ζημιά την είχε κάνει. Ο φόβος έγινε εσωτερικός. Οι επιστήμονες σιωπούσαν. Οι διανοούμενοι σταμάτησαν να θέτουν ερωτήσεις στην κοινωνία».
***
Το μεγάλο αμερικανικό κεφάλαιο, του οποίου ανδρείκελο ήταν ο Τζο Μακ Κάρθι, χρησιμοποίησε τον όρο «μακαρθισμό» για να φορτώσει και την ευθύνη των αντικομμουνιστικών και αντιλαϊκών εγκλημάτων του στον, σχεδόν, ψυχωσικό γερουσιαστή Μακ Κάρθι και να εμφανίσει την αντικομμουνιστική εκστρατεία του στο έδαφος των ΗΠΑ, ως χρονικά περιορισμένη στη δεκαετία του 1950. Να κρύψει, δηλαδή, ότι η αντικομμουνιστική εκστρατεία του σχεδιάστηκε στο μεσοπόλεμο, προωθήθηκε στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυξήθηκε μεταπολεμικά, κορυφώθηκε στη δεκαετία του 1950 και βεβαίως συνεχίζεται «δημοκρατικότατα», και …«αντιτρομοκρατικότατα» μέχρι σήμερα. Κάποιοι, λιγοστοί ακόμα, Αμερικανοί καλλιτέχνες, είναι «ξυπνοί». Αντιδρούν στην ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ, ξέροντας ότι αυτήν εντέλλονται να υπηρετούν οι εκάστοτε πρόεδροι, είτε «δημοκρατικοί», είτε «ρεπουμπλικανοί». Η πλειοψηφία των σταρ «υπνώτει». Ή, όπως είπε ο «ξυπνός» και τολμηρός ηθοποιός και σκηνοθέτης Τιμ Ρόμπινς (και έγραψε ο Δημήτρης Δανίκας στην εφημερίδα «Τα Νέα», 14/9/2004): «Οι stars, στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας, είναι κάτι σαν γελωτοποιοί της βασιλικής αυλής. Παίζοντας σε ταινίες ποπ κορν γίνεσαι και εσύ …ποπ κορν. Κανείς δε σε παίρνει στα σοβαρά, Επειτα υπάρχει ένας ακόμα βαθύτερος λόγος. Η ανυπαρξία εναλλακτικού κόμματος. Και η απόσταση Ρεπουμπλικανών – Δημοκρατικών είναι απειροελάχιστη».