Δυτικές συνοικίες καλούν Ανατολικό Βερολίνο – Από την εκδήλωση της ΚΝΕ για τα 30 χρόνια από την πτώση του τείχους
“Όσο οι αστοί πανηγυρίζουν τη νίκη τους, εμείς ετοιμαζόμαστε για την οριστική μας νίκη”
Το τείχος αποτελούσε από την πρώτη στιγμή της ανέγερσής του μόνιμο βέλος στη φαρέτρα της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, τίποτε όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ορυμαγδό που ακολούθησε την πτώση του, καθώς η τελευταία παρουσιάζεται περίπου ως δεύτερο σε κοσμοϊστορική σημασία γεγονός μετά το Big Bang (όχι το σήριαλ). Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί πώς μια τοπική εκδήλωση της ΚΝΕ σχετικά με το τείχος, το οποίο τόλμησε – άκουσον άκουσον – να αποτελέσει με την επίσημη τότε ονομασία τότε, ως “αντιφασιστικό – προστατευτικό” ξεσήκωσε τέτοιος μένος στα αστικά ΜΜΕ. Ένα μένος το οποίο δεν παρέλειψε να σχολιάσει σκωπτικά και ο Ιάσονας Φανός, μέλος του ΚΣ της ΚΝΕ, στην εισαγωγική του ομιλία, λέγοντας πως “σκεφτόμαστε να στείλουμε δελτίο τύπου υπενθυμίζοντας πως σαν σήμερα (σ.σ 24 Νοέμβρη), γεννήθηκε ο Κάρλο Κολόντι, δημιουργός του Πινόκιο.
Η αίθουσα του καλλιτεχνικού καφενείου στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Ιλίου ήταν γεμάτη, με ανθρώπους κάθε ηλικίας, αλλά κυρίως νέους και δη μαθητές, οι οποίοι όπως ειπώθηκε και στην ομιλία ήταν βασικός στόχος της εκδήλωσης, αφού η νέα γενιά είναι εκείνη που δεν έχει άμεσα βιώματα από την εποχή του σοσιαλισμού, αλλά είναι και προνομιακός αποδέκτης της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Στο λόγο αυτό εξάλλου ο ομιλητής απέδωσε και κάποιες αναγκαστικές απλουστεύσεις στο περιεχόμενο του ντοκιμαντέρ που ακολούθησε, και η παράλειψη ορισμένων γεγονόταν για λόγους χρόνου, όπως η αμερικανική αερογέφυρα στο Δ. Βερολίνο το 1948 ή το ίδιο το χρονικό της πτώσης του τείχους, από το άνοιγμα των συνόρων της Ουγγαρίας και μετά.
Μετά την ομιλία ξεκίνησε η προβολή του ντοκιμαντέρ, που φτιάχτηκε από την ίδια την οργάνωση, με υψηλά στάνταρ στην αισθητική και το περιεχόμενο. Μουσικά και οπτικά καλοδουλεμένο, παρά τις τεχνικές δυσκολίες κι ελλείψεις, πρόδιδε τον ερασιτεχνισμό του μόνο με την καλή έννοια, δηλαδή εκείνου που δημιουργεί κάτι με αποκλειστικό γνώμονα το μεράκι και την αφοσίωση σε αυτό που κάνει.
Το ντοκιμαντέρ ήταν διαρθρωμένο σε έξι υποκεφάλαια, σε έναν πετυχημένο συνδυασμό θεματικής και χρονολογικής κατηγοριοποίησης, με ευρηματικούς τίτλους, όπως “Η γεωγραφία βλάπτει σοβαρά τον αντικομμουνισμό”. Καταρχάς έγινε εκτενής αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής, ξεκινώντας από τη διαίρεση της Γερμανίας στον απόηχο το Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και τη γεωγραφική ιδιαιτερότητα της ύπαρξης του καπιταλιστικού και εν συνεχεία και νατοϊκού Δυτικού Βερολίνου μέσα στην καρδιά της ΓΛΔ. Δίνεται έμφαση σε ένα στοιχείο το οποίο αποσιωπάται ή και απουσιάζει ακόμα και ως απλή αναφορά σε αστικά ιστοριογραφικά έργα, ότι δηλαδή τη διαίρεση της Γερμανίας την ήθελαν – με σχετικές δηλώσεις να ανιχνεύονται ήδη από το 1946 – οι δυτικοί σύμμαχοι, και το πολιτικό τους προσωπικό εντός Γερμανίας, φοβούμενοι την εξάπλωση της εργατικής εξουσίας και στα δυτικά της χώρας. Το κλίμα υπέρ του σοσιαλισμού και το τεράστιο κύρος της ΕΣΣΔ στο γερμανικό λαό αποδεικνύει και μεταπολεμικό δημοψήφισμα στο κρατίδιο της Έσσης, όπου το 72% είχε ψηφίσει υπέρ της εθνικοποίησης των μεγάλων βιομηχανιών, κάτι που φυσικά δεν πραγματοποιήθηκε. Τονίστηκε πως οι Σοβιετικοί και οι Γερμανοί κομμουνιστές βρίσκονταν διαρκώς μπροστά σε τετελεσμένα, όπως η εισαγωγή του δυτικού μάρκου και φυσικά η ίδρυση της ΟΔΓ το Μάη του 1949, σε κατάφωρη παραβίαση της συνθήκης του Πότσνταμ το 1945 μεταξύ των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που όριζε μια ενιαία, ουδέτερη, αποστρατιωτικοποιημένη Γερμανία. Οι δυτικοί ήταν εκείνοι που είχαν απορρίψει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη γερμανική ενοποίηση στην επικράτειά που ήλεγχαν. Ακόμα και μετά την ίδρυση της ΓΛΔ τον Οκτώβρη του 1949, oι σοβιετικές προσπάθειες για την ενοποίηση της Γερμανίας συνεχίστηκαν, με αποκορύφωμα τη νότα του Στάλιν το Μάρτη του 1952, όπου επανερχόταν η πρόταση μιας ενιαίας, ουδέτερης Γερμανίας, χωρίς καν να προϋποτίθεται σοσιαλιστική οικονομία. Σε ένα σημείο μάλιστα ασκείται κριτική στο γεγονός πως η ΕΣΣΔ υπερτίμησε τον αρνητικό σε βάρος της συσχετισμό, κάτι που εκφράστηκε με λανθασμένες θεωρίες, όπως η δυνατότητα χωρών να “συρθούν” στο σοσιαλισμό μέσω διαδικασιών του αστικού κοινοβουλίου. Αυτό όμως δεν αναιρεί την ειλικρίνεια και το ζήλο του συνεχούς αγώνα υπέρ της ειρήνης και της γερμανικής ενοποίησης.
Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ήταν και τα στοιχεία για την τύχη των ναζί στις δύο Γερμανίες, όπου στην ΟΔΓ υπήρξε εκτενής και συχνά αδιατάρακτη στελέχωση του κρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού από υποστηρικτές του ναζισμού, ακόμα και υψηλόβαθμα στελέχη, κι όπως εύστοχα αναφέρεται “η πρώτη κυβέρνηση Αντενάουερ είχε στους κόλπους της περισσότερα μέλη του ναζιστικού κόμματος απ’ ό,τι η πρώτη κυβέρνηση του Χίτλερ”. Αντίθετα, στη ΓΛΔ, μόνο μέσα στα πρώτα τρία χρόνια υπήρξαν πάνω από 520000 εκκαθαρίσεις ναζί από το δημόσιο, ενώ συνεχείς ήταν και οι δικαστικές διώξεις εγκληματιών πολέμου, όταν στην ΟΔΓ ως επί το πλείστον είτε δε διώκονταν, είτε απαλλάσσονταν, είτε οι ποινές ήταν εξαιρετικά επιεικείς.
Φως ρίχνεται στις συνθήκες υπό τις οποίες ανεγέρθηκε το τείχος στις 13 Αυγούστου 1961, σε μια εποχή που το Δυτικό Βερολίνο ήταν παγκόσμια πρωτεύουσα πρακτόρων, με τη μεγαλύτερη ίσως στην ιστορία κατά κεφαλή συγκέντρωση πρακτόρων και όπλων διεθνώς. Οι προκλήσεις δεν αφορούσαν μόνο την ραδιοφωνική κι έντυπη προπαγάνδα, τη δημιουργία αντικομμουνιστικών οργανώσεων με το μανδύα του πολιτιστικού συνδέσμου, αλλά και ενέργειες σαμποτάζ, ακόμα και δολοφονίες, ενώ υπήρχαν και παραβιάσεις των ανατολικογερμανικών συνόρων, με αποκορύφωμα αμερικανικά τανκς που πέρασαν την Πύλη του Βραδεμβούργου. Υπό αυτό το πρίσμα γίνεται κατανοητό το ρητορικό ερώτημα που τίθεται στο ντοκυμανταίρ, δηλαδή ότι το ζήτημα δεν είναι το ίδιο το τείχος, αλλά για ποιο λόγο καθυστέρησε τόσο πολύ η ΓΛΔ να διασφαλίσει τα σύνορά της, όπως προβλέπεται εξάλλου από το διεθνές δίκαιο και τον ΟΗΕ.
Ξεχωριστό κεφάλαιο αφιερώνεται στο πολυσυζητημένο ζήτημα του μεταναστευτικού ρεύματος πολιτών της ΓΛΔ προς την ΟΔΓ, όπου αναδεικνύονται πραγματικές, μα σκόπιμα άγνωστες στο ευρύ κοινό πτυχές του ζητήματος, όπως η ύπαρξη και αντίστροφου ρεύματος, δηλαδή από δυτικά προς τα ανατολικά, η μετανάστευση για προσωπικούς και οικογενειακούς λόγους, το γεγονός πως ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια αρκετός κόσμος που είχε στηρίξει τους ναζί ήταν λογικό να εχθρεύεται την προοπτική μιας σοσιαλιστικής εξουσίας. Στο σημείο αυτό ενδεχομένως να χωρούσε – σύντομα έστω για λόγους χρόνου – και μια αναφορά στη στοχευμένη εκστρατεία της Δύσης με αποδέκτη ιδιαίτερα τα υψηλής ειδίκευσης στρώματα στη ΓΛΔ μέσω προνομιακής μεταχείρισης, στα δυτικά δουλεμπορικά κυκλώματα που παρουσιάζονται ως σήμερα με ηρωικά χρώματα, στους δολοφονημένους συνοριοφύλακες της ΓΛΔ, που ποτέ δεν προσμετρώνται στους διαρκώς διογκούμενους αριθμητικά με διάφορες αλχημείες “νεκρούς του τείχους”.
Τέλος, υπενθυμίζεται ότι “όσο οι αστοί πανηγυρίζουν τη νίκη τους, εμείς ετοιμαζόμαστε για την οριστική μας νίκη”, ενώ δίνονται χαρακτηριστικά παραδείγματα για τους τόνους προπαγάνδας μετά το 1989 και τα αμέτρητα εκατομμύρια που ξοδεύονται στην υπηρεσία της. Στην πραγματικότητα, χαμένοι από την πτώση του τείχους είναι οι λαοί και ιδιαίτερα οι Γερμανοί που έχασαν την πατρίδα τους. Σήμερα, σε διάφορες γωνιές του κόσμου υψώνονται πραγματικά τείχη για τα οποία γίνεται λίγο ή καθόλου λόγος.
Όλα αυτά διανθίζονται από ρήσεις ποιητών και συγγραφέων, λόγια του ηγέτη της ΓΛΔ Έριχ Χόνεκερ, ανάμεσά τους ένα σπάνιο απόσπασμα συνέντευξής του στη σοβιετική τηλεόραση λίγο πριν τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ύμνους της ΓΛΔ και του στρατού της, σατιρικά τραγούδια σε βάρος του δημάρχου του Δυτ. Βερολίνου, αλλά και κινούμενα σχέδια. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένα με τον καγκελάριο Αντενάουερ, καθοδηγούμενος από το πνεύμα του Αδόλφου, να προσπαθεί να εισβάλει στη ΓΛΔ, αλλά να τρώει κυριολεκτικά τα μούτρα του πάνω στο τείχος. Στα τελευταία πλάνα του ντοκιμανταίρ προβάλλονται φωτογραφίες με επιτεύγματα της ΓΛΔ, στην παιδεία, την υγεία, την ένταξη των ΑμεΑ στην κοινωνία, τον πολιτισμό και τον αθλητισμό.
Το αναμνηστικό που έλαβαν οι παρευρισκόμενοι, πέρα από το λογότυπο, που τόσο ενόχλησε κάποιους, είχε στο πίσω μέρος του και στίχους του Μπρεχτ, που ταίριαζαν γάντι με την περίσταση:
Μας λένε οι εχθροί μας: Τέλειωσε ο αγώνας.
Μα λέμε εμείς: Άρχισε τώρα.
Μας λένε οι εχθροί μας: Την αλήθεια την απαρνήθηκαν.
Μα λέμε εμείς: Την ξέρουμε ακόμα.
Μας λένε οι εχθροί μας: Και γνωστή ακόμα να γίνει η αλήθεια δεν μπορεί άλλο πια να διαδοθεί.
Μα είμαστε εμείς αυτοί που τη διαδίδουν.
Φωτογραφία από 902.gr
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback